Τό φθινόπωρο τοῦ 1939 τό Πατριαρχεῖο τόν ἔστειλε μαζί μέ ἀρκετούς μοναχούς στήν Τρανσυλβανία (Δυτική Ρουμανία), στόν νομό Μπάνατ γιά νά ἀνανεώσει καἰ ἐκεῖ τό φιλομοναχικό πνεῦμα. Πρίν ἀναχωρήσει τόν ἐπεσκέφθη ὁ τότε μοναχός Κλεόπας Ἠλίε, ἀπό τήν Συχαστρία νά πάρει τήν εὐχή του καί νά ἀκούσει μία, τήν τελευταία συμβουλή του. Ὁ π. Βικέντιος εἶπε στόν π. Κλεόπα: -Ἄκουσε, πάτερ Κλεόπα, ἄκουσέ με τόν πατέρα σου. Αὐτή εἶναι ἡ τελευταία συμβουλή μου: «Ὑπομονή, ὑπομονή, ὑπομονή! Καί ὅταν νομίσεις ὅτι τήν ἐπέτυχες ν᾿ἀρχίσεις καί πάλι ἀπό τήν ἀρχή νά τήν ἀναζητεῖς. Μέχρι ποίου σημείου, πάτερ Βικέντιε, πρέπει νά ὑπομένουμε; -Ἄκουσέ με, πάτερ Κλεόπα. Μέχρι τήν πόρτα τοῦ τάφου! Πρίν φύγει τοῦ ἔδωσε μέλι, δύο βιβλία καί χρήματα γιά τήν ἐπιστροφή στήν μονή του. Τοῦ εἶπε ἀκόμη: Ἐγώ μετά ἀπό λίγο καιρό, θά φύγω ἀπ᾿ αὐτή τήν ζωή. Ἐσύ εἶσαι ἀκόμη νέος. Θά γίνεις καί ἱερεύς καί σέ παρακαλῶ νά μή μέ ξεχνᾶς. Στίς 25 Μαρτίου 1940 ὁ π. Βικέντιος ἐτέλεσε τήν τελευταία λειτουργία στήν ἐκκλησία Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στήν μονή Ἀγαπία. Ὅταν ὅλοι ἔλεγαν τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, πολλοί μοναχοί καί μοναχές εἶδαν ἕνα περιστέρι νά πετᾶ ἐπάνω ἀπό τά Ἅγια Δῶρα. Κατόπιν φτερούγισε μέσα στόν κυρίως ναό καί ἀπό τόν νάρθηκα βγῆκε ἔξω. Αὐτό ἦτο, σίγουρα, ἕνα θεϊκό σημεῖο. Μετά τήν θεία Λειτουργία ἐρώτησε τίς μοναχές ὁ π. Βικέντιος: -Πρός ποιά κατεύθυνσι ἐπέταξε τό περιστέρι; -Πρός τά δυτικά, πάτερ τοῦ εἶπαν. Αὐτό εἶναι σημεῖο ὅτι κι ἐγώ πρέπει ν᾿ ἀναχωρήσω. Στήν Τρανσυλβανία ἔφθασε μέ τόν μαθητή του Εὐθύμιο Τανάσε καί ἔμειναν στήν μονή τοῦ Προφήτου Ἠλία κοντά στήν πόλι Βασιώβα. Μετά ἀπό ἕνα χρόνο ὁ π. Βικέντιος ἔστειλε τόν π. Εὐθύμιο καί πάλι στήν Ἀγαπία, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἔμεινε καί ἐργάσθηκε σκληρά. Ὡδήγησε πολύ κόσμο στήν μετάνοια. Γιά ὁλόκληρο αἰῶνα δέν εἶχαν γνωρίσει ἐκεῖ οἱ κάτοικοι ἕνα τέτοιο ἔμπειρο καί ἅγιο Πνευματικό πατέρα. Τά χρόνια περνοῦν. Ἡ ὑγεία του φθείρεται καί ὁ ἴδιος βλέπει ὅτι οἱ δυνάμεις του ὀλιγοστεύουν. Ἀπό τήν ἄνοιξι τοῦ 1945 δέν ἠμποροῦσε πλέον νά περπατήσει ἀπό τήν ἀρρώστεια του. Τόν μετέφεραν στό νοσοκομεῖο, παρότι ὁ ἴδιος δέν ἤθελε. Ἐκάλεσε κάποια στιγμή μερικούς πατέρες, τήν ἡγουμένη τῆς μονῆς καί ἀδελφές καί τούς εἶπε: -Ἐγώ ἀπό τώρα πηγαίνω πρός τόν Κύριον. Μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες ἔρχεται τό τέλος μου. Ὅσο ἠμπόρεσα ἐκοπίασα νά ὑπηρετήσω μέ πίστι καί θυσία τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καί ὅλους τούς ἀνθρώπους. Δέν ἐζήτησα τίποτε ἀπό κανέναν. Ὅλους τούς ἀγάπησα, χωρίς διακρίσεις. Τόν καθένα τόν ἔβλεπα σάν τόν Χριστόν. Ἐχάρισα τήν καρδιά μου σέ ὅλους, διότι ἤθελα νά σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί νά γνωρίσουν τήν ἀλήθεια. Κανέναν δέν ἐλύπησα στήν ζωή μου καί δέν ἐνθυμοῦμαι νά ἐμίσησα κάποιον. Πατέρες μου, μετά τόν θάνατό μου, ἐπιθυμῶ νά μέ θάψετε στό μοναστήρι τοῦ προφήτου Ἠλία, πλησίον τοῦ χωριοῦ Σαράκα, ὅπου εἶναι καί ὁ μαθητής μου ὁ πρωτοσύγκελλος Γλυκέριος Μοράρου. Νά μή διαβάσετε λόγους στήν κηδεία μου, διότι εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, οὔτε καί εἶμαι ἄξιος νά μέ κλαύσετε. Ἐτέλεσε τήν θεία Λειτουργία γιά τελευταία φορά. Ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, συγχωρέθηκε μέ ὅλους καί τήν Τρίτη ἡμέρα τό ἀπόγευμα, ὅπως τούς εἶχε ἀπό πρίν ἀνακοινώσει, μετέβη στόν Κύριο, σέ ἡλικία 58 ἐτῶν. Ἡ εἴδησις τοῦ θανάτου του ἔφθασε σάν ἀστραπή στά χωριά καί στά μοναστήρια τῆς Μολδαβίας καί τοῦ Μπανάτου. Συγκεντρώθηκαν δεκάδες χιλιάδες ἄνθρωποι γύρω ἀπό τόν σκήνωμά του καί τόν τάφο του, οἱ ὁποῖοι ἔκλαιγαν μέ ἀναφυλλητά. Δώδεκα ἱερεῖς ἐτέλεσαν τήν κηδεία του. Ἐτάφη δίπλα καί ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία τῆς μονῆς. Τό 1952 ἡ διεύθυνσις τῆς μονῆς Σέκου ἔστειλε στήν μονή τοῦ Προφήτου Ἠλία στό Μπάνατ ἕναν ἱερομόναχο μέ σκοπό νά βγάλει καί νά μετακομίσει τά λείψανά του, στό Σέκου, στήν μονή τῆς μετανοίας του. Τό ἐγχείρημα δέν ἦτο καί τόσο εὔκολο, διότι στήν διαθήκη του ὁ μακαριστός εἶχε ζητήσει νά μείνει θαμμένος μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. Τελικά ὁ ἱερομόναχος αὐτός ἔβγαλε τά λείψανά του τήν νύκτα καί τά ἐτοίμασε γιά τό ταξίδι στό Σέκου τῆς Μολδαβίας. Ἕνα θαυμαστό γεγονός παρουσιάσθηκε κατά τήν ἐκταφή τῶν ὀστῶν του. Τά δύο χέρια του ἀπό τόν ἀγκῶνα καί κάτω ἦταν ἄφθαρτα καί εὐωδιάζοντα, μετά ἀπό παραμονή στόν τάφο ἑπτά ἐτῶν. Ἐδόξασε ὁ Θεός τόν δοῦλο του γιά τήν πολλή του καθαρότητα, τήν ἐλεημοσύνη πρός τούς πτωχούς καί τήν ταπεινή ζωή του. Ὅποιος κάνει ἐλεημοσύνη μέ ἀγάπη, τό ἔργο αὐτό δέν φθείρεται ἀπό τόν χρόνο, οὔτε καί εὔκολα λησμονεῖται. Σήμερα τά ἱερά του λείψανα άναπαύονται στό μοναστήρι του, ὅπου ἐκάρη μοναχός καί ξεκίνησε τούς μοναχικούς του ἀγῶνες.
Πρωτοσύγκελλος Βικέντιος Μαλάου.Μέρος Ι’. Ρουμάνοι Μοναχοί. Τελευταῖο
Πρωτοσύγκελλος Βικέντιος Μαλάου
Μοναστήρι Σέκου νομοῦ Νεάμτς (1887-1945). Μέρος Ι’
Ἐπιμέλεια κειμένου Αναβάσεις