Μοναχὸς Τρύφων ἐρημήτης τῆς Καψάλας. Μέρος Δ’. Ρουμάνοι Ἁγιορεῖτες μοναχοί

Μοναχὸς Τρύφων ἐρημήτης τῆς Καψάλας. Μέρος Δ’. Ρουμάνοι Ἁγιορεῖτες μοναχοί

 
῞Οταν τήν πρώτη φορά τόν ἐπισκέφθηκα μέ ἄλλους δύο Ἀδελφούς, καθόταν ἔξω στήν αὐλή του. Εἶχε τυλίξει τήν γυμνότητά του μ᾿ ἕνα ροῦχο, ἐνῶ στό  κεφάλι του φοροῦσε μία κάλτσα. Τόν ἐχαιρέτισα. -Εὐλογεῖτε, Γέροντα. -῾Ο Κύριος.       Ἐνῶ μᾶς εἶδε,  σηκώθηκε σιγά σιγά, διότι εἶναι γεροντάκι καί περπατῶντας μ᾿ ἕνα μπαστούνι προχώρησε πρός τήν καλύβα του μουρμουρίζοντας. ῎Ελεγε  τά ἑξῆς, ὅπως τόν ἀκούσαμε ἀκολουθῶντας τον. Ἐγώ δέν ξέρω τίποτα.  Ὅλα τά γράφουν τά βιβλία. ῾Ο Μοναχός πρέπει νά  κάνῃ 300 μετάνοιες. ῏Ηλθε ὁ ληστής καί μοῦ τίς ἔκλεψε. Μέ κλειστά  παράθυρα, πῶς μπῆκε ὁ ληστής καί μ᾿ ἔκλεψε; ῎Εστρεψε τό βλέμμα του. Μέ ἐκύτταξε καί συνέχισε τίς σαλότητές του.  Ἀδελφέ μου, μή τά καταπίνῃς ὅλα κάτω. Τό βόδι πίνει πίνει, ἀλλά μετά  σκάζει. Πρόσεχε. Ἐγώ ἐξουσιάζω τά σύμπαντα. Πετάω ἐπάνω ἀπό τήν Ἀγγλία,  Γαλλία καί ἀλλοῦ, ὅπου θέλω. Πηγαίνω καί στήν Κύπρο. Τότε μ᾿ ἐκύτταξε  γλυκά καί χαμογέλασε. Μοῦ εἶπε τήν πατρίδα μου, στήν ὁποία γεννήθηκα καί μεγάλωσα, τήν Κύπρο. Σ᾿ ἄλλη μου ἐπίσκεψι μέ κάποιον, τόν ἐχαιρέτισα καί τόν ἐρώτησα. -Τί κάνεις; -Πολεμάω, ἀδελφέ μου. Μετά μοῦ εἶπε μέ σαλό τρόπο: Νά πᾶς νά πῇς σ᾿ ὅλους,  “εὐλόγησον”. ῎Αφησέ τους. Μή προσέχῃς ἐσύ τί λέγουν. Πράγματι εἶχα πειρασμό μέ κάποιον ἀδελφό τῆς Μονῆς, καί ἐκεῖνος μοῦ  ἔδιδε τίς ἀπαντήσεις, χωρίς ἐγώ νά τοῦ ἀποκαλύψω τίποτε. Μάλιστα μοῦ  εἶπε καί τό διακόνημα αὐτοῦ του ἀδελφοῦ. Μοῦ ἀποκάλυψε τό δικό μου  διακόνημα, καί μοῦ ὑπέδειξε ἰδανικούς τρόπους ἐκτελέσεώς του. ῞Ο,τι  ἤθελα νά τόν ἐρωτήσω, τοῦ ὑπέβαλα τίς ἐρωτήσεις μέ τό μυαλό μου, καί  ἐκεῖνος ἄρχισε μέ πολλές σαλότητες νά μοῦ ἀπαντᾶ σ᾿  αὐτά πού ἤθελα. Ἐπῆγα καί τρίτη φορά κοντά, μέ συνοδεία τριῶν Χριστιανῶν. Αὐτός στεκόταν στήν ἴδια τοποθεσία καί μέ τήν ἴδια πάντα ἐνδυμασία. Ἐκύτταζε μόνο  ἐμένα, λές καί δέν ὑπῆρχον ἄλλοι γύρω μου. Μέ συμβούλευε πνευματικά. Νά,  μοῦ ἔλεγε, ἀγάπη, ὑπακοή καί ταπείνωσις. Νά μή στενοχωριέσαι γιά τό  πρόβλημά σου. Θά στείλω ἐγώ ἄνθρωπο νά μιλήσῃ στόν Γέροντά σου, γιά νά  χαρῇ καί ἡ μητέρα σου, πού σέ κοιτάζει ἀπό ψηλά καί σέ καμαρώνει. Πράγματι ἡ μητέρα μου ἔχει πεθάνει ἀπό χρόνια καί ἐκεῖνος τά ἤξερε ὅλα.  Μέ εἶχε καταπλήξει μέ τά ὑπερφυσικά χαρίσματα πού τοῦ χάρισε ὁ Θεός.
Ἐπιμέλεια κειμένου  Αναβάσεις

Μοναχὸς Τρύφων ἐρημήτης τῆς Καψάλας. Μέρος Ε’. Τελευταῖο. Ρουμάνοι Ἁγιορεῖτες μοναχοί

Ἀπεκάλυψε καί στούς λαϊκούς Χριστιανούς ἀρκετά ἀπό τά προβλήματά τους.  Δέν μέ συνεκίνησαν μόνον τά προγνωστικά καί προορατικά του χαρίσματα,  ἀλλά καί οἱ νουθεσίες του. ῎Αν ἦταν πλανεμένος, ὅπως μερικοί τόν  ἀποκαλοῦν, πῶς ἦτο δυνατόν νά μοῦ δίνῃ σωστές πνευματικές συμβουλές; ῾Ο ὑποτακτικός ἑνός Γέροντος γείτονός του, ἐπῆγε ἐξ ἀγάπης κινούμενος,  νά τοῦ βάλῃ δύο λαμαρίνες στόν διάδρομο, γιά νά φυλάγεται ἀπό τήν βροχή.  Ὁ Γέρο-Τρύφων, ἀντί ν᾿ ἀπαντήσῃ, μέ τήν στάσι του ἀπέδειξε ὅτι τοῦ εἶναι περιττές οἱ λαμαρίνες. Ἀπό τό πρωῒ μέχρι τό βράδυ ἐστάθηκε ἐκείνη τήν  ἡμέρα ὄρθιος κάτω ἀπό τόν διάδρομο, ἀκουμπισμένος στό ραβδί του. Τόν  ἐρώτησε ὁ νεαρός Μοναχός, γιατί στέκεται ἔτσι, ὁ ἀσκητής ἀπήντησε:  «μελετῶ τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ». Γιά νά βεβαιωθῶ καλλίτερα, συνέχισε ὁ π. Δ. ἐρώτησα ἀκόμη ἕνα γείτονά  του ζηλωτή Μοναχό, γιά τό ποιόν αὐτοῦ τοῦ ἀσκητοῦ. Μοῦ εἶπε τά ἑξῆς:  «Αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι μυστήριο. Τί νά σοῦ πῶ. Δέν τόν ἄκουσα ποτέ νά  κατακρίνῃ. ῞Οταν θέλῃ λίγο παξιμάδι, ἔρχεται καί μοῦ λέγει: “Δός μου  λίγο παξιμάδι καί θά σοῦ φέρω χόρτα». ῎Αλλοτε μοῦ ἔλεγε: «ράψε μου τό ζωστικό καί θά σοῦ  σκάψω τόν κῆπο». Ποτέ δέν ἐπῆρε καί δέν ἐζήτησε κάτι χωρίς νά τό  ἀνταποδώσῃ. Εἶναι σχεδόν πάντα ἔγκλειστος, καί δέν ξέρουμε ποῦ  κοινωνάει. Ἐγώ, εἶπε ὁ π. Δ. ἐρώτησα τόν ἀσκητή, ποῦ κοινωνεῖ καί μοῦ ἀπήντησε: Ποῦ ξέρεις ἀδελφέ μου, μπορεῖ νά εἶμαι καί παπᾶς. Εἰς ἄλλον Ἀδελφό ὅπου τόν ἐπισκέφθηκε, τοῦ εἶπε τά ἑξῆς: «῎Εχω διακόνημα. Φεύγω διά τήν Ἀθήνα. Πήγαινε, πήγαινε τώρα. Καί διερωτῶμαι. Μήπως ἀνήκει στήν ὁμάδα τῶν 12 γυμνῶν ῾Αγιορειτῶν  ῾Αγίων; Διότι ἡ ἀκτημοσύνη καί τό ντύσιμό του, κάτι τέτοιο ἀφήνουν νά  νοηθῇ. Κατόπιν ἔπαθε γάγγραινα στό πόδι καί ὁ γείτονάς του τόν ἐπῆρε καί τόν  μετέφερε στόν ἰατρόν. Ἐκεῖ ὁ ἀσκητής ἄρχισε τίς σαλότητές του, λέγοντας  ἀσυνάρτητα πράγματα. Καί χωρίς νά ξέρῃ τόν ἰατρόν, γυρίζει καί τοῦ  λέγει: «Παναγιώτη, ἐσύ κάνε ὅ,τι ξέρῃς, καί τ᾿ ἄλλα θά τά κάνῃ ἡ  Παναγία.  ῾Ο ἰατρός τά ἔχασε. ῎Επρεπε νά τόν πάῃ ἔξω, διότι ἦτο πολύ πιθανόν νά  τοῦ κόψουν τό πόδι. ῾Ο Γέρο-Τρύφων ἀρνήθηκε, καί ἐπέστρεψε στό Καλυβάκι  του. ῾ Ο ἰατρός τοῦ ἔδωσε μόνο μία ἀλοιφή γιά τήν πληγή, γιά νά μή τόν ἐνοχλοῦν οἱ μυῖγες. Τό ἄλλο πρωῒ τόν ἐπεσκέφθη ὁ γείτονάς του Μοναχός, νά ἰδῇ τί κάνει ὁ ἀσκητής. Εἶχε βάλει ἕνα ἀγριόχορτο ἐπάνω στήν πληγή, καί σέ  λίγες ἡμέρες εἶχε τελείως θεραπευθεῖ. Ἐδῶ ἐτελείωσε ἡ ἐξιστόρησις αὐτῶν τῶν θαυμαστῶν γεγονότων ἀπό τόν Μοναχό π. Δ., ὁ ὁποῖος εἶχε τήν καλωσύνη καί μοῦ τά εἶπε. ῾Ο Γέρων-Τρύφων, ἐκοιμήθη τόν ὕπνο τοῦ δικαίου, κουλουριασμένος σάν τό  φίδι στήν γωνιά τοῦ Καλυβιοῦ του μέσα στά πολυχρόνια κουρέλια του. Τό λείψανό του ἔμεινε ἐκεῖ 15 ἡμέρες, χωρίς νά γνωρίζῃ κανείς τήν ὁσιακή κοίμησί του. Τόσο ἀπόκοσμος καί ἐγκαταλελειμένος ἦταν ἀπό ἀνθρώπους,  ἀλλά τόσο πολύ ἑνωμένος μέ τόν Θεό καί τό οὐράνιο κόσμο. Αἰωνία του ἡ  μνήμη.

Ἐπιμέλεια κειμένου  Αναβάσεις

Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ  πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς  Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν  ἄδεια δημοσίευσης.

Share Button