῾Ο Ἐρημίτης Μοναχός Σάββας Μπάνκο. Ρουμάνοι Ἁγιορεῖτες μοναχοί
῾Ο π. Σάββας γεννήθηκε στήν πόλι Ἀλεξάνδρεια τῆς Ρουμανίας στίς 29 Αὐγούστου 1837. Στό βάπτισμά του πῆρε τό ὄνομα Στέφανος. Οἱ γονεῖς του Χρῆστος καί Νόννα ἦσαν Βούλγαροι καί κατοικοῦσαν στό Τύρνοβο τῆς Βουλγαρίας. Λόγῳ τοῦ ἐπισυμβάντος πολέμου μεταξύ Τουρκίας καί τοῦ τότε σκλαβωμένου ἑλληνικοῦ ῎Εθνους, αὐτοί γιά περισσότερη ἀσφάλεια ἀνεχώρησαν γιά τήν Ρουμανία. Στην Ρουμανική Σκήτη ἦλθε τό 1859 σέ ἡλικία 22 ἐτῶν. Μεγαλόσχημος ἔγινε τό 1863 και τό 1867 ἐξῆλθε στό ἡσυχαστικό στάδιο ἀγωνιζόμενος μέχρι θανάτου πού συνέβη στίς 20 Σεπτεβρίου 1902. Διακρίθηκε γιά τήν φιλοξενία καί τήν ταπείνωσί του. Τό Κελλί στό ὁποῖο ἀγωνίσθηκε μέ ἄκρα αὐταπάρνησι καί ὑπομονή εἶναι πλησίον τοῦ ἁγιάσματος τοῦ ῾Αγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου καί ὀνομάζεται μέχρι σήμερα «Τουρλωτή». ῞Οταν τόν ἐπεσκέπτοντο ἀδελφοί στό Κελλί του, προσφερόταν ὁλοκληρωτικά σ᾿ αὐτούς ἀφήνοντας ὅλα τά ἰδικά του καθήκοντα. Μετά τήν ἀναχώρησί τους ἐνήστευε ἐπί διήμερον ἐπιτελῶντας ταυτόχρονα καί τά καθήκοντα τῆς προσευχῆς πού παρέλειψε, λόγῳ τῆς φιλοξενίας τῶν προσκυνητῶν. Κάποτε, θέλοντας ἐγώ νά τόν πειράξω, τόν πλησίασα ἐκεῖ πού καθόταν, κάτω ἀπό τήν κληματαριά καί τοῦ εἶπα: -Πάτερ Σάββα, στήν ἐκκλησία κάπου-κάπου μοῦ ἔρχεται λίγη κατάνυξις, ἀλλά ὅταν κάνω στό Κελλί μου τόν κανόνα τῆς προσευχῆς μου, ὁ νοῦς μου σκορπίζεται ἐδῶ καί ἐκεῖ. -Πίστεψέ με, πάτερ Εἰρήναρχε, μοῦ εἶπε, πολλές φορές καί χωρίς τήν θέλησί μου, μοῦ ἔρχεται πένθος καί δάκρυα. ῎Ετσι καθαρίζει ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά ἀπό τά πονηρά νοήματα καί αἰσθήματα καί μπορῶ νά προσεύχωμαι πλέον ἀπερίσπαστα, χωρίς νοερό διασκορπισμό. Τότε ἐγώ κατάλαβα ὅτι αὐτός ἔχει ὑψηλή πολιτεία καί πολλά χαρίσματα. Γι᾿ αὐτό ἦταν γνωτός καί ξακουστός ὄχι μόνο στό ῞Αγιον ῎Ορος καί στήν ῾Ελλάδα, ἀλλά καί ἔξω ἀπ᾿ αὐτή, λόγῳ τῆς ἀγάπης καί τῆς φιλοξενίας πού προσέφερε στούς διαφόρους προσκυνητές. Ποτέ δέν τόν ἔβλεπες σκυθρωπό, ἀλλά πάντοτε χαρούμενο καί μέ βλέμμα ταπεινό. ῾Η ὁμιλία του ἦταν γλυκειά καί ἑλκυστική σάν τόν μαγνήτη. Φοροῦσε ἁπλά ἐνδύματα καί πάντοτε περπατοῦσε ἔχοντας τό κομβοσχοίνι στό χέρι του. Εὐλαβεῖτο πολύ τήν ῾Υπεραγία Θεοτόκο καί συχνά ἐδιάβαζε τούς Χαιρετισμούς της, καθώς καί τήν προσευχή τοῦ ῾Αγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. «Κύριε ‘Ιησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός μου, ὁ ἐνδοξαζόμενος ποιητής πάσης τῆς κτίσεως ὁρατῆς τε καί νοερᾶς…». Αἰωνία του ἡ μνήμη.