Η εκκλησιαστική περιουσία καί η φορολογία Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου (Δημοσιεύθηκε στήν Εφημερίδα «Τό Βήμα» τής Κυριακής 15-11-2009)

Η εκκλησιαστική περιουσία είναι πάντοτε προσφιλές θέμα, κινεί τό ενδιαφέρον τών σχολιαστών καί τών αναγνωστών. Άλλωστε, ζούμε σέ μιά κοινωνία στήν οποία κυριαρχούν τά βιολογικά καί βιοτικά θέματα καί όχι τά οντολογικά καί υπαρξιακά, πρωτεύοντα ρόλο έχει η κοινωνιολογία καί όχι η φιλοσοφία καί θεολογία. Έτσι, η πληροφόρηση γιά τήν κινητή καί ακίνητη περιουσία τής Εκκλησίας προξενεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Μόνον πού πρέπει νά διερευνηθή από ποιά πλευρά καί ποιά οπτική γωνία εξετάζει κανείς τό θέμα. Στίς απλές σκέψεις πού ακολουθούν, ίσως ενσυνείδητα υπερβατικά, παρουσιάζω τήν άποψή μου γιά τό ποιά είναι η αληθινή εκκλησιαστική περιουσία.
1. Η θεολογική εκκλησιαστική περιουσία

Η πραγματική περιουσία τής Εκκλησίας πού είναι αναλλοίωτη από τήν φθορά τού χρόνου είναι η θεολογία καί η εκκλησιολογία της. Η Εκκλησία βιώνει συμπυκνωμένα έναν θεολογικό καί πολιτισμικό πλούτο τουλάχιστον δύο χιλιάδων ετών. Άν δέ υπολογίση κανείς ότι έχει αξιοποιήσει καί πολιτισμικά αγαθά προγενέστερων εποχών, τότε καταλαβαίνει τήν αξία του.

Μεγάλος θησαυρός είναι η θεολογία τού προσώπου, πού αποδίδεται στόν Τριαδικό Θεό καί τόν άνθρωπο. Τό πρόσωπο, πού στήν αρχαία Ελλάδα ήταν ένα προσωπείο (μάσκα), από τούς Πατέρες τής Εκκλησίας συνδέθηκε μέ τήν υπόσταση καί απέκτησε οντολογία. Έτσι, ο άνθρωπος δέν μπορεί νά είναι ρατσιστικά δούλος, ούτε ένα πράγμα, αλλά ούτε κλείνεται στήν ασφυκτική μέγγενη τού θανάτου. Αυτή η εκκλησιαστική περιουσία γίνεται αντικείμενο έρευνας από φιλοσόφους, κοινωνιολόγους καί στοχαστές.

Η φιλοκαλική παράδοση τής Εκκλησίας πού ασχολείται μέ τόν «έσω άνθρωπο», όχι τόν «καθημερινό», αλλά τόν «οντολογικό τρόπο ύπαρξης», όπως θά έλεγε καί ο Χάϊντεγκερ, είναι ένας ανεκτίμητος θησαυρός πού έρχεται από τό παρελθόν καί κινεί τό ενδιαφέρον ξένων ψυχαναλυτών, υπαρξιστών καί γενικά ανθρώπων πού δέν μπορούν νά συμβιβαστούν μέ τήν επιφάνεια τών πραγμάτων καί τόν συμβατικό τρόπο ζωής.

Οι εκκλησιαστικές τέχνες, όπως η αγιογραφία, η μουσική, η ποίηση, η ναοδομία κλπ. πού συνδυάζουν ό,τι εκλεκτό στοιχείο εμφανίσθηκε στήν ανθρωπότητα μέ τόν «μυστικό» κόσμο τής εκκλησιαστικής ζωής, είναι αμύθητος πλούτος τής Εκκλησίας. Δέν πρόκειται γιά μερικά μνημεία τέχνης πού διαφυλάσσονται στά Μουσεία, αλλά γιά τρόπους έκφρασης ζωής, πού μιλάνε καί μοσχοβολούνε.

 

Τό διοικητικό σύστημα τών κατά τόπους Εκκλησιών καί τό συνοδικό σύστημα διοικήσεως σέ διάφορα επίπεδα, πού θυμίζει τό αρχαίο ελληνικό σύστημα τών Πόλεων καί τών Αμφικτυονιών, είναι ένας αστείρευτος πλούτος πού διατηρείται ακόμη ζωντανός καί μπορεί νά κρίνη θετικά τά διάφορα ηγεμονικά, ανατολικά, φεουδαλιστικά συστήματα τά οποία συναντούμε στήν σύγχρονη κοινωνική καί πολιτική ζωή. Οι Ενορίες μέ όλο τό εθελοντικό προσωπικό πού διαθέτουν είναι ζωντανοί πυρήνες ζωής πού έρχονται από τό βάθος τού χρόνου καί συγκροτούν τίς πραγματικές κοινωνίες ανθρώπων.

Όλη η θεολογία τής Εκκλησίας είναι ένας διαχρονικός πλούτος.
2. Η αγάπη από καί πρός τούς ανθρώπους

Μεγάλη εκκλησιαστική περιουσία είναι η αγάπη τών ανθρώπων πού περιβάλλουν καί εμπιστεύονται τήν Εκκλησία. Στήν Εκκλησία ανοίγει κανείς τά «εσώψυχά» του, τίς εσωτερικές αποτυχίες καί πληγές του, τίς ανασφάλειες καί αβεβαιότητές του, τόν υπαρξιακό πόνο καί τήν εσωτερική αγωνία του.

Έτσι, η Εκκλησία θεωρεί ως μεγάλο θησαυρό όχι τήν εύνοια τών ισχυρών τής γής, αλλά τόν πόνο τών ανθρώπων, τήν ανημπόρια τους. Οι πονεμένοι άνθρωποι είναι τά πιό ακριβά ιερά σκεύη τής Εκκλησίας, καί όπου υπάρχουν Κληρικοί ευαίσθητοι μπορούν νά εργασθούν αποδοτικά στόν τομέα αυτό καί θυσιάζουν τά πάντα.

Τό βιβλίο μέ τίτλο «Η μαρτυρία τής αγάπης» καί υπότιτλο «Τό φιλανθρωπικό καί κοινωνικό έργο τής Εκκλησίας τής Ελλάδος», πού εκδόθηκε από τόν Κλάδο Εκδόσεων Επικοινωνιακής καί Μορφωτικής Υπηρεσίας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, δείχνει τό φιλανθρωπικό έργο τής Εκκλησίας σέ εκατοντάδες μονάδες προνοιακού χαρακτήρος, ανοικτού ή κλειστού τύπου, όπου, κατά τήν εύστοχη παρατήρηση τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου, «νόσος φιλοσοφείται καί συμφορά μακαρίζεται καί τό συμπαθές δοκιμάζεται».

Όταν διαβάση κανείς μερικά «τυπικά» μέ τά οποία λειτουργούσαν από τήν Εκκλησία τά πρώτα στήν ιστορία Νοσοκομεία, όπως γιά παράδειγμα τό Τυπικό τής Μονής Παντοκράτορος στήν Κωνσταντινούπολη, όπου φαίνεται η οργάνωση καί λειτουργία τού Νοσοκομείου, τότε θά διαπιστώση ότι η Εκκλησία θεωρεί πραγματικό της πλούτο τούς πτωχούς, τούς αρρώστους, τούς πονεμένους πού χρειάζονται στοργή καί φιλανθρωπία καί ενδιαφέρεται γι’ αυτούς.

Μάλιστα ο ιερός Χρυσόστομος προτρέπει τούς ακροατές του: «Μή βλέπεις τόν πτωχό πού σέ πλησιάζει λερωμένος καί απεριποίητος, αλλά σκέψου ότι ο Χριστός διά μέσου εκείνου εισέρχεται στήν οικία σου καί παύσε νά είσαι απάνθρωπος καί νά λέγης σκληρά λόγια μέ τά οποία συνήθως περιλούζεις αυτούς πού ζητούν τήν βοήθειά σου, αποκαλώντας αυτούς απατεώνας, οκνηρούς».

Όσοι εμπνέονται από τό ήθος τής Εκκλησίας θεωρούν τούς πτωχούς ως αυτόν τόν Ίδιο τόν Χριστό. Αυτός είναι ο τετιμημένος εκκλησιαστικός πλούτος.
3. Η φορολογία

Η Εκκλησία πάντοτε διατηρούσε υλική περιουσία γιά νά τήν καταναλώνη σέ έργα φιλανθρωπίας, όταν αδυνατή νά τό κάνη τό Κράτος. Οι Μητροπόλεις καί οι Ενορίες είναι οργανωμένες Κοινότητες, οι οποίες ενδιαφέρονται γιά όλα τά προβλήματα πού απασχολούν τόν άνθρωπο, πνευματικά, ψυχολογικά, οικογενειακά, οικονομικά.

Βεβαίως, ζούμε σέ μιά οργανωμένη κοινωνία καί η Εκκλησία συμμορφώνεται στήν φορολογία πού θεσπίζει κάθε Πολιτεία, αρκεί νά είναι λελογισμένη καί δίκαιη. Αλλά καί η Πολιτεία πρέπει νά υπολογίζη τήν τεράστια προσφορά τής Εκκλησίας στό παρελθόν καί τό παρόν καί νά σκεφθή μέ τί οικονομικό κόστος θά επιβαρυνθή η ίδια, άν η Εκκλησία από δυσβάστακτα φορτία δέν μπορή νά ανταποκριθή στό φιλανθρωπικό έργο της μέ τά Ιδρύματα πού λειτουργεί.

Πάντως, πρέπει νά επισημανθή ότι η Εκκλησία είναι ένας ζωντανός οργανισμός, πού διαθέτει αστείρευτο πνευματικό πλούτο, μεγάλους θησαυρούς –θεολογικούς καί πολιτιστικούς– καί δέν φοβάται ούτε απειλείται από κάποια φορολογία, μπορεί όμως νά υπονομευθή τό φιλανθρωπικό έργο της.

Καί σήμερα εξακολουθεί νά δέχεται τήν αγάπη καί τόν σεβασμό εκατομμυρίων ανθρώπων πού προσφέρουν όχι απλώς χρήματα, αλλά τήν καρδιά τους καί τήν ζωή τους. Αυτός είναι ο ατίμητος πλούτος της πού δέν μπορεί νά φορολογηθή. Η Εκκλησία έχει αυτό πού είναι καί δέν είναι αυτό πού έχει.

Share Button