“Πίστεψέ με, πάτερ, αυτό το γράμμα είναι γραμμένο με αίμα” (π. Σ. Ρόουζ, από επιστολή προς ιερέα για το θέμα του ζηλωτισμού)
Μόλις πρόσφατα πληροφορήθηκα ότι τουλάχιστον μία ομάδα σχισματικών παλαιοημερολογιτών, με το περιοδικό της, συκοφαντεί μεγάλους και αγίους γέροντες της Ορθοδοξίας ως «πλανημένους». Ο όρος εδώ σημαίνει ότι τα αγιοπνευματικά τους χαρίσματα αποτελούν «πλάνες», δηλαδή παγίδες του διαβόλου για την παραπλάνηση των ίδιων και όλων των χριστιανών (περί πλάνης βλέπε εδώ).
Μια ανθολογία πικρών συκοφαντιών κατά των κοιμηθέντων οσίων γερόντων Παϊσίου και Πορφυρίου και κατά του γέροντα Εφραίμ Φιλοθεΐτη βλ. εδώ. Μήπως οι αδελφοί είναι έτοιμοι να ανακηρύξουν «πλανημένους» όλους τους αγίους που κοιμήθηκαν μετά τη δεκαετία του 1920 στους κόλπους της Εκκλησίας της Ελλάδος και των ορθοδόξων πατριαρχείων; Ήταν πλανημένοι οι άγιοι Νικόλαος Πλανάς, Σιλουανός ο Αθωνίτης, Γεώργιος Καρσλίδης, Λουκάς ο Ιατρός και πλήθος άλλοι; Τα χαρίσματά τους ήταν «πλάνες»; Όσοι απ’ αυτούς ήταν ιερείς, δεν είχαν αληθινή ιεροσύνη; Τα μυστήρια που τέλεσαν ήταν άκυρα; Ώστε όλη η Ορθοδοξία, εκτός από τις σχισματικές ομάδες (που κι αυτές αλληλοσυγκρούονται αποκλείοντας η μια την άλλη), είναι αβάπτιστη, αμύρωτη, ακοινώνητη, ανεξομολόγητη, αστεφάνωτη, ακήδευτη;
Αυτή τη σκληρή κριτική, αδελφέ μου παλαιοημερολογίτη (ή «γνήσιε ορθόδοξε χριστιανέ», αν επιθυμείς να σε χαρακτηρίζω έτσι), δεν έχει τη διάκριση να την κάνει ο πνευματικός σου ή ακόμη και ο επίσκοπός σου· μην ξεχνάς ότι επίσκοποι καθαίρεσαν τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, καταδίωξαν τον άγιο Μάξιμο Ομολογητή, συμμάχησαν με τους εικονομάχους και τους λατινόφρονες. Επίσκοποι καταδίωξαν τον άγιο Νεκτάριο Πενταπόλεως (τον οποίο, σημειωτέον, πολέμησε μανιωδώς, μετά την κοίμησή του, και η παλαιοημερολογίτισσα μοναχή Μαγδαληνή της Κοζάνης). Ο Θεός μακάρι να τους συγχωρέσει όλους. Ωστόσο, μόνο θεοφόροι και σημειοφόροι άγιοι έχουν τη διάκριση να εκφέρουν άποψη για την αγιότητα ενός τρίτου, ιδιαίτερα αν είναι ήδη αναγνωρισμένος ως άγιος· και αυτοί θα πρέπει, επίσης, να «αποδείξουν» ότι τα χαρίσματά τους είναι από το Θεό και όχι από τον εχθρό.
Λησμονούν οι εν λόγω παλαιοημερολογίτες αδελφοί ότι, με το ίδιο σκεπτικό, εύκολα μπορούμε να χαρακτηρίσουμε «πλάνες» τα αγιοπνευματικά χαρίσματα όλων των γερόντων που κοιμήθηκαν στους κόλπους των παλαιοημερολογιτών έχοντας διακόψει την κοινωνία τους με την Εκκλησία της Ελλάδος, τα ορθόδοξα πατριαρχεία κ.τ.λ. Ωστόσο, δε θα φτάσουμε στο σημείο αυτό. Θα παραθέσουμε μόνο μερικές πληροφορίες, που τις θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντικές, με την ελπίδα να προβληματιστούν οι καλοπροαίρετοι αδελφοί μας ως προς το ζήτημα του σχισματικού «ζηλωτισμού» γενικότερα.
1. Η ενωτική στάση του αγίου Ιωάννη Μαξίμοβιτς
Α. Η «Ρωσική Εκκλησία της Διασποράς»
Ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης Μαξίμοβιτς (1896-1966) ήταν ιεράρχης της «Ρωσικής Εκκλησίας της Διασποράς» (στο εξής θα την αναφέρουμε: Ρ.Ε.Δ.) ή «Υπερορίου Ρωσικής Εκκλησίας», η οποία απαρτιζόταν κατά κύριο λόγο από Ρώσους «πνευματικούς πρόσφυγες», που είχαν διαφύγει από την Ε.Σ.Σ.Δ. μη μπορώντας να ζήσουν κάτω από το αθεϊστικό καθεστώς. Η Ρ.Ε.Δ. δεν είχε κοινωνία με το πατριαρχείο της Μόσχας, διότι το τελευταίο, μετά την κοίμηση του αγίου πατριάρχη Τύχωνα και μέσα από φοβερές και αιματηρές περιπέτειες, είχε περιέλθει υπό την κηδεμονία του καθεστώτος.
«Η Εκκλησία αυτή, η οποία ιδρύθηκε το 1920 με επείγον διάταγμα του πατριάρχη Τύχωνος της Μόσχας, την ίδια χρονιά είχε αποφασίσει να παραμείνει διοικητικά αποκομμένη από την Εκκλησία της Ρωσίας μέχρις ότου η δεύτερη απελευθερωνόταν από τα δεσμά του άθεου σοβιετικού καθεστώτος. Παράλληλα, όπως βεβαίωναν οι ιδρυτές-ιεράρχες της, η Εκκλησία Εξωτερικού [σ.σ. η Ρ.Ε.Δ.] αυτοχαρακτηριζόταν εξαρχής ως “αδιάσπαστο, πνευματικά ενιαίο παρακλάδι” της Μητέρας Εκκλησίας στη Ρωσία» [ιερομόναχος Δαμασκηνός, π. Σεραφείμ Ρόουζ, Η ζωή και τα έργα του, μφτρ.-επιμ. Χαρά Λιαναντωνάκη, δ΄ έκδ. Μυριόβιβλος 2006, τ. Α΄, σελ. 379-380. Υποσημ. στην ίδια σελ.: «Το ψήφισμα του Συμβουλίου των Επισκόπων της ρωσικής Εκκλησίας Εξωτερικού, που εκδόθηκε το Σεπτέμβριο του 1927, είχε ως εξής: “Το τμήμα της Παρρωσικής Εκκλησίας που βρίσκεται στο εξωτερικό, πρέπει να διακόψει τις οποιεσδήποτε διοικητικές σχέσεις με την εκκλησιαστική διοίκηση στη Μόσχα μέχρι να αποκατασταθούν οι ομαλές σχέσεις με τη Ρωσία και μέχρι την απελευθέρωση της Εκκλησίας μας από τις διώξεις που υφίσταται από τις άθεες σοβιετικές αρχές… Το τμήμα της ρωσικής Εκκλησίας που βρίσκεται στο εξωτερικό θεωρεί ότι είναι αδιάσπαστο πνευματικά ενιαίο παρακλάδι της Μεγάλης Ρωσικής Εκκλησίας. Δε διαχωρίζει τον εαυτό του από τη Μητέρα Εκκλησία και δεν αυτοπροσδιορίζεται ως αυτοκέφαλο”» (η υπογράμμιση δική μας)].
Τα παραπάνω τα γράψαμε για να γίνει κατανοητό ότι η Ρ.Ε.Δ., παρότι είχε στους κόλπους της καιφανατικούς (πράγμα ανθρώπινο), ήταν μια έντιμη προσπάθεια, χαρακτηριζόμενη από ταπείνωση και αγάπη, όχι από υπεροψία και φανατισμό. «Όσο μπορούσαμε να γνωρίζουμε, η ρωσική Εκκλησία Εξωτερικού είχε την ευλογία να περιλαμβάνει στους κόλπους της τους πιο επιφανείς εκπροσώπους της αγίας Ρωσίας που ζούσαν τότε στη Διασπορά· θαυματουργοί γέροντες, προφήτες, γνήσιοι θεολόγοι και φιλόσοφοι» (ιερομ. Δαμασκηνός, ό.π., σελ. 379). Γι’ αυτό και, μετά την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος, αποκατέστησε την εκκλησιαστική κοινωνία της με το πατριαρχείο Μόσχας, προς απογοήτευσιν σχισματικών «ζηλωτών» στην Ελλάδα και αλλού!
Σημειωτέον ότι η Ρ.Ε.Δ. «ήταν μια απ’ τις ελάχιστες Ορθόδοξες Εκκλησίες στη Δύση, που δεν είχε αποδεχθεί τις μεταρρυθμίσεις του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου, τη δεκαετία του ’20, και είχε διατηρήσει το Ιουλιανό (“Παλαιό”) Ημερολόγιο» (ό.π., σελ. 379). Το παλαιό ημερολόγιο, ως γνωστόν, διατηρούν ακόμη και σήμερα στο εορτολόγιό τους τα πατριαρχεία Ρωσίας και Σερβίας, ενώ σε πολιτικό επίπεδο οι χώρες τους ακολουθούν το νέο ημερολόγιο. Το ίδιο ισχύει και στο Άγιο Όρος (εορτάζουν με το παλαιό). Η διαφορά του ημερολογίου δεν προκαλεί πρόβλημα στην εκκλησιαστική κοινωνία των Εκκλησιών αυτών με τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες του πλανήτη, ενώ αντίθετα οι «ζηλωτές» παλαιοημερολογίτες στην Ελλάδα και αλλού έχουν διακόψει αυτή την κοινωνία, με το πρόσχημα ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες που δέχτηκαν την αλλαγή, αλλά και όσες κοινωνούν με αυτές, έχουν προδώσει την Ορθοδοξία στον πάπα. Εκκλησιαστική κοινωνία πρακτικά σημαίνει να αναγνωρίζουμε ως έγκυρα και να λαμβάνουμε τα εκκλησιαστικά μυστήρια ο ένας από τον άλλο, δηλαδή (το γράφω απλοϊκά) να μεταλαβαίνουμε από τους ιερείς τους και εκείνοι από τους δικούς μας ιερείς. Αυτά είναι γενικώς γνωστά, αλλά τα αναφέρουμε για τυχόν μη ενημερωμένους αναγνώστες.
Σημείωση “Συγχώρησης”: Δείτε όμως εδώ άρθρο του καθηγητή Αντ. Μάρκου (γνωστού στους ΓΟΧ ασφαλώς) που φαίνεται να αρνείται εντελώς την πνευματική σοβαρότητα της Ρ.Ε.Δ. Κατ’ εμέ, το άρθρο -παρά τις ορθές ιστορικές πληροφορίες που οπωσδήποτε περιέχει- απηχεί τις θέσεις της παράταξης, στην οποία ανήκει ο κ. Μάρκου (η οποία περιστασιακά ενώθηκε με τη Ρ.Ε.Δ. και μετά διαχωρίστηκε). Όμως αυτό το άρθρο ας το έχουν υπόψιν οι φίλοι ΓΟΧ Φλωρινικοί και Ενιστάμενοι, και όλοι όσοι σέβονται ως ορθοδόξους τον άγ. Ιωάννη Μαξίμοβιτς και τον π. Σεραφείμ Ρόουζ (τους οποίους στο παρόν ιστολόγιο τιμάμε). Ας βγάλουν οι ίδιοι τα συμπεράσματά τους.
Β. Ο άγιος Ιωάννης
Ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης Μαξίμοβιτς έδρασε στη Σερβία, την Κίνα, τη Γαλλία και τις Η.Π.Α., όπου και κοιμήθηκε το 1966. Το ποιμαντικό, ιεραποστολικό και κοινωνικό του έργο είναι τεράστιο, ενώ ήταν εξαιρετικά θαυματουργός ενώ ακόμη ζούσε. Το σώμα του είναι άφθορο και φυλάσσεται στο Σαν Φρανσίσκο. Η αφθαρσία του φάνηκε και κατά την πολυήμερη έκθεση του σώματός του σε λαϊκό προσκύνημα, πριν κηδευτεί, χωρίς ταριχευτικές επεμβάσεις. Αναγνωρίστηκε ως άγιος από τη Ρ.Ε.Δ. το 1992 και φέρει το προσωνύμιο «Θαυματουργός».
Ο άγιος Ιωάννης, αν και γεμάτος ταπείνωση και αγάπη, ήταν αυστηρός στη διαφύλαξη της ορθόδοξης πνευματικής κληρονομιάς. Δεν ήταν «νεωτεριστής» ούτε «εκσυγχρονιστής». Παρόλα αυτά, αυτός ο γίγαντας της χάριτος, κινήθηκε ενωτικά προς όλους τους ορθοδόξους, πράγμα που προκάλεσε τις έντονες διαμαρτυρίες των «ζηλωτών» της Εκκλησίας του.
«[Ο αρχιεπίσκοπος] ήταν απολύτως υπεράνω “κομμάτων” κι έτσι δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι τάσσεται με τους “απομονωτιστές”, που πολλοί τους ήθελαν επικυρίαρχους στην Εκκλησία του Εξωτερικού. Κάποιοι, λόγου χάριν, είπαν πως είχε συνεορτάσει με κληρικούς του πατριαρχείου της Μόσχας, με την Εκκλησία “Ευλογείτε” [σ.σ. ρωσική Εκκλησία της Δ. Ευρώπης υπό το Οικουμενικό Πατριαρχείο] και με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες του Νέου Ημερολογίου – μια πράξη που πολλοί τη θεωρούσαν ταμπού. Όταν το 1945 διακονούσε ως επίσκοπος Σαγκάης, είναι γνωστό ότιμνημόνευε στις ιερές ακολουθίες το νεοεκλεγμένο πατριάρχη Μόσχας Αλέξιο Α΄ μαζί με το μητροπολίτη Αναστάσιο. Εξαιτίας αυτού, κατηγορήθηκε από μερικούς ότι είχε μικτές συμπάθειες και μία επικίνδυνη διασύνδεση με το πατριαρχείο της Μόσχας.
»Η αλήθεια είναι ότι, αν και ο ίδιος δε συμβιβάστηκε ποτέ με το σοβιετικό καθεστώς, συνέπασχε με όσους από την Εκκλησία της Ρωσίας δεν μπορούσαν ν’ αποφύγουν ή να αντισταθούν στις κομμουνιστικές αρχές. Προσηλωμένος στη βαθιά πνευματική ενότητα που υπάρχει στο σύνολο της Εκκλησίας [σ.σ. ενν. της Ορθόδοξης] έβλεπε πέρα από προσωρινούς διοικητικούς διχασμούς, απότοκους ατυχών εξωτερικών συγκυριών. Στον Ευγένιο [σ.σ. μετέπειτα π. Σ. Ρόουζ] είπε ότι οι διχασμοί στη ρωσική Εκκλησία ήταν πρόσκαιροι και θα έπαιρναν τέλος μόλις η Ρωσία ελευθερωνόταν. Οι απόψεις του ήταν καθ’ όλα εναρμονισμένες με τις ιδρυτικές αρχές της ρωσικής Εκκλησίας του Εξωτερικού» (π. Δαμασκηνός, ό.π., σελ. 381-382, οι υπογραμμίσεις δικές μας).
Άραγε πόσοι από τους εν Ελλάδι «Γνήσιους Ορθόδοξους Χριστιανούς» σκέφτονται ότι η απόσχισή τους από τη Μητέρα Εκκλησία – έστω και για τους λόγους που επικαλούνται – είναι προσωρινή; Φοβούμαι ότι οι περισσότεροι, μέσα στην καρδιά τους, θεωρούν υπεροπτικά ότι οι ίδιοι είναι η Μητέρα Εκκλησία.
Το 1962-63 ο άγιος Ιωάννης συκοφαντήθηκε ότι ενεπλάκη σε παράνομες εκκλησιαστικές εκλογές και σε κατάχρηση χρημάτων της Εκκλησίας! Η συκοφαντία υποκινήθηκε από ανθρώπους που φοβούνταν την ανάδειξή του σε πνευματικό και διοικητικό ηγέτη της Ρ.Ε.Δ., θέση που επιθυμούσαν για τον εαυτό τους. Ο άγιος δικάστηκε και αθωώθηκε. Κατά το διωγμό του διατήρησε ταπεινή σιωπή. Μετά την κοίμησή του, κάποιοι από τους πολέμιούς του ήρθαν κλαίγοντας και ζήτησαν συγνώμη μπροστά στη σορό του.
Όμως «οι κατηγορίες τράβηξαν την προσοχή της εφημερίδας Σαν Φρανσίσκο Κρόνικλ. Εκεί γράφτηκε ότι “[…] αναγνώρισε τη σοβιετική Εκκλησία όσο βρισκόταν στη Σαγκάη”. Άλλα άρθρα εφημερίδων σημείωναν ότι ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης κατηγορείται για “κόκκινες τάσεις”, “συμπάθειες προς τον κομμουνισμό” και για το ότι “ευνοεί τους δεσμούς με τη ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία στη Σοβιετική Ένωση”. Καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν τότε στο απόγειό του, τέτοιες δηλώσεις είχαν αρνητικό αντίκτυπο στον αρχιεπίσκοπο Ιωάννη. Όπως είπε στους δημοσιογράφους ο πνευματικός του υιός Μπόρις Μάσενκοφ (ένα από τα [σ.σ. χιλιάδες] ορφανά που είχε φροντίσει κάποτε ο αρχιεπίσκοπος), το μόνο που έκανε ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης ήταν να μνημονεύσει τον πατριάρχη της Μόσχας κατά τη διάρκεια των ιερών ακολουθιών» (π. Δαμασκηνός, ό.π., σελ. 384, η υπογράμμιση δική μας).
Κατά τη διάρκεια της δίωξής του, οι οπαδοί των αντιπάλων του είχαν φανατιστεί εναντίον του και πολλές φορές τον προπηλάκιζαν μετά τη λήξη των ιερών ακολουθιών!… Τότε ο άγιος Ιωάννης έκανε μία ακόμη ενωτική πράξη: «Η διαμάχη ήταν τόσο έντονη, ώστε ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννηςέδωσε την ευλογία του σε πολλά μέλη του ποιμνίου του να πηγαίνουν στην εκκλησία του πατριαρχείου της Μόσχας στο Σαν Φρανσίσκο αντί για τη δική του εκκλησία. Σε τούτο έδειξε για μια ακόμη φορά έλλειψη πολιτικού κομματισμού, μένοντας προσηλωμένος σ’ ένα πνευματικό όραμα ενότητας της Εκκλησίας, το οποίο υπερέβαινε τους διχασμούς γύρω από δικαιοδοσίες και εξουσίες. Ο Μπόρις Μάσενκοφ και άλλα από τα (ορφανά) πνευματικά παιδιά του, ήταν ανάμεσα σ’ εκείνους που ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης έστειλε στην “αντίπαλη” ρωσική εκκλησία» (π. Δαμασκηνός, ό.π., σελ. 393, η υπογράμμιση δική μας).
2. Ο ενωτικός αγώνας των πατέρων Σεραφείμ και Γερμανού
Α. Η ευλογία του γέροντα Σωφρόνιου
Το 1964, όταν επιχειρούσαν να συστήσουν την «Αδελφότητα του Αγίου Γερμανού της Αλάσκας», οι δύο πνευματικοί αδελφοί (μέλη της Ρ.Ε.Δ.) Ευγένιος Ρόουζ και Γκλεμπ Ποντμοσένσκυ, εκτός από την ευλογία του αγίου Ιωάννη, που ήταν ο πνευματικός τους πατέρας, ζήτησαν με επιστολή τους και την ευλογία του αγίου γέροντα του 20ού αιώνα Σωφρονίου Σαχάρωφ (φωτο), που ζούσε ήδη στο Έσσεξ της Αγγλίας, όπου ίδρυσε την περιώνυμη πλέον μονή του Τιμίου Προδρόμου. Ο γέροντας τους έστειλε ένα συγκινητικό γράμμα, όπου τους έδινε την ευλογία του και πνευματικές νουθεσίες (βλ. π. Δαμασκηνού, ό.π., σελ. 451-452). Ο γέροντας Σωφρόνιος ήταν κληρικός του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η μονή του Έσσεξ είναι σταυροπηγιακή μονή, δηλαδή υπάγεται απευθείας στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τους δύο νεαρούς ορθόδοξους να απευθυνθούν σ’ αυτόν ως προς ένα έγκυρο φορέα της ορθόδοξης πνευματικότητας.
Λίγα χρόνια αργότερα οι δύο αδελφοί μετακόμισαν στα βουνά Νόουμπλ Ριτζ, στη βόρεια Καλιφόρνια, όπου και σύστησαν ένα μικροσκοπικό μοναστήρι, που αναδείχτηκε σε κυψέλη της ορθόδοξης πνευματικότητας. Εκάρησαν μοναχοί και αργότερα χειροτονήθηκαν ιερομόναχοι, κατόπιν πιέσεων της τότε πνευματικής ηγεσίας της Ρ.Ε.Δ. Έλαβαν τα ονόματα Σεραφείμ και Γερμανός. Στο ερημητήριό τους, με πρωτόγονα τεχνικά μέσα και πολλή προσευχή, συνέγραφαν και εξέδιδαν το περιοδικό The Orthodox Word (Ο Ορθόδοξος Λόγος), η έκδοση του οποίου συνεχίζεταιμέχρι σήμερα. Στον Ορθόδοξο Λόγο δημοσιεύτηκαν τα επόμενα χρόνια αρκετά ιστορικά, αγιολογικά και θεολογικά άρθρα εξαιρετικής σπουδαιότητας.
Μέσα όμως από τον Ορθόδοξο Λόγο οι δύο αδελφοί αγωνίστηκαν και για την ενότητα στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία ταρασσόταν τότε, όπως και σήμερα (και πάντοτε), από το μικρόβιο του εγωισμού, που γεννά το φανατισμό.
Θα δώσουμε μερικά στιγμιότυπα αυτού του αγώνα τους, από τον τρίτο τόμο της βιογραφίας του π. Σεραφείμ.
Σε κάποιον κατηχούμενο, ο π. Σεραφείμ έγραψε, μεταξύ άλλων:
«Μην έχεις κάποια υπερκριτική στάση. […] Μερικοί νεοφώτιστοι, αλίμονο, χρησιμοποιούν την Ορθοδοξία ως μέσο για να αισθάνονται ανώτεροι απέναντι στους μη ορθόδοξους, και μερικές φορές ακόμη και απέναντι στους ορθόδοξους άλλων δικαιοδοσιών. […] Νεοφώτιστοι, που υπερηφανεύονται οι ίδιοι “ότι γνωρίζουν καλύτερα” από τους ρωμαιοκαθολικούς και τους προτεστάντες, καταλήγουν συχνά στο να “γνωρίζουν καλύτερα” από τον εφημέριο της ενορίας τους, τον επίσκοπό τους και τελικά από τους Πατέρες και ολόκληρη την Εκκλησία! […]
»Εάν η στάση σου είναι ταπεινή και χωρίς “υπέρ-επικριτική” διάθεση, εάν τοποθετήσεις πρώτα τον Χριστό στην καρδιά σου και προσπαθήσεις να ζήσεις μια κανονική ζωή σύμφωνα με τον ορθόδοξο τρόπο και άσκηση, θα αποκτήσεις αυτή την επαφή [σ.σ. με τη ζώσα παράδοση της Ορθοδοξίας]. Αλίμονο, οι περισσότερες ορθόδοξες δικαιοδοσίες σήμερα… έχουν απολέσει αυτή την επαφή, περιορίζοντάς την στην απλή κοσμικότητα. Αλλά υπάρχει επίσης ένας πειρασμός από τη “σωστή πλευρά”, που προέρχεται από την ίδια την “υπέρ-επικριτική” στάση που μόλις ανέφερα.Η προσκολλημένη στις παραδόσεις Εκκλησία (των Παλαιοημερολογιτών) στην Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε χάος εξαιτίας αυτού· η μια παράταξη αντιπαλεύει την άλλη και αναθεματίζει την άλλη με βάση την “ακρίβεια των κανόνων” και χάνουν από τα μάτια τους ολόκληρη την παράδοση μέσα απ τον τονισμό των “υπέρ-ορθών” σημείων» (ιερομόναχος Δαμασκηνός, π. Σεραφείμ Ρόουζ, Η ζωή και τα έργα του, μφτρ. μοναχός Παΐσιος Νεοσκητιώτης, Μυριόβιβλος 2008, τ. Γ΄, σελ. 142-143, οι υπογραμμίσεις δικές μας).
Β. Η βασιλική οδός (*)
Το 1976 στη Ρωσική Εκκλησία της Διασποράς «η “υπέρ-ορθή” ομάδα φαινόταν πως ήταν στο απόγειο της επιρροής της και είχε αρχίσει να αναπτύσσει τις εκκλησιαστικές της απόψεις με το να αναβαπτίζει ανθρώπους από άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, αρχίζοντας από την Αγγλία. Το 1976 ήταν το έτος που πολλοί – συμπεριλαμβανομένου του ετοιμοθάνατου αρχιεπισκόπου Αβερκίου– φοβούνταν πως η “υπέρ-ορθή” ομάδα ίσως τελικά ευθυγραμμίσει τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία της Διασποράς με το δικό της είδοςσχισματικής πολιτικής» (π. Δαμασκηνός, ό.π., σελ. 44).
Οι πατέρες Σεραφείμ και Γερμανός, αν και επιχείρησαν να μην εμπλακούν σ’ αυτή την ψυχοφθόρα κατάσταση, δεν άντεξαν βλέποντας αυτή την πρόσθετη και περιττή δοκιμασία του ορθόδοξου λαού. Όπως επισήμανε με πόνο ο π. Σεραφείμ στο Χρονικό της Αδελφότητας, η στάση της «υπέρ-ορθής» ομάδας «στην πραγματικότητα είναι περισσότερο προϊόν της ανθρώπινης λογικής παρά της ζωντανής παράδοσης της Εκκλησίας. Οι μεγάλοι Ρώσοι επίσκοποί μας και οι θεολόγοι επανεξετάζονται, επειδή δεν είναι πάντα “σωστοί” κατά την αντίληψη αυτής της ομάδας, και τα έργα τους σε αυτή την ερημιά φαίνεται τώρα να τίθενται υπό αμφισβήτηση: μιλάμε για “φανατισμό”, αλλά αυτό δίνει την εντύπωση ότι βοηθάμε στον σχηματισμό μιας ακραίας “παρατάξεως” μέσα στην Εκκλησία». «Ειδήσεις για δημόσιο “αναβαπτισμό” στην Αγγλία έχουν εξοργίσει πολλούς ανθρώπους και αναρωτιέται κανείς, ιδιαίτερα μετά το θάνατο του αρχιεπισκόπου Αβερκίου: ποιος θα ορίσει το ύφος του αληθινού ζήλου για το μέλλον;» (ό.π., σελ. 45 και 49).
Έτσι, αποφασισμένοι να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες μια ευθείας αντιπαράθεσης με τους «ζηλωτές», οι δύο πατέρες άρχισαν να εκφράζουν μια νηφάλια θέση στον Ορθόδοξο Λόγο. Στον πρόλογο ενός άρθρου του προκαθημένου της Ρ.Ε.Δ. μητροπολίτη Φιλάρετου (σήμερα αναγνωρισμένου ως αγίου), ο π. Σεραφείμ έγραψε: «Υπάρχουν εκείνοι που επιθυμούν να κάνουν οτιδήποτε που είναι τελείως απλό και μαύρο και άσπρο. Θα επιθυμούσαν, (ο Μητροπολίτης Φιλάρετος) και η Σύνοδος να αποκηρύξουν τα μυστήρια των Νεοημερολογιτών ή των Εκκλησιών που βρίσκονται κάτω από κομμουνιστικό καθεστώς, μη συνειδητοποιώντας πως δεν είναι δουλειά της Συνόδου να αποφαίνεται και να αποφασίζει σε ένα τόσο ευαίσθητο και περίπλοκο θέμα» (ό.π., σελ. 50, η υπογράμμιση δική μας).
Το σύντομο κείμενο του π. Σεραφείμ προκάλεσε επιστολές αγανάκτησης από σκανδαλισμένους ιερείς της Ρ.Ε.Δ. Όπως παρατήρησε ο π. Σεραφείμ, οι ιερείς αυτοί «απλά δεν είχαν καμιά ιδέα ότι μπορεί να υπάρξει μια τέτοια κατάσταση […] όπως είναι αυτό που ονομάζεται “πειρασμός εκ δεξιών”» (ό.π., σελ. 51). Ωστόσο, ο αρχιεπίσκοπος Αντώνιος της Ρ.Ε.Δ. και άλλοι, ιερείς και λαϊκοί, εξέφρασαν τη συμπαράστασή τους προς τους πατέρες και δήλωσαν ότι η τοποθέτησή τους τούς έδωσε θάρρος, αφού ο «ζήλος ου κατ’ επίγνωσιν» προκαλούσε ανησυχία στους πιο συνετούς (βλ. σελ. 51-52 και 55-57).
Ο π. Σεραφείμ έγραψε: «Βλέπουμε την ανάγκη για τη διατύπωση μιας υγιούς τοποθέτησης, η οποία θα δίνει έμφαση στην αληθινή Ορθοδοξία, η οποία σταθερά θα αντιτίθεται στον οικουμενισμό και τον εκσυγχρονισμό, αλλά δεν θα βγαίνει από το πλοίο που είναι η Εκκλησία, “προσδιορίζοντας” τα πράγματα σαν παρουσία ή απουσία της χάριτος ή “αναβαπτίζοντας” εκείνους που είναι ήδη ορθόδοξοι». Ένα ολόκληρο άρθρο θα χρειαζόταν να γραφτεί, με σύνεση και διάκριση. «Αυτό θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να το κάνουμε, αλλά με τη βοήθεια του Θεου και τις προσευχές των αγίων που μας προστατεύουν θα βάλουμε τα δυνατά μας για να κάνουμε το ελάχιστο» (ό.π., σελ. 53-54, υπογρ. δικές μας).
«Το άρθρο που ο π. Σεραφείμ έγραψε τελικά και δημοσίευσε είχε τον τίτλο “Η βασιλική οδός: Αληθινή Ορθοδοξία σε μία εποχή αποστασίας”. Όπως φάνηκε από την αρχή, η διδαχή της “βασιλικής οδού” δεν ήταν μέρος κάποιου συγγράμματος της “ορθόδοξης θεωρίας των κλάδων” [σ.σ. ότι δήθεν κανείς δεν έχει το σύνολο της αλήθειας, αλλά ο καθένας κι από ένα τμήμα της – βασική θεωρία του οικουμενισμού], αλλά ήταν η διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Άρχισε με ένα απόσπασμα του αγίου Ιωάννη του Κασσιανού: “Όπως λένε οι Πατέρες, τα άκρα και από τις δύο πλευρές είναι εξίσου βλαβερά… (Πρέπει) να βαδίζουμε τη βασιλική οδό, αποφεύγοντας τα άκρα και από τις δύο πλευρές”.
»“Εφαρμόζοντας αυτήν τη διδασκαλία στη δική μας κατάσταση”, έγραψε αργότερα στο άρθρο του ο π. Σεραφείμ, “πρέπει να πούμε πως η “βασιλική οδός” της αληθινής Ορθοδοξίας σήμερα είναι “το μέσον, το κέντρο”, που σημαίνει να βρίσκεσαι ανάμεσα στα άκρα του οικουμενισμού και της μεταρρύθμισης από τη μια πλευρά και του “ζήλου ου κατ’ επίγνωσιν” (Ρωμ. 10:2) από την άλλη… Ίσως κανένας ορθόδοξος διδάσκαλος στις ημέρες μας δεν μας παρέχει ένα τέτοιο ηχηρό και φλογερό παράδειγμα ορθόδοξης μετριοπάθειας, όπως τελευταία ο αρχιεπίσκοπος Αβέρκιος του Τζόρντανβιλ· τα αναρίθμητα άρθρα και οι ομιλίες του αποπνέουν το αναζωογονητικό πνεύμα του ορθόδοξου ζήλου, χωρίς καμιά απόκλιση ούτε προς τα “δεξιά” ούτε προς τα “αριστερά” [σ.σ. εννοεί προς καμία «παράταξη» ορθοδόξων] και με έμφαση στην πνευματική πλευρά της αληθινής ορθοδοξίας”» (ό.π., σελ. 54-55, υπογρ. δικές μας).