Η μονολόγιστη ευχή ως δρόμος προς την αληθινή θεολογία ή θεογνωσία
+Ιερομονάχου Ευσεβίου Βίττη
Πηγή: Δύο δρόμοι προς την αληθινή θεολογία, Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη.
Δεν είναι βέβαια δυνατόν να δούμε εν πλάτει όλα όσα θαυμάσια μας λένε, στον περιορισμένο χώρο αυτής της σύντομης παρουσιάσεως αυτού του μεγάλου θέματος. Στο παρόν κείμενο θα χρειαστεί να επικεντρώσουμε τη προσοχή μας σε θέμα, το οποίο είναι, πιστεύουμε, σημαντικό ως εισαγωγική πρόσβαση στο χώρο της θεολογίας, όπου κατά τη πατερική διδαχή θεολογία είναι η ανάβαση του ανθρώπου προς το Θεό. Και ως οδός, αλλά και ως «χώρος» της αληθινής θεολογίας ορίζεται η προσευχή, η οποία αποτελεί «ανάβασιν νου προς Θεόν» (Νείλος ο Ασκητής, Λόγος περί προσευχής) . Και η προσευχή αυτή είναι η λεγόμενη μονολόγιστη προσευχή.
Στον περίφημο Περί προσευχής λόγο του Νείλου του Ασκητού, που περιλαμβάνεται στη γνωστή μας Φιλοκαλία (οι ειδικοί τον αποδίδουν στον Ευάγριο τον Ποντικό, ασκητικό συγγραφέα) σημειώνεται η σημαντικότατη για το θέμα μας φράση:
«Eι θεολόγος ει, προσεύξη αληθώς? και ει αληθώς προσεύχη, θεολόγος ει». Με άλλα λόγια: «Αν είσαι θεολόγος, θα προσευχηθείς. Και αν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι θεολόγος».
Και σε άλλο σημείο λέει: «Αν προσεύχεσαι, αληθινά και σωστά, θα βρεις πολλή εσωτερική πληροφορία. Και θα έρθουν μαζί σου άγγελοι, όπως και στον Δανιήλ, και θα σε φωτίσουν για να κατανόησης τους λόγους των πραγμάτων».
Με τους λόγους αυτούς και μόνο υπογραμμίζεται ιδιαίτερα η σημασία της προσευχής ως σημαντικότατου μέσου για την είσοδό μας στο χώρο της θεολογίας. Μερικά ουσιώδη στοιχεία της θα επιχειρήσουμε να δούμε στη συνέχεια.
* * *
Η μονολόγιστη προσευχή, που οφείλει το όνομα της στη χαρακτηριστική συντομία της, λέγεται: προσευχή του Ιησού, νοερά προσευχή, καρδιακή προσευχή, καθαρά προσευχή κλπ. Η προσευχή αυτή ταιριάζει προ πάντων στο σημερινό πολυάσχολο άνθρωπο, όποια κι αν είναι η κύρια απασχόλησή του και τυχόν άλλες δευτερεύουσες. Είναι η προσευχή, που μπορεί να πραγματοποιείται πάντοτε από το καθένα μας και να προσαρμόζεται σε κάθε τόπο και τρόπο.
Όλες οι θείες ενέργειες αποτελούν τη ρίζα και τη πηγή των όντων και πραγμάτων. Για τον άνθρωπο όμως υπάρχει κάτι βαθύτερο και καταπληκτικότερο. Πρέπει ο άνθρωπος να γίνει μέχρι και αυτή τη δομή και το ρυθμό του σώματός του, μέχρι την τελευταία του ίνα, ναός του Παναγίου Πνεύματος. «Ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματος έστιν, ου έχετε από Θεού και ουκ έστε εαυτών; Δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, ατινά έστι του Θεού»(Α Κορ. ς’ 19, 20).
Για το θέμα μας έχουν βασική σημασία ο ρυθμός της αναπνοής μας και η καρδιά μας. Και καλούνται να παίξουν σημαντικότατο ρόλο για τη διάχυση της χάριτος σε όλη μας την ύπαρξη.
Υπάρχει μια πραγματική αντιστοιχία ανάμεσα στην αναπνοή μας καιστην πνοή του Θεού.
Η ανθρώπινη αναπνοή αποτελεί σύμβολο και όχημα της θείας πνοής.
Η ίδια αντιστοιχία υπάρχει ανάμεσα στη καρδιά μας και τον Ιησού Χριστό.
Η καρδιά αποτελεί το κέντρο της υπάρξεώς μας. Και λέγοντας καρδιά δεν πρέπει να εννοούμε μόνο τη σωματική καρδιά, αλλά και την πνευματική, που είναι έδρα και κέντρο του πνεύματός μας. Η καρδιά μας φωτίζει όλη την ύπαρξη και χάρις σ’ αυτήν λειτουργεί και σωματικά και πνευματικά.
Αντίστοιχα ο Ιησούς Χριστός είναι το κέντρο του πνευματικού του Σώματος που λέγεται Εκκλησία. Από αυτό το κέντρο αναβλύζουν ως από αενάως ακένωτη πηγή το φως και η χάρη στην Εκκλησία, αλλά και σε ολόκληρο το σύμπαν, αφού «πάντα δι’ αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονε» (Ιω. α’ 3).
Με την καρδιά συνάπτεται το αίμα. Και το αίμα αντιστοιχεί προς τοαρχέγονον ύδωρ, που διαποτίζεται από το πυρ του Αγίου Πνεύματος. «Και Πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος» (Γεν. α’ 2). Επίσης το αίμα είναι κόκκινο σαν τη φωτιά και θερμό. Και, όπως είναι γνωστό, στην Εκκλησία μας κοινωνούμε το θερμό αίμα του Κυρίου. Γι’ αυτό μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων προστίθεται στο άγιο Ποτήριο το ζέον ύδωρ, που συμβολίζει τη «ζέσιν Πνεύματος Αγίου».
Έτσι βλέπουμε να καθορίζεται στην ορθόδοξη πνευματικότητα η σχέση πνοής – καρδιάς και Πνεύματος Αγίου.
Δεν χρειάζεται όμως να ζητούμε στα ζητήματα αυτά μια επεξήγηση ή κατανόηση σύμφωνα με την οριζόντια ανθρώπινη επιστήμη, που ασχολείται με αίτια και αιτιατά. Τα θέματα αυτά αποτελούν αντικείμενο γνώσεως άλλου επιπέδου και άλλης κατευθύνσεως. Αυτά τα κατανοεί κανένας στο βαθμό, που μπορεί να τα χωρέσει η περιορισμένη ανθρώπινη φύση μας κατά γνώση πνευματική, κάθετο και υπερφυή, που έχει τους δικούς της νόμους και τη δική της λογική. Και αυτό οπωσδήποτε με τη βοήθεια του θείου φωτός εν Πνεύματι Αγίω.
Με την καρδιά συνάπτεται ο νους και η διάνοια μας. Κατά την πατερική αντίληψη έδρα του νου είναι η καρδιά, και ο νους δεν είναι μόνο η λογική ενέργεια, αλλά και η βουλητική και συναισθηματική με έδρα πάντα την καρδιά.
Ο νους ενεργεί προς τα έξω, διαχέεται και διασκορπίζεται. Στη φυσική του δε κατάσταση θα βρίσκεται μόνο με την επιστροφή του στο κέντρο του, στην καρδιά του, οπότε μεταπηδά από το παρά φύσιν, στο οποίο τώρα βρίσκεται, στο κατά φύσιν του.
Όταν ο νους επιστρέψει πίσω στην καρδιά και ενωθεί μαζί της, τότε και η καρδιά γίνεται το κατάλληλο όργανο για ολοκληρωμένη υπαρξιακή γνώση, γνώση ολοτελή και παμμερή. Γι’ αυτό και δεν είναι γνώση ξερή, διανοητική, ξένη ως προς το γινωσκόμενο, αλλά γνώση αγαπητική. Γιατί μόνον η αγάπη αποτελεί την αποκλειστική γνωστική δύναμη, την ενοποιό και συνδέουσα γνωστικό υποκείμενο και γινωσκόμενο αντι(ή υπο-)κείμενο. Και αυτό σημαίνει μεταφορά του όλου ανθρώπου μέσα στο φως της θεϊκής γνώσεως εν Πνεύματι Αγίω.
Ο Θεός με τη θεία του πνοή, δηλαδή το Άγιο Πνεύμα, έδωσε ζωή στο άψυχο ανθρώπινο σώμα του ανθρώπου. Το ίδιο επαναλαμβάνεται πνευματικά και τώρα. Όταν αφυπνισθεί ο άνθρωπος και αντιληφθεί «πόθεν έρχεται και πού υπάγει», αισθάνεται, ότι μόνο με τη ζωοποιό χάρη του Αγίου Πνεύματος μπορεί να μεταμορφωθεί το «ψυχικόν σώμα» του σε «πνευματικόν σώμα» (Α’ Κορ. ιε’,44) ήδη από τη παρούσα ζωή.
Αφετηριακή ενέργεια του Θεού ως προς τον άνθρωπο στο σημείο αυτό είναι το ότι πλάσθηκε «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» του Θεού. Με την πτώση του όμως «αχρειώθη» το «κατ’ εικόνα» στον άνθρωπο. Αυτή δε η εικόνα αποκαταστάθηκε διά του Ιησού Χριστού. Η σπουδαιότητα και η μοναδικότητά της έγκειται στο γεγονός της συνειδητοποιήσεως εκ μέρους μας της ενσωματώσεως μας σ’ Αυτόν, που ξανανοίγει για μας την θεανδρική οδό του αγιασμού και της τελειώσεώς μας. Και η επίκληση είναι: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέ ησον με τον αμαρτωλόν». Καιρός να επιχειρήσουμε μια πολύ σύντομη θεολογική ανάλυσή της.
Σε όλες τις θρησκείες η επίκληση του ονόματος του Θεού παρουσιάζεται να έχει ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα και σημασία, γιατί το όνομα είναι φορέας μιας ζωντανής και δρώσης παρουσίας. Λίγο διαφορετικότερα έχουν τα πράγματα στο χώρο της Παλαιάς Διαθήκης (Π.Δ.). Η Π.Δ. αποκαλύπτει τον ζώντα Θεό στην καταναλίσκουσα απροσιτότητα και υπερβατικότητά του. Αποτελεί φοβερότατο μυστήριο το όνομά του. Στην Π.Δ. δεν έχουμε οικειοποίηση του Ονομαζόμενου, αλλά καθιέρωση του ονομάζοντος και επικαλουμένου. Οι Εβραίοι δεν έχουν δικαίωμα να προφέρουν το όνομα του Θεού. Μόνον ο μέγας Αρχιερέας, και αυτός μόνο μια φορά το χρόνο, μπορούσε να προφέρει το φοβερό όνομα του Θεού κατά την εορτή του Εξιλασμού. Γι’ αυτό και είχε αντικατασταθεί το όνομα του Θεού με το όνομα Αδωναΐ, Κύριος. Και για τους Εβραίους ο αγιασμός του ονόματος του Θεού σήμαινε το μαρτύριο.
Ο πέρα από κάθε όνομα Κύριος, που είναι ο Ων, έγινε από άπειρη αγάπη για το πλάσμα του άνθρωπος. Και ως άνθρωπος ονομάσθηκε Ιησούς, που σημαίνει πως ο αιώνιος σώζει, ελευθερώνει, τοποθετεί εν ευρυχώρω τον μέχρι χθες συνθλιβόμενο άνθρωπο.
Η επίκληση του ονόματος του Ιησού Χριστού είναι υπόμνηση της ζωοποιού παρουσίας του και προσφέρεται στην Εκκλησία του ως μυστήριο του Αναστάντος. «Και ιδού εγώ μεθ’ ημών είμι πάσας τας ημέρας, έως της συ ντελείας του αιώνος» (Ματθ. κη’, 20). Η επίκληση του ονόματος του Κυρίου Ιησού Χρίστου ως προσευχή πια καρδιακή, «ως προσευχή του Ιησού», διαμορφώθηκε τελικά κατά τον 13ο αιώνα στον Άθω και έχει
α) δοξολογικό χαρακτήρα και
β) χαρακτήρα επικλήσεως εν μετάνοια.
α. Ο δοξολογικός χαρακτήρας της καρδιακής προσευχής
«Κύριε». Η λέξη «Κύριος» υπογραμμίζει τη Θεότητα του Ιησού Χριστού και την αναγνωρίζει ως κυρίαρχο ολόκληρης της κτίσεως. «Εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματθ. κη’ 18). Με την δοξολογική αυτή επίκληση εξορκίζεται κάθε δύναμη στον κόσμο αυτόν και σχετικοποιείται.
«Ιησού Χριστέ». Ο τίτλος του Ιησού είναι «Χριστός», δηλαδή Μεσσίας. «Ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν, ειμή εν Πνεύματι Αγίω». (Α’ Κορ. ιβ’ 3). Η αναγνώριση της κυριότητος του Ιησού, το ότι είναι Μεσσίας, δεν είναι καρπός της γνωστικής δυνάμεως του ανθρώπου, άλλα αποκαλύψεως Αγιοπνευματικής.
Έτσι στην Επίκληση αυτή έχουμε την παρουσία όλης της Αγίας Τριάδος και βίωση του μυστηρίου της Χριστολογικά και σωτηριολογικά. Τέλος η φράση:
«Υιέ του Θεού». Οι λέξεις αυτές της επικλήσεως μας παραπέμπουν στον ουράνιο Πατέρα, που είναι η πηγή και η ρίζα της Θεότητος.
β. «Ελέησόν με τον (την) αμαρτωλόν (-ην)».
Η ικεσία αυτή συνάπτεται με τη μετάνοια του προσευχομένου, που ζητάει το έλεος του Κυρίου και την αποκατάσταση της διαταραγμένης από κάθε προσβολή αγάπης του Κυρίου με τον όλο του βίο.
Σύμφωνα με όσα μας λένε οι μεγάλοι δάσκαλοι της προσευχής αυτής, παλιοί και νέοι, μπορεί η προσευχή αυτή να συντομευθεί στην επίκληση μόνο του ονόματος του Ιησού υπονοώντας όλα τα άλλα. Τότε ακριβώς είναι ουσιαστικά «μονολόγιστη» προσευχή, αφού αποτελείται από μια και μόνο λέξη. Το πολύ μπορεί να γίνει η μορφή της «Ιησού μου», με δυό μόνο λέξεις.
* * *
Η ευχή έχει σκοπό να ενεργοποιήσει μέσα μας τη βαπτισματική χάρη.
Η αιώνιος ζωή αρχίζει από τη στιγμή, που ο άνθρωπος δέχεται τη «δεύτερη γέννηση», την «παλιγγενεσίαν», την «μικράν ανάστασιν», δηλαδή το Άγιο Βάπτισμα.
Όταν βαπτιζόμαστε καταδυόμαστε στο αγιασμένο νερό και έτσι κατεβαίνουμε ως άμορφη και ακατέργαστη ύλη και αναδυόμαστε αποκτώντας μορφή όλη ωραιότητα, έκπαγλη και υπερφυσική. Ανασταινόμαστε και αφυπνιζόμαστε ύστερα από θάνατο.
Όμως ο φωτισμός και ο αγιασμός και η εξανάσταση αυτή κατακρύπτεται στα βάθη του ασυνειδήτου, που παύει πια να είναι ό,τι ήταν, γιατί κρύβει μέσα του την παρουσία του Θεού, η οποία ανορθώνει και ενοποιεί το πρόσωπο. Και όπως παρατηρεί ο άγιος Διάδοχος ο Φωτικής, πριν από το Βάπτισμα κρύβεται στα βάθη της καρδιάς του ανθρώπου ο σατανάς, ενώ έξω από αυτήν παραμένει ο Θεός. Με το Βάπτισμα διώχνεται από την καρδιά ο διάβολος και εγκαθίσταται σ’ αυτήν ο Θεός. (Διαδόχου Φωτικής, Λόγος ασκητικός).
Ο αγιασμός όμως αυτός απαιτεί πάντοτε μια όλο και πιό συνειδητή μετοχή στο θάνατο και στην ανάσταση του Ιησού Χριστού, γιατί και στα δυο αυτά στοιχεία βα πτισθήκαμε ως μέτοχοι τους «ίνα, ώσπερ ηγέρθη Χρι στός εκ νεκρών διά της δόξης του Πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν. Ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου αυτού, αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα» (Ρωμ. ς’, 4-5).
Η αγιότητα δεν είναι ψηλή νοητική συνειδητότητα, αλλά ανάσταση και μεταμόρφωση εν Χριστώ Ιησού αναστάντι. Και χριστιανική ζωή σημαίνει τελικά πρόσκτηση Πνεύματος Αγίου. Γι’ αυτό το άγιο Βάπτισμα είναι αχώριστα συνδεδεμένο με το Μυστήριο του Χρίσματος. Χριόμενος ο βαπτιζόμενος σε διάφορα σημεία του σώματός του καθίσταται καταγώγιο και κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος ενεργοποιούμενος με τη χάρη του και μεταμορφωνόμενος εις Χριστόν Ιησούν.
Όλα όμως συμπληρώνονται με τη μετοχή μας και στη Θεία Ευχαριστία. Με το μυστήριο αυτό, που ανανεώνει στα βάθη της υπάρξεώς μας το σπόρο της θεώσεώς μας, γιατί μας ενσωματώνει στον Ιησού Χριστό κάνο ντας μας ένα μαζί του, ζούμε μια αιώνια Πεντηκοστή …; «Είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον …;» ψάλλουμε μετά τη θεία Κοινωνία στη θ. Λειτουργία. Και η θ. Κοινωνία έγινε «εις Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν».
Η προσευχή λοιπόν του Ιησού αποτελεί μια βιωματική αναθεώρηση και αναβίωση κάθε φορά του όλου μυστηρίου της σωτηρίας μας. Γι’ αυτό και οι καρποί της είναι πολλαπλοί. Όταν η προσευχή αυτή ασκείται, όπως πρέπει, και γίνει ένα με τη ψυχή, τότε ανακαλύπτει ο προσευχόμενος
-«Τον κρυπτόν της καρδίας άνθρωπον» (Α’ Πέτ. γ’4).
-Την «εν Πνεύματι και αληθεία» προσκύνηση και λατρεία του Θεού» (Ίω. δ’ 23).
-Την «εντός ημών βασιλείαν του Θεού» (Λουκά ιζ’21).
-Τη συναντίληψη του Άγ. Πνεύματος? «το Πνεύμα συναντιλαμβάνεται ταις ασθενείαις ημών? το γαρ τι προσευξόμεθα ουκ οίδαμεν, αλλ’ αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις» (Ρωμ. η’26). -Την (παρα)μονήν του Ιησού στην καρδιά μας κατά τη διαβεβαίωση του? «μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν (Ιω. ιε’4).
-Την παράδοση της καρδιάς στο Θεό? «υιέ μου, δος μοι σην καρδίαν» (Παροιμ. κγ’26).
-Το «ενδύσασθαι τον Χριστόν» (Ρωμ. ιγ’ 14).
«Η προσευχή του Ιησού» ή η «καρδιακή προσευχή» βιωνόμενη οδηγεί τη ψυχή σε «κατάστασιν εξ Ιησού συνεστώσαν», όπως τονίζουν με έμφαση και από προσωπική πείρα οι Νηπτικοί Πατέρες.
«Από την αδιάκοπη μνήμη και επίκληση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, δημιουργείται μία σταθερή κατάσταση στο νου μας, αν δεν παραμελούμε την ακατάπαυστη νοερή δέηση, τη συχνή νήψη και το έργο της προσοχής. Όμως ας έχουμε ως συνεχές έργο μας την επίκληση του Κυρίου μας Ιησού κάνοντας την με καρδιά, που πυρωμένη κράζει, ώστε κυριολεκτικά να μεταλάβει το όνομα Ιησούς» (Ησυχίου προς Θεόδουλον).
Και άλλου προσθέτει:
«Είναι πραγματικά μακάριος όποιος έχει κολλήσει έτσι με τη διάνοιά του στην ευχή του Ιησού και του μι λάει αδιάκοπα με δυνατή φωνή στη καρδιά του, όπως έχει ενωθεί ο αέρας με τα σώματά μας ή όπως είναι ενωμένη η φλόγα με το κερί. Ο υλικός ήλιος περνώντας πάνω από τη γη κάνει να γίνεται ημέρα. Το άγιο και σεβάσμιο όνομα του Κυρίου λάμποντας συνεχώς στη διάνοια γεννά αναρίθμητα σαν τον ήλιο φωτεινά νοήματα».
«Όταν σκορπίσουν τα σύννεφα, φαίνεται καθαρή η ατμόσφαιρα. Και όταν σκορπίσει τις φαντασίες και τις παραστάσεις των παθών ο ήλιος της δικαιοσύνης Ιησούς Χριστός, είναι φυσικό να γεννιούνται πάντα στην καρδιά ολόφωτα και αστερόμορφα νοήματα, γιατί η ατμόσφαιρα της φωτίσθηκε διά μέσου του Ιησού».
«Με αδιάκοπη ευχή καθαρίζει η ατμόσφαιρα της διάνοιας από σκοτεινά νέφη, από ανέμους των πονηρών πνευμάτων. Όταν δε καθαρίζει η ατμόσφαιρα της καρδιάς, είναι αδύνατο να μη λάμπει σ’ αυτήν το θεϊκό φως του Ιησού».
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι η τρομακτική επίδραση, που ασκεί το κοινωνικό περιβάλλον στο καθένα μας. Γνωστά τα μέσα αυτής της επιδράσεως. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη μνεία τους. Μας ενδιαφέρει το γεγονός, ότι αυτή η επίδραση εξασκείται και στο πιστό της εποχής μας με ιδιαίτερες επιπτώσεις στη πνευματικότητά του και στον όλο του βίο. Και δεν είναι περίεργο γι’ αυτό το ότι διαπιστώνουμε μια έντονη πνευματική σύγχυση, μια ληθαργώδη κατάσταση, που προκαλεί σοβαρότατη ανησυχία σε όποιο πνευματικό άνθρωπο πονά από ό,τι διαπιστώνει.
Δεν είναι όμως η εξωτερική επίδραση, που αναφέρουμε πιό πάνω, η μόνη αιτία της φθαρτικής αλλοιώσεως και του εκφυλισμού του εσωτερικού φρονήματος των πιστών μας σήμερα. Έχουμε και εσωτερικά αίτιά της. Και αυτά προ πάντων συντελούν σε μια αναβίωση του παλαιού μέσα μας ανθρώπου, ο οποίος ζητάει με βιαιότητα και πάθος ασυγκράτητο χαμένα «δικαιώματα».
Πόσοι, αλήθεια, από μας δε θρηνούμε την εσωτερική έκπτωση, που διαπιστώνουμε στον εαυτό μας και δεν νοσταλγούμε ημέρες αρχαίες, γεμάτες ιερό ζήλο και άγιες αποφάσεις, που για την εκπλήρωσή τους θα δίναμε τότε χωρίς καθόλου να διστάσουμε και την ίδια τη ζωή μας με το χειρότερο ακόμη μαρτύριο! Και τώρα; Τώρα φυτοζωούμε, για να μην πω πως γίναμε -ας μου επιτραπεί ο χαρακτηρισμός, που τον εφαρμόζω πρώτα στον εαυτό μου- βοσκηματώδεις, χοιρώδεις, γεώδεις και ζωώδεις, «παρασυμβεβλημένοι τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ομοιωθέντες αυτοίς» ετσι ή αλλιώς! (πρβλ. Ψαλμ. 48, 13).
Αυστηρή η διαπίστωση αυτή ή οι σκληροί αυτοί χαρακτηρισμοί; Ας μου συγχωρηθεί η τόλμη αυτή, που δεν είναι προσωπική, αλλά γενική για τους πιό πολλούς δυστυχώς από εμάς. Όποιος βρίσκει πως του ταιριάζει, αυτός ας βγάλει τις συνέπειες από τη διαπίστωση αυτή για τον εαυτό του. Γιατί κάποιες συνέπειες προκύπτουν από αυτή την αυτοαναγνώριση. Και μια συνέπεια, που θα μπορούσε να προκύψει είναι κι ετούτη:
Πώς θα μπορούσαμε να αντιδράσουμε διαπιστώνοντας αυτή τη φθορά στον μέσα μας ή και στον έξω μας άνθρωπο;
Ποιά άλλη αντίδραση θα ήταν πιό ενδεδειγμένη από το τίναγμα από πάνω μας αυτού του πνευματικού λήθαργου, από τη βίαιη εξανάσταση εναντίον του και από την ενεργό προσπάθεια εγρηγόρσεως; Και η αντίδραση αυτή στην αγιογραφική και πατερική πνευματική γλώσσα λέγεται νήψη, η οποία κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο χαρακτηρίζεται ως «γρηγόρσεως επίτασις», δηλαδή πολύ έντονη και εντατική εγρήγορση και άγρυπνη προσοχή.
Πολλές και έντονες παραγγελίες μας απευθύνει η Θεία Γραφή για το θέμα αυτό καθώς και η Εκκλησία μας, που τις μετουσιώνει σε θερμή ικεσία και προσευχή. Εδώ θα αρκεστούμε σε μια εύγλωττη διαπίστωση-προτροπή του αγίου αποστόλου Παύλου:
«Εσείς, αδελφοί μου, λέει ο άγιος Απόστολος, δεν βρισκόσαστε στο σκοτάδι για να σας καταλάβει ξαφνικά η ημέρα της παρουσίας του Κυρίου. Όλοι σας είστε παιδιά του φωτός και της ημέρας. Δεν βρισκόμαστε και δεν ανήκουμε στη νύχτα ούτε στο σκοτάδι. Συνεπώς, ας μη κοιμόμαστε τον ύπνο της αμέλειας και ραθυμίας, όπως εκείνοι που, μακριά από το Χριστό, ζουν σ’ αυτή τη κατάσταση. Αντίθετα, ας είμαστε άγρυπνοι και προσεκτικοί. Αυτοί, που κοιμούνται, κοιμούνται τη νύχτα και όσοι μεθούν, τη νύχτα μεθούν. Εμείς όμως, που είμαστε παιδιά της ημέρας, ας είμαστε άγρυπνα προσεκτικοί».
Τη ζωτικότατη σημασία της νήψεως τονίζει πολυτρόπως και η λειτουργική προσευχή. Αρκεί, για να το διαπιστώσει κανένας, να φυλλομετρήσει απλώς το λειτουργικό βιβλίο που λέγεται Παρακλητική. Ακριβώς δε μετά το καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων η Εκκλησία ανάμεσα στα άλλα βασικά και απαραίτητα πνευματικά στοιχεία, που ζητάει για τη ζωή των μετόχων του Ποτηρίου της Ζωής παρακαλεί να αποβεί γι’ αυτούς η θεία Κοινωνία «εις νήψιν ψυχής».
Επειδή το περί νήψεως θέμα είναι ένα από τα κεφαλαιοδέστερα της ορθόδοξης πνευματικότητος, είναι πολύ επίκαιρο πάντα και ιδιαίτερα για το καθένα από μας, που διαπιστώνουμε την έλλειψη του στην πνευματική μας ζωή, να βλέπαμε το θέμα αυτό με όση προσοχή χρειάζεται. Βέβαια δεν είναι δυνατή η, σε ανάλογη με τη σημασία του θέματος αυτού έκταση, παρουσίαση του στα περιορισμένα όρια του σύντομου αυτού κειμένου. Μερικές επόψεις του μόνο θα αναφερθούν εδώ και επομένως όχι ολοκληρωμένα. Ελπίζουμε όμως να το παρουσιάσουμε εν καιρώ, αν ο Κύριος ευδοκήσει, με μια πολύ ευρύτερη και λεπτομερέστερη ανάλυσή του, που σχεδιάζουμε.
Για τη θεώρηση του θέματος αυτού νομίσαμε πως καταλληλότατος χειραγωγός μας για τη κατανόησή του είναι μια οσιακή πατερική μορφή, ο Όσιος Ησύχιος ο Πρεσβύτερος ο Ιεροσολυμίτης, που στη γνωστή μας Φιλοκαλία, περιλαμβάνεται μια δική του θαυμάσια διαπραγμάτευση του θέματος αυτού. Αυτής της διαπραγματεύσεως απόψεις θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε στη συνέχεια.
1. Τί είναι η νήψη;
Πρέπει να τονίσουμε ευθύς εξ αρχής πως δεν είναι εύκολος ο ορισμός της λεκτικά, αφοί είναι κυρίως ζωή. Και η ζωή, το ξέρουμε, δεν ορίζεται με λόγο ούτε στο σύνολο της ούτε στα επί μέρους της. Αυτό φυσικά το γνωρίζει ο Όσιος Ησύχιος, γι’ αυτό και προσπαθεί να μας παρουσιάσει τη νήψη από διάφορες πλευρές της, ώστε κάπως να τη κατανοήσουμε. Όμως, ας το ξέρουμε, δεν πρόκειται ποτέ να κατανοήσουμε σωστά και σε έκταση και σε βάθος, «το γε εφ’ ημίν», όσο δηλαδή μπορούμε, αν η νήψη, όπως βέβαια και κάθε άλλο πνευματικό θέμα, δεν αποτελέσει αντικείμενο ζωτικού και πρακτικού πνευματικού ενδιαφέροντος μας, δηλαδή, αν δεν επιδιώξουμε να τη γευτούμε και εμπειρικά, στην πράξη με άλλα λόγια. Αυτό είναι κανόνας απαράβατος για όλα τα θέματα της πνευματικότητος εν Χριστώ.
Να, λοιπόν, τι μας λέει ο όσιος Ησύχιος για τη νήψη: «Η Νήψη είναι μέθοδος πνευματική». Αυτή είναι ή γενικότατη θεώρησή της. Καθορίζοντας περισσότερο συγκεκριμένα το περιεχόμενο της λέει: «Η νήψη είναι κυρίως η καθαρότητα της καρδιάς, που εξαιτίας του μεγαλείου της και της πνευματικής ομορφιάς της ή, για να μιλήσω κυριολεκτικά, λόγω της αμέλειάς μας σήμερα είναι σπάνια».
Φαντασθείτε, τί θα έλεγε σήμερα για μας ο Όσιος! Και συνεχίζει: «Η νήψη είναι δρόμος για την απόκτηση κάθε αρετής και εντολής του Θεού. Η νήψη λέγεται και καρδιακή ησυχία».
Καθορίζοντας το νόημα της καρδιακής ησυχίας ο Όσιος συνεχίζει:
«Η καρδιακή ησυχία λέγεται και προσοχή. Και αρνητικά μεν σημαίνει διαρκή και αδιάκοπη ηρεμία και έλλειψη ενοχλήσεως της καρδίας από λογισμούς κάθε είδους. Θετικά δε είναι μόνιμη κατάσταση της ψυχής, που τη χαρακτηρίζει η ένωση με τον Ιησού. Στη κατάσταση αυτή η ψυχή πάντα και χωρίς καμιά διακοπή μόνον Αυτόν αναπνέει, Αυτόν επικαλείται, Αυτόν περιπτύσσεται πνευματικά συνεχώς με μυστική στα βάθη της καρδιάς επίκληση του Ονόματός του, γιατί Αυτός γνωρίζει τις καρδιές ως τα κατάβαθα τους».
Αλλά και αυτά τα στοιχεία είναι λίγα. Γι’ αυτό και συνεχίζει ο Όσιος: «Νήψη είναι επίσης μόνιμη και σταθερή κατάσταση του λογισμού και στάση του στη πύλη της καρδίας, ένα είδος δηλαδή φρουράς σ’ αυτήν, για να γίνεται έλεγχος των λογισμών εκείνων, που έρχονται με σκοπό να κλέψουν ό,τι πολύτιμο μέσα της και για να εξακριβώνει με ποιό τρόπο χαράζουν οι πνευματικοί εχθροί παραστάσεις στη φαντασία μας».
Το ίδιο διατυπώνει με μια λιτή φράση: «Νήψη είναι η τέλεια φύλαξη του νου».
Η πρόσκληση σε νήψη δεν είναι αυθαίρετη, όπως αναφέραμε ήδη. Αποτελεί ρητή αγιογραφική εντολή. Ο Όσιος μας τη στηρίζει σε ειδική εντολή της Παλαιάς Διαθήκης: «Πρόσεχε σεαυτώ, μήποτε γένηται ρήμα κρυπτόν εν τη καρδία σου ανόμημα» (Δευτ. ιε’ 9).
«Επειδή η λέξη ρήμα σημαίνει εδώ επίμονη παράσταση στο νου κάποιου κακού πράγματος, το όποιο αποστρέφεται και δεν θέλει με κανένα τρόπο ο Θεός και το οποίο προσβάλλει τη καρδιά υπό μορφή κακών λογισμών και τήν οδηγεί σε μολυσμένο πνευματικά διάλογο, η εντολή σημαίνει: Πρόσεχε μέσα σου, μήπως κάποια επίμονη παράσταση μέσα σου κακού πράγματος μεταβληθεί σε αμαρτία».
Η νήψη σύμφωνα με αυτά έχει δυό γενικά χαρακτηριστικά στοιχεία, ένα στατικό και ένα κινητικό – δυναμικό σε μια αέναη εναλλαγή τους.
2. Επί μέρους χαρακτηριστικά της νήψεως, που εξαίρουν τη σημασία και σπουδαιότητά της
Η νήψη κατά τον Όσιο μας είναι άμεμπτος (αψεγάδιαστη), καθαρά, περιεκτική (τέτοια που περιλαμβάνει μέσα της και άλλες αρετές), υψοποιός (ικανή να ανεβάζει στα ύψη αυτόν που την ασκεί), αγαθή, τερπνή (ευχάριστη),νοητή ηδύτης (πνευματική ευχαρίστηση),καρδιακή γλυκεία ησυχία (γλυκεία ησυχία της καρδιάς),ωραία και πάγκαλος αρετή (πανέμορφη αρετή) θαυμαστή εργασία (αξιοθαύμαστη πνευματική εργασία),αγλαοφανής (λαμπρή), φωτοτόκος (φωτογεννήτρα),αστραπητόκος(αστραπογεννήτρα),φωτοβόλος(τέτοια, που σκορπάει γύρω της φως),πυρφόρος (όλη φωτιά και θέρμη πνευματική),αφάνταστος(ελεύθερη από παραστάσεις και εικόνες της φαντασίας κακές), μακαρία της ψυχής κατάστασις, και όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, για να μιλήσουμε σύμφωνα με τη πραγματικότητα γι’ αυτήν, την κάνουν να ξεπερνά αναρίθμητες αρετές, που έχουν σωματικό χαρακτήρα, αλλά και πολλές άλλες πειραματικότερου χαρακτήρα αρετές.
3. Η αναγκαιότητα της νήψεως
Πολλές φορές, και με ιδιαίτερη έμφαση κάθε φορά, τονίζει ο άγιος Πατήρ, την αναγκαιότητα της νήψεως για μια σωστή και αληθινή πνευματικότητα. Τονίζει γι’ αυτό, ότι
α. Η νήψη είναι τόσο αναγκαία για την πνευματική μας ζωή, όσο αναγκαία είναι για τη σωματική μας ζωή η τροφή και το νερό. «Όπως είναι αδύνατο να ζει κανένας στο κόσμο αυτό χωρίς να φάει και να πιει, έτσι είναι αδύνατο να ζήσει κανένας πνευματικά χωρίς τη φύλαξη του νου και τη καθαρότητα της καρδιάς, με άλλα λόγια χωρίς τη νήψη. Χωρίς αυτή την αρετή δεν μπορεί να πραγματοποιήσει η ψυχή ό,τι πνευματικό και αρεστό στο Θεό ή να ελευθερωθεί από την αμαρτία, που γίνεται με τη σκέψη στο νου, έστω κι αν ασκεί κανένας βία πάνω στον εαυτό του, για να μην αμαρτήσει, από φόβο να μην πάει στη κόλαση».
β. Η νήψη αποτελεί εσωτερική αφετηρία για την ολοτελή και πλήρη εφαρμογή του θείου θελήματος.
«Εβουλήθην το θέλημα σου και τον νόμον σου ποιήσαι εν μέσω της κοιλίας μου», λέει ο προφητάναξ Δαβίδ. (Ψαλμ. 39, 2). Και επεξηγεί ο άγιος:
« Εάν ο άνθρωπος δεν τηρήσει το θέλημα του Θεού και τον Νόμο του μέσα στην καρδιά του, ούτε πρακτικά μπορεί να τον εφαρμόσει» και· «Δεν βγαίνει το υποζύγιο από τον κύκλο του δεμένο στη μυλόπετρα για άλεσμα. Το ίδιο και ο νους. Δεν προχωρεί σε αρετή, που τελειοποιεί, αν δεν διόρθωσει το εσωτερικό του. Και αυτό, γιατί έχει πάντα τυφλά τα εσωτερικά του μάτια. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να βλέπει την αρετή και τον Ιησού, που αστράφτει από φως».
4. Απόκτηση νήψεως
Η νήψη, όπως και κάθε άλλη αρετή, δεν είναι ούτε πρέπει να αποτελεί αντικείμενο θεωρητικής απασχολήσεως μας. Είναι, παρά το απροσδιόριστο πνευματικό της βάθος, πρακτική αρετή με κατεύθυνση και προς τα μέσα και προς τα έξω. Είναι ανάγκη γι’ αυτό να ιδούμε πως θα μπορούσε να γίνει και δικό μας χαρακτηριστικό. Βέβαια δεν πρέπει να αγνοήσουμε την ιδιοτυπία της μοναχικής ζωής, που προσφέρεται για ένα τέτοιον αγώνα. Όμως η νήψη, όπως και κάθε άλλο αντίστοιχο πνευματικό επίτευγμα, δεν αποτελεί και δεν πρέπει να αποτελεί κατόρθωμα μόνο των μοναχών, γιατί ένα είναι το θέλημα του Θεού για όλους μας και μια η πνευματική καρποφορία, που ζητιέται από όλους μας. Ας ιδούμε ποιούς τρόπους, άμεσους και έμμεσους, για την απόκτηση της νήψεως μας συνιστά ο όσιος Ησύχιος.
α. «Πρέπει να γίνεται συχνός έλεγχος και παρακολούθηση της φαντασίας. Και αυτό σημαίνει παρακολούθηση της προσβολής, δηλαδή της εμφανίσεως μιας εικόνας στη φαντασία, γιατί ο σατανάς δεν μπορεί να δημιουργήσει λογισμούς χωρίς τη χρησιμοποίηση της φαντασίας. Με το τρόπο αυτό δείχνει στο νου τέτοιες εικόνες για να εξαπατήσει το νου. Με τον πυκνό όμως έλεγχο βλέπει ο πνευματικός αγωνιστής με διεισδυτικό και έντονο βλέμμα, ώστε να κατανοεί την ποιότητα αυτών, που μπαίνουν στο νου του. Προσπάθησε να ασκείς συνεχώς την αρετή της προσοχής όσο γίνεται πιο πολύ. Αυτή η προσπάθεια είναι αυτό, που λέμε φύλαξη του νου, δηλαδή τήρηση και τελειοποίηση του νου, και επομένως και της γλυκείας ησυχίας και ηρεμίας της καρδιάς».
β. «Σιωπή των σωματικών και πνευματικών χειλέων. Και αυτό σημαίνει να έχει κανένας συνεχώς πολύ σιωπηλή την καρδιά, ήρεμη και ελεύθερη από κάθε λογισμό».
γ. «Να έχει εσωτερικά αδιάλειπτη μνήμη θανάτου». Η μνήμη του θανάτου βοηθάει όχι μόνο στη συναίσθηση της ευτέλειας και παροδικότητάς μας, άλλα και στον αγώνα κατά του εχθρού, γιατί ενισχύει το ταπεινό φρόνημα. «Καλός και χρήσιμος παιδαγωγός και του σώματος και της ψυχής είναι η συνεχής και διαρκής στο νου μνήμη του θανάτου, Με τη μνήμη του θανάτου πετυχαίνει κανένας να βάζει στην άκρη τις φροντίδες και όλες τις ματαιότητες, οπότε γεννιέται μέσα μας η φύλαξη του νου. Η μνήμη του θανάτου περιλαμβάνει μέσα της πολλές αρετές, είναι βρύση συνεχούς ετοιμότητας του πνεύματος στον αγώνα μαζί με διάκριση και νήψη».
δ. «Στο νου μας πραγματοποιείται μια θεϊκή κατάσταση από τη συνεχή μνήμη και επίκληση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ας έχουμε λοιπόν το έργο αυτό της επικλήσεως κράζοντας με πυρωμένη και ολόθερμη την καρδιά, ώστε να «μεταλαβαίνουμε» κυριολεκτικά το άγιο όνομα του Ιησού».
Όλα αυτά πρέπει να χαρακτηρίζουν μεταξύ των άλλων και τα εξής γνωρίσματα:
1. Η προθυμία, η θερμή προθυμία, η πρόθυμος όδευσις.
2. Η επιστημοσύνη.
3. Η φρόνηση.
4. Η πάση δυνάμει προσπάθεια.
5. Η πολλή ένταση.
6. Η αποφασιστικότητα. « Μόλις καταλάβεις πως μπήκαν στη σκέψη σου κακοί λογισμοί, χωρίς να χάσεις καιρό, αμέσως να προβάλεις τις αντιρρήσεις σου και την αντίθεσή σου σ’ αυτούς, να τσακίσεις το κεφάλι του φιδιού».
7. Το ανύστακτο. «Δεν είναι δυνατόν, αδελφοί, να το ρίχνει στον ύπνο, όποιος θέλει να μένει για πάντα απλήγωτος».
8. Η ταπείνωση. «Ας φροντίζουμε να βλέπουμε τις αμαρτίες μας και την προηγούμενη ζωή μας, ώστε να νιώθουμε συντριβή καθώς θα θυμόμαστε τις αμαρτίες μας. Και ταπεινωνόμενοι με το τρόπο αυτό θα έχουμε τη βοήθεια του Ιησού Χριστού σε πόλεμο, που είναι αόρατος.
9. Η συνέχεια. Η νήψη πρέπει να είναι «χρονίζουσα», διαρκής και ακατάπαυστη, χωρίς διακοπές. «Πρέπει να μένουμε διαρκώς με οπλισμένο το νου, γιατί ο εχθρός μας στέκει πάντα έτοιμος για πόλεμο με την παράταξή του. Η συνέχεια δε στη προσοχή και νήψη καταλήγει σε μόνιμη συνήθεια. Έτσι αποκτιέται μια φυσική πυκνότητα νήψεως, γιατί η νήψη είναι αποκρυστάλλωση του λογισμού και στάση του φρουρητική στη πύλη της καρδιάς».
10. Η με επιμέλεια επιδίωξη της νήψεως με τη καλλιέργεια στη ψυχή του θεϊκού έρωτα. «Τότε δεν θα βαδίζουμε πρόθυμα για κάτι άλλο με την καρδιακή ησυχία, παρά από τη γλυκεία ευχαρίστηση και τέρψη της ψυχής και από την απέραντη αγάπη της και για τον εγκάρδιο θείο έρωτά της προς το πρόσωπό Του».
5. Καρποί της νήψεως
Η αξία και η σπουδαιότητα της νήψεως φαίνεται προ πάντων από τους καρπούς και τα επιτεύγματα, που πραγματοποιούνται με την πιστή βίωση της σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά της εργασίας για την απόκτησή της, που αναφέρθηκαν πιό πάνω. Πιό συγκεκριμένα ανάμεσα στους άλλους καρπούς της νήψεως θα μπορούσαν να αναφερθούν κάποιοι από αυτούς.
1. Η νήψη γίνεται οδηγός ορθού και θεάρεστου βίου.
«Η νήψη βοηθάει στην εφαρμογή κάθε εντολής του Θεού, που υπάρχει στη Παλαιά και στη Καινή Διαθήκη. Αυτή παρέχει στον άνθρωπο, που θα την αποκτήσει, και κάθε αγαθό της μέλλουσας ζωής. Η νήψη θα σε διδάξει με τη βοήθεια του Θεού αυτά, που δεν ήξερες, και θα σε βοηθήσει να μάθεις, θα σε φωτίσει και θα σε κάνει ικανό να αποκτήσεις πνεύμα μαθητείας για να βάλεις στο νου σου αυτά, που προηγουμένως αδυνατούσες να ξέρεις, επειδή ζούσες και πορευόσουν στο σκοτάδι των παθών και των σκοτεινών έργων, καθώς σε σκέπαζε η άβυσσος της λήθης και της συγχύσεως». «Η νήψη απαλλάσσει με τη βοήθεια του Θεού τελείως από νοήματα των διαφόρων παθών και από πονηρά έργα, γιατί αποτρέπει και απομακρύνει από μας κάθε κακό, π.χ. την πολυλογία, την υβριστική συμπεριφορά και κακολογία, την κατάκριση καθώς και όλο το πλήθος των αισθητών κακών, γιατί ο νους δεν ανέχεται ούτε για λίγο να στερηθεί εξαιτίας τους τη γλυκύτητα, που νιώθει. Προ πάντων όμως, γιατί όποιος φροντίζει με επιμέλεια να τηρεί την καθαρότητα της καρδιάς, θα έχει δάσκαλο του τον νομοθέτη της Χριστό, ο οποίος του μιλεί και του λέει μυστικά το θέλημα του Θεού».
2. Η νήψη ισορροπεί τη ψυχή
«Η νήψη μας διδάσκει να κινούμε ισόρροπα τα τρία μέρη της ψυχής και επίσης να κινούμε σωστά και με κάθε ασφάλεια και τις τέσσερες γενικές αρετές, δηλαδή τη φρόνηση, που αναφέρεται στο θυμικό της ψυχής, τη σοφία, που αναφέρεται στο νοητικό ή νοητικό της ψυχής, τη δικαιοσύνη, που αναφέρεται στο επιθυμητικό της ψυχής και την ανδρεία, που αναφέρεται στις σωματικές αισθήσεις. Τις αρετές αυτές τις αυξάνει κάθε μέρα, εφόσον την έχουμε κάνει κτήμα μας».
Ειδικότερα βοηθά η νήψη:
α. Το θυμικό της ψυχής, «για τη διεξαγωγή μέσω αυτού της εσωτερικής μάχης και για αυτοέλεγχο και αυτομεμψία».
β. Το λογιστικό της ψυχής «για να αποκτήσει το λογικό μέρος της ψυχής τη νήψη και την πνευματική Θεωρία».
γ. Το επιθυμητικό, να κατευθύνει τη βούληση προς την αρετή και το Θεό.
δ. Τις πέντε αισθήσεις. «Η νήψη βοηθάει τις αισθήσεις να κυβερνούνται, για να μη μολύνεται δια μέσου τους ο εσωτερικός άνθρωπος, δηλαδή η καρδιά, και ο εξωτερικός άνθρωπος, δηλαδή το σώμα».
«Ο νους, που δεν αμελεί την κρυφή εσωτερική εργασία και τα υπόλοιπα πνευματικά αγαθά, τα οποία θα επιτύχει με την αδιάκοπη εργασία της προσοχής, θα πετύχει να έχει και τις πέντε αισθήσεις σε κατάσταση τέτοια, που να μην ενεργούν τα εξωτερικά κακά. Έχοντας δηλαδή στραμμένη τη προσοχή του στην αρετή και θέλοντας να εντρυφά και να απολαμβάνει τα καλά νοήματα, δεν ανέχεται να ξεκλέβεται και να παρασύρεται από τους υλικούς και μάταιους λογισμούς δια των αισθήσεων. Αντίθετα, ξέροντας πόσο απατηλοί είναι, τις συγκρατεί συνήθως μέσα του».
Γενικότερα πλεονεκτήματα από τη νήψη.
1. «Οι διάφορες θάλασσες έχουν πολύ νερό. Και η έκταση και το δυνάμωμα της νήψεως και της καταστάσεως του ανθρώπου, που τη βιώνει, και η βαθειά ησυχία, είναι άβυσσος πνευματικών θεωριών εξαίρετων και ανείπωτων, ταπεινώσεως με πλήρη αυτεπίγνωση ευθύτητας και αγάπης».
2. «Η νήψη απλώνει τα κλήματα της μέχρι την άβυσσο των ιερών θεωριών και μέχρι τους ποταμούς τερπνών και θείων μυστηρίων τις παραφυάδες της και ποτίζει δροσίζοντας τον νου, πού επί πολύ χρόνο έχει υποστεί την αρνητική επίδραση πνευματικού καύσωνα».
3. «Όποιος ζει συνεχώς την εσωτερική ζωή και ασχολείται με τα θέματα του εσωτερικού του, ζει με σωφροσύνη, και όχι μόνο, αλλά βιώνει και πνευματικές θεωρίες και ασχολείται με τα θεία, προσεύχεται και νιώθει ευχαρίστηση θεϊκή και πνευματικά και σωματικά. Ακόμη τον γλυκαίνει με το βαθύ αίσθημα κάποιας γλυκύτητας και μακάριας αγαλλιάσεως. Ο άνθρωπος φωτίζεται για να κατανοεί βαθιά πνευματικά μυστήρια από τον ίδιο το Χριστό, στον οποίο είναι κρυμμένοι οι θησαυροί της σοφίας. Και αυτό, γιατί θα νιώσει από την ενέργεια αυτή του Ιησού, ότι το Άγιο Πνεύμα ήρθε στη ψυχή του. Το Άγιο Πνεύμα φωτίζει το νου του ανθρώπου φανερά. Και τον πλουτίζει με θεία γνώση και τον φωτίζει το μακάριο φως της Θεότητος, όταν απαλλαγεί από όλα και ελεύθερος από αυτά μένει ασχημάτιστος και ανεικόνιστος. Και πορεύεται από τη μια βαθμίδα πρακτικής φιλοσοφίας – καθόσον αρνείται τον εαυτό του, σε ανώτερη βαθμίδα, και τον ικανώνει να βιώνει άρρητες πνευματικές αρετές. Ο νους αυτός δεχόμενος μέσα του βάθος πνευματικών εννοιών του απείρου, θα έχει την ευλογία να του φανερωθεί ο Ύψιστος Θεός στο βαθμό, που ο ίδιος αντέχει. Κατάπληκτος ο νους από τέτοιες ευλογίες δοξάζει αγαπητικιά το Θεό, ο οποίος βλέπεται και βλέπει και προσφέρει τη σωτηρία σ’ αυτόν που τον βλέπει με αυτό το τρόπο.
Αυτοί, που πετυχαίνουν τη βίωση της νήψεως, αφού αποκτήσουν το δώρο των θείων θεωριών, πλέουν στο καθαρότατο αυτό φώς, το αγγίζουν άρρητα και απερίγραπτα και μαζί με το φώς αυτό ζουν σε κατάσταση μόνιμη, με αυτό ζουν και πολιτεύονται. Γιατί προκόβοντας σε νήψη θα βρουν σ’ αυτή την ίδια την επουράνια Ιερουσαλήμ και θα δουν νοερά και καθαρά το Βασιλέα των πνευματικών δυνάμεων του αληθινού Ισραήλ, με άλλα λόγια το Χριστό, μαζί με τον ομοούσιο Γεννήτορα του, τον Ουράνιο Πατέρα, και το προσκυνητό Πανάγιο Πνεύμα».