«Κοινωνικός Σχεδιασμός: Πνευματικότητα καί Επιστήμη» Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Ζούμε σέ δύσκολες συνθήκες, από κοινωνικής πλευράς, καί όσοι ασχολούνται μέ τήν πρόληψη τών εξαρτήσεων καί τήν προαγωγή τής ψυχικής υγείας, αντιλαμβάνονται ότι πρέπει νά επαναπροσδιορίσουν τό έργο τους, γιά νά ανταποκριθή στίς σύγχρονες προκλήσεις, αφού παρατηρείται όχι μόνο κοινωνική κρίση, αλλά καί έλλειμμα «πνευματικότητας». Έτσι, η 8η Πανελλήνια Συνάντηση Φορέων Πρόληψης, μέ τό γενικό θέμα «Η πρόληψη ως αναγκαιότητα καί δικαίωμα μπροστά στίς σύγχρονες προκλήσεις», είναι σημαντική.

Στόν τομέα τού «κοινωνικού σχεδιασμού» θεωρείται καλό νά αναπτυχθή η σχέση μεταξύ «πνευματικότητας καί επιστήμης», γιατί όλοι οι φορείς στήν κοινωνία πρέπει νά συνεργασθούν γιά νά προσφέρουν βοήθεια στόν σύγχρονο πονεμένο άνθρωπο, ιδιαιτέρως στόν νέο άνθρωπο. Ουσιαστικά, αυτό τό θέμα εντάσσεται στόν τομέα τής «προληπτικής ψυχιατρικής». Θά αναπτύξω δύο βασικές σκέψεις, άν καί τό θέμα είναι μεγάλο.
1. Σχέση θεολογίας καί επιστήμης

Έχουν γραφή καί λεχθή πολλά γιά τό θέμα αυτό, γιά τήν σχέση ή τήν διαλεκτική αντίθεση μεταξύ θεολογίας καί επιστήμης. Εκείνο πού μπορώ νά πώ αυτήν τήν στιγμή είναι ότι η επιστήμη, όπως τό δηλώνει καί η λέξη, ασχολείται μέ τό επιστητό –αυτό πού βλέπουμε, αυτό πού σκεπτόμαστε– πού είναι ο περιβάλλον κόσμος καί τό σώμα μας. Μέ αυτήν τήν έννοια μερικοί θεωρούν ότι η επιστήμη δέν έχει καμμιά σχέση μέ τήν νεώτερη μεταφυσική. Πράγματι, όταν δή κανείς τήν επιστήμη μέσα από τήν προοπτική τής μεταφυσικής, δέν μπορεί νά βρή ομοιότητες, αφού από τόν 18ο αιώνα καί μετά γκρεμίσθηκε τό κοσμοείδωλο τής μεταφυσικής.

Όμως, ο κόσμος δέν είναι προϊόν τής τύχης, δέν προήλθε μόνος του από τό μηδέν καί γι’ αυτό πρέπει νά ερευνάται καί η αρχή τής δημιουργίας του. Έπειτα, οι επιστήμονες είναι άνθρωποι πού έχουν μέσα τους αναζητήσεις, όχι μόνον κοσμολογικές καί κοινωνικές, αλλά καί υπαρξιακές καί πνευματικές. Ο άνθρωπος αναζητά νά βρή νόημα ζωής καί νά δή τήν αιτία τής δημιουργίας τού κόσμου, αλλά καί τήν εντελέχειά του, όπως καί τόν σκοπό τής υπάρξεώς του.

 

Επομένως, δέν ερμηνεύονται όλα μέ τήν επιστήμη, αλλά χρειάζονται καί άλλοι παράγοντες ώστε ο άνθρωπος νά αισθάνεται ολοκληρωμένος. Γιά νά υποστηρίξω αυτήν τήν άποψη θά χρησιμοποιήσω δύο παραδείγματα από τόν χώρο τής Επιστήμης.

Τό πρώτο είναι η περίπτωση τού παγκοσμίου φήμης καί ακτινοβολίας γενετιστή επιστήμονα Francis Collins, πού είναι ένας από τούς δύο μεγάλους επιστήμονες, οι οποίοι αποκρυπτογράφησαν τόν γενετικό κώδικα τού ανθρώπινου γονιδιώματος. Πρόσφατα κυκλοφόρησε στά ελληνικά τό έργο του μέ τίτλο : «Η γλώσσα τού Θεού», καί υπότιτλο «Ένας επιστήμονας δίνει μαρτυρία γιά τήν πίστη». Ο Collins ξεκίνησε ως αγνωστικιστικής, έγινε άθεος καί κατέληξε πιστός. Τό βιβλίο του αυτό, όπως γράφουν δύο Καθηγητές τού Πανεπιστημίου Αθηνών πού επιμελήθηκαν τήν έκδοση, «περιγράφει τήν μεταστροφή στήν πίστη ενός διάσημου επιστήμονα αλλά καί τήν διακήρυξη τής πεποιθήσεώς του γιά τήν παρουσία τού Θεού στήν δημιουργία τού θαυμαστού ορατού καί αοράτου δημιουργήματός Του».

Ο ίδιος ο Collins στήν εισαγωγή του γράφει ότι «η επιστήμη είναι ο μόνος αξιόπιστος τρόπος γιά νά καταλάβει κανείς τό φυσικό κόσμο καί τά εργαλεία του, τά οποία, εάν χρησιμοποιηθούν, μπορούν νά δώσουν βαθιά γνώση τής υλικής ύπαρξης». Συγχρόνως ισχυρίζεται ότι «η επιστήμη είναι ανίκανη νά απαντήση σέ ερωτήματα, όπως: Γιατί έλαβε ύπαρξη τό σύμπαν; Ποιό είναι τό νόημα τής ανθρώπινης ύπαρξης; Τί συμβαίνει μετά τό θάνατό μας;». Καί στήν συνέχεια ο ίδιος καταλήγει στό συμπέρασμα ότι «ο σκοπός αυτού τού βιβλίου είναι νά αναζητήσει ένα δρόμο γιά ένα σύνθετο καί πνευματικά έντιμο συνδυασμό αυτών τών απόψεων». Συγχρόνως προαναγγέλλει τό ότι θά εξηγήση «πώς ένας επιστήμονας πού μελετά γενετική κατέληξε νά πιστεύει σ’ ένα Θεό πού δέν περιορίζεται από χρόνο καί χώρο, καί πού ενδιαφέρεται προσωπικά γιά τά ανθρώπινα όντα».

Τό δεύτερο παράδειγμα είναι από ένα βιβλίο τό οποίο πρόσφατα δημοσιεύθηκε καί φέρει τόν τίτλο: «Ο Κόσμος στήν Επιστήμη καί τήν Θρησκεία» όπου δημοσιεύονται εισηγήσεις επιστημόνων καί θεολόγων γιά θέματα πού έχουν σχέση μέ τήν φύση τού κόσμου, τήν εμφάνιση τής ζωής καί τής συνείδησης στόν κόσμο, τήν βιοτεχνολογία καί τήν βιοηθική, τήν αλληλεπίδραση μεταξύ σύγχρονης επιστήμης καί πατερικής παράδοσης. Ο τίτλος αυτός ήταν τό κεντρικό θέμα ενός προγράμματος, τού οποίου συντονιστής ήταν ο Αργύρης Νικολαΐδης, καθηγητής Θεωρητικής Φυσικής στό Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, καί υποστηρίχθηκε από τό Templeton Foundation, τά Υπουργεία Πολιτισμού καί Εξωτερικών, τό Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, τόν Δήμο Θεσσαλονίκης καί τήν Ένωση Ελλήνων Φυσικών. Συμμετείχα ως εισηγητής σέ ένα Συνέδριο τού προγράμματος αυτού πού πραγματοποιήθηκε στήν Βενετία καί διεπίστωσα τόν τρόπο μέ τόν οποίο εργάζονται όσοι συμμετέχουν στό πρόγραμμα γιά τόν εντοπισμό τής σχέσης μεταξύ επιστήμης καί θρησκείας.

Στόν πρόλογο τού βιβλίου ο συντονιστής τού προγράμματος καθηγητής Αργύρης Νικολαΐδης προσδιορίζει τόν σκοπό τής μελέτης αυτού τού θέματος. Τονίζει ότι η επιστήμη «εδράζεται σέ μιά αυστηρή αναλυτική γλώσσα καί καταφεύγει σέ μαθηματικές διατυπώσεις καί αφηρημένους φορμαλισμούς» καί έτσι εξοβελίζεται «κάθε τί τό μεταφυσικό», αποφεύγεται τό «ποιητικό», οπότε κυριαρχεί «μόνο τό ποσοτικό». Επίσης, υπογραμμίζει ότι η θρησκεία χρησιμοποιεί μιά «εξόχως μεταφορική, αλληγορική γλώσσα, μέ έντονο συμβολισμό καί ποιητικές αναφορές». Παρά τό ότι υπάρχουν μεταξύ τους σημαντικές διαφορές, εν τούτοις όμως «η Επιστήμη καί η Θρησκεία επικεντρώνονται συχνότατα πάνω στά ίδια θέματα», μεταξύ τών οποίων είναι ο κόσμος καί ο άνθρωπος.

Συγχρόνως γράφει ότι στόν διάλογο μεταξύ επιστήμης καί θεολογίας, τόν οποίο κάνουν μέ τούς συνεργάτες του, σέβονται απόλυτα τήν αυτονομία καί τής επιστήμης καί τής θεολογίας καί δέν προτίθενται νά δημιουργήσουν «μιά θεολογίζουσα Επιστήμη» ή «μιά Θεολογία πού αναζητά εναγωνίως συμβατότητες μέ τήν Επιστήμη». Αυτό πού επιδιώκεται είναι νά προσεγγίσουν τό «πολλαπλό κοίταγμα, τίς διεπιστημονικές λύσεις, τήν δημιουργία ενός πλαισίου πού μάς επιτρέπει νά ξεπεράσουμε παλιά διλήμματα (τήν δήθεν σύγκρουση λόγου καί πίστης, τίς δυαδικές λογικές υποκείμενο-αντικείμενο, θεωρία-πράξη, είναι-γίγνεσθαι)».

Από τά δύο αυτά παραδείγματα πού αναφέρθηκαν φαίνεται ότι ο κόσμος πού μάς περιβάλλει έχει κάποιο λόγο ύπαρξης καί όλοι οι άνθρωποι, όπως καί οι επιστήμονες, έχουμε πνευματικές αναζητήσεις, αναζητούμε δηλαδή νόημα ζωής. Όταν κανείς περιορίζεται στήν λογική, τίς αισθήσεις, τήν κοινωνία, τήν επιστήμη, τήν ευδαιμονία, χωρίς νά δώση περιεχόμενο στήν ύπαρξή του, τότε πράγματι αισθάνεται αποτυχημένος. Εδώ μπορούμε νά εντάξουμε καί τίς ποικιλότροπες εξαρτήσεις (διανοητικές, ιδεολογικές, κοινωνικές, χημικές κλπ.) οι οποίες προλαμβάνονται καί αντιμετωπίζονται μέ τό νόημα ζωής καί ύπαρξης.
2. Νευρολογία, Ψυχιατρική, Ψυχολογία καί Πνευματικότητα

Τά όσα αναφέρθηκαν προηγούμενως γιά τήν σχέση μεταξύ επιστήμης καί θεολογίας-θρησκείας, θά τά εξειδικεύσουμε στήν επιστήμη τής νευρολογίας, ψυχιατρικής-ψυχολογίας σέ σχέση μέ τήν θεολογία-πνευματικότητα, διότι συνδέεται μέ τό έργο τό οποίο επιτελείτε, πού είναι η πρόληψη, αφού ανήκετε στό Πανελλήνιο Δίκτυο Φορέων Πρόληψης τής Εξάρτησης.

Πράγματι, στίς ημέρες μας έχει αναπτυχθή πολύ η επιστήμη τής νευρολογίας, πού συνδέεται μέ τήν ψυχιατρική καί τήν ψυχολογία, καί οι επιστήμονες προσπαθούν νά βοηθήσουν τόν άνθρωπο, ο οποίος έχει νευρολογικά, ψυχιατρικά καί ψυχολογικά προβλήματα. Παράλληλα τό έργο αυτό επιτελούν καί οι Κληρικοί, οι οποίοι επιδιώκουν νά βοηθήσουν τούς ανθρώπους είτε κατά τήν διάρκεια τής πρωτογενούς καί δευτερογενούς πρόληψης είτε κατά τήν διάρκεια τής τριτογενούς πρόληψης. Βέβαια, όταν κάνω λόγο γιά πνευματικότητα, εννοώ κυρίως τήν θεολογία τής Εκκλησίας, αλλά σέ μιά ευρύτερη έννοια καί τήν όλη πολιτιστική παράδοση πού επικρατεί στόν τόπο μας καί η οποία έχει επηρεασθή πολύ από τήν εκκλησιαστική ζωή. Η χρησιμοποίηση αυτής τής πολιτιστικής παράδοσης είναι επιστημονικά αποδεκτή, διότι ξένοι επιστήμονες ψυχολόγοι, όπως ο Keneth Gergen, υπογραμμίζουν ότι ο άνθρωπος βοηθείται πολύ στήν ψυχική θεραπεία του από τήν «αυτόχθονη ψυχολογία».

Θά σάς παρουσιάσω μέ πολλή συντομία πέντε σημεία, τά οποία δείχνουν τήν σχέση μεταξύ τής επιστήμης τής νευρολογίας-ψυχιατρικής-ψυχολογίας καί τής εκκλησιαστικής ζωής, πού βοηθούν πάρα πολύ στήν πρόληψη τής εξάρτητης, διότι προσφέρουν στόν άνθρωπο νόημα ζωής καί ύπαρξης.

Τό πρώτον είναι ότι η ψυχολογία προχώρησε καί συνδέθηκε μέ τήν νευροεπιστήμη. Είναι γνωστόν ότι η ψυχολογία μέχρι τόν 19ο αιώνα συνδεόταν μέ τήν φιλοσοφία, όμως κατά τίς αρχές τού 20ού αιώνα αποδεσμεύθηκε από αυτή, αλλά καί τήν βιολογία καί εξεταζόταν ανεξάρτητα από αυτές. Στήν συνέχεια αναπτύχθηκε ο συμπεριφορισμός, πού απέβλεπε στόν έλεγχο τής συμπεριφοράς τού ανθρώπου καί τήν αποσύνδεσή της τόσο από τά «νοητικά φαινόμενα», όσο καί από τήν συνείδηση. Μετά, αναπτύχθηκε η λεγόμενη γνωσιακή επανάσταση, η οποία έδινε προτεραιότητα στήν έρευνα τής λειτουργίας τού γνωστικού συστήματος. Στίς ημέρες μας, όμως, αυτή η γνωσιακή ψυχολογία συνδέθηκε μέ τήν νευροεπιστήμη, καί έτσι καλλιεργείται η λεγόμενη γνωσιακή ψυχολογία, πού είναι μιά νευροεπιστήμη. Βέβαια, εκτός από τόν σύνδεσμο μεταξύ ψυχολογίας καί νευροπιστήμης, αναπτύχθηκε αφ’ ενός μέν η συναισθηματική νοημοσύνη, αφ’ ετέρου δέ η υπαρξιακή ψυχολογία, όπως τήν συναντούμε στό βιβλίο τού Victor Frankl Αναζητώντας νόημα ζωής καί ελευθερίας σ’ ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως, καί στά βιβλία τού Irvin Yalom, ιδίως τό βιβλίο του Όταν έκλαψε ο Νίτσε, στό οποίο ουσιαστικά ενώνεται η υπαρξιακή φιλοσοφία τού Νίτσε μέ τήν υπαρξιακή ψυχολογία τού Μπρόϊερ.

Τό δεύτερο σημείο είναι τό βιβλίο πού εξέδωσε η Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία μέ τίτλο Εγχειρίδιο Ψυχοθεραπείας καί Θρησκευτικής Ποικιλομορφίας, τό οποίο αποβλέπει στήν ενημέρωση τών ψυχολόγων καί ψυχιάτρων τού δυτικού κόσμου πάνω στό ψυχοθεραπευτικό υλικό πού συναντάται στήν θρησκεία. Μεταξύ τών κεφαλαίων τού βιβλίου συγκαταλέγεται καί τό κεφάλαιο μέ τόν τίτλο «Ψυχοθεραπεία μέ ανατολικούς ορθοδόξους Χριστιανούς», πού γράφεται από τόν Tonny Young. Στό άρθρο αυτό γίνεται λόγος γιά τό ότι οι περισσότεροι ορθόδοξοι ασθενείς γιά τά ψυχολογικά τους προβλήματα πρώτα επισκέπτονται τόν ιερέα τους καί μετά τόν ψυχοθεραπευτή. Επίσης τονίζεται ότι η όλη πρακτική τής Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, ιδίως η εξομολόγηση καί η ευχή τού Ιησού, έχει θετικό συναισθηματικό ή ψυχολογικό αποτέλεσμα καί δημιουργεί ηρεμία στόν άνθρωπο. Καί θά ήθελα νά σημειώσω ότι ο συγγραφεύς χρησιμοποιεί τίς θέσεις τού βιβλίου μου Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία πού μεταφράσθηκε στήν αγγλική γλώσσα, καί μάλιστα παρουσιάζει μιά περίληψή του.

Θά ήθελα νά σημειώσω ότι όταν κλήθηκα στό Βανκούβερ τού Καναδά νά δώσω μιά σειρά διαλέξεων γιά τήν Ενορία ως θεραπευτική κοινότητα, στό ακροατήριο παρευρίσκονταν πολλοί ψυχοθεραπευτές, πού ήλθαν γιά νά γνωρίσουν τό θεραπευτικό μοντέλο τής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ένας από τούς ακροατές ήταν ψυχοθεραπευτής καί διευθυντής ψυχοθεραπευτικής κλινικής πού ακολουθούσε τήν λογοθεραπεία τού Victor Frankl καί μού ομολόγησε ότι χρησιμοποιούσε τό βιβλίο μου Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία γιά τήν θεραπεία εξαρτημένων σέ ουσίες, ιδιαίτερα τό κεφάλαιο γιά τούς λογισμούς, τίς «έμμονες, ψυχαναγκαστικές καί φοβιστικές καταστάσεις».

Τό τρίτο σημείο είναι ένα άρθρο τού καθηγητού Paul Kymisis, τό οποίο αναφέρεται στήν πρόοδο τής νευρολογίας σέ σχέση μέ τήν ψυχολογία καί τήν ορθόδοξη θεολογία καί έχει τίτλο «Από τήν νευροβιολογία στό άκτιστο Φώς». Στό κείμενο αυτό γράφεται ότι οι βιολογικοί παράγοντες έχουν συνέπειες στόν ψυχισμό τού ανθρώπου, αλλά γίνεται καί τό αντίθετο, δηλαδή οι ψυχολογικοί παράγοντες επιδρούν στόν νευροψυχολικό κόσμο τού ανθρώπου, όπως έχουν αποδείξει καί τά αποτελέσματα τών μεθόδων απεικόνισης τού εγκεφάλου. Έτσι, όπως γράφεται, ασθενείς μέ κατάθλιψη, πού έκαναν θεραπεία είτε μέ ψυχοθεραπεία είτε μέ αντικαταθληπτικά φάρμακα έχουν τά ίδια ποσοστά επιτυχίας, όπως φαίνεται σέ πολλές έρευνες πού έγιναν. Επί πλέον ο συγγραφεύς επιμένει ότι «υπάρχουν καταστάσεις στίς οποίες τά όρια μεταξύ βιολογικών καί ψυχολογικών παραγόντων είναι δυσδιάκριτα καί αυτές απαιτούν όχι μόνον ιατρικές καί φαρμακευτικές παρεμβάσεις, αλλά καί μιά πνευματική διαδικασία γιά νά επιτευχθή αληθινή θεραπεία». Μέσα σέ όλη αυτήν τήν προοπτική αναφέρεται στήν Αγία Γραφή τήν νηπτική παράδοση τής Εκκλησίας καί τήν εμπειρία τού Θεού μέσα στό Φώς.

Τέταρτο σημείο είναι τό βιβλίο τού Paul Brant μέ τίτλο Πόνος, ένα δώρο πού κανείς δέν θέλει, στό οποίο παρουσιάζει τήν μεγάλη αξία τού πόνου γιά τόν άνθρωπο, τήν δυαδική σχέση μεταξύ ηδονής καί οδύνης. Όπως επισημαίνει, θά πρέπει νά αντιμετωπίζη κανείς τόν πόνο κυρίως στόν χώρο τού εγκεφάλου μέ διαφόρους λογισμούς καί μέ πίστη τόν Θεό. Δηλαδή, στό βιβλίο του αναφέρεται ότι στόν νοητικό χώρο τού ανθρώπου μπορεί νά ενισχυθή ο πόνος ή μπορεί νά αντιμετωπισθή κατάλληλα, ανάλογα μέ τούς θετικούς ή αρνητικούς λογισμούς, πράγμα τό οποίο δείχνει τήν μεγάλη αξία τού νοήματος γιά τήν ζωή πού έχει ο άνθρωπος καί τήν σημασία τής πνευματικής ζωής στήν τροποποίηση τού πόνου. Έτσι, ο πόνος από μεγάλο πρόβλημα μπορεί νά θεωρηθή δώρο Θεού.

Τό πέμπτο σημείο είναι τό λεγόμενο «Βιο-ψυχο-κοινωνικό μοντέλο», αφού σήμερα έγινε αποδεκτό από πολλούς ότι προκειμένου νά αντιμετωπισθούν τά ψυχολογικά προβλήματα τού ανθρώπου, απαιτείται συνδρομή πολλών παραγόντων. Δέν είναι αρκετή η ψυχολογία καί η βιολογία, ούτε καί οι δυό μαζί, αλλά συγχρόνως έχει μεγάλη σημασία τό περιβάλλον στόν οποίο ζή ο άνθρωπος καί η παράδοση πού τό διαποτίζει, καθώς επίσης καί η εσωτερική κατάσταση τού ιδίου τού ανθρώπου, η ψυχική του συγκρότηση.

Μέσα σέ αυτήν τήν προοπτική πρέπει νά δούμε καί τήν μεγάλη αξία τής λεγόμενης «αυτόχθονης ψυχολογίας», στήν οποία υπάγεται η ελληνορθόδοξη παράδοση πού επικρατεί στόν τόπο μας καί, βέβαια, η Εκκλησία μέ τίς δομές τίς οποίες έχει. Μεταξύ αυτών είναι η Ενορία, η οποία όταν λειτουργή σωστά μπορεί νά είναι μιά ζωντανή θεραπευτική κοινότητα, προλαμβάνει διάφορες εξαρτήσεις, αλλά καί θεραπεύει εξαρτημένους ανθρώπους, μέ τήν λατρεία, τήν εξομολόγηση, τά Μυστήρια, τήν φιλανθρωπική διακονία, τήν κατήχηση, τήν ψυχαγωγία-εκδρομές. Γι’ αυτό όταν ήμουν στό Διοικητικό Συμβούλιο τού ΟΚΑΝΑ υποστήριξα ότι τήν Εκκλησία καί ειδικά τήν Ενορία δέν πρέπει νά τήν βλέπουμε ως κάποια θρησκεία, αλλά ως μιά θεραπευτική κοινότητα.

Γιά νά καταλήξω τό θέμα μου, θεωρώ ότι εκτός από τήν θεωρία τού Μπίγκ Μπάνγκ, δηλαδή τής μεγάλης έκρηξης, από τήν οποία θεωρείται ότι άρχισε καί συνεχίζεται μέ επιταχυνόμενη ταχύτητα η διαστολή τού σύμπαντος, υπάρχει καί μιά άλλη πνευματική θεωρία Μπίγκ Μπάνγκ, πού δείχνει τήν μεγάλη έκρηξη, πού ξεκίνησε από τήν σύγκρουση τού ανθρωπίνου θελήματος μέ τό θείο θέλημα, πού έγινε στήν περίπτωση τού Αδάμ στόν Παράδεισο. Καί από τότε άρχισε μιά ολόκληρη διαστολή τής ανθρωπότητας μέ τίς συνέπειες τίς οποίες γνωρίζουμε. Όμως, αυτό πού δέν έχει αρχίσει ακόμη στό σύμπαν, έχει πραγματοποιηθή στήν ζωή τού ανθρώπου, αφού μέ τήν ενανθρώπηση τού Χριστού ο άνθρωπος ενώνεται μέ τόν Χριστό καί σταματά αυτήν τήν διαστολή τού κακού καί τήν εξέλιξη τής αμαρτίας.

Έτσι, ο κοινωνικός σχεδιασμός πρέπει οπωσδήποτε νά λαμβάνη υπ’ όψη του τήν πνευματικότητα καί κυρίως τήν θεολογία τής ορθοδόξου θεολογίας καί νά μήν παραμένη μόνον στήν επιστήμη τής βιολογίας, τής κοινωνιολογίας κλπ., γιατί μόνον κατ’ αυτόν τόν τρόπο ο άνθρωπος μπορεί νά υπερβή όλες τίς εξαρτήσεις, ακόμη καί αυτόν τόν θάνατο.

Τελικά, η εξάρτηση δέν συνδέεται μόνον μέ τίς ουσίες, αλλά καί μέ τίς ιδέες, τήν κοινωνική εξουσία, τήν επιστήμη καί τόν φόβο τού θανάτου. Ο προφήτης Ησαΐας, από τόν 8ο αιώνα πρό Χριστού, δηλαδή πρίν από είκοσι εννιά αιώνες, είπε: «ουαί… οι μεθύοντες άνευ οίνου» (Ησ. κη’, 1). Μπορεί κανείς νά μεθύση καί χωρίς κρασί, χωρίς ναρκωτικά, δηλαδή από τήν φαντασιώδη σκέψη, τήν φιληδονία, τήν εξουσία, τόν πλούτο. Έτσι, πρέπει νά αποδεσμευθούμε από προκαταλήψεις είτε εναντίον τής επιστήμης είτε εναντίον τής πνευματικής ζωής, διότι μπροστά μας έχουμε τόν σύγχρονο άνθρωπο πού υποφέρει καί πονά γι’ αυτό καί δέν πρέπει νά παραμένουμε σέ πολώσεις, διαλεκτικές αντιθέσεις καί ανόητες αυτονομήσεις.–

Share Button