Η θεολογία στήν ζωή μας Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Τό παρόν κείμενο αποτελεί τήν πρώτη, εισαγωγική εκπομπή τής σειράς εκπομπών τού Σεβασμιωτάτου μέ τίτλο «Η θεολογία στήν ζωή μας», γιά τόν Ρ/Σ τής Εκκλησίας τής Ελλάδος (89,5 FM), η οποία θά μεταδίδεται κάθε Κυριακή 4 μ.μ. γιά τήν περίοδο 2012-2013.

Όταν κάνουμε λόγο γιά θεολογία εννοούμε τόν λόγο περί τού Θεού καί, βεβαίως, τί ο Θεός θέλει νά κάνουμε στήν ζωή μας. Θεολόγος είναι αυτός πού γνωρίζει τόν Θεό καί στήν συνέχεια μεταφέρει τήν εμπειρία αυτή ως διδασκαλία καί καθοδήγηση τών Χριστιανών. Μπορούμε νά πούμε, χρησιμοποιώντας ένα παράδειγμα από τήν βιολογική μας ζωή, ότι θεολόγος είναι αυτός ο οποίος εισπνέει τήν ζωή τής Εκκλησίας, τήν ζωή τής αποκαλύψεως, δηλαδή τόν ίδιο τόν Παράδεισο, αυτό τό οξυγόνο εισέρχεται μέσα στό είναι του καί τόν ζωοποιεί, καί στήν συνέχεια εκπνέει στό περιβάλλον στό οποίο ζή. Έτσι, ενώνεται οργανικά τό έσχατο μέ τόν ζωντανό οργανισμό, πού τό βιώνει, καί μέ τήν παρούσα πραγματικότητα.

Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκι έχει παρατηρήσει ότι τό βασικό στοιχείο καί σημείο τής πατερικής θεολογίας ήταν πάντοτε τό πρόσωπο τού Χριστού. Η θεολογία τών Πατέρων τής Εκκλησίας, όπως τού Μ. Αθανασίου καί τών Καππαδοκών Πατέρων, ήταν καθαρά Χριστολογική. Οι άγιοι Πατέρες μελετούσαν τό πρόσωπο εκείνο πού εμφανιζόταν στήν Παλαιά Διαθήκη, πού ήταν ο Άσαρκος Λόγος, καί πώς αυτό τό πρόσωπο ενηνθρώπησε, δηλαδή προσέλαβε τήν ανθρώπινη φύση ο Χριστός είναι τό κέντρο τής Εκκλησίας. Αυτή η Χριστολογία διαπερνά όλη τήν σκέψη τής αρχαίας Εκκλησίας. Καί φυσικά αυτό είναι εκείνο πού είναι η αρχή τής ορθοδόξου θεολογίας.

Η ορθόδοξη ζωή είναι στήν πραγματικότητα Χριστοκεντρική καί Χριστολογική. Τό μυστήριο τού Χριστού είναι τό κέντρο τής ορθοδόξου πίστεως, είναι η αφετηρία καί ο τελικός στόχος τής εκκλησιαστικής ζωής. Ο Χριστός, ο οποίος είναι τό Δεύτερο Πρόσωπο τής Αγίας Τριάδος, απεκάλυψε τόν Πατέρα, διά τού Χριστού γνωρίζουμε τόν Πατέρα, όπως ο ίδιος είπε: «ο εωρακώς εμέ εώρακε τόν πατέρα» (Ιω. ιδ’, 9) καί ο Χριστός απέστειλε τό Άγιον Πνεύμα κατά τήν ημέρα τής Πεντηκοστής, τό οποίο, βέβαια, μόρφωσε τόν Χριστό στήν καρδιά μας, δηλαδή μάς ένωσε μέ τόν Χριστό. Η δημιουργία τού ανθρώπου καί η αναδημιουργία του είναι έργο τής ενεργείας τού Τριαδικού Θεού, αλλά διά τού Χριστού γνωρίζουμε τόν Πατέρα εν Αγίω Πνεύματι.

Ένα άλλο σημαντικό σημείο πού τονίζει ο π. Γεώργιος Φλω­ρόφσκι είναι ότι τό μυστήριο τού Χριστού κατά τήν πατερική θεολογία έχει πάντοτε διατυπωθή καί ερμηνευθή μέ τήν προοπτική τής σωτηρίας τού ανθρώπου. Οι Πατέρες όταν μιλούσαν γιά τόν Χριστό, ότι ήταν ο άκτιστος Λόγος, Φώς εκ Φωτός, Θεός αλη­θινός εκ Θεού αληθινού, ότι είχε δύο φύσεις, θεία καί ανθρώπινη, ενωμένες στό πρόσωπό Του, ότι είχε δύο θελήσεις στό ενιαίο πρόσωπό Του, δέν τό έκαναν από θεωρητικούς καί φιλοσοφικούς ή στοχαστικούς λόγους, αλλά ήθελαν νά αντιμετωπίσουν καί νά λύσουν τό πρόβλημα τού προορισμού τού ανθρώπου. Εφ’ όσον ο Χριστός είναι τό αρχέτυπο τής δημιουργίας τού ανθρώπου καί διά τού Χριστού επιτυγχάνεται η αναγέννησή του, αυτό σημαίνει ότι η θεολογία περί τού Χριστού έχει μεγάλη σημασία γιά τήν σωτηρία τού ανθρώπου. Αυτήν τήν σωτηριολογική προοπτική τήν συναντάμε πολύ καθαρά στήν θεολογία τού αγίου Ειρηναίου επισκόπου Λυώνος, τού Μ. Αθανασίου, τών Καππαδοκών Πατέρων, δηλαδή τού Μ. Βασιλείου, τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου, τού αγίου Γρηγορίου Νύσσης, επίσης τού αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου, τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά καί όλων τών μετέπειτα φιλοκαλικών Πατέρων.

Αυτή η σωτηρία τού ανθρώπου στήν πραγματικότητα είναι η αναγέννησή του εν Χριστώ, είναι η βίωση τής καινής κτίσεως, πράγμα τό οποίο βλέπουμε καθαρότατα στήν διδασκαλία τού Αποστόλου Παύλου καί τού Ευαγγελιστού Ιωάννου. Όταν διαβάζουμε τήν Καινή Διαθήκη, δηλαδή τά τέσσερα Ευαγγέλια, τίς Πράξεις τών Αποστόλων καί τίς επιστολές τών Αποστόλων, τότε βλέπουμε ακριβώς σέ τί συνίσταται η σωτηρία τού ανθρώπου, η αναγέννησή του, πού γίνεται μέ τήν εν Χριστώ ζωή. Ο Χριστός δέν ήρθε στόν κόσμο γιά νά διδάξη μερικές αλήθειες, αλλά νά δώση στούς ανθρώπους τήν δυνατότητα νά μεταμορφωθούν, δηλαδή νά επανέλθουν όχι μόνον στήν προπτωτική κατάσταση, αλλά καί σέ ανώτερη από αυτήν. Αυτό σημαίνει ότι μέ τήν πτώση τού Αδάμ καί τής Εύας επήλθε μιά αναταραχή στίς σχέσεις τού ανθρώπου μέ τόν Θεό, τού ανθρώπου μέ τό περιβάλλον καί τού ανθρώπου μέ τόν εαυτό του. Τώρα όμως θά πρέπει μέ τήν Χάρη τού Χριστού νά αντιμετωπισθούν όλα αυτά τά προβλήματα τής πτώσεως καί νά τεθή σέ μιά νέα προοπτική, νέα τροχιά πρός τήν Βασιλεία τού Θεού, η οποία είναι καί εσχατολογική προσδοκία αλλά καί παρούσα πραγματικότητα.
Επομένως, η βάση τής ορθοδόξου θεολογίας είναι η Χριστολογία, διά τού Χριστού γνωρίζουμε τόν Πατέρα καί τό Άγιον Πνεύμα, καί διά τού Χριστού γίνεται η αναγέννησή μας.

Η ενανθρώπηση τού Χριστού δέν έγινε γιά νά δημιουργήση μιά νέα θρησκεία, ούτε γιά νά δημιουργήση καινούρια ήθη καί έθιμα καί παραδόσεις, ούτε φυσικά γιά νά ενώση τήν ελληνική σκέψη μέ τήν εβραϊκή σκέψη καί νά δημιουργήση μιά νέα παράδοση. Αυτά βέβαια είναι συνεπόμενα καί έγιναν μέσα στήν Εκκλησία γιά νά αντιμετωπισθούν τά διάφορα ρεύματα τά οποία παρουσιάσθηκαν καί γιά νά εκφρασθή η εν Χριστώ ζωή στήν καθημερινή μας πορεία.

Ο Χριστός ενηνθρώπησε γιά νά νικήση τά τρία μεγάλα κακά τά οποία απασχολούν τούς ανθρώπους, δηλαδή τόν διάβολο, τήν αμαρτία καί τόν θάνατο. Μόνο μέσα σέ αυτήν τήν προοπτική πρέπει νά βλέπουμε τό έργο τού Χριστού. Αυτό τονίζεται έντονα στήν Καινή Διαθήκη, δηλαδή στά Ευαγγέλια, τίς Πράξεις, τίς Επιστολές τών Αποστόλων καί τήν Αποκάλυψη τού Ιωάννου. Όταν διαβάση κανείς μέ πνεύμα μαθητείας τά Καινοδιαθηκικά αυτά βιβλία, παρατηρεί ποιό ήταν τό έργο τού Χριστού, ότι ήλθε γιά νά νικήση τά έργα τού διαβόλου, νά νικήση τήν αμαρτία καί τόν θάνατο πού είναι η μεγαλύτερη απειλή γιά τόν άνθρωπο. Όποιος ερμηνεύει τά κείμενα αυτά μέσα από άλλη προοπτική, δηλαδή ιστορική, θρησκειολογική, κοινωνιολογική, ηθικιστική, βρίσκεται έξω από τό κλίμα τής παραδόσεως τής Εκκλησίας.

Αλλά καί τά κείμενα τών Αποστολικών Πατέρων, πού συνεχίζουν αυτό τό πνεύμα τών Αποστόλων, ακριβώς σέ αυτό τό σημείο αναφέρονται, δηλαδή στήν νίκη τού Χριστού πάνω στόν διάβολο, τήν αμαρτία καί τόν θάνατο. Μέσα από αυτήν τήν προοπτική βλέπουμε τό έργο τής ενανθρωπήσεως τού Χριστού. Ο διάβολος είναι μιά συγκεκριμένη οντότητα πού ανήκε πρώτα στό τάγμα τών αγγέλων, γέννησε τό κακό, έγινε σκοτεινός δαίμονας, διακρίνεται γιά τό μίσος εναντίον τών ανθρώπων, καί επειδή είναι νεκρό πνεύμα, δηλαδή δέν ζωοποιείται από τήν Χάρη τού Θεού, γι’ αυτό καί μεταδίδει όλη αυτήν τήν νέκρωση καί στούς ανθρώπους, οι οποίοι τόν αποδέχονται. Είναι διάβολος, γιατί διαβάλλει τούς ανθρώπους στόν Θεό καί κάνει τά πάντα γιά νά διαβάλλη καί τόν Θεό στούς ανθρώπους. Είναι αυτός πού δημιουργεί συνεχώς προβλήματα, θέτει λογισμούς στούς ανθρώπους εναντίον τού Θεού, λογισμούς απογνώσεως, απελπισίας, απιστίας καί συγχρόνως παρακινεί τούς ανθρώπους πρός τήν ανυπακοή στό θέλημα τού Θεού. Συνεχίζει, δηλαδή, αυτό τό έργο τό οποίο επετέλεσε στόν Αδάμ καί τήν Εύα καί τελικά τούς έβγαλε από τόν Παράδεισο.

Η αμαρτία είναι άρνηση τού θελήματος τού Θεού καί τελικά απομάκρυνση τού ανθρώπου από τόν Θεό. Η αμαρτία συνιστά τήν αποστασία καί, φυσικά, όταν απομακρύνεται ο άνθρωπος από τόν Θεό, τότε γίνεται σκοτεινός, χάνει τό φώς τού Θεού. Η αμαρτία αρχίζει μέ τήν προσβολή τών λογισμών εκ μέρους τού διαβόλου, συνεχίζει μέ τήν επιθυμία, γίνεται η πράξη καί η επαναλαμ­βανομένη πράξη γίνεται πάθος. Μέ τήν αμαρτία διαστρέφεται ολόκληρος ο εσωτερικός κόσμος τού ανθρώπου καί αντί οι δυνά­μεις τής ψυχής νά πορεύωνται κατά φύση καί υπέρ φύση πορεύ­ονται παρά φύση. Ο θάνατος είναι συνέχεια καί συνέπεια τών προηγουμένων, δηλαδή είναι η αποξένωση τού ανθρώπου από τόν Θεό. Ο Χριστός είπε: «εγώ ειμί… η ζωή» (Ιω. ια’, 25 καί ιδ’, 6). Εφόσον ο Χριστός είναι η ζωή, κάθε τί πού ζή έξω από τήν ζωή βρίσκεται στόν χώρο τού θανάτου. Έτσι, υπάρχει θάνατος τής αθανάτου ψυχής καί θάνατος τού σώματος. Προηγείται ο πνευματικός θάνατος καί ακολουθεί καί ο σωματικός θάνατος.

Τά τρία αυτά μεγάλα θεολογικά ατοπήματα, δηλαδή ο διάβολος, η αμαρτία καί ο θάνατος, είναι εκείνα τά οποία κρατούσαν τόν άνθρωπο δέσμιο στήν φθορά καί τήν θνητότητα καί δέν τόν άφηναν νά αποδεσμευθή καί νά γνωρίση τόν αληθινό Θεό. Οπότε, μέσα σέ αυτήν τήν προοπτική ζούσε ο άνθρωπος στήν αποστασία, κατασκεύαζε θεούς δικούς του, πού ήταν στήν πραγματικότητα επήρεια τών δαιμόνων, καί όλος ο εσωτερικός του κόσμος ήταν διεστραμμένος μέσα στό κράτος τού θανάτου.
Επομένως, ο Χριστός ενηνθρώπησε, προσέλαβε τήν ανθρώπινη φύση μέ τά λεγόμενα αδιάβλητα πάθη, δηλαδή προσέλαβε τήν θνητότητα καί τήν παθητότητα, χωρίς τήν αμαρτία, γιά νά τά νικήση πάνω στό σώμα Του. Αυτό έγινε μέ τά Πάθη, τόν Σταυρό καί τήν Ανάστασή Του. Έτσι έγινε τό αντίδοτο, τό φάρμακο εναντίον τού διαβόλου, τής αμαρτίας καί τού θανάτου. Ο άνθρωπος πού συνδέεται μέ τόν Χριστό μπορεί εντεταγμένος μέσα στό Σώμα τού Χριστού, κοινωνώντας τό Σώμα καί τό Αίμα Του νά φθάση στό νά βιώση καί αυτός τήν νίκη τού Χριστού επάνω στόν διάβολο, τήν αμαρτία καί τόν θάνατο. Αυτή η νίκη, ή όπως τήν ονομάζουμε θρίαμβο, δέν γίνεται μέ τίς ανθρώπινες δυνάμεις, μέ τήν εξυπνάδα καί τίς ικανότητες τού ανθρώπου, αλλά μέ τήν δύναμη τού Χριστού.
Στήν εποχή μας πού επικρατεί ο ουμανισμός, ότι δηλαδή η επίλυση τών θεμάτων γίνεται μέ τίς ικανότητες τού ανθρώπου καί σέ αυτό τό ουμανιστικό πνεύμα μπορούν νά ενταχθούν η φιλοσοφία, η ψυχολογία, η κοινωνιολογία, πρέπει νά αντιτάξουμε τήν μεγάλη αλήθεια, ότι η επίλυση τού προβήματος είναι η νίκη πάνω στόν διάβολο, τήν αμαρτία καί τόν θάνατο, πού επιτυγχάνεται μέ τήν δύναμη τού Χριστού. Οι επιστήμες πού ανέφερα προηγουμένως βοηθούν στήν επίλυση τών εξωτερικών προβλη­μάτων, αλλά δέν μπορούν νά απαλλάξουν τόν άνθρωπο από τά τρία αυτά βασανιστικά προβλήματα, δηλαδή τόν διάβολο, τήν αμαρτία καί τόν θάνατο.

Όταν μιλάμε γιά τήν νίκη τού Χριστού στόν διάβολο, τήν αμαρτία καί τόν θάνατο, δέν τό εννοούμε θεωρητικά, ηθικιστικά, αλλά μιά πρακτική διάσταση. Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκι, ο οποίος, όπως είδαμε προηγούμενως, έκανε λόγο γιά τό ότι η θεολογία τών Πατέρων είναι κατά βάση Χριστολογική καί ότι τό έργο τού Χριστού πρέπει νά ερμηνευθή μέσα από τήν προοπτική τής σωτηρίας, τόνισε καί μιά άλλη πραγματικότητα, ότι αυτό τό έργο τού Χριστού, η σωτηρία τού ανθρώπου, πού συνδέεται μέ τήν αναγέννησή του γίνεται μέσα στόν χώρο τής Εκκλησίας. Η Εκκλησία είναι ο χώρος εκείνος στόν οποίον ο άνθρωπος ενώνεται μέ τόν Χριστό καί επιτυγχάνεται αυτή η νίκη εναντίον τού διαβόλου, τής αμαρτίας καί τού θανάτου.

Όπως τονίζει επιγραμματικά ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκι, τό θέμα περί τής Εκκλησίας δέν είναι ένα «παράρτημα» στήν Χριστολογία, δέν είναι μιά προέκταση τής Χριστολογικής αρχής, αλλά η εκκλησιολογία, κατά τήν ορθόδοξη άποψη, είναι οργανικό τμήμα τής Χριστολογίας. Οι Πατέρες δέν ανέπτυξαν ειδικά καί ιδιαίτερα τά θέματα περί τής εκκλησιολογίας, γιατί είδαν τήν Εκκλησία μέσα στό μυστήριο τού Χριστού. Τό Σώμα τού Χριστού δέν είναι ένα «παράρτημα», αλλά είναι η ίδια η Εκκλησία. Μέσα στήν Εκκλησία σώζεται ο άνθρωπος καί ενώνεται μέ τόν Χριστό. Ο Χριστιανισμός κάνει όλες τίς εφαρμογές του μέσα στόν χώρο τής Εκκλησίας. Δέν είναι, λοιπόν, η Εκκλησιολογία ένα διαφορετικό κεφάλαιο ανεξάρτητο από τήν Χριστολογία. Ο Χριστός δέν είναι ποτέ μόνος Του, αλλά πάντοτε είναι η κεφαλή τού Σώματός Του, ούτε καί η Εκκλησία είναι έξω από τήν κεφαλή της, τόν Χριστό. Επίσης, ο Χριστός είναι πάντοτε ενωμένος μέ τούς αγίους καί όπως λέγει ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκι «ο Λυτρωτής καί οι λυτρωθέντες βρίσκονται αχώριστα μαζί».
Όλη η θεολογία τής Εκκλησίας μας γιά τήν νίκη εναντίον τού διαβόλου, τής αμαρτίας καί τού θανάτου, βιώνεται μέσα στήν ζωή τής Εκκλησίας. Όταν κάνουμε λόγο γιά ζωή τής Εκκλησίας, εννοούμε τά Μυστήρια καί τήν ασκητική ζωή, δηλαδή, νά μετέχη κανείς τού Βαπτίσματος, τού Χρίσματος, τής θείας Ευχαριστίας, τού γάμου κλπ. αλλά πάντοτε μέσα στήν προοπτική νά τηρή καί τίς εντολές τού Χριστού στήν καθημερινή του ζωή.

Ο π. Γεώργιος Φλωρόφκσι εκτός τών άλλων πού αναφέραμε προηγούμενως, ότι δηλαδή η θεολογία τής Εκκλησίας είναι κατά βάση Χριστολογική, ότι αναφέρεται στήν σωτηρία τού ανθρώπου καί όλο αυτό βιώνεται μέσα στόν χώρο τής Εκκλησίας, κάνει λόγο γιά τό ότι όλη η παραδοσιακή οδός καί η πατερική θεολογία καί η πατερική ευσέβεια βιώνεται μέσα στό lex crendedi καί lex orandi. Τό lex crendedi είναι ο νόμος τής πίστεως καί τό lex orandi είναι ο νόμος τής προσευχής. Τά δύο αυτά συνδέονται στενά μεταξύ τους καί δέν μπορεί τό ένα νά βιώνεται ανεξάρτητα από τό άλλο.

Αυτό σημαίνει ότι στό lex crendedi, τόν νόμο τής πίστεως, συμπεριλαμβάνονται η διδασκαλία τού Χριστού καί τών Αποστόλων, η διδασκαλία τών Αποστολικών Πατέρων καί τών μετέπειτα Πατέρων μέχρι τίς ημέρες μας, δηλαδή τών Πατέρων τού 4ου αιώνος, τού αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού, τού αγίου Ιωάννου τού Δαμασκηνού, τού αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου, τού αγίου Γρηγορίου Παλαμά καί όλων τών ασκητικών καί φιλοκαλικών Πατέρων. Κυρίως σέ αυτόν τόν νόμο τής πίστεως υπάγονται οι αποφάσεις τών Οικουμενικών Συνόδων πού είναι κριτήρια αληθείας καί ζωής. Δέν μπορεί κανείς νά είναι ορθόδοξος Χριστιανός καί νά αγνοή αυτήν τήν παράδοση τών αγίων.

Επίσης, στό lex orandi υπάγεται όλη η προσευχή τής Εκκλησίας, όπως εκφράζεται στήν λατρεία της, στήν θεία Λειτουργία καί στίς ευχές τών Μυστηρίων. Σέ όλα αυτά τά Μυστήρια έχει εισαχθή η θεολογία τής Εκκλησίας μας. Είναι Μυστήρια τής ζωής τού πιστού εν Χριστώ, δηλαδή είναι Μυστήρια καί ευχές πού φανερώνουν τήν Χριστολογική έμφαση καί τήν Χριστολογική διάσταση τής ορθόδοξης ζωής. Μέ τά Μυστήρια καί τήν λατρεία ενωνόμαστε μέ τόν Χριστό καί διά τού Χριστού μετέχουμε τής ενεργείας τού Τριαδικού Θεού. Ακόμη καί η αναφορά κατά τήν διάρκεια τής Λειτουργίας τού Μ. Βασιλείου πού γίνεται πρός τόν Πατέρα έχει τήν αποκορύφωσή της στό μυστήριο τού Χριστού, αφού Αυτός είναι ο «προσφέρων καί προσφερόμενος καί προσδεχόμενος καί διαδιδόμενος», καί αποβλέπει στήν παρουσία τού Χριστού καί τήν ζωντανή συνάντηση μαζί Του. Ακόμη στό lex orandi υπάγεται η προσευχή τού Χριστιανού, η γνωστή ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ τού Θεού ελέησόν με», η λεγομένη νοερά καρδιακή προσευχή, η οποία γίνεται μέσα στήν προοπτική τής Εκκλησίας καί τής λατρείας καί οδηγεί πρός συνάντηση μέ τόν Χριστό καί στήν κοινωνία τού Σώματος καί τού Αίματος τού Χριστού.

Οπότε, τό lex crendedi καί τό lex orandi συνδέονται στενά μεταξύ τους. Η δογματική διδασκαλία τής Εκκλησίας, όπως τήν βλέπουμε στήν Αγία Γραφή καί στά πατερικά κείμενα καί τίς αποφάσεις τών Οικουμενικών Συνόδων, συνδυάζονται απόλυτα μέ τήν Φιλοκαλία τών ιερών Νηπτικών καί τήν διδασκαλία τής Εκκλησίας γιά τήν εσωτερική προσευχή, πού είναι η αδιάλειπτη ζωή τής Εκκλησίας.

Share Button