Η κατάκριση έχει άμεση σχέση με την καταλαλιά.
Κάποιος ρώτησε τον μεγάλο γέροντα Βαρσανούφιο:
“Πες μου πάτερ, βλέπω κάποιον να κάνει κάτι και εγώ το διηγούμαι σε έναν τρίτο. Λέγω από μέσα μου ότι δεν τον κατακρίνω, αλλά ότι μόνο το κουβεντιάζω. Μήπως όμως η πράξη αυτή μέσα στο μυαλό μου είναι καταλαλιά;”
Και η απάντηση:
“Αν το κίνητρο της κουβέντας σου είναι εμπαθές, τότε είναι καταλαλιά. Αν το κάνεις χωρίς πάθος, δεν είναι καταλαλιά, αλλά γίνεται για να μη μεγαλώσει το κακό”.2
Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος ζητά, όχι μόνο να μην κατακρίνουμε τους άλλους αλλά και να σκεπάζουμε τα αμαρτήματα αυτών.
“Γίνε κοινωνός στα παθήματα όλων, αλλά στάσου με το σώμα σου μακριά από όλους. Κανένα να μη ελέγχεις και κανένα να μη κατηγορείς για τη συμπεριφορά του, ούτε και τον πιο κακό. Άπλωσε τον χιτώνα σου πάνω σ[ αυτόν που έφταιξε, και σκέπασέ τον. Κι αν δεν μπορείς να φορτωθείς επάνω σου το φταίξιμό του και να δεχτείς για λόγου του την τιμωρία και την ντροπή, τουλάχιστον δείξε υπομονή και μη τον περιφρονήσεις.”3 “Σκέπασε αυτόν που φταίει, όταν βέβαια δεν πρόκειται να σε ζημιώσει. Με τον τρόπο αυτό του δίνεις θάρρος, αλλά και συ κρατάς το έλεος του Θεού.”4
Πολλές φορές βλέπουμε ένα αμάρτημα και εύκολα το κατακρίνουμε αλλά η θέση διαφόρων ασκητών είναι διαφορετική και φερόντουσαν με αγάπη.
“Κάποιοι από τους πατέρες ρώτησαν τον αββά Ποιμένα: αν δούμε ένα αδελφό να αμαρτάνει, θέλεις να του κάνουμε παρατηρήσεις; και ο γέροντας απάντησε: Εγώ μέχρι τώρα, αν κάποιος λόγος με αναγκάζει να περάσω από κείνο το μέρος και δω τον αδελφό να αμαρτάνει, τον προσπερνώ και δεν τον ελέγχω.”5
Το γεροντικό αναφέρει ότι: “Ένας από τους πατέρες, βλέποντας κάποιον να αμαρτάνει, έκλαψε πικρά και είπε: Αυτός σήμερα, εγώ αύριο.”6
Για τον αββά Μωσή αναφέρουν το παρακάτω γεγονός: “Κάποιος έπεσε σε ένα αμάρτημα με τη σκέψη του. Αργότερα, όταν έγινε η σύναξη των μοναχών για το θέμα αυτό, έστειλαν να φωνάξουν τον αββά Μωσή, αλλά αυτός δεν ήθελε να πάει. Τότε ο πρεσβύτερος έστειλε κάποιον να του πει: Έλα, γιατί ο λαός σε περιμένει. Τότε ο γέροντας επήρε ένα παλιό καλάθι, το γέμισε με άμμο και τράβηξε για τη σύναξη. Καθώς βγήκαν όλοι να τον προϋπαντήσουν, τον ρώτησαν: Γιατί, πάτερ, κουβαλάς αυτό το καλάθι; Κι ο γέροντας απάντησε: οι αμαρτίες μου πέφτουν, όπως και η άμμος από πίσω μου και δεν τις βλέπω. Τι γυρεύω, λοιπόν, εδώ για να κρίνω αμαρτήματα άλλου; Οι αδελφοί που άκουσαν τα λόγια του όχι μόνο δεν είπαν τίποτα στον αδελφό που αμάρτησε αλλά και τον συγχώρησαν.”7
Οι Άγιοι είχαν συναίσθηση της αμαρτωλότητάς των και γνώριζαν το βάρος της κατάκρισης και θεωρούσαν αυτήν βαρύ αμάρτημα. Ο Άγιος Δωρόθεος Γάζης λέγει: “Είδες πόσο βαρύ αμάρτημα είναι το να κρίνει κανείς τον διπλανό του; Υπάρχει βαρύτερο απ΄ αυτό; Υπάρχει άλλο που μισεί και απεχθάνεται ο Θεός περισσότερο; σύμφωνα με αυτά που είπαν οι πατέρες, ότι δεν υπάρχει χειρότερο αμάρτημα από το να κρίνει κανείς;”8 Και παρακάτω: “Τίποτα άλλο δεν οργίζει τον Θεό περισσότερο· όσο το να καταλαλεί κανείς ή να κατακρίνει ή να εξευτελίζει τον πλησίον.”9
Ο όσιος Αντίοχος της μονής του Αγίου Σάββα γράφει: “Η κατάκριση είναι το χειρότερο από όλα.”10
Ο ίδιος εισδύοντας στη βλάβη που δημιουργεί στη ψυχή του ανθρώπου γράφει: “Αυτός που καταλαλεί ζημιώνει και τον εαυτό του και αυτούς που τον ακούνε. Με την καταλαλιά θέλει να δημιουργήσει σύγχυση και σε άλλους, έτσι που τους κάνει να μετάσχουν στη δική του ανοησία. Με τον τρόπο αυτό σωριάζει πάνω του διπλό χρέος αμαρτίας και γίνεται υπεύθυνος τόσο για τον εαυτό του, όσο και γι΄ αυτούς που πιστεύουν στα λεγόμενά του.”11
Η καταλαλιά αποξενώνει τον άνθρωπο από τον Θεό και “τίποτα άλλο δεν γυμνώνει τον άνθρωπο και δεν τον οδηγεί στην εγκατάλειψη όσο η καταλαλιά ή η κατάκριση ή ο εξευτελισμός του αδελφού.”12
Η κατάκριση αφανίζεται μόνο με την ταπείνωση, όπως τονίζει ο Ησαΐας ο Θηβαίος χαρακτηριστικά: “Είπε για την ταπεινοφροσύνη, ότι δεν έχει γλώσσα να κατηγορήσει κανένα για αμέλεια ή να μιλήσει σε άλλον περιφρονητικά. Ο ταπεινός δεν έχει μάτια να προσέξει τα ελαττώματα ενός τρίτου, ούτε αυτιά για να ακούσει όσα δεν ωφελούν την ψυχή, ούτε τέλος έχει παραμικρή διαφορά με κανένα. Τίποτα άλλο δεν φροντίζει από το να σκέπτεται τις αμαρτίες του. Προς όλους τους ανθρώπους είναι ειρηνικός, σύμφωνα με την εντολή του Θεού και όχι από λόγους ανθρώπινης φιλίας. Αν κάποιος νηστεύει, τρώγοντας μόνο μια φορά την εβδομάδα, και δίνεται σε μεγάλους ασκητικούς αγώνες, έξω όμως από τον παραπάνω τρόπο ζωής, όλοι του οι κόποι πάνε χαμένοι.”13
Πολλές φορές να θεωρούμε το αμάρτημα του πλησίον μας δικό μας, για να ταπεινωνόμαστε ειλικρινά, όπως συμπεριφέρθηκε ο αββάς Βησσαρίων.”Κάποτε ο πρεσβύτερος ενός κοινοβίου έδιωχνε από την εκκλησία έναν αδελφό, που έπεσε σε κάποιο αμάρτημα. Τότε ο αββάς Βησσαρίων σηκώθηκε και βγήκε μαζί με τον τιμωρημένο αδελφό, λέγοντας: κι εγώ είμαι αμαρτωλός.”14
Η κατάκριση είναι καταδίκη του πλησίον μας χωρίς να νιώθουμε αγάπη και ευσπλαχνία για τον αδεφλό μας, αποκόβοντάς τον από το σώμα της εκκλησίας, όπως ο όσιος Δωρόθεος γράφει: “Και εμείς αδελφοί μου, πρέπει να αποχτήσουμε αγάπη και ευσπλαχνία για τον διπλανό μας, ώστε να μπορέσουμε να φυλακτούμε από τη φοβερή καταλαλιά ή από την κατάκριση και τον εξευτελισμό των άλλων. Να βοηθούμαστε αναμεταξύ μας, ωσάν ο ένας να είναι μέλος του άλλου. Ποιος είναι εκείνος, που όταν έχει κάποιο τραύμα στο χέρι ή στο πόδι ή σ[ ένα από τα μέλη του, αηδιάζει τον εαυτό του, ή κόβει το μέλος του, έστω κι αν δημιουργηθεί σήψη; Αντίθετα μάλιστα το καθαρίζει, το πλένει, του βάζει φάρμακα, το σταυρώνει, το ραντίζει με αγίασμα, προσεύχεται και παρακαλεί τους αγίους να προσευχηθούν γι΄ αυτόν· Με λίγα λόγια δεν εγκαταλείπει το μέλος του, ούτε αποστρέφεται τη δυσωδία του, αλλά κάνει τα πάντα για να το κάνει καλά.”15
Η κρίση μας για τους άλλους είναι εύκολη χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς να σκεφτόμαστε σε τι κινδύνους πνευματικούς πέφτει η ψυχή μας. Ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμονας τονίζει: “Μην έχετε τόσο εύκολη τη γλώσσα σας για να πείτε κάτι εναντίον άλλου, γιατί κινδυνεύετε να πέσετε σε δύο κακά. Το πρώτο είναι να κρίνετε πριν από την ώρα που ορίστηκε για την κρίση, και να γίνετε έτσι παραβάτες της εντολής. Το δεύτερο είναι ότι, ενώ δεν ξέρετε τι έχει στο μεταξύ μεσολαβήσει, γίνεστε με πολλή ευκολία κριτές άλλου.”16
Συνήθως κρίνουμε τους άλλους χωρίς να γνωρίζουμε τον εσωτερικό τους αγώνα, και τι προηγήθηκε πριν το αμάρτημά τους. Ο Άγιος Κασσιανός γράφει: “Το να κρίνουμε τους άλλους, είναι επικίνδυνο και για έναν πρόσθετο λόγο. Επειδή δεν ξέρουμε την ανάγκη ή την αιτία που τους σπρώχνει να κάνουν αυτό που μας ενοχλεί και που στα μάτια του Θεού μπορεί να είναι καλό ή και να συγχωρείται, γινόμαστε αυστηροί κριτές. Έτσι όμως πέφτουμε σε βαρύ αμάρτημα γιατί νιώθουμε γι΄ αυτούς συναισθήματα, που δεν ταιριάζουν.”17
Όταν ο άνθρωπος συνηθίζει να κατακρίνει τον πλησίον του, πέφτει και σε άλλα αμαρτήματα και γίνεται πρόξενος άσχημων καταστάσεων. Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος γράφει: “Οι διάφορες πτώσεις στους αρχαρίους έχουν συνήθως σαν αφορμή την απόλαυσή τους, χωρίς απ΄ αυτό να εξαιρέσουμε και τους αρχαρίους, αφορμή είναι η υπερηφάνεια. Σε αυτούς όμως που πλησιάζουν την τελειότητα, η αφορμή για τη πτώση δημιουργείται μόνο και μόνο από την κατάκριση του πλησίον.”18
Για το πόσο άσχημο είναι να κοροϊδεύεις ή να εξευτελίζεις κάποιον από κάποιο παράπτωμά του, ο αββάς Ησαΐας γράφει: “Είπε πάλι, αν δεις κανένα να πέφτει σε κάποιο παράπτωμα, μην τον κοροϊδεψεις, ούτε πάλι να τον εξευτελίσεις με το να ειρωνεύεσαι ή να λες απερίσκεπτα, αυτά που δεν πρέπει. Αν εσύ, που έχεις γνώση και είσαι μορφωμένος, καταγελάς και κατακρίνεις τον απλό άνθρωπο, θα έρθει και για σένα η σειρά που θα γίνεις αντικείμενο καταλαλιάς και κατάκρισης, όχι μόνο από σοφούς και γραμματισμένους, αλλά και από απλούς ανθρώπους και γυναίκες και παιδιά. Θα επαληθεύσει και σε σένα το ρητό “ο δ[ {αν σπείρη {ανθρωπος το~υτο καί θερίσει” (Γαλ. 6,7)19
Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, θεωρεί εκείνον που κατακρίνει ότι δεν είναι άνθρωπος της μετανοίας, γιατί δεν ερευνά ώστε να ανακαλύψει τις δικές του αμαρτίες και του αρέσει να περιεργάζεται των άλλων τις αμαρτίες. “Εκείνος που περιεργάζεται τις αμαρτίες των άλλων ή κρίνει τον αδελφό του από υποψίες του, αυτός δεν έλαβε ακόμη αρχή μετανοίας, αλλά ούτε ερευνά να ανακλύψει τις αμαρτίες του, που είναι βαρύτερες στην πραγματικότητα από το βάρος του μολύβδινου όγκου, αλλά και δεν έμαθε από τι γίνεται ο άνθρωπος “βαρυκάρδιος, [αγαπ~ων ματαιότητα καί ζητ~ων ψε~υδος” (Ψαλμός 81, 5). Διά τούτο διαπορεύεται σαν άφρων στο σκοτάδι, αφήσας τις αμαρτίες του, φαντάζεται τις αμαρτίες των άλλων ή πραγματικές ή νομιζόμενες εξ υπονοίας” (εκατοντάς τρίτη περί αγάπης, παρ. 55). Επίσης αναφέρει τον τρόπο πως να αποφεύγουμε αυτό το πάθος. “Μη προσφέρεσαι ν΄ ακούς τους λόγους του κατάλαλου, ούτε να ομιλείς προς εκείνο που από εμπάθεια κατηγορεί τους πάντες. Ούτε να ομιλείς, ούτε να ακούς με πάθος κατά του πλησίον, για να μην εκπέσεις από τη θεία αγάπη και έτσι αλλοτριωθείς από την αιώνια ζωή” (εκατοντάς Α΄, παρ. 5. Παρακάτω, τονίζει ότι ο τοιούτος άνθρωπος απομακρύνεται από την οδό της ειρήνης και χάνει τη χάρη του Θεού. “Μην ανέχεσαι τις υπόνοιές σου ή καταγγελίες από ανθρώπους για σκάνδαλα ορισμένων αδελφών. Γιατί εκείνοι που δέχονται ευχαρίστως να ακούν τα διάφορα σκάνδαλα αδελφών, που γίνονται με την προαίρεσή τους ή παρά την προαίρεσή τους, δεν γνωρίζουν την οδόν της ειρήνης, η οποία δια της αγάπης φέρνει στη γνώση του Θεού τους εραστές της θείας γνώσης” (εκατοντάς Α΄, παρ. 69).
Μέχρι τώρα οι αββάδες ετόνισαν πόσο ολέθριο κακό είναι η κατάκριση και πως ο Θεός απομακρύνεται από ανθρώπους που έχουν τη συνήθεια της κατάκρισης και της καταλαλιάς. Αλλά ζώντας ο άνθρωπος μέσα στον κόσμο είναι αναγκασμένος να κρίνει και να παίρνει αποφάσεις για τις σχέσεις του με τον κόσμο και τον πλησίον του. Οι Άγιοι ήταν πάντοτε προσεκτικοί για την κρίση κάποιου θέματος ή προσώπου χωρίς να ξεχνούν τις εντολές του Θεού. Δηλαδή, “μή κρίνετε ινα μή κριθ~ητε· [εν #?ω γάρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καί [εν #?ω μέτρ?ω μετρε~ιτε μετρηθήσεται ]υμ~ιν” (Ματθ. ζ, 1), καί “τήν δικαίαν κρίσιν κρίνειν”. Πολλές φορές βρισκόμαστε στο δίλημμα αν η κρίση μας είναι δικαία και γίνεται χωρίς πάθος, όπου παρασυρώμεθα σε άλλα αμαρτήματα. Είναι ανάγκη να εξετάσουμε πότε επιτρέπεται η κρίση και πότε όχι. Ο Μέγας Βασίλειος τονίζει, να κρίνουμε τον πλησίον μας όταν δεν τηρεί το θέλημα του Θεού και όταν δεν έχουμε πέσει στα ίδια σφάλματα με αυτόν, γιατί ο Κύριος λέγει “{εκβαλε πρ~ωτον τήν δοκόν [εκ το~υ [οφθαλμο~υ σου, καί τότε διαβλέψεις, [εκβαλε~ιν τό κάρφος [εκ το~υ [οφθαλμο~υ το~υ [αδελφο~υ σου”20
Σε άλλο του λόγου αναφέρει άλλες δύο περιπτώσεις για το πότε να διατυπώνουμε την κρίση μας. Η πρώτη, όταν γνωρίζει το αμάρτημα του αδελφού του, να το συζητεί με ανθρώπους που έχουν διάκριση, για να τον βοηθήσει να διορθωθεί απ΄ το παράπτωμά του. Σε αυτή την περίπτωση χρειάζεται να γνωρίζουμε τον άνθρωπο που έχει δικαίαν κρίση και η γνώμη του είναι σεβαστή από πολλούς. Η δεύτερη, όταν πρόκειται να βοηθήσουμε κάποιον αδελφό που έχει παρασυρθεί στο κακό από κακή συναναστροφή, είναι ανάγκη να τον προφυλάξουμε από αυτή, κρίνοντας τις σχέσεις του με τέτοιους ανθρώπους που τον καταστρέφουν ηθικά. Είναι δική μας αμαρτία, το να αδιαφορήσουμε για τον κίνδυνο που διατρέχει ηθικά.21
Ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει άλλη μία περίπτωση δογματικού περιεχομένου σε κείμενα πίστης. Σε αυτή την περίπτωση, είναι ανάγκη να ασχολούνται άτομα με θεολογική γνώση, και ο κρίνων να έχει την ίδια μόρφωση με τον κρινόμενο για να αποφευχθεί κάθε λαθεμένη κρίση, και να έχει πνεύμα διάκρισης και σοφίας.22
Όλα αυτά μας διδάσκουν να είμαστε προσεκτικοί στην κρίση μας, ελέγχοντας τα κίνητρα ενός γεγονότος και αποφεύγοντας να κρίνουμε εύκολα. Ο ίδιος ο Κύριός μας λέγει: “Εγώ ο[υ κρίνω ο[υδένα” (Ιωάν. η΄15). Και οι Άγιοι ήσαν πολύ επιφυλακτικοί σε αυτό το θέμα, και μας δίδαξαν να ελέγχουμε τον εαυτό μας και την κρίση μας.
Κατά την γνώμη των ασκητών, η διόρθωση από το πάθος της κατάκρισης και καταλαλιάς γίνεται με την απομάκρυνση από τους κατάλαλους γιατί προφυλασσώμεθα να μην παρασυρθούμε σε αυτό το πάθος. Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος γράφει: “Αν αγαπάς την καθαρότητα, με τη βοήθεια της οποίας βλέπει κανείς τον Δεσπότη του σύμπαντος, να μην καταλαλείς, αλλά ούτε να ακούσεις κανένα, που να καταλαλεί τον αδελφό. Κι αν κάποιοι τσακώνονται μπροστά σου, κλείσε τα αυτιά σου και φεύγα από κει, για να μην ακούσεις λόγια οργής και πεθάνει η ψυχή σου.”23
Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος είναι πιο αυστηρός: “Ποτέ να μη ντραπείς αυτόν που σου καταλαλεί τον πλησίον του. Αντίθετα μάλιστα να του λες, πάψε αδελφέ. Τα παραπτώματα που κάνω καθημερινά είναι χειρότερα από αυτά. Πώς λοιπόν μπορώ εγώ να τον κατακρίνω;”24
Άλλος τρόπος είναι να προσέχουμε τον εαυτό μας σε κάθε τι, να μην πέφτουμε σε αμαρτίες. Ο Άγιος Δωρόθεος λέγει: “Όσοι θέλουν να σωθούν δεν προσέχουν ούτε ένα ελάττωμα του διπλανού τους αλλά κοιτούν τα δικά τους και έτσι προοδεύουν.”25 Ο ίδιος τονίζει, ότι το χειρότερο είναι να κατακρίνουμε τον πλησίον μας γιατί ο άνθρωπος ξεχνά τις δικές του αμαρτίες και ασχολείται με τον πλησίον του, που τον ωθεί στην κατάκριση, στην καταλαλιά και στον εξευτελισμό του άλλου.26
Όπως έχουμε τονίσει το βασικό αίτιο αυτού του πάθους είναι η υπερηφάνεια αλλά και όλων των παθών. Η καταπολέμηση αυτών είναι η αγία αρετή της ταπείνωσης. Η ταπείνωση είναι το φάρμακο που θεραπεύει όλα τα πάθη και ιδίως την κατάκριση, που τόσο ύπουλα εισδύει στο λογισμό του ανθρώπου μέχρι να φθάσει στο έργο. Ο Ευάγριος του Πόντου, γράφει: “Αν ο άνθρωπος από όλα δεν ταπεινώνεται, δεν μπορεί να επιτύχει στην άσκηση, γιατί περιφρονεί τη χάρη και ότι πετυχαίνει το θεωρεί σαν δικό του κατόρθωμα.”27
Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, λέγει: “Ταπεινοφροσύνη είναι η συνεχής προσευχή με δάκρυα και ασκητική προσπάθεια. Η ταπεινοφροσύνη, επειδή πάντοτε επικαλείται τον Θεό σε βοήθεια, δεν αφήνεται να πιστεύει αφρόνως στη δύναμη και τη σοφία της, αλλά ούτε να ταπεινώνει τους άλλους, γιατί αυτά είναι δυσίατα νοσήματα του πάθους της υπερηφανείας.” (εκατοντάς τρίτη, περί αγάπης, παρ. 86). Ένας άλλος τρόπος είναι για τους προχωρημένους στην πνευματική άσκηση είναι η προσευχή. Η οσία Θεοδώρα λέγει: “Να μη περιγελάσεις την πτώση του διπλανού σου, αλλά να κλάψεις και να παρηγορηθείς. Αν ακούς μερικούς να ζουν άσχημα, να προσεύχεσαι γι΄ αυτούς.”28
Συμπερασματικά όλων των παραπάνω λόγων των αγίων πατέρων και αββάδων, πρέπει να τονίσουμε ότι αν συνεχώς έχουμε στη μνήμη μας τα λόγια τους, δύσκολα θα πέφτουμε σε αμαρτήματα και δεν θα αμελούσαμε τον εαυτό μας να παρασύρεται σε πάθη που καταστρέφουν την ψυχή μας.
Ως επίλογο θα αναφέρουμε ένα κείμενο του οσίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτη: “Μου κάνει πραγματικά μεγάλη εντύπωση, ότι ενώ για τις αταξίες και τα αμαρτήματα των άλλων γινόμαστε ανάλγητοι δικαστές, παραβλέπουμε τα δικά μας παραπτώματα, που συχνά χρειάζονται μεγαλύτερη συγχώρηση. Για τα δικά μας αμαρτήματα είμαστε τυφλοί, για των διπλανών μας όμως, έχουμε οξυτάτη όραση. Το αντίθετο ωστόσο συμβαίνει με τα κατορθώματα. Τα δικά μας, έστω κι αν είναι μικρά και δεύτερα, φαίνονται μεγάλα. Των διπλανών μας, έστω κι αν είναι μεγάλα και θαυμαστά, τα νομίζουμε μικρά και τιποτένια.”29
1 Δωροθέου Γάζης, Διδασκαλίαι διάφοροι προς τους εαυτούς μαθητάς ΣΤ, 70, σελίς 270.
2 “Βαρσανουφίου και Ιωάννου επιστολαί”, Νικοδήμου Αγιορείτου, σελίς 292α.
3 Ισαάκ του Σύρου, Λόγος Νη, σελίς 239.
4 Ισαάκ του Σύρου, Λόγος Νη, σελίς 128.
5 Αποφθέγματα πατέρων, αββάς Ποιμήν, MIGNE PG 65,352Α.
6 Ανέκδοτο γεροντικό, βλ. υποσ. 31,φ.47ν.
7 Ανέκδοτο γεροντικό, βλ. υποσ. 31,φ.65ν.
8 Δωροθέου Γάζης, Διάφοροι διδασκαλίαι προς τους εαυτού μαθητάς Στ, 69, σελίς 268.
9 Δωροθέου Γάζης, Διάφοροι διδασκαλίαι προς τους εαυτού μαθητάς Στ, 69, σελίς 270.
10 Αντιόχου Μονής Σάββα, Λόγος ΜΘ / MIGNE PG 89,1585 A.
11 Αντιόχου Μονής Σάββα, Λόγος ΜΘ / MIGNE PG 89,1529 C.
12 Δωροθέου Γάζης, Διδασκαλίαι προς τους εαυτού μαθητάς Στ, 69, σελίς 270.
13 Ησαΐου, Λόγοι Η, Ζ σελίς 76.
14 Αποφθέγματα Πατέρων, Βησσαρίων ζ΄ MIGNE PG 65, 141 B.
15 Δωροθέου Γάζης, Διδασκαλίαι προς τους εαυτού μαθητάς Στ, 77, σελίς 282.
16 Συμεών Μεταφραστού, βίος Ιωάννου Αλεξανδρείας του Ελεήμονος, ΞΗ-ΞΘ, MIGNE PG 14, 953C-956C.
17 Ιωάννου Κασσιανού, DE INSTITYTIS V,30,4, σελίς 239-241.
18 Ιωάννου της Κλίμακος, Λόγοι ΙΕ, σελίς 87β.
19 Ησαΐου, Αποσπάσματα Λόγων, σελίς 196.
20 ΒΕΠΕΣ ΤΟΜ. 53, 295, 28.
21 ΒΕΠΕΣ 53, 241, 28.
22 ΒΕΠΕΣ 55, 236, 13.
23 Ισαάκ του Σύρου, Λόγοι ΜΓ, σελίς 176.
24 Ιωάννου της Κλίμακος, Λόγοι Ι, ζ΄.
25 Δωροθέου Γάζης, Διδασκαλίαι προς τους εαυτού μαθητάς ΣΤ, 70, σελίς 278.
26 Δωροθέου Γάζης, Διδασκαλίαι προς τους εαυτού μαθητάς ΣΤ, 69, σελίς 268.
27 Ευαγρίου Ποντίου, Περί Ταπεινώσεως, σελίς 147.
28 Συμεών του Μεταφραστού, Σεπτέμβριος, βίος Θεοδώρας της εν Αλεξανδρεία ΙΖ, MIGNE PG IIR, 685C.
29 Ισιδώρου Πηλουσιώτου, επιστολή προς Αλύπιον V, MIGNE PG 78, 1473 C.