Ή αδελφή Παύλα (Παρασκευή Κεμεντζετζίδου), ή κατά σάρκα μητέρα μου, γεννήθηκε στον Πόντο στον χωριό Τάσολούμ το 1911, κοντά στην πόλι Χερέκ Ερπαα. Ό πατέρας της ονομαζόταν Στυλιανός Γεωργιάδης και ή μητέρα της Παρθένα Έλευθεριάδου. Ό πατέρας της, όταν άρχισε ό πόλεμος και ό κόσμος έφευγε στα βουνά, έφυγε και αυτός και δεν γύρισε πια. Ή μητέρα της πήρε τα δύο της κοριτσάκια, την μάνα μου και την κατά τρία χρόνια μικρότερη αδελφή της Ελπίδα και πήγαν στον βουνό. Ήταν πολύ ανδρεία γυναίκα, και βοηθούσε όλον τον κόσμο. Τα παιδιά, όταν έκλαιγαν, για να μην τούς προδώσουν, τα άφηναν οι μάνες τους στους δρόμους. Αυτή τα λυπόταν και τα έπαιρνε μαζί της δεν φοβόταν καθόλου. Έπειτα από πολλές κακουχίες δεν άντεξε άλλο, αρρώστησε, την πήραν οι συγγενείς της, και άλλο δεν την ξαναείδαν τα παιδιά της.
Τα ορφανά παιδιά από την Τουρκία, τα μάζεψαν τότε, καθολικές μοναχές και τα έφεραν στην Ελλάδα σε ένα ορφανοτροφείο Αμερικάνικο στην Κόρινθο.
Είχε ακούσει ή μητέρα μου, ότι στην Κοζάνη βρίσκεται ό θείος της, ό αδελφός τής μητέρας της. Κοντά στον θείο της έζησε, πέντε χρόνια, όχι όμως καλά. Ήταν οξύθυμος και την έστελνε να δουλεύει στα χωράφια. Πολλές φορές έκλαιγε, και μια φορά την πλήγωσε πάρα πολύ, και όσες φορές θυμόταν τις βαρειές λέξεις, έκλαιγε. Τής είπε «εψόφησεν ό πατέρας σοι και έμεινες σε μας». Έμεινε, όμως εκεί, καίτοι δεν αναπαυόταν.
Μια μέρα άκουσε, ότι πήγαιναν γυναίκες και δούλευαν στην Δράμα. Τις παρακάλεσε και την πήραν μαζί τους. Όταν τελείωσε ή περίοδος της δουλειάς, είπε στις άλλες γυναίκες «Δεν θάρθω μαζί σας στην Κοζάνη, θα πάω στην Ροδόπολι, εκεί έχω συγγενείς».
Όταν πήγε και τούς βρήκε, χάρηκαν πολύ οι συγγενείς, διότι την είδαν, και φιλονικούσαν ποιός θα την πάρει στον σπίτι του για να την φιλοξενήσει…
Εκεί την πάντρεψαν με τον Νικόλαο Κεμεντζετζίδη…
Τα δύο πρώτα τους παιδιά ό Ιωάννης ενός έτους και ή Σωτηρία τριών χρόνων, πέθαναν. Έφεραν στον κόσμο, με την βοήθεια του Θεού, άλλα οκτώ παιδιά, 6 αγόρια και δύο κορίτσια. Εκτός από τις δουλειές του σπιτιού, πήγαινε στα χωράφια σχεδόν μόνη. Έζησε στην αρχή περιφρονημένη και χωρίς να έχει κάποιον να πή τον πόνο της.
Ή μεγαλύτερη χαρά της ήταν, όταν, κατ’ ευδοκία Θεού, γνώρισε τις δύο κατά σάρκα Γερόντισσες Μοναχές Φεβρωνία και Κυριακή από την Καβάλα.
Όταν κατόρθωσε να πάει κοντά τους στον χωριό Θεοδώροβο, δεν ήθελε να φύγει από κοντά τους. Αισθάνονταν ιδιαίτερη πνευματική αγαλλίαση στις ψαλμωδίες…
Από αυτή την εποχή το 1941-42, πού γνώρισε τις ευλογημένες Γερόντισσες, όλα τα αντιμετώπιζε με ανδρεία, υπομονή και πολλή καρτερία. Γι’ αυτό και δεν καταλαβαίναμε εμείς τα παιδιά τίποτε. Παρακαλούσε δεν συνέχεια τον Θεό, να την αξιώσει μία ημέρα να γίνει κοντά τους Μοναχή. Ζούσε δεν με πολλή νίψη, ταπείνωση, προσευχή, ευχαριστία, αγάπη, μακροθυμία και υπομονή.
Ό ψυχοσώστης πανάγαθος Θεός, δεν παράβλεψε την αίτησή της και την αξίωσε, μετά την κοίμηση του συζύγου Νικολάου αρχάς του 1991, να πραγματοποιήσει τον ιερό της πόθο, να ρθή στον μοναστήρι της Υπαπαντής του Χριστού στην Ελευθερούπολη, να γίνει Μοναχή με το όνομα Παύλα και μετά από δέκα και πλέον χρόνια πνευματικής ασκήσεως και ετοιμασίας, και με καλές ελπίδες, αναχώρησε για τον ουρανό, στον παράδεισο του Θεού, προς συνάντηση των δύο ευεργετών της Γεροντισσών Φεβρωνίας και Κυριακής.
Ψυχωφελείς σημειώσεις από την αδελφή Μοναχή πού διακονούσε την μοναχή Παύλα
Κάθε πρωί, μετά την πρωινή τράπεζα 6 με 7 αδελφές από τις μεγαλύτερες, πηγαίναμε στον μικρό καθιστικό. Επειδή εμείς δεν μπορούσαμε να πάμε έξω σε διάφορα διακονήματα, στον καθιστικό κάναμε κομποσκοίνια, πλεκτά, και διάφορες βοηθητικές εργασίες για την κουζίνα.
Ή αδελφή Παύλα έκανε το δικό της εργόχειρο. Της είχα κόψει δείγματα από όλα τα κομποσκοίνια πού πλέκομε, της έδινα και μαλλιά και μας έκοβε πολλά κομποσκοίνια όλην την ημέρα σχεδόν και έφθαναν για όλες τις αδελφές. Με τόση χαρά έκανε αυτήν την δουλειά, πού κάθε ημέρα, όταν τελείωνε, μου έλεγε:
-Ευχαριστώ πολύ για την δουλειά πού μου έδωσες.
Ενώ έπρεπε εμείς να την ευχαριστούμε για την τόσο καλή βοήθεια.
Το πρωί μόλις πηγαίναμε, την ρωτούσα
-τί κάνεις αδελφή Παύλα;
Ή απάντησης ήταν καθημερινώς ή ίδια.
-Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν. Καλά γεράματα τύχαμε εδώ στον μοναστήρι πού ήλθαμε. Τώρα, μόνο να σωθούμε. Να πάμε κοντά στην μητέρα Φεβρωνία. Χίλιες φορές δόξα τω Θεώ, τέτοια γεράματα πού τύχαμε. Να αγιάσουν τα χέρια πού έκτισαν το μοναστήρι. Και όποιος έβαλε έστω και μία πέτρα, να αγιάσει.