Ἐπειδή πολλοί εἶναι αὐτοί πού ἔκαναν τόν κόπο νά διαβάσουν τή βιβλιοκριτική μας περί τῆς “Ἀσκητικῆς τῆς Ἀγάπης” ἀλλά καί νά τοποθετηθοῦν εἴτε θετικά, ἐπιδοκιμάζοντας τίς θέσεις μας, εἴτε ἀρνητικά, ἀποδοκιμάζοντας τή στάση μας, ὀφείλουμε νά κάνουμε κάποιες ἀπαραίτητες ἐπεξηγήσεις.
Κατ’ ἀρχήν θέλουμε νά ἐκφράσουμε τή λύπη μας γιά τό γεγονός ὅτι πολλοί ἀπ’ ὅσους διαφώνησαν μέ τή στάση μας καί οἱ ὁποῖοι θεωροῦν ὅτι μέ τό βιβλίο αὐτό μαθήτευσαν στήν ἀγάπη, κάθε ἄλλο παρά ἀγάπη μᾶς ἔδειξαν. Ἐπιτέθηκαν μέ σφοδρότητα καί ἐμπάθεια, ὄχι στίς θέσεις μας, ἀλλά πρός τά πρόσωπά μας καί μᾶς προσῆψαν ἀπίθανες καί φανταστικές κατηγορίες.
Ἕνα ἄλλο γεγονός πού ἀφάνταστα μᾶς λυπεῖ, ὡς ποιμένες τῶν ἐσχάτων καί χαλεπῶν αὐτῶν καιρῶν τῆς γενικῆς σχεδόν ἀποστασίας, εἶναι τό γεγονός ὅτι ἡ μεγαλύτερη πλειοψηφία τῶν ἀντιδρώντων δέν ἔκανε τόν κόπο νά μελετήσει, νά ἐπεξεργαστεῖ καί νά περάσει ἀπό κρίση τίς θέσεις καί τά ἐπιχειρήματά μας ἀλλά μᾶς κατηγορεῖ, κινουμένη προφανῶς ἀπό ἄκρατη προσωπολατρεία, ἁπλῶς διότι τολμήσαμε νά κρίνουμε τή γερόντισσα Γαβριηλία. Τό ἐπιχείρημα τῶν περισσοτέρων ἀπό τούς ἀνθρώπους αὐτούς πού ἀντιπαρατίθενται στά ἀμέτρητα δικά μας ἐπιχειρήματα – σωστά ἤ ἐσφαλμένα δέν ἔχει σημασία- εἶναι ἕνα καί μοναδικό: δέν δικαιοῦσθε ἐσεῖς οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ φανατικοί, οἱ ἄγευστοι τῆς Θείας Χάριτος (αὐτοί εἶναι οἱ χαρακτηρισμοί πού, ἐπιτυχημένα ὁμολογοῦμε, μᾶς προσδίδουν) νά κρίνετε τήν ἁγία γερόντισσα Γαβριηλία.
Ἀπαντώντας λοιπόν πρός αὐτούς ἀλλά καί πρός τό ἀνυπόστατο ἐπιχείρημά τους θά θέλαμε νά τούς συστήσουμε νά διαβάσουν τή μελέτη προσεκτικά καί κυρίως ἀπροκατάληπτα, χωρίς νά θίγονται ἀπό τό γεγονός ὅτι κρίνεται ἡ ἀγαπημένη τους γερόντισσα. Ὡς Ὀρθόδοξοι ὀφείλουμε νά δείχνουμε ταπείνωση, νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά ἀναγνωρίσουμε τά σφάλματά μας, ἀλλά νά ἔχουμε καί κρίση, ἑτοιμότητα καί νήψη ἡ ὁποία καί μόνο θά μᾶς διασώσει στούς ἐσχάτους καιρούς καί θά μᾶς βοηθήσει νά ἀναγνωρίσουμε τά σημεῖα τοῦ Ἀντιχρίστου ὥστε νά μήν τόν προσκυνήσουμε.
Διαβάζοντας, λοιπόν, κανείς προσεκτικά καί ἀπροκατάληπτα τή μελέτη μας θά διαπιστώσει ὅτι καί ἀπό αὐτήν ἀκόμα τήν ἐπικεφαλίδα τονίζεται τό γεγονός ὅτι ἡ κριτική ἀπευθύνεται πρός τό βιβλίο “Ἀσκητική τῆς Ἀγάπης” καί ὄχι πρός τό πρόσωπο τῆς γερόντισσας Γαβριηλίας τήν ὁποία δέν γνωρίσαμε οἱ ἴδιοι καί ἴσως αὐτό νά μᾶς βοηθάει στό νά κρίνουμε πιό ἀντικειμενικά τά γραφόμενα. Συνεπῶς τό ἐπιχείρημα ὅτι ἡ γερόντισσα Γαβριηλία ἦταν ἁγία δεν ἀναιρεῖ τόν ἰσχυρισμό μας ὅτι τό ἐν λόγῳ βιβλίο εἶναι ἐπιβλαβές ἀφοῦ τά δύο αὐτά – ἡ γερόντισσα καί τό βιβλίο- μπορεῖ νά εἶναι καί ἄσχετα μεταξύ τους.
Ἐξακολουθώντας, λοιπόν, νά ἔχουμε τήν ἴδια πεποίθηση γιά τήν ἀξία τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, ἡ ὁποία ὁμολογοῦμε πώς ἐνισχύεται ἀπό τά κρούσματα προσωπολατρείας καί φανατισμοῦ τῶν ἀναγνωστῶν του, ἐξηγοῦμε, αὐτή τή φορά συνοπτικά, τούς λόγους γιά τούς ὁποίους θεωροῦμε τό βιβλίο ξένο πρός τήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα, συγκρητιστικό, προπαγανδιστικό τῆς Νέας Ἐποχῆς καί ἄρα καί ἐπιζήμιο καί καταστροφικό.
Κάτ’ ἀρχήν ἔχει γιά ἐμᾶς πολύ μεγάλη σημασία τό γεγονός ὅτι τό βιβλίο προέρχεται ἀπό τήν γραφίδα μιᾶς ἀποσχηματισμένης μοναχῆς, μιᾶς μοναχῆς δηλαδή, ἡ ὁποία ἀρνήθηκε τίς ὑποσχέσεις τίς ὁποῖες ἔδωσε ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Ἄς μήν ἐκλειφθεῖ αὐτό ὡς κατάκριση διότι ἡ γυναῖκα αὐτή αὔριο μπορεῖ νά μετανοήσει καί νά ἁγιάσει. Ὅμως πῶς μπορεῖ ἕνας ὀρθόδοξος Χριστιανός νά ἐμπιστευθεῖ τό κριτήριο καί τά βιώματα ἑνός τέτοιου ἀνθρώπου; “Τυφλός τυφλόν ἐάν ὁδηγεῖ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται” Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού πρέπει νά ἐμπιστευόμαστε ὅσους ἀποδεδειγμένα κατάφεραν νά φθάσουν πρῶτα στό σημεῖο πού καί ἐμεῖς ἐπιθυμοῦμε, τή θέωση, καί μόνο αὐτούς, τούς ἁγίους δηλαδή, νά ἔχουμε ὡς ὁδηγούς. Δέν εἶναι λοιπόν ἐπιζήμιο ἕνα βιβλίο ὅταν ὁ συγγραφέας του, ἀποδεδειγμένα πλέον, δέν κατέχει τό θέμα μέ τό ὁποῖο ἀσχολεῖται;
Ἡ συγγραφέας λοιπόν τοῦ βιβλίου, πιστεύοντας στήν ἁγιότητα τοῦ βίου τῆς γερόντισσας Γαβριηλίας, μᾶς προβάλλει τή γερόντισσα ὡς πρότυπο γιά τήν πνευματική ζωή. Τό περίεργο ὅμως εἶναι ὅτι τό “πρότυπο αὐτό”, τοὐλάχιστον σύμφωνα με το βιβλίο, πάσχει σοβαρά. Πῶς γιά παράδειγμα νά θεωρήσουμε ἁγία κάποια γιά τήν ὁποῖα πουθενά δέν ἀναφέρεται ὅτι εἶχε οὐσιαστική καί πραγματική ἐπικοινωνία μέ ἕναν πνευματικό, κάποια ἡ ὁποία ἄν καί ἔφερε τό μοναχικό ἔνδυμα δέν ἀναφέρεται πουθενά νά ὑποτάχθηκε σέ κάποια γερόντισσα ἀλλά ἀκολουθοῦσε πάντα τό ἴδιον θέλημα αὐτοανακηρυχθεῖσα ἡ ἴδια ὡς γερόντισσα καί κατευθύνοντας ἄλλους ἐνῷ κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο “καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον καί εἶτα καθάραι”, κάποια πού ἄν κά ἔφερε τό σχῆμα δέν ἀναφέρεται πουθενά νά εἶχε ἰδιαίτερη σχέση μέ τίς ἱερές ἀκολουθίες καί τά ἅγια μυστήρια μέσῳ τῶν ὁποίων δίδεται ἡ Θεία Χάρις, ἡ Κάθαρση ὁ Φωτισμός καί ἡ Θέωση;
Πῶς νά θέσουμε ὡς πρότυπο μιά ὀρθόδοξη μοναχή ἡ ὁποία, σύμφωνα πάντοτε μέ τό βιβλίο:
· ἔμενε σέ ἰνδουϊστικά μοναστήρια καί ἑόρταζε σ’ αὐτά τίς μεγάλες Χριστιανικές ἑορτές.
· Συναναστρεφόταν ἀπροϋπόθετα καί συμπροσευχόταν μέ ὅλους, ἑτεροδόξους ἀλλά καί ἑτεροθρήσκους, χωρίς νά τονίζει τις τρομερές διαφορές, ὑπογραμμίζοντας ἀντιθέτως κάποιες ὁμοιότητες εἴτε διογκωμένες εἴτε ἀνύπαρκτες καί κατασκευασμένες.
· Δίδασκε σέ ὁπαδούς τῆς αἱρέσεως τῶν Κουακέρων, γιά τούς ὁποίους ἐπιμελῶς ἀποκρύπτεται ὅτι εἶναι αἱρετικοί, ἑρμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου.
· Τηροῦσε αὐστηρά τούς κανόνες τῆς χορτοφαγίας, μιᾶς χορτοφαγίας μάλιστα οὔτε τυχαίας οὔτε “ὑγιεινῆς” ἀλλά μιᾶς, ἰνδουιστικῆς προελεύσεως χορτοφαγίας, – αὐτό ἀποδεικνύεται στή μελέτη μας (προσκλήσεις σέ συνέδρια Χορτοφαγίας, κατηγορίες γιά ὅσους τρῶνε ἀκρίδες, ψάρια ἤ βακαλάο καί ταραμάδες, ταύτιση τοῦ Θεοῦ μέ τό σύμπαν κ.ο.κ).
· Μετεῖχε σέ εἰδωλολατρικές ἀκόμα τελετές, στίς ὁποῖες λατρευόταν ὁ γκουροῦ, ἀρνουμένη τό ἅγιο βάπτισμά της καί λατρεύουσα δαιμόνια.
· Διάβαζε μανιωδῶς καί ἐξίσωνε τά γκουρουϊστικά βιβλία μέ τό ἅγιο Εὐαγγέλιο καί ὁδηγοῦσε τούς ἀνθρώπους σέ γκουροῦ τούς ὁποίους προέβαλλε ὡς ἁγιασμένα γεροντάκια.
· Πίστευε ὅτι ὑπάρχει στό σύμπαν μιά ἐνέργεια πού παίρνει ὁ ἄνθρωπος μέσα ἀπό τά δέντρα καί τή χάνει ἄν ἡ σάρκα του ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ ὑφάσματα μαύρου χρώματος; Αὐτή ἡ ἄποψη πηγάζει ἀπό τήν ὁλιστική θεώρηση τοῦ κόσμου πού ἀποδέχονται πλήρως ὅλες οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες.
· Θεράπευε στά πλαίσια ἐπίσης τῆς θεωρίας αὐτῆς μέ τά χέρια σέ διάφορες στάσεις καί ἀσκοῦσε ἕνα εἶδος φυσιοθεραπείας ἐντελῶς ἄσχετο μέ τήν κλασική ἰατρική (θεράπευε πρίν ἀποκτήσει τό πτυχίο της, θεράπευε “χαρισματικά” ὅταν κοκκίνιζαν τά χέρια της κ.α.).
· Εἶχε συνεχῶς πειρασμικά καί δαιμονικά ὁράματα καί ὁράσεις, μηνύματα καί ἀγγελοφάνειες καί τίς ὁποῖες ἄκριτα δεχόταν ὡς θεϊκές παραγνωρίζοντας τό γεγονός ὅτι ὁ Σατανᾶς εὔκολα μετασχηματίζεται σέ ἄγγελο Φωτός καί ὅτι κατά τή διδασκαλία τῆς Γραφῆς καί τῶν Πατέρων “τά ἐνύπνια πολλούς ἐπλάνησαν”.
Ὅλα λοιπόν τά παραπάνω κανένας λογικός καί σοβαρός ἄνθρωπος δέ μπορεῖ νά τά χαρακτηρίσει ὡς γνήσια ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Μιᾶ τέτοια μοναχή καμμιά ἀπολύτως σχέση δέν ἔχει μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή, ἀλλά τοὐναντίον πολεμάει καί καταρρίπτει κάθε τί τό ὀρθόδοξο. Ἀκυρώνει τήν ἀνάγκη τῆς προσευχῆς καί τῆς ἀνελλιποῦς μετοχῆς στή Θεία Λατρεία, ἀκυρώνει τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περί τῆς πλάνης καί τῆς ἀποφυγῆς αὐτῆς μέσῳ τῆς ὑπακοῆς, τῆς ταπείνωσης καί τῆς νήψεως, ἀκυρώνει τούς ἱερούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καί προβάλλει τόν ἰνδουϊσμό, τήν Πανθρησκεία, καί τόν συγκρητισμό. Μέ λίγα λόγια ἀντιστρέφει τό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου καί διδάσκει ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι τελικῶς ὁ μόνος πού σώζει· ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἁγιάζουν καί γίνονται πραγματικοί Χριστιανοί ἀρκεῖ νά προσφέρουν κοινωνικό καί φιλανθρωπικό ἔργο.
Καί ἐρωτοῦμε ὅλους καί ἰδιαιτέρως ὅσους γνώρισαν τη γερόντισσα:
Εἶναι ὅλα αὐτά ἀληθινά; Ἄν ναί τότε τί εἴδους ἁγία ἤ ἀκόμα καί ὀρθόδοξη μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ ἡ γερόντισσα καί πῶς τίθεται ὡς πρότυπο στήν πνευματική ζωή; Σέ τί ἀπό αὐτά ἤ ὁτιδήποτε ἄλλο πού ἀναφέρεται στό βιβλίο καλούμαστε νά τήν μιμηθοῦμε, ἐκτός φυσικά ἀπό τήν ἀξιόλογη κοινωνική της προσφορά; Πόσο μοιάζει ὁ βίος τῆς γερόντισσας μέ τά συναξάρια τῶν ἁγίων ἀλλά καί τῶν συγχρόνων γεροντάδων; Πόσο συμφωνεῖ καί συμβαδίζει ἡ θεωρία της καί ἡ πράξη της μέ τό Εὐαγγέλιο καί τήν ἀσκητική καί νηπτική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας;
Ἄν ὄχι, ἄν δηλαδή δέν ἀληθεύουν ὅλα αὐτά ἀλλά εἶναι φαντασίες τῆς συγγραφέως τότε, γιατί οἱ ἐνστάσεις καί οἱ ἐπιθέσεις ἀκόμα, στρέφονται πρός ἐμᾶς καί ὄχι πρός τήν συκοφάντρια συγγραφέα; Γιατί ἀντί νά συμπαραστέκεστε στήν προσπάθειά μας νά ἀποκατασταθεῖ ἡ ἀλήθεια μᾶς πολεμεῖτε; Γιατί ἀπορεῖτε πού θέλουμε νά προστατεύσουμε τό ποίμνιο μας ἀπό ψευδῆ καί ἐπικίνδυνα πρότυπα;
Πάντως ἔχουμε τό παράπονο ὅτι κανείς ἀπό τούς διαφωνοῦντες δέν μπῆκε στή διαδικασία νά μελετήσει τή κριτική μας ἁπλῶς καί μόνο διότι, ὅλοι οἱ διαφωνοῦντες σοκαρισμένοι ἀπό τό τόλμημα καί μόνο τῆς κριτικῆς, δέν κατάλαβαν ὅτι αὐτή ἀπευθυνόταν πρός τό βιβλίο. Γι’ αὐτό θέλουμε ταπεινά νά συστήσουμε νά ξαναδιαβασθεῖ ἡ μελέτη μας πιό προσεκτικά καί νά περάσει ἀπό αὐστηρή κρίση ( ὄχι κατάκριση ἀπευθείας καί ἄνευ κρίσεως) ἀπό ἀντιπαράθεση δηλαδή τῶν στοιχείων καί τῶν ἐπιχειρημάτων σέ σύγκριση μέ ὅσα ἡ Γραφή ἀναφέρει καί οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας διδάσκουν · διότι μόνο αὐτοί εἶναι ὁ ἀσφαλής ὁδηγός καί ὄχι ἡ δική μας ὑποκειμενικότητα, τό δικό μας προσωπικό καί ἐγωϊστικό κριτήριο καί ὁ συναισθηματισμός μας.
Τά ἐπιχειρήματα ὅμως πού τότε χρησιμοποιήσαμε φρονοῦμε ὅτι ἐνισχύονται καί ἀπό τήν πορεία τῆς συγγραφέως ἀλλά καί ἀπό ἄλλα στοιχεῖα πού ἔγιναν ἀργότερα γνωστά. Συγκεκριμένα παραπέμπουμε στήν ἐφημερίδα Εspresso 21.2. 2002, ὅπου σέ συνέντευξή του ὁ ἐπισήμως ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλαδός καταδικασθείς Περικλής Χάρος ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος καί ἐπεξηγεῖ πῶς καί ἐκεῖνος πῆρε τό χάρισμά του ἀπό τή γερόντισσα Γαβριηλία. Σημειωτέον ὅτι ὁ κος Χάρος θεραπεύει μέ ἰνδουϊστικές μεθόδους καίτοι παρουσιάζεται ὡς κληρικός, καί χρησιμοποιεῖ ὡς θεραπευτήριό του ἕναν ναΐσκο. Ἐπίσης ὁ κος Χάρος ἔχει “βῆμα” σέ κανάλι καί παραπλανεῖ πολύ κόσμο ὁδηγώντας ἐκτός Ἐκκλησίας.
Εἶναι τέλος φρονοῦμε ἀπαραίτητο νά διευκρινήσουμε πώς ἀπό ἐδῶ καί στό ἐξῆς δέ θά ἀπαντοῦμε σέ ἀφηρημένες ἐνστάσεις ἤ ἀντιρρήσεις πού ἀποτελοῦν ἁπλῶς ξεχύλισμα τοῦ συναισθηματισμοῦ, ἤ σέ ὑβριστικές ἐπιστολές γεμάτες “ἀγάπη” πού πολλοί, ὅπως πιστεύουν, διδάχθηκαν ἀπό τό βιβλίο αὐτό, ἀλλά μόνο σέ συγκεκριμένες ἐνστάσεις πού γίνονται πάνω σέ συγκεκριμένες θέσεις μας καί εἶναι αἰτιολογημένες, σέ ὅσους δηλαδή ἔχουν καλή προαίρεση καί ἀγαθές διαθέσεις διότι μόνο ἀπό αὐτούς μποροῦμε νά ὠφεληθοῦμε, καί γιατί ὄχι, νά ὡφελήσουμε.