Κάποτε ρώτησαν τόν γέροντα μας, τόν π. Γαβριήλ, ποιό εἶναι τό μυστικό του καί τραβάει τόσα νέα παιδιά. Καί ἐκεῖνος ἔφερε ἕνα πολύ ζωντανό παράδειγμα ἀπό τήν μικρασιάτικη γειτονιά του στό Πολύγωνο. Ἀνάμεσα στό φτωχικό τους δωμάτιο καί τοῦ γείτονα ὑπῆρχε ἕνας μικρός χῶρος, ἕνα τετραγωνικό ὅλο καί ὅλο. Καί σ αὐτό τό ἕνα τετραγωνικό ἡ κυρά Λένη, ἡ Μικρασιάτισσα μάνα του εἶχε βάλει πολλά λουλούδια. Ἔλεγε λοιπόν ὁ π. Γαβριήλ « Ἄν ἀγαπᾶς τά λουλούδια, βρίσκεις χῶρο νά τά βάλεις, ἀκόμη καί ἀν εἶναι ἕνα τετραγωνικό μόνο ὁ χῶρος πού ἔχεις. Ἄν ἀγαπᾶς τά παιδιά βρίσκεις καί τόν τρόπο νά τά πλησιάσεις». Τά πάντα δηλαδή εἶναι θέμα κινήτρου.
Ἡ γερόντισσα Γαβριηλία καί ὁ γέροντας μας ἔμοιαζαν πολύ σ αὐτό. Πονοῦσαν γιά τά νέα παιδιά καί προσεύχονταν πολύ καί αὐτό τούς ἔκανε νά βρίσκουν «τρόπο» νά τά πλησιάσουν. Ὅσοι ζήσαμε κοντά τους μποροῦμε νά διαβεβαιώσουμε ὅτι αὐτό γινόταν ἀβίαστα.
Ποιά λοιπόν ἡ σχέση τῆς γερόντισσας Γαβριηλίας μέ τά νέα παιδιά; Γιατί ἀκόμη καί σήμερα νέοι μέ διαφορετικές ἀντιλήψεις χαίρονται νά διαβάζουν γιά ἐκείνη καί τήν ἐπικαλοῦνται;
Πηγή ἔμπνευσης
Τό πρῶτο πού μποροῦμε νά ποῦμε γιά τήν γερόντισσα ἦταν ὅτι ἦταν ἕνα ζωντανό παράδειγμα ἁγιότητος ἡ ἴδια ἡ ζωή της. Δέν χρειαζόταν νά σοῦ κάνει κήρυγμα, νά σέ ζαλίσει μέ τίς φοβερές της γνώσεις, νά σέ πείσει γιά κάτι.
Ὅπως ἔγραφε ἡ ἴδια σέ ἕναν νέο ἄνθρωπο: «οἱ βιβλιοθῆκες εἶναι γεμάτες βιβλία, οἱ αἴθουσες γεμάτες κηρύγματα. Ὅλα αὐτά δέν ὠφελοῦν σέ τίποτα. Ὁ ἄνθρωπος θέλει νά δεῖ ἕνα ζωντανό παράδειγμα. Γι αὐτό καί προσπαθοῦν οἱ ἄνθρωποι νά διαβάζουν τούς βίους τῶν ἁγίων καί τρέχουν ἀπ’τήν μία ἄκρη στήν ἄλλη γιά νά βροῦν ἕναν ἄνθρωπο πού τά βάζει σέ πράξη».
Ἰσχύει αὐτό πού λένε οἱ παλιοί «ὅ,τι βγαίνει ἀπό τήν καρδιά, μπαίνει μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου».
Ἄς ξεκινήσω ἀπό τήν δική μου προσωπική μαρτυρία. Καταρχήν ἡ γερόντισσα ἦταν ἡ πρώτη μοναχή πού συνάντησα στήν ζωή μου. Ἤμουν 19 χρονῶν, ἕνα πολύ μοντέρνο παιδί πού μόλις εἶχα ἀρχίσει νά κάνω τά πρῶτα μου βήματα στήν ἐκκλησία δίπλα στόν π Γαβριήλ στό ταπεινό ἐκκλησάκι τοῦ ἁγ Ἁνδρέου. Θυμᾶμαι ὅταν τήν πρωτοεῖδα στό ἐκκλησάκι μας πού τήν εἶχε καλέσει ὁ γέροντας μας νά μᾶς μιλήσει παραμονές τῆς Ἁγ. Φιλοθέης, πόση ἐντύπωση μοῦ ἔκανε τό φωτεινό καί δίχως ρυτίδες πρόσωπό της, παρόλο πού ἦταν 91 ἐτῶν, καί τό πλατύ της χαμόγελο. Θυμᾶμαι πόσο μέ κέρδισε σάν παιδί αὐτή ἡ εἰκόνα πού σκέφτηκα μέσα μου «τί ὡραῖα, βρῆκα τήν ἐνορία πού μοῦ ταιριάζει, ἀν εἶναι ἔτσι καί ὁ μοναχισμός τότε «καλόν ἐστῖν ὦδε εἶναι».
Πόσο σημαντικό δηλ εἶναι γιά μᾶς τούς ρασοφόρους ἀλλά καί γιά τόν καθένα εἶτε εἶναι μικρός εἶτε μεγάλος, εἶτε λαικός εἶτε ὄχι, νά φέρει μέσα του καί νά ἀντανακλᾶ στό πρόσωπό του τήν χαρά τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ μητέρα τοῦ γέροντα μας τοῦ ἔλεγε: «Γαβριήλ στό κελί σου νά κλαῖς ὅσο θέλεις, στούς ἀνθρώπους ὅμως νά χαμογελᾶς, τό ἔχουν τόσο ἀνάγκη».
Καί ἐννοεῖται ὅτι δέν μιλᾶμε γιά ψεύτικα χαμόγελα ἤ χαχανητά, αὐτά δέν ξεγελᾶνε γιά πολύ. Μιλᾶμε γιά τήν ὄντως χαρά πού μᾶς προσφέρει ὥς δῶρο τοῦ Ἁγ. Πνεύματος ὁ Χριστός μας καί πού εἶναι ἀδύνατο νά τήν κρατήσουμε μόνο γιά μᾶς. Ὅπως γράφει καί ὁ σοφός Σολομώντας «καρδίας ἐφραινομένης τό πρόσωπο θάλλει».
Τό πρῶτο λοιπόν πού συνδέει τήν γερόντισσα καί σήμερα μέ τούς νέους εἶναι ὄτι ἐξακολουθεῖ νά ἐμπνέει.
Μία κοπέλα πού εἶχε ἤδη ἀρχίσει νά βουλιάζει στήν ἀπελπισία καί στήν ἀκηδία ὁμολογεῖ: «Τό πρόσωπο τῆς γερόντισσας μέ παρηγόρησε, μέ ξεμπλόκαρε, μέ γέμισε φῶς τήν στιγμή πού εἶχα ἀρχίσει νά βουλιάζω. Μοῦ ἔδωσε μιά ὤθηση, ἕνα κίνητρο νά δεσμευτῶ μέ κάτι. Εἶχα παραιτηθεῖ καί τώρα ξανάνιωσα. Κίνητρο γιά ζωή. Ἀπέκτησα αἰσιοδοξία, ἄλλαξε ὁ τρόπος σκέψης μου».
Γράφει ἕνα σύγχρονο νέο παιδί ( ἔτσι ὅπως τήν γνώρισε ἀπό τά βιβλία) : «Αὑτό πού μέ ἐνθουσίασε στήν γερόντισσα ἦταν ὁ τρόπος πού προσέγγιζε τόν κάθε ἄνθρωπο ἀλλά πολύ περισσότερο μοῦ τράβηξε τήν προσοχή τό πῶς καταδεχόταν τούς νέους παρά τήν ἐξωτερική τους ἐμφάνιση καί παρά τίς ἁμαρτίες πού εἶχαν κάνει».
Ἡ γερόντισσα τῶν ἁμαρτωλῶν
Ἔτσι μπαίνουμε στό δεύτερο πολύ σημαντικό λόγο πού νοιώθουμε τήν γερόντισσα μικροί καί μεγάλοι σάν ἕναν δικό μας ἄνθρωπο. Σέ καταδεχόταν παρά τίς ἁμαρτίες σου (κάποιος τήν χαρακτήρισε ὡς τήν «γερόντισσα τῶν ἁμαρτωλῶν»), δηλ. ἔβλεπε πίσω ἀπό αὐτό πού φαινόταν, ἀπό τήν βιτρίνα, ἔβλεπε καί πίσω ἀπό αὐτό πού τολμοῦσες νά τῆς πεῖς, ἔφτανε στά βάθη τῆς καρδιᾶς σου καί ἐκεῖ ἔβλεπε τήν «εἰκόνα τοῦ Θεοῦ» ὅπως ἔλεγε, ἀλλά καθαρή, ἀτόφια, παρθένα, πρίν ἁμαυρωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία «Εἰκών εἰμί τῆς ἀρρήτου δόξης σου εἰ καί στίγματα φέρω πταισμάτων» ψέλνουμε στήν ἀκολουθία τῆς κηδείας.
Θυμᾶμαι πηγαίναμε στόν π Γαβριήλ τσακισμένοι, λερωμένοι, κουρασμένοι ἀπό τά πάθη καί τά λάθη μας καί μᾶς περίμενε πάντα τό ἴδιο χαμόγελο, ἡ ἴδια ζεστή ἀγκαλιά, ἕνα ὡραῖο γλυκάκι, καί μιά ὤθηση, μιά ἐνθάρρυνση, ἕνας καλός λόγος: «Ναί, εἶσαι αὐτό πού λές, ἔκανες αὐτά τά φρικτά πράγματα πού ἐξομολογεῖσαι, ὅμως ἔχεις καί αὐτό τό χάρισμα, καί αὐτό, καί αὐτό…..» καί ἔφευγες μέ φτερά καινούργια, ἔφευγες ξαλαφρωμένος.
Ἔτσι καί ἡ γερόντισσα. Δέν σοῦ ἄφηνε καμία ὑποψία ὅτι αὐτό πού τῆς εἶπες τήν σόκαρε, τήν τρόμαζε, τήν πάγωνε, τήν ἀηδίαζε. Παρέμενε μέ τό ἴδιο ἱλαρό καί συμπονετικό βλέμα δίπλα σου, δίχως νά σέ κρίνει: «Δόξα τῶ Θεῶ πού δέν θά κρίνω ἐγώ τόν κόσμο» εἶπε κάποτε μέ νόημα σέ κάποιον πού εἶχε ἀγωνία γιά τήν σωτηρία τῶν ἁμαρτωλῶν.
Αὐτό τήν ἔκανε νά μπορεῖ νά ἀποδέχεται ὁμοφυλόφιλους, πόρνες, μοιχούς, ναρκομανεῖς, μέ τήν ἴδια χαρά καί ἄνεση πού θά συναντοῦσε «καθώς πρέπει» ἀνθρώπους. Εἶναι πολύ σημαντικό γιά ὅλους μας καί ἰδιαίτερα γιά τό νέο παιδί νά νοιώθει ὅτι τό ἀποδέχονται παρόλη τήν τρέλα καί τήν ἄρνησή του. Πολλές φορές μέ τήν συμπεριφορά τήν δύστροπη ἤ τήν ἐκκεντρική ἐμφάνιση τό μόνο πού κάνουν εἶναι νά δοῦν ἄν τά ἀποδεχόμαστε, οὐσιαστικά μᾶς τεστάρουν.
Θυμᾶμαι καί ἐγώ ἔλεγα σάν παιδί θά μείνω στήν ἐνορία πού θά μέ ἀποδεχτοῦν ὅπως ἀκριβῶς εἶμαι δίχως νά θέλουν νά μέ ἀλλάξουν ἤ νά μέ βάλουν σέ καλούπια. Σκεφτόμουν πῶς ἀφοῦ ὁ Χριστός ἀποδέχτηκε τήν μοιχαλίδα καί δέν τήν καταδίκασε καί συνέφαγε μέ τούς τελῶνες καί τίς πόρνες θά πρέπει μέ τόν ἴδιο τρόπο νά λειτουργοῦν καί οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτό ἦταν τό βασικό χαρακτηριστικό τῆς γερόντισσας. Κοντά της ἔνοιωθες ἐλεύθερος, ἀνέπνεες, δέν ἔνοιωθες βάρος καί τύψεις. «Σέ ἀπενεχοποιοῦσε» τονίζει ἕνας σύγχρονος μεγάλος παιδοψυχίατρος πού τήν γνώρισε στά φοιτητικά του χρόνια.
Αὐτό οὐσιαστικά σήμαινε ἡ φράση πού συχνά ἔλεγε ὅτι γινόταν ὁ ἄλλος καί ὅτι ἐκείνη δέν ὑπῆρχε. Κένωνε τόσο πολύ τόν ἑαυτό της καί ἄκουγε μέ τόση προσοχή καί προσευχή καί σεβασμό τόν συνομιλητή της, ὅποιος καί ἄν ἦταν αὐτός, εἴτε μικρός εἴτε παιδάκι, πού αὐτό λειτουργοῦσε θεραπευτικά στήν ψυχή τοῦ συνομιλητῆ της. Τόν χαλάρωνε, τόν ἐλευθέρωνε, τοῦ «ξεκλείδωνε» τήν ψυχή του καί στήν συνέχεια ὅλο αὐτόν τόν πληγωμένο καί εὐαίσθητο ἄνθρωπο πού ἀποκαλυπτόταν, πέρα ἀπό τίς πρῶτες μάσκες, τόν παρέδιδε μέ τήν ἀδιάλειπτη μέριμνα καί προσευχή της στά «πόδια τοῦ Χριστοῦ».
Οὐσιαστικά τό κατ ἐξοχήν χάρισμα τῆς γερόντισσας ἦταν ἡ πνευματική μητρότητα. Μιά ἀγκαλιά ἀνοιχτή σάν τήν Παναγία Μητέρα μας πού τό μόνο πού ζητάει εἶναι νά ἀνοίξουμε τά χέρια μας καί νά τήν ἀγκαλιάσουμε καί ἐμεῖς.
Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ
Πολύ σημαντική εἶναι ἡ βοήθειά της στό νά τολμήσουν τά νέα παιδιά νά πάρουν ἀποφάσεις. Θυμᾶμαι ὅταν τῆς εἶπα ὅτι μέ ἐνδιαφέρει ἡ ἱεραποστολή πόσο πολύ χάρηκε. Γιά τήν γερόντισσα δέν ὑπῆρχαν διλλήματα, τώρα νά κάνω ἐκεῖνο, τώρα νά κάνω τό ἄλλο, ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ: «Ὁ Θεός θέλει αὐτό πού θέλεις, ἀρκεῖ νά εἶναι γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς σου» εἶπε σέ ἕνα νέο παιδί πού ἀμφιταλαντευόταν σχετικά μέ ποιό δρόμο νά ἀκολουθήσει στήν ζωή του.
Γιά ἕνα νέο παιδί εἶναι πολύ φυσικό νά μπαίνει τό δίλλημα «ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πῶς μποροῦμε νά τό διακρίνουμε στήν ζωή μας;
Σέ ἕναν νέο ἀγόρι πού ἔφτασε καί αὐτό ὅλο ἀγωνία μπροστά σ αὐτό τό ἀμείλικτο ἐρώτημα ὅπου ἄλλα ἔλεγε ἡ καρδιά του, καί πού νόμιζε ὅτι εἶναι ἁμαρτία νά ἔχει δικό του θέλημα, νά ὀνειρεύτεται καί ὅτι αὐτό πού θέλει εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ ἀντίθετο ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀπάντησε καί τόν ξεμπλόκαρε ἀμέσως : «Ὅταν βλέπεις μπροστά σου ἐμπόδια σάν βουνά μεγάλα καί ὅτι αὐτό πού θές εἶναι ἀδύνατο, ἐσύ νά συνεχίσεις νά τό ζητᾶς. Ἀν εἶναι ἐκ Θεοῦ, ὅταν φτάσεις μπροστά στό βουνό, τό βουνό θά πέσει καί θά γίνεται πεδιάδα. Ἄν ὅμως δέν πέσει τό βουνό, τότε στρίψε, πήγαινε ἀπό ἀλλοῦ. Δέν τό ἤθελε ὁ Θεός. Δέν ἦταν πρός ὄφελός σου».
Μόνο ἐφόδιο πού σοῦ πρόσφερε ἦταν ἡ πίστη. «Τρία πράγματα χρειαζόμαστε, πρῶτον πίστη, δεύτερον πίστη, τρίτον πίστη».
Αὐτό εἶναι κάτι πού βοηθάει καί ἀγγίζει πάρα πολύ τά παιδιά. Νά μήν πνίγονται στό ἄγχος γιά τό τί θά κάνουν στήν ζωή τους. Ἔλεγε ἡ γερόντισσα «τό μόνο πού νοιάζει τόν Χριστό μας δέν εἶναι πιό δρόμο θά ἀκολουθήσουμε ἀλλά τό ποσόν καί τό ποιόν τῆς ἀγάπης πού δίνουμε καθημερινά παντοῦ». Αὐτό σέ ἐλευθερώνει καί σοῦ ἀνοίγει νέους δρόμους. Θά ἔρθει καί ἡ ὤρα πού θά διαλέξουμε ἀν θά παντρευτοῦμε ἤ ὄχι. Καί αὐτό θά τό νοιώσουμε μέσα ἀπό τήν προσευχούλα μας Ὅμως στήν καθημερινότητα μας πρέπει νά ἀκολουθοῦμε τόν δρόμο τοῦ Χριστοῦ, τῆς προσφορᾶς, τῆς θυσίας, τοῦ παραδείγματος, ὅπου καί ἄν βρίσκόμαστε.
Ἕνα νεαρό κορίτσι αὐτήν τήν φράση τῆς γερόντισσας κράτησε ἀπό τά ἐφηβικά της χρόνια πού πρωτοάκουσε γιά τήν γερόντισσα καί πολλές φορές σάν φοιτήτρια τήν ἀνακαλοῦσε στήν μνήμη της καθώς τήν «παρηγοροῦσε πολύ», καί σήμερα πού ἔχει τήν δική της οἰκογένεια τήν ἔχει γραμμένη μπροστά στό γραφεῖο της γιά νά θυμᾶται καί τώρα στήν ἔγγαμη πιά ζωή, τήν δύναμη χαρᾶς, ἐλπίδας καί προσφορᾶς πού ἐξακολουθεῖ νά τῆς ἐμπνέει τό φωτεινό παράδειγμα τῆς γερόντισσας. Κάτι πάρα πολύ σημαντικό ἐπίσης πού βοηθάει ὅλους μας νά ἀντέχουμε στίς καθημερινές δοκιμασίες καί ἰδιαίτερα βοηθάει τά παιδιά νά «ψηθοῦν»στήν ζωή εἶναι ἡ ἀποδοχή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Τά πάντα ὁ Θεός «ἤ τά εὐλογεῖ ἤ τά παραχωρεῖ». Ἡ γερόντισσα παρέμενε ἥρεμη καί ἀτάραχη «κάθομαι στήν ἄκρη καί ἀποδέχομαι ὅ,τι θά μοῦ φέρει ἡ ἀγάπη Του».
Λέει ἕνα νέο κορίτσι: «πολλές φορές πνίγομαι μέσα μου καί ἀναρωτιέμαι γιατί γίνεται τό ἕνα ἤ τό ἄλλο. Ἡ γερόντισσα μέ ἔμαθε νά ἀποδέχομαι τό Θέλημα Του. Εἴμαστε τόσο ξεροκέφαλοι καί νομίζουμε ὅτι θά τά καταφέρουμε ὅλα μόνοι μας».
Πόσο σημαντικό εἶναι νά τά δεχόμαστε ὅλα ὡς ἐπίσκεψη Θεοῦ. Σταματάνε οἱ μάχες, ἡ ἀγωνία, ἡ κατάθλιψη.
Συνιστοῦσε ἡ γερόντισσα «να μήν ἐναντιονόμαστε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ μαέστρος τῆς ζωῆς μας. Ἐκεῖνος γνωρίζει καλύτερα ἀπό ἐμᾶς. Γι αὐτό μήν σηκώνουμε κεφάλι στόν Θεό. Νά ἀποδεχόμαστε μέ ἀγάπη αὐτό πού μᾶς δίνει».
Ἔλεγε μία κυρία πού πέρασε ἀπό τόν μεγάλο πόνο νά θάψει τό ἀγαπημένο της παιδί: «Στήν ἀρχή τά ἔβαλα μέ τόν Θεό καί ἔνοιωθα πολύ ἀδικημένη καί θυμωμένη. Στήν συνέχεια μέ φώτισε ὁ Θεός καί ἔκανα ἕναν καλό λογισμό «τί ἀνακατεύομαι ἐγώ στίς δουλειές τοῦ Θεοῦ» καί ἀπό τότε ἡρέμησα, γλύκανε ἡ ψυχή μου καί ἄνοιξα τήν ἀγκαλιά μου στούς ἀνθρώπους».
Ἕνας καλός λογισμός πόσο μπορεῖ νά μᾶς σώσει καί ἐμᾶς καί τούς γύρω μας. Αὐτό ἀκριβῶς ἔκανε καί ἡ γερόντισσα Παρακαλοῦσε τόν Θεό «Γεννηθήτω τό θελημά Σου, στήν ζωή μου» καί ἐκείνη τά ἄφηνε ὅλα στόν Θεό καί γιά ὅτι γινόταν ἔλεγε «ἔτσι ἤθελε ὁ Θεός».
Οἱ σχέσεις μέ τούς κοσμικούς ἀνθρώπους
Γιά τά παιδιά πού γεννήθηκαν στήν ἐκκλησία ἐπίσης ἀποτελεῖ μιά ὡραία πρόκληση, ἕνα φωτεινό παράδειγμα. Πολλές φορές ὑπάρχει ἕνας φόβος μεταξύ τῶν χριστιανῶν μήπως χάσουν τήν πίστη τους ἐπειδή στήν καθημερινότητά τους συναναστρέφονται μέ λογιῶν λογιῶν ἀνθρώπους πού ἄλλοι εἶναι ἀρνητικοί ἀπέναντι στήν Ἐκκλησία, ἄλλοι εἶναι ἄθεοι, ἄλλοι ἑτερόδοξοι, ἀλλόθρησκοι. Τί γίνεται μ αὐτούς, πῶς τούς ἀντιμετωπίζουμε, πῶς στεκόμαστε ἀπέναντί τους δίχως νά κινδυνέψουμε νά «χάσουμε»τήν πίστη μας, δίχως νά σκανδαλιστοῦμε;
Γιά τήν γερόντισσα δέν ὑπῆρχαν τέτοια διλήματα. Δέν ἔνοιωθε ποτέ ὅτι κινδυνεύει ἡ ἴδια ἤ ὁ συνομιλητής της ἀφοῦ ἡ πίστη της ἦταν γερά θεμελιωμένη στόν Χριστό καί στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας Του. Καί αὐτό βέβαια τό ἐφήρμοζε παντοῦ, σέ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῆς γῆς καί ἀν βρέθηκε εἴτε μέ ἰνδουιστές, μουσουλμάνους, ἄθεους, αἱρετικούς.
Ἀναρωτιέται ἕνα νέο κορίτσι πού γεννήθηκε σέ ὑγιές χριστιανικό περιβάλλον καί λόγω τῆς δουλειάς της συναναστρέφεται μέ ἀνθρώπους πού ἔχουν οὐδέτερη ἤ καί ἀρνητική θέση γιά τήν Ὀρθοδοξία: «Πόσο στεναχωριέμαι γιά τούς ἀνθρώπους αὐτούς πού δέν βιώνουν τήν χαρά τῆς πίστεως. Γενικά, ὅταν βιώνουμε μιά μεγάλη χαρά στήν ζωή μας, θέλουμε νά τήν μοιραστοῦμε γιά νά εἶναι καί οἱ ἄλλοι χαρούμενοι ὅπως ἐμεῖς. Μά πῶς νά τούς μεταφέρω ἔμπρακτα αὐτή τή χαρά; Καί ἄν προκαλέσω τό ἀντίθετο; Ἄν θεωρήσουν πῶς τούς προσηλυτίζω; Πολλές φορές ἀναρωτήθηκα τί θά μποροῦσα νά κάνω. Ἴσως βρῆκα μιά ἀπάντηση. Νά μήν κάνω τίποτα Δηλαδή νά τούς δεχτῶ ὅπως εἶναι. Αὐτό μέ ἔμαθε ἡ γερόντισσα Γαβριηλία»
Αὐτή ἡ στάση της βοηθάει σήμερα καί πολλά παιδιά πού ζοῦν στό ἐξωτερικό ὅπου εἶναι πολύ δύσκολο νά συναντήσουν ὀρθόδοξους. Παίρνουν κουράγιο γιά νά συνεχίζουν τόν ἀγῶνα τους καί νά δίνουν τήν δική τους μαρτυρία ὄχι μέ λόγια ἀλλά μέ τήν ζωή τους, τό ἦθος τους, τό παράδειγμά τους.
Πηγή χαρᾶς καί προσφορᾶς
Πηγή λοιπόν χαρᾶς, ἔμπνευσης, προσφορᾶς ἡ γερόντισσα μᾶς καλεῖ καί σήμερα πιό πολύ ἀπό ποτέ σέ ἕνα ἄνοιγμα. Σέ μιά ἐποχή ἀπέραντης μοναξιᾶς καί ἐγωισμοῦ μᾶς προκαλεῖ καί σήμερα ἡ γερόντισσα νά στραφοῦμε δίπλα μας καί νά ἀνοίξουμε τήν ἀγκαλιά μας καί τά σπίτια μας.
Ἡ προσευχή τῆς γερόντισσας εἶναι πολύ συγκινητική:
«Σύ μέ γνώρισες στόν ἄγνωστο καί ἔγινε φίλος. Ζεστή μοῦ χάρισες γωνιά σέ σπιτικά πού δέν μέ ξέραν. Μέ σένα τό πέρα εἶναι ἐδῶ καί ἀδελφός μου ὁ κάθε ξένος. Γιά κεῖνον πού Σέ γνώρισε, ἄγνωστος κανείς δέν εἶναι, πόρτα καμιά κλειστή δέν μένει».
Ἐμπνευσμένοι ἀπό τό φωτεινό της παράδειγμα, ἕνα σύγχρονο ζευγάρι πού ἡ κοπέλα εἶναι ἐκπαιδευτικός καί τό ἀγόρι πολιτικός μηχανικός μέ τρία παιδιά σήμερα, κάνουν τόν δικό τους ἀγῶνα καί δίνουν τήν δική τους χαριτωμένη μαρτυρία.
Ἡ κοπέλα εἶναι δασκάλα σέ ἕνα σχολεῖο πολύ ὑποβαθμισμένο γεμάτο μετανάστες καί ἐγκληματικότητα. Ἀγαπᾶ τόσο πολύ τήν γερόντισσα, τήν ἔχει τόσο πολύ στήν καρδιά της πού ἔχει κάνει τό σπίτι της μιά ζεστή ἀγκαλιά στήν ὁποία καταφεύγουν ταλαιπωρημένοι καί πληγωμένοι μαθητές της. Παιδιά παρατημένα, παραστρατημένα, μοναχικά, ὀρφανά νοιώθουν τό σπίτι της σάν μιά φωλιά καί τήν δασκάλα τους σάν τήν κλώσσα πού τά μαζεύει δίχως νά φοβάται ἐπειδή εἶναι ξένα καί ἀλλόθρησκα. Θεωρεῖ τόν κάθε ξένο ἐπίσκεψη Θεοῦ ἀλλά καί ὅτι μέσα ἀπό αὐτόν ἔρχεται καί ἡ γερόντισσα στό σπιτικό τους. Ἔχει τήν γερόντισσα σάν πρότυπο στίς σχέσεις της μέ τά παιδιά. Καί τήν βοηθάει νά μήν πέφτει στήν παγίδα ὅτι ἐκείνη θά τά σώσει οὔτε τά δικά της οὔτε τούς ἀγαπημένους της μαθητές:
«Δέν λέω τίποτε γιά κανένα παιδί. Ἔχω καί ἐγώ παιδιά, τά πονάω καί προσεύχομαι ἀλλά δέν ὁρίζω τήν ψυχή τους, γονατίζω νά διαλέγουν τό σωστό. Προσπαθῶ νά ἀκούω τά παιδιά πού ἔχω κοντά μου καί νά τούς δείχνω ὅτι νοιάζομαι νά ὀμορφαίνω τήν μέρα τους. Δουλεύω ἀπό τήν ὥρα πού ἀνοίγω τά μάτια μέχρι νά τά κλείσω» Τά λόγια τῆς γερόντισσας τήν κατευθύνουν πάνω σ αὐτό καί τήν βοηθοῦν νά χαλαρώνει «Ἡ πείρα τῆς ζωῆς μέ δίδαξε πώς κανένας δέν μπορεῖ νά βοηθήσει κανένα στά προβλήματά του, παρά μόνο ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα τοῦ Θεοῦ. Τότε θά δοθεῖ ἡ λύση. Ὄχι ὅπως θέλουμε ἐμεῖς ἀλλά ὅπως θέλει Ἐκεῖνος».
Καί καταλήγει ἡ κοπέλα: «Ἡ γερόντισσα ἀγαποῦσε τήν Παναγία. Στρέφομαι κι ἐγώ σ΄ἐκείνη: Μάνα ὅλου τοῦ κόσμου καί μάνα μου, δεῖξε μου τόν τρόπο νά γίνω καί ἐγώ ἕνα Ναί. Νά ἔρχεται ὁ Θεός στόν κόσμο. Στίς ψυχές τῶν παιδιῶν μου καί ὅλων τῶν παιδιῶν τοῦ κόσμου. Στήν ψυχή τοῦ ἄντρα μου. Καί στίς ψυχές ὅσων ἔχω στήν ζωή μου. Νά ἔχω τό φιλότιμο νά μήν τσιγκουνεύομαι τόν ἑαυτό μου. Νά δίνω τά χέρια μου, τό μυαλό μου, τήν καρδιά μου. Παναγία μου, ὅλα τά παιδιά τοῦ κόσμου καί τά δικά μου».
Ἡ γερόντισσα καί τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας
Ἐπίσης μέ ἕναν πολύ ἁπαλό τρόπο βοηθᾶ τά παιδιά νά νοιώσουν τήν ἀξία καί τό βάθος τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Πόση σημασία γιά τήν ζωή μας ἔχει ἡ ἐξομολόγηση καί ἡ Θεία Κοινωνία Ἐνῶ ὅμως ὁ τρόπος της ἦταν πολύ εὐγενικός καί διακριτικός ὅπου χρειαζόταν γινόταν αὐστηρή, πάντα μέ διάκριση ὅμως.
Ἕνα νέο παιδί πού γνώρισε τόν Χριστό κοντά στήν γερόντισσα καί πού τό συνάντησα καί ἐγώ στό ἐκκλησάκι μας, λέει μέ πολύ ταπείνωση τήν πρώτη του ἐμπειρία πάνω σ αὐτό τό θέμα. Ὅταν τῆς εἶπε ὅτι γυρίζει δεξιά καί ἀριστερά στά νησιά (ζοῦσε μιά πολύ κοσμική ζωή καί κυριολεκτικά τά εἶχε κάνει ὅλα) μέ διάφορες σχέσεις τοῦ ἀπάντησε ἀμέσως ἡ γερόντισσα: «ἐσύ παιδί μου εἶσαι παράσιτο, ζεῖς εἰς βάρος τῶν ἄλλων ἀνθρώπων» καί βέβαια σοκαρίστηκε τό παιδί. Καί στήν συνέχεια ἔπαθε δεύτερο σόκ ὅταν τοῦ συνέχισε τήν κουβέντα: «ἀν δέν πᾶς νά ἐξομολογηθεῖς μήν ξανάρθεις ἐδῶ». Καί πάλι σοκαρίστηκε καί θύμωσε τό παιδί ἀλλά παρ’ὅλα αὐτά σκέφτηκε «κάτι θά ξέρει γιά νά μοῦ τό λέει». Καί τόν ἔστειλε στόν πνευματικό μας.
Τό παιδί πῆγε ἀρκετές φορές καί ἐξομολογήθηκε καί στήν συνέχεια πῆγε καί πάλι στήν γερόντισσα ὅπου διαπίστωσε μιά ἄλλη πιά συμπεριφορά. Τήν πρώτη φορά πού πῆγε δέν τόν ἄφησε νά τῆς φιλήσει τό χέρι οὔτε ν ἀγγίξει τίποτα, ἔνοιωθε σάν ξένος στόν χῶρο καί μία παγωμάρα. Ὅταν πῆγε καί ἐξομολογήθηκε καί ξαναπῆγε κάποια φορά στήν γερόντισσα τῆς φίλησε τό χέρι καί τοῦ χαμογέλασε ἡ γερόντισσα. Ἔνοιωθε τόν χῶρο δικό του, ἔνοιωθε ἀνάλαφρος, σάν νά ἦταν πάντα ἐκεῖ . Τό παιδί ὁμολογεῖ μέ συντριβή: «Τότε κατάλαβα ὅτι ὁ Θεός ἤθελε νά ρίξω λίγο τόν ἐγωισμό μου καί νά κάνω μία ἀρχή. Μοῦ χρειαζόταν αὐτά τά «χαστουκάκια» τῆς γερόντισσας». Ἀργότερα τοῦ εἶπε ἡ ἴδια: «παιδί μου σέ μάλωσα μέ πολύ πόνο ἀλλά καί μέ πολλή ἀγάπη. Ἔτσι ἔπρεπε νά γίνει».
Τά ὅρια στίς σχέσεις μας
Πολύ σημαντική ἐπίσης ἡ βοήθεια τῆς γερόντισσας στό νά καταλάβουμε ποιά εἶναι τά ὅρια στίς σχέσεις μας. Ὄχι συναισθηματισμοί καί ἄδεια λόγια ἀλλά οὐσιαστική, πραγματική σχέση μέ τόν ἄλλο, πού φιλτράρεται μέσα ἀπό τήν προσευχή.
Ἕνα νέο κορίτσι ἐξομολογεῖται: «Μιά φράση τῆς γερόντισσας πού κρατάω καλά στήν καρδιά μου εἶναι : «Ἀγαπῶ μέ ὅλη μου τήν ψυχή κάποιον, θά πεῖ προσεύχομαι γι’ αὐτόν. Ὅποιος ἔχει τήν ἐμπειρία αὐτή εἶναι στόν Παράδεισο». Καί συνεχίζει τό κορίτσι: «Κάθε φορά πού διαβάζω αὐτήν τήν φράση συγκινοῦμαι καί «προσγειώνομαι» γιατί μοῦ ὑπενθυμίζει πόσο «λίγη» εἶμαι ἀπέναντι σέ κάθε συνάνθρωπο μου, πόσες φορές ὁ ἐγωισμός μέ κυριεύει καί ξεχνάω τήν καρδιακή προσευχή. Πέφτω στήν παγίδα τῆς παντοδυναμίας «ἐγώ θά τούς βοηθήσω ὅλους μέ τά λόγια μου» σκέφτομαι, ἐνώ δέν εἶναι ἔτσι. Καμιά φορά τά λόγια περισσεύουν καί μόνο ἡ προσευχή ἀρκεῖ. Ἡ ἀπουσία τοῦ ἐγωισμοῦ, τό νά βάλει κανείς στήν ἄκρη τόν ἑαυτό του καί νά ἀντιληφθεῖ πόσο λίγο εἶναι, καλλιεργῶντας μόνο καλούς λογισμούς εἶναι τό πιό δύσκολο πράγμα. Χρωστάω λοιπόν ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ στήν γερόντισσα Γαβριηλία γιατί μ’ ἔμαθε, μέ τό ζωντανό της παράδειγμα, νά ἀγαπῶ καρδιακά καί ουσιαστικά, νά ἔχω ταπείνωση καί ἀγάπη».
Σέ σχέση μέ τήν ἀγάπη
Τό πρῶτο πράγμα πού ἀπασχολεῖ τά νέα παιδιά ὅλων τῶν ἐποχῶν εἶναι ἡ ἀγάπη καί βέβαια ὁ τρόπος πού τήν ἐκφράζουν. Ἤξερε καλά ἡ γερόντισσα ὅτι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πλασμένη γιά νά ἀγαπᾶ τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Καί συνήθως τήν πρώτη του ἀγάπη τήν δίνει σέ κάποιον ἄνθρωπο, ἐρωτεύεται, καί συνήθως γίνεται καί μιά ἀποτυχία γιά νά συνέλθει (πολύ ἀπαραίτητη ἡ ἀποτυχία γιά νά μήν χάσει ὁ ἄνθρωπος τόν ἀληθινό προορισμό του πού εἶναι πάλι ἡ ἀγάπη ( «Ἐντολή καινή δίδωμι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους»), ἀλλά ἠ ἀνιδιοτελή, πού σέ κάνει νά βλέπεις ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο καί «νά παύεις νά ὑπάρχεις ἐσύ ὡς ὀντότητα καί νά μπαίνεις στήν ψυχή τοῦ ἄλλου ὅ,τι καί ἀν εἶναι αὐτός ἀκόμη καί κακοποιός, «γιατί ἔχει καί αὐτός μέσα του Πνοή Θεοῦ καί ἔχει μιά καρδιά πού χτυπᾶ σάν τήν δικιά σου, μέ ἄλλα λόγια, ἐσύ ὁ ἴδιος ἀντικατοπτρίζεσαι μέσα του. Ἀν δέν τό κάνεις αὐτό, δέν μπορεῖς νά βοηθήσεις τόν ἄλλο»
Ἕνα νέο κορίτσι πού ἄκουσε στήν ἐφηβεία του γιά τήν ἀγάπη τήν ἀνιδιοτελῆ πού ἡ γερόντισσα σκορποῦσε ἄφθονη σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους παρατηρεῖ: « Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὅτι δέν φοβόταν τίποτα, ὅτι ταξίδεψε σέ πολλά μέρη τοῦ κόσμου καί ἔδωσε βοήθεια σέ τόσους ἀνθρώπους χωρίς νά ἔχει ἐνδοιασμούς γι αὐτούς, χωρίς νά σκεφτεῖ ὅτι μπορεῖ νά τήν ἐκμεταλευτοῦν. Ἔδινε πλήρη καί ἀνιδιοτελή ἀγάπη σάν νά βρισκόταν σέ ἕναν κόσμο «ἀγγελικά πλασμένο» καί τόν γυρνοῦσε μιλῶντας τίς «πέντε γλῶσσες». Γνωρίζοντας λοιπόν τήν ζωή τῆς γερόντισσας στήν ἡλικία τοῦ γυμνασίου μέ βοήθησε νά ἔχω κατά νοῦ ὅτι εἶναι καλό νά δίνω χῶρο στούς ἀνθρώπους γύρω μου, νά ἀκούω τίς σκέψεις τῶν φίλων μου».
Κώδικες ἐπικοινωνίας
Σέ σχέση μέ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἔβρισκε τρόπο νά ἐπικοινωνεῖ ἡ γερόντισσα πράγματι ἀποτελεῖ ἕνα μεγάλο σχολεῖο εἰδικά στίς μέρες μας πού σέ σχολεῖα ὅπως στήν δική μας περιοχή συναντᾶς παιδιά ἀπό πάρα πολλές χῶρες καί πρέπει νά βρεῖς ἄλλους κώδικες ἐπικοινωνίας ἀφοῦ ἡ γλῶσσα δυστυχῶς σέ πολλές περιπτώσεις δέν ἀρκεῖ.
Ἐπίσης σήμερα περισσότερο ἀπό ποτέ ὁ τρόπος ἐπικοινωνίας ὅλο καί δυσκολεύει ἀφοῦ ὁ καθένας κλείνεται στόν κόσμο του καί λειτουργεῖ μέ ἕναν αὐτισμό.
Λέει ἕνα κορίτσι πάνω σ αὐτό: «Σήμερα ἔχω ἀρχίσει νά κατανοῶ πόσο σημαντικό εἶναι νά πορευόμαστε μέ αὐτές τίς «πέντε γλῶσσες». Ὅτι μέ ἕνα χαμόγελο μπορεῖς νά μαλακώσεις καί νά ἡρεμήσεις ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο, ἀλλά πρωτίστως νά εἶσαι αἰσιόδοξος μέ τόν τρόπο πού βλέπεις τήν ζωή, ὅτι τά δάκρυα ἰδίως κατά τήν διάρκεια τῆς προσευχῆς ὑποδηλώνουν τήν ἀληθινή μετάνοια, ὅτι ἕνα ἄγγιγμα εἶναι ἡ μεγαλύτερη παρηγοριά καί ἡ αἴσθηση ὅτι εἶσαι κοντά σέ ἕναν ἄνθρωπο. Ὅσο γιά τήν προσευχή, τήν τέταρτη γλῶσσα τῆς γερόντισσας, μᾶλλον τώρα καταλαβαίνω ὅτι αὐτή τήν ἔκανε νά μήν φοβᾶται τίποτε καί κανένα. Ἦταν ὁ διάλογός της μέ τόν Θεό, εἶχε χτίσει σχέση μαζί του καί Αὐτός τήν ἔπαιρνε ἀπό τό χεράκι καί τήν ὁδηγοῦσε. Τόῦ ζητοῦσε νά ἐλεήσει τούς ἀνθρώπους πού συναντοῦσε καί Ἐκεῖνος τό ἔκανε. Τῆς ἄνοιγε τόν δρόμο ἀφοῦ ἔβλεπε τήν αὐτοθυσία της. Ἔτσι ἡ γερόντισσα μέ τό παράδειγμά της μᾶς δείχνει τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη. Εἶναι τό πιό ζωντανό παράδειγμα γιά ἐμᾶς νά προσπαθήσουμε, ἔστω καί στό ἐλάχιστο, νά μιμηθοῦμε αὐτή τήν ἀγάπη».
Καί καταλήγει πολύ σοφά τό κορίτσι αὐτό: «Γιά μένα τό πιό δύσκολο πράγμα δέν εἶναι ὅτι κατάφερε νά φτάσει στά βάθη τῆς Ἀσίας ἀλλά ὅτι κατάφερε νά προσεύχεται γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους πού συναντοῦσε, νά τούς βάζει ὅλους στήν ἀγκαλιά της. Εἶναι τό πιό δύσκολο ἀλλά καί τό πιό ἀξιέπαινο, νά προσεύχεσαι γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους πού συναντᾶς, νά τούς ἀκοῦς, νά σηκώνεις τόν σταυρό τους, ὅταν οἱ περισσότεροι ἀπό ἐμᾶς, καί πρώτη ἐγώ, δυσκολευόμαστε νά τό κάνουμε αὐτό ἀκόμη καί στούς πιό οἰκείους μας».
Ἡ γερόντισσα καί ὁ χρόνος
Ἄν ἄφηνες τήν καρδιά σου νά ζήσει λίγο κοντά στήν γερόντισσα ἀποκτοῦσε ἄλλη ἀξία καί τό τώρα. Κάτι πού συχνά ἔλεγε ἦταν ὅτι «τό παρελθόν εἶναι ἕνα φάντασμα, τό μέλλον δέν ὑπάρχει, τό μόνο πού ὑπάρχει εἶναι τό αἰώνιο παρόν πού ζεῖς κοντά στόν Χριστό». Αὐτό ἐλευθερώνει τούς νέους ἀνθρώπους ἀπό τό ἄγχος τοῦ αὔριο καί τίς ἐνοχές τοῦ χτές.
Ἕνα νέο παιδί καταθέτει: « Ἡ γερόντισσα ἦταν ὁ ἄνθρωπος πού μέ δίδαξε τί σημαίνει νά ζεῖς κάθε στιγμή τήν ἀδιάλειπτη παρουσία τοῦ Χριστοῦ στήν ζωή σου. Παρουσία αἰσθητή στά πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων, ὑγιῶν καί πασχόντων, παρουσία αἰσθητή σέ κάθε ἐνέργεια τῆς φύσεως, παρουσία αἰσθητή ἀκόμη καί στήν ἀπουσία τῶν ἀνθρώπων, τῶν συναισθημάτων».
Σέ πάρα πολλούς νέους ἀνθρώπους ἡ γερόντισσα ἔδειξε καί συνεχίζει νά δείχνει πῶς ζώντας τήν Ἀγάπη δέν μπορεῖ παρά νά ἀναπαράγαγεις ἀγάπη. Τό χαμόγελο, ἡ ἔγνοια γιά τούς ἄλλους προσφέρονται ἔτσι μέ τρόπο φυσικό καί μ αὐτόν τόν τρόπο ἁγιάζονται ὅλα, ἡ ζωή μας, τό περιβάλλον μας καί ἐμεῖς ἡρεμούμε. Τούς ἔμαθε δηλ. ἡ γερόντισσα νά χαίρονται καί νά ἁγιάζουν τήν καθημερινότητά τους. Καί αὐτό ἔγινε ἀβίαστα, μέ τό φωτεινό της παράδειγμα. Νοηματοδότησε τήν διαφορετικότητα τῶν ἐπιλογῶν καί ἔδειξε μέ τρόπο μοναδικό πῶς κάθε στιγμή μπορεῖ ν’ ἀρχίσει ἡ ζωή ἀπό τήν ἀρχή.
Σέ σχέση μέ τά νέα ζευγάρια
Ἕνα σύγχρονο ζευγαράκι ἀπό τήν ἑνορία μας πού ἀπέκτησαν τώρα τό πρῶτο τους μωράκι καταθέτει τό πόσο ἐπηρεάζει τήν καθημερινότητα του τό φωτεινό πρόσωπο τῆς γερόντισσας: Τό κορίτσι γεννήθηκε σέ ἱερατική οἰκογένεια μέ πολλά παιδιά καί μεγάλωσε πολύ εὐτυχισμένα. Ἀπό μικρό παιδί, ὅπως λέει ἡ ἴδια, ὀνειρευόταν τόν παράδεισο καί τόν ἔψαχνε στήν καθημερινότητά της καί φυσικά σέ πολλούς χώρους ἀπογοητεύτηκε. Ἀργότερα ὡς φοιτήτρια κάπου συμβιβάστηκε μέ «πράγματα πού δέν ἔχουν ἴχνος παραδείσου» καί ὅπως λέει ἡ ἴδια ἐξομολογητικά «ἀηδίασα».
Σήμερα, παντρεμένη καί μαμά καί ἐργαζόμενη κάνει τόν ἀγῶνα της νά ἰσορροπήσει «μεταξύ τῆς ἀνίερης πραγματικότητας καί τῆς ρουτίνας πού «θέλει» ἡ κοινωνία μας καί τῆς ἐμπνευσμένης κατά Χριστόν ζωῆς ἑνός πιστοῦ χριστιανοῦ, κάτι πού δέν εἶναι καθόλου εὔκολο ἀφοῦ ἡ μιζέρια εἶναι τεράστια παγίδα».
Σ αὐτή τήν καθημερινή της πάλη, ἡ παρουσία τῆς γερόντισσας Γαβριηλίας ἔχει μπεῖ γιά τά καλά στόν ἀγῶνα της μέ λυτρωτικά ἀποτελέσματα. Γράφει πάλι: «Διαβάζοντας γιά τήν γερόντισσα Γαβριηλία ξαναζῶ στόν Παράδεισο ἐπί τῆς γῆς τῶν παιδικῶν μου χρόνων καί μαθαίνω πῶς νά φτιάξω καί ἐγώ τόν δικό μου Παράδεισο. Αὐτόν μέσα στόν ὁποῖο θά ζήσω καί ἐγώ, ἡ οἰκογένειά μου καί ὅλοι ὅσους γνωρίζω ἤ πρόκειται νά γνωρίσω. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ κατάλαβα ὅτι μεταδίδεται πολύ γρήγορα, σάν φλόγα. Καί αὐτός νομίζω εἶναι ὁ ἀγῶνας τῶν χριστιανῶν. Νά κατεβάσουν τόν Παράδεισο στήν γῆ».
Σάν νέο ζευγάρι μέ τίς ἀνασφάλειες καί τά ἄγχη του κάποια στιγμή νοιώθουν νά πελαγώνουν καθώς ζοῦν δύσκολες καί πρωτόγνωρες καταστάσεις. Μέ ἀφορμή τίς τελευταῖες καταστροφικές πυρκαγιές καί τόν ἄδικο γιά μᾶς χαμό τόσων ἀνθρώπων ἔνοιωθε τό κορίτσι ἕνα μεγάλο σφίξιμο στό στῆθος καί ἀβάσταχτη ἀγωνία πού δέν ἦταν εὔκολο νά τό διαχειριστεῖ. Ὅπως λέει ἡ ἴδια «Ἡ γερόντισσα Γαβριηλία μοῦ ἀπάντησε ὅτι εἴμαστε πλαστελίνη στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί τό κάθετί πού ἐπιτρέπει εἶναι γιά τό καλό μας, δίχως ἐμεῖς νά τό καταλαβαίνουμε ἄμεσα ( εἶναι αὐτό πού ἔλεγε ὁ ἅγ Ἰάκωβος ὅτι γιά κάθε θάνατο ὁ Χριστός μας ἔχει ἕναν εἰδικό λόγο πού τόν ἐπιτρέπει). Μ’ αὐτήν τήν σκέψη καί τήν στάση ζωῆς («τά πάντα ὁ Χριστός τά ἐπιτρέπει ἤ τά παραχωρεῖ»), γαληνεύει καί νοιώθει «ἕνα βάρος νά φεύγει αὐτόματα ἀπό πάνω της».
Βλέπουμε δηλαδή πόσο πολύτιμα εἶναι τά γεμάτα πίστη λογάκια τῆς γερόντισσας στά σημερινά νέα ζευγαράκια πού δικαιολογημένα διακατέχονται ἀπό ἄγχος καί ἀνασφάλεια γιά τό παρόν καί κυρίως γιά τό μέλλον τό δικό τους καί τῶν παιδιῶν τους. Καί ἔρχεται ἡ γλυκειά φωνούλα τῆς γερόντισσας καί τονίζει πάλι: «τρία πράγματα χρειάζονται, πρῶτον πίστη, δεύτερον πίστη, τρίτον πίστη».
Ἡ στάση της ἀπέναντι στήν ἀγάπη εἶναι πολύ θεμελιακή γιά τό ξεκίνημα τῶν νέων παιδιῶν. Πῶς πρέπει νά στέκονται ἀπέναντι στόν ἀγαπημένο τους, πῶς πρέπει νά ἀρχίσουν νά σκέπτονται τό θέμα τοῦ γάμου, τί εἶναι αὐτό πού πρέπει νά κυριαρχεῖ σέ μία σχέση. Ἄς γυρίσουμε λίγο στά λόγια πού ἔλεγε στά νέα παιδιά γιά νά δοῦμε πόσο διαχρονικά εἶναι:
-Ὁταν ἀγαπάει κανείς, πάντοτε θά βάλει τό ἄλλο πρόσωπο πρῶτο. … Ἡ ἀληθινή ἀγάπη εἶναι ὄταν δίνεις χωρίς νά περιμένεις νά πάρεις τίποτε. Ὅταν ὅμως δώσεις μιά ἀγάπη καί περιμένεις καί ἐσύ νά πάρεις ἀγάπη, αὐτό εἶναι πάλι ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας κατά βάθος.. Ἡ ἀγάπη τῆς μητέρας στό παιδί, εἶναι πράγματι ἀνώτερη. Γιατί δίνει χωρίς νά εἶναι σίγουρη ὅτι θά πάρει.
-Ὅταν ἀγαπᾶς ἕναν ἄνθρωπο δέν μπορεῖς νά εἶσαι ἐγωίστρια ἀπέναντί του. Δέν θέλεις μέ τίποτε νά τόν λυπήσεις.
Μοῦ ἔλεγε ἕνα νέο ζευγαράκι μας πόσο τούς ἐντυπωσίασε πού ἔλεγε ἡ γερόντισσα πῶς οἱ γονεῖς τῆς εἶχαν τέτοια ὁμόνοια καί ἀγάπη καί σεβασμό μεταξύ τους, τόσο ἀρμονική σχέση μεταξύ τους πού ἔμοιαζαν «κουρδισμένοι σάν ρολόι». Δηλαδή σάν νά ἦταν συνεννοημένοι μεταξύ τους «ὅταν νευρίαζε μέ κάτι ὁ ἕνας, σιωποῦσε ὁ ἄλλος, καί τό ἀντίθετο». Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά μήν φανεῖ ποτέ μπροστά στά παιδιά τους ὅτι διαφωνοῦν ἤ ὅτι θέλουν νά τά μπλέξουν σέ τυχόν δικές τους ἀντιπαραθέσεις. Αὐτό εἶχε ὥς ἀποτέλεσμα νά μεγαλώσει ἡ γερόντισσα σέ περιβάλλον ἥρεμο, κάτι πολύ ἀπαραίτητο ἀλλά καί σπάνιο σήμερα ὅπου τά περισσότερα δυστυχῶς παιδιά μεγαλώνουν σέ νευρικό περιβάλλον καί εἶναι τρομαγμένα.
Ἔλεγε λοιπόν τό ζευγαράκι πόσο θεωροῦν σημαντικό αὐτό πού ἔζησε ἡ γερόντισσα καί πῶς λειτουργεῖ γι αὐτούς ὡς ζευγάρι καί ὡς γονεῖς ὡς πρόκληση καί παράδειγμα πρός μίμηση. «Αὐτό βέβαια ἀπαιτεῖ ἀπό ἐμᾶς πολύ προσευχή, ὑπομονή καί ὡριμότητα», παραδέχονται, ἀλλά δέν παύει νά ἀποτελεῖ στόχο. Ὅπως ἐπίσης ἀγωνίζονται νά δημιουργήσουν ὡραῖες παιδικές ἀναμνήσεις στά παιδιά τους πού θά εἶναι ἡ καλύτερη «προίκα» τους γιά τό αὔριο. Αὐτό βέβαια ἀπαιτεῖ πολύ ἀγῶνα καί κουράγιο καί κέφι πού δίχως τό βαθύ θεμέλιο τῆς «πίστης» δέν ἀντέχει γιά πολύ.
Παραμένουν διαχρονικές οἱ συμβουλές τῆς γερόντισσας στά νέα ζευγάρια πού δημιουργοῦν τήν δική τους οἰκογένεια. Πῶς πρέπει νά προσεγγίζουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο, τί ἀκριβῶς εἶναι αὐτή ἡ σχέση, πῶς πρέπει ὁ ἕνας νά σέβεται τήν ἰδιαιτερότητα τοῦ φύλου τοῦ ἄλλου καθώς καί τόν χαρακτῆρα του.
Παραθέτουμε κάποια αὐτούσια λογάκια της μέ τά ὁποῖα προσπαθεῖ νά δημιουργήσει τίς προυποθέσεις γιά νά ἀντέξει ἕνας γάμος.
-Στόν γάμο ὅταν ἔρχεται κάποιος, εἶναι σάν νά μπαίνει σέ μοναστήρι. Γιατί ὁ γάμος εἶναι κάτι ἱερό. Εἶναι ἕνα μυστήριο τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας. Ξέρεις γιατί; Γιατί ἀπό τά πέρατα τοῦ κόσμου ξεκινάει ἔνας ἄνθρωπος καί ἀπό τά ἄλλα πέρατα ἕνας ἄλλος, κι εἶναι αὐτοί οἱ δυό σήμερα σύζυγοι. Πῶς ἔγινε; Κατά τήν δική μου ἀντίληψη, τό νά γεννηθοῦμε τό νά παντρευτοῦμε καί τό νά πεθάνουμε δέν εἶναι στό χέρι μας. Εἶναι κανονισμένα ἀπό τόν Θεό. Τόν σύζυγο πρέπει νά τόν θεωρεῖς Ἡγούμενό σου. Γιατί; Γιατί ἡ βάση τῆς εὐτυχίας σ’αὐτόν τόν κόσμο εἶναι νά παύσουμε νά ἔχουμε δικό μας θέλημα, ἀπό ἐγωισμό. Ὅταν λοιπόν παύουμε νά ἔχουμε δικό μας θέλημα καί θέλουμε καί οἱ δύο νά ἀκούσουμε τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε ἔρχεται ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
-Παλιά στά ζευγάρια ὁ καθένας εἶχε τή θέση του. Ὑπῆρχε ἀξιοπρέπεια καί ὄχι πολλά λόγια. Τώρα ἡ φλυαρία τούς ἔχει φάει ὄλους. Τί τραβῶ νά λέω σ ὅλες τίς συζύγους πού μιλῶ «Μή μιλᾶτε. Μή λέτε τί κάνατε, τί σκεφτήκατε, τί θά πεῖτε, πού πήγατε, τί δουλέψατε.. Γιατί μιλᾶτε; Δέν ξέρετε ὅτι οἱ περισσότεροι σύζυγοι θέλουν μόνο νά τούς ἀκοῦτε;»
Σήμερα πολύ λίγοι γάμοι ἀντέχουν γιατί σπάνια καί οἱ δύο σύζυγοι εἶναι κατά Θεόν. Γιατί ὁ γάμος εἶναι Μυστήριο. Πρέπει νά πεθάνεις γιά ν ἀναγεννηθεῖς. Εἶναι Μυστήριο σάν τήν Βάπτιση. Ἄν δέν ἀναγεννηθεῖς μέσα στήν καρδιά τοῦ ἄλλου, κι ὁ ἄλλος μέσα στήν καρδιά σου, τότε ὁ Θεός ἀπουσιάζει».
Ὁ γάμος εἶναι ἀγάπη,στοργή, φιλία, ὄχι μόνο σαρκική σχέση. Ἡ ἀγάπη δέν εἶναι ἁπλά ἕνα συναίσθημα, ἀλλά βαθύτατη ὑπαρξιακή σχέση ὅπου παίρνω ταυτότητα ἀπό τόν ἄλλο πού ἀγαπῶ καί αὐτός ἀπό ἐμένα. Δέν εἶναι ἕνα παροδικό συναίσθημα πού ἐξαρτᾶται καί ἀπό πάθη (πχ ὅταν μᾶς ἐπαινοῦν αἰσθανόμαστε ὡραῖα, ὅταν μᾶς μαλώνουν ἄσκημα) ἀλλά σχέση ὑπαρξιακή, μόνιμη, αἰώνια. Οἱ σύζυγοι πού ἀγαπιοῦνται καί στόν Παράδεισο θά εἶναι ἀγαπημένοι.
Σέ σχέση μέ τούς γονεῖς
Τέλος τά λόγια τῆς γερόντισσας καί οἱ συμβουλές της στούς γονεῖς σχετικά μέ τά νέα παιδιά παραμένουν διαχρονικά:
-Τό πρῶτο πού λέω στίς μητέρες κοριτσιῶν εἶναι νά γνωρίσουν τόν φίλο τοῦ παιδιοῦ τους καί νά τόν φέρουν στό σπίτι κατευθείαν ὅσο παράξενος καί ἄν εἶναι. Γιά νά ξέρουν μέ ποιόν ἔχουν νά κάνουν. Καί κυρίως νά θυμηθοῦν τά νείατα τους ὅταν καί ἐκεῖνες εἶχαν τίς ἴδιες ἐπιθυμίες ἀλλά τίς ἔκρυβαν.
-θά πρέπει νά ἀφήσουμε τά παιδιά νά μάθουν μέσα ἀπό τό πάθημα τους;
-Μποροῦμε νά κάνουμε τίποτε γιά νά μή τ ἀφήσουμε; Τό μόνο πού θά καταφέρουμε εἶναι νά στεναχωρηθοῦμε καί νά ἀποξενωθοῦμε ἀπό τά παιδιά. Ἀλλά δέν θά τά ἀφήσουμε ἔτσι. Θά προσευχηθοῦμε μέρα-νύχτα στόν Θεό νά γίνει τό Θέλημά Του στήν ζωή τους. Ὄχι τό δικό μου θέλημα, ἀλλά τό θέλημά Του. Γιατί ὁ Θεός τά ἀγαπάει αὐτά τά παιδιά πιό πολύ καί πρίν ἀπό ἐμᾶς.
… Ἄν τό παιδί εἶναι ζωηρό ἤ ἀκόμη καί ἄσκημα μπλεγμένο δέν θά πρέπει σέ καμιά περίπτωση νά προσπαθήσουμε μέ τήν βία νά τό ἐπαναφέρουμε γιατί καί ἐμεῖς θά εἴμαστε ἐκτεθειμένοι στόν πονηρό ἐπειδή θά ἔχουμε θυμό καί ἄρα ὁ φύλακας ἄγγελος μας δέν θά εἶναι μαζί μας καί μπορεῖ νά κάνουμε μεγάλο κακό καί τό παιδί θά μᾶς συσχετίσει μέ κάτι δυσάρεστο καί δέν θά θέλει νά μᾶς ξαναδεῖ .
-Στό παιδί πρέπει νά φέρεσαι σάν σέ μεγάλο, νά τό σέβεσαι καί νά μή προσπαθεῖς νά τό ξεγελάσεις. ..
-Οἱ γονεῖς εἶναι οἱ κηδεμόνες τοῦ παιδιοῦ καί γι αὐτό θά πρέπει νά σέβονται τήν προσωπικότητά τους καί νά τά ἀφήνουν νά διαλέξουν μόνα τους τί θά κάνουν στήν ζωή τους (δέν ἐπιτρέπεται νά τά ἐμποδίζουν ἀν θέλουν κάποιο ἐπάγγελμα καί νά τά βιάζουν νά γίνουν πχ δικηγόροι).
-Οἱ γονεῖς πρέπει νά διδάσκουν τά παιδιά τους ὄχι μέ λόγια ἀλλά μέ τό παράδειγμά τους. Δέν γίνεται νά τά προτρέπουν πχ νά πᾶνε στήν Ἐκκλησία καί οἱ ἴδιοι νά μήν πηγαίνουν ἤ νά τούς λένε νά ἔχουν θυμό καί νά ζητᾶνε ἀπό τό παιδί νά εἶναι ἥρεμο. Χρειάζονται παράδειγμα, σιωπή καί ἀγάπη.
-Κανένας δέν μπορεῖ νά βοηθήσει τόν ἄλλο παρ ὅλη τήν θέληση καί τήν ἀγάπη. Ἡ βοήθεια ἔρχεται μόνο ὅταν ἔρθει ἡ Ὥρα τοῦ Θεοῦ..
Σέ σχέση μέ τήν ἐργασία
Πόσες φορές ἔρχονται κυρίως τά νέα παιδιά τσακισμένα καί κουρασμένα καί ἀπογοητεύμενα γιατί δέν ἀντέχουν τόν χῶρο τῆς ἐργασίας τους. Γεμίζουν ἄγχος, ἀγωνία πού τό κουβαλοῦν καί στό σπίτι τους μεταφέροντας ἔτσι καί στό οἰκογενειακό τους περιβάλλον ἕνα συνεχή μαρασμό καί δυσκολεύονται νά γεμίσουν τίς ὧρες πού βρίσκονται στό σπίτι τους μέ χαρά καί αἰσιοδοξία. Αὐτήν ἀκριβῶς τήν χαρά καί τήν αἰσιοδοξία μετέφερε μέ τήν παρουσία της καί τώρα μέ τά λόγια της καί τό παράδειγμά της ἡ γερόντισσα. Τά ἔβλεπε ὅλα ὡραῖα δίχως ὅμως νά εἶναι «στόν κόσμο της».
Τί μᾶς μεταδίδει; «Τά πάντα ἐξαρτῶνται ἀπό τό πόσο ἐκπέμπουμε τήν χαρά τοῦ Χριστοῦ. Καί γιά νά ἐκπέμπουμε τήν χαρά τοῦ Χριστοῦ δέν πρέπει νά τόν ξεχνᾶμε ποτέ στήν ζωή μας. Ἀνά πάσα ὥρα καί στιγμή νά γίνει τό κέντρο τῆς ὕπαρξής μας. Τότε ὅλος ὁ κόσμος θά εἶναι ὑπέροχος».
Καί πιό πρακτικά συμβούλευε μιά πνευματική της κόρη πού ἐργαζόταν στό Πανεπιστήμιο: «Ἡ ἐργασία εἶναι προσευχή. Καί νά τήν κάνεις πάντοτε μέ δοξολογική διάθεση. Καί νά μήν θυμώνεις μέ τούς φοιτητές πού μπαίνουν μέσα καί σέ ρωτοῦν γι αὐτό πού γράφει ἡ ἀνακοίνωση κάτω ἀλλά νά λές «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Τότε θά καταλάβεις τήν ἀξία τῆς ἐργασίας, γιατί πολλές ἐργασίες πού κάνουν οἱ ἄνθρωποι δέν εἶναι διόλου εὐκαταφρόνητες. Ἡ ἐργασία εἶναι μιά ἔπαλξις (σημεῖο ἐκίνησης) πού σέ ἔχει βάλει ὁ Θεός μέσα στό σχέδιο Του γιά τήν ζωή σου καί ἐκεῖ θά κάνεις ὅ,τι περνάει ἀπό τό χέρι σου, ὅ,τι εἶναι καλύτερο, ὅ,τι εἶναι πιό σωστό. Ὅταν ὁ ἐργοδότης σοῦ πάει κόντρα , τότε ξέρεις τί θά κάνεις; Θά πεῖς «γεννηθήτω τό θέλημά Σου», καί θά τό πεῖς στόν Κύριο, στήν Πηγή τῆς ζωῆς. Ὅπου βρίσκεσαι ἐσύ, νά περνᾶς καλά καί νά ἀκτινοβολεῖ ἀπό σένα ἡ χάρις τοῦ Χριστοῦ Μή χάσεις ποτέ τήν χαρά σου. Τότε καί οἱ ἄλλοι θά περνοῦν καλύτερα κοντά σου».
Βλέπουμε πόσα χαριτωμένα εἶναι τά λόγια της καί γεμάτα ἔμπνευση. Μιά νεαρή νοσηλεύτρια παρατηρεῖ ὅτι ἡ γερόντισσα, μέ τήν χάρη καί τόν φωτισμό τοῦ Ἁγ Πνεύματος ἐφάρμοζε κατά γράμμα ὅλες τίς θεωρίες ἐπικοινωνίας πού ἔβγαλαν οἱ Εὑρωπαῖοι ἐπιστήμονες μετά ἀπό πάρα πολύ κόπο καί μέ μιά ξύλινη τεχνική πού διδάχτηκε στό Πανεπιστήμιο σχετικά μέ τό πῶς πρέπει νά φέρονται στούς ἀσθενεῖς. «Οἱ θεωρίες αὐτές ὑπαγορεύουν τήν ἀνθρωπιά, τήν βαθειά αἴσθηση εὐθύνης γιά ὅλους, τό χαμόγελο, τήν διάκριση, τό νά ἀποδέχεσαι τόν ἄλλο ὅπως εἶναι, τό νά μπαίνεις στήν θέση του ἀνεξάρτητα ἄν συμφωνεῖς ἤ διαφωνεῖς» ἀλλά, ὅπως τό ἔζησε στήν πράξη στήν συνέχεια στό νοσοκομεῖο, ὅλα αὐτά «εἶναι μάταια καί κενά δίχως τήν Χάρη τοῦ Ἁγ Πνεύματος».
Κουράγιο λοιπόν καί ὄρεξη γιά ζωή καί διακονία μεταδίδει καί σήμερα στά νέα παιδιά ἡ γερόντισσα τῆς χαρᾶς.