«Κι ο Ιησούς του είπε· Έκαμε κάποιος άνθρωπος μεγάλο δείπνο κι εκάλεσε πολλούς. Την ώρα του τραπεζιού έστειλε το δούλο του να πή στους καλεσμένους· Ελάτε, είναι όλα έτοιμα. Κι άρχισαν όλοι με μιά γνώμη να παρακαλούν να μην παρευρεθούν. Ο πρώτος του είπε αγόρασα χωράφι και έχω ανάγκη να βγώ και να το δώ. Σε παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένο. Κι ο δεύτερος είπε αγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια και πηγαίνω να τα δοκιμάσω. Σε παρακαλώ, θεωρησέ με δικαιολογημένο. Κι ο τρίτος είπε. Έκαμα το γάμο μου και γι’ αυτό δεν μπορώ ναρθώ». Κι όταν κάποιος απ’ αυτούς που ήσαν μαζί στο τραπέζι είπε· μακάριος είναι όποιος πάρη το γεύμα του στη βασιλεία του Θεού, ο Κύριος του εξηγεί πλατύτερα, πως πρέπει να φανταζώμαστε τα δείπνα του Θεού. Και λέει τήν παραβολή
αυτή, ονομάζοντας άνθρωπο
καί τον φιλάνθρωπο πατέρα του.Επειδή η παραβολή μιλά για την πιό μεγάλη φιλανθρωπία που έκαμε σ’ εμάς κάνοντας να κοινωνήσουμε από τη σάρκα του Γιού του, τον αποκάλεσε «άνθρωπο». Και τη φιλανθρωπία του αυτή την εκάλεσε δείπνο μεγάλο, δείπνο, γιατί στους τελευταίους καιρούς, και όπως στη δύση του κόσμου, ήρθε ο Κύριος. Κι είναι μεγάλο το δείπνο αυτό, γιατί ολοφάνερα είναι μεγάλο το μυστήριο της σωτηρίας μας. Και την ώρα του δείπνου έστειλε το δούλο του. Ποιός είναι αυτός ο δούλος;
Ο Γιός του Θεού που πήρε δούλου μορφή, κι έγινε άνθρωπος στάλθηκε στη γή. Πρόσεξε ακόμα πως δεν είπε δούλο, αλλά το δούλο, αυτόν που με την ανθρώπινη φύση του ευαρέστησε και στάθηκε δούλος πιστός. Δεν ήταν αρεστός στο Θεό μόνο, επειδή ήταν Γιός και Θεός αλλά κι επειδή ήταν άνθρωπος, που αυτός μόνο αναμάρτητα υπηρέτησε τα θελήματα και τις εντολές του Θεού. Κι αφού εκπλήρωσε όλες τις υποχρεώσεις, που απαιτούσε η δικαιοσύνη, λέγεται γι’ αυτόν ότι έγινε δούλος του Θεού και Πατέρα του. Γι’ αυτό το λόγο, μόνο αυτός κατ’ εξοχήν μπορεί να λέγεται δούλος του Θεού. Κι ότι στάλθηκε την ώρα του δείπνου
σημαίνει την ωρισμένη και κατάλληλη στιγμή. Κι ούτε υπήρχε άλλη πιό κατάλληλη ευκαιρία, από την εποχή της βασιλείας του Αυγούστου, όταν έπρεπε να καταλυθή η κακία που είχε κορυφωθεί.
Καί στάλθηκε, για να μιλήση στους καλεσμένους. Ποιοί είναι αυτοί οι καλεσμένοι;
Ίσως και όλοι οι άνθρωποι, γιατί όλους εκάλεσε ο Θεός να τον γνωρίσουν με την τάξη και την αρμονία της φύσεως από τη μιά, και με το φυσικό νόμο από την άλλη. Ίσως και πιό ιδιαίτερα οι Ισραηλίτες, που τους εκάλεσε με το Νόμο και τους Προφήτες. Σ’ αυτούς εστάλθηκε πρώτα ο Κύριος, στα πρόβατα του Ισραήλ. Αυτός λοιπόν έλεγε· Ελάτε, γιατί είναι πιά έτοιμα όλα. Σ’ όλους ευαγγελιζόταν ο Κύριος ότι είναι κοντά μας και μέσα μας η βασιλεία των ουρανών. Κι αυτοί άρχισαν με μιά γνώμη ν’ αρνούνται να παρευρεθούν, σα να τους δόθηκε σύνθημα. Όλοι οι άρχοντες των Ιδουδαίων, αφού αρνήθηκαν να έχουν βασιλιά τους τον Ιησού, δεν αξιώθηκαν και το δείπνο. Άλλος από αγάπη του πλούτου, κι άλλος των ηδονών
. Αυτός που αγόρασε το χωράφι κι ο άλλος τα ζευγάρια των βοδιών, πρέπει να θεωρηθούν σαν φίλοι του πλούτου και φιλήδονος αυτός που έκαμε το γάμο του. Κι αν θέλης, χωράφι αγοράζει αυτός που από τη σοφία του κόσμου δεν παραδέχεται το μυστήριο. Χωράφι ο κόσμος και γενικά η φύση κι αυτός που τη φύση βλέπει δεν παραδέχεται το υπερφυσικό. Αποβλέποντας λοιπόν ο Φαρισαίος στο χωράφι, δηλαδή έχοντας το νού του στους νόμους της φύσεως δεν παραδέχτηκε ότι η Παρθένος εγέννησε το Θεό, επειδή είναι υπερφυσικό. Αλλά κι αυτοί που όλοι καυχιούνται για κοσμική σοφία, για το χωράφι τούτο, δηλαδή, τη φύση, αγνόησαν τον Ιησού, που ανανέωσε τη φύση. Μ’ αυτόν τέλος που αγόρασε τά πέντε ζευγάρια βόδια
καί τα δοκιμάζει, μπορεί να εννοήσης και τον άνθρωπο που αγαπά την ύλη, που έδεσε τίς πέντε αισθήσεις της ψυχής
μέ τις αισθήσεις του σώματος κι έκαμε σάρκα την ψυχή. Γι’ αυτό το λόγο αφού είναι απασχολημένος με τη γή, δε θέλει να πάρη μέρος στο πνευματικό δείπνο. Ρωτά και ο σοφός· «τί να καταλάβη αυτός που κρατάει το αλέτρι»; Κι αυτός που χάνει τη θέση του στο δείπνο για τη γυναίκα, μπορεί να είναι ο φιλήδονος, που τη σάρκα, τη σύντροφο της ψυχής, ποθώντας περισσότερο και μένοντας μέσα σ’ αυτή, δεν μπορεί ν’ αρέση στο Θεό. Μπορείς όμως να τα εξηγήσης και κυριολεκτικά· χάνομε τη χάρη του Θεού και για χωράφια και για ζευγάρια βοδιών και για γάμους, μένοντας κολλημένοι σ’ αυτά και ξοδεύοντας σ’ αυτά όλη τη ζωή μας και κάποτε φτάνοντας να χύνωμε και αίμα. Και δεν έχομε στο νού μας ούτε εκτελούμε καμμιά βουλή του Θεού και κανένα λόγο.
«Ήρθε ο δούλος και τα ανάφερε αυτά στον Κύριό του. Τότε θύμωσε ο οικοδεσπότης κι είπε στον δούλο του. Έβγα γρήγορα στις πλατείες και στους δρόμους της πόλεως και φέρε στο σπίτι τους φτωχούς, τους αναπήρους, τους κουτσούς και τους τυφλούς. Κι ο δούλος είπε. Κύριε, έγινε όπως είπες κι ακόμα υπάρχει τόπος. Κι είπε ο Κύριος στο δούλο· Έβγα στους δρόμους και στους φράχτες των χωραφιών και πίεσέ τους ναρθούν για να γεμίση το σπίτι. Σας βεβαιώνων ότι κανένας από τους καλεσμένους μου εκείνους δε θα δοκιμάση το φαγητό μου». Εκδιώχθηκαν οι άρχοντες των Ιουδαίων και κανένας απ’ αυτούς δεν επίστεψε στο Χριστό, όπως και οι ίδιοι με κακία καυχιόνταν· «Μήπως επίστεψε κάποιος από τους άρχοντες σ’ αυτόν»; Αυτοί λοιπόν οι διδάσκαλοι του Νομου και οι Γραμματείς, όπως λέει ο προφήτης από ανοησία ξέπεσαν από τη χάρη. Δέχτηκαν όμως πρόσκληση οι απλοί Ιουδαίοι
πού παρομοιάζονται με κουτσούς, τυφλούς και ανάπηρους, οι κουτοί του κόσμου κι οι ασήμαντοι. μ’ αυτούς που ήσαν στους δρόμους και στους φράχτες πρέπει να εννοήσωμε τους εθνικούς.
Καί δέν προστάζει να τους καλέσουν απλώς αλλά να τους πιέσουν, μολονότι η πίστη είναι προαιρετική σ’ όλους
. Είπε όμως «ανάγκασέ τους» για να καταλάβωμε ότι είναι σημάδι της μεγάλης δυνάμεως του Θεού να πιστέψουν οι ειδωλολάτρες, αν κι έχουν τόσο μεγάλη άγνοια. Γιατί αν δεν ήταν μεγάλη η δύναμη του κηρύγματος και φανερή η αλήθεια του λόγου, πως θα γινόταν άνθρωποι, που ήσαν τρελλοί με τα είδωλα και ασχημονούσαν με το σακκί, να καταλάβουν τον αληθινό Θεό και να ζήσουν πνευματική ζωή; Θέλοντας λοιπόν να δηλώση την παράδοξη μεταβολή στην κατάστασή τους την ωνόμασε ανάγκη.
Καί καθημερινά στρώνεται αυτό το τραπέζι και προσκαλούμαστε όλοι στη βασιλεία, που ο Κύριος και πρίν από την καταβολή ακόμα του κόσμου ετοίμασε για τους ανθρώπους. Ωστόσο άλλοι από τις σοφιστικές μικρολογίες, κι άλλοι από την αγάπη τους στην ύλη κι άλλοι από το σαρκικό φρόνημά τους δε γινόμαστε άξιοι γι’ αυτήν
. Και τη χαρίζει η φιλανθρωπία του Θεού σε άλλους αμαρτωλούς, που είναι τυφλά τα μάτια του νού τους και δεν κατανοούν το θέλημα του Θεού ή που το κατανοούν αλλά είναι κουτσοί κι αδρανούν να το πράξουν. Και γενικά σε φτωχούς που εξέπεσαν από την ουράνια δόξα, και σε ανάπηρους που η ζωή τους δεν παρουσιάζεται άψογη. Σ’ αυτούς τους αμαρτωλούς που είναι στις πλατείες, και τριγυρίζουν στους φαρδιούς δρόμους της αμαρτίας στέλνει ο Πατέρας το δειπνοκαλεστή Γιό του, που και δούλος ακόμα έγινε κατά τη σάρκα, που δεν ήρθε να καλέση τους δικαίους αλλά τους αμαρτωλούς. Και παραθέτει τραπέζι πλούσιο σ’ αυτούς αντί στους άλλους, που έχουν τη σοφία και τον πλούτο και χαρίζονται στην σάρκα.
Μάς δίνει κι ένα πιό πρόχειρο νόημα η παραβολή· να κάνωμε χάρη περισσότερο στους φτωχούς και τους ανάπηρους παρά στους πλούσιους. Σ’ αυτό και πρίν από λίγο παρακινούσε, γι’ αυτό το ίδιο φάνηκε ότι είπε την παραβολή, επιβεβαιώνοντας μ’ αυτή, ότι πρέπει να τρέφωμε τους φτωχούς. Και κάτι άλλο μαθαίνομε, ότι οφείλομε να είμαστε έτσι πρόθυμοι και φιλότιμοι στην υποδοχή των αδελφών μας, ώστε, και χωρίς να θέλουν, να τους αναγκάζωμε να παίρνουν μέρος στα αγαθά μας. Αυτό αποτελεί και για τους δασκάλους της πίστεως μεγάλο δίδαγμα, ώστε να διδάσκουν τους μαθητάς τους το ορθό και χωρίς να θέλουν.
Tου οσίου πατέρα μας Θεοφυλάκτου αρχ/που Βουλγαρίας (συντόμευσις)
από άλλη όψις
Πηγή: https://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2018/12/blog-post_15.html
Πηγή: synaxipalaiochoriou.blogspot.com