Η υποδοχή, η φιλοξενία και η πνευματική στήριξη των επισκεπτών στις Μονές (Γέροντος Εφραίμ Βατοπαιδινού)


Ομιλία με θέμα “Η υποδοχή, η φιλοξενία και η πνευματική στήριξη των επισκεπτών στις Ιερές Μονές” έκανε ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Βατοπαίδιου, Αρχιμανδρίτης Εφραίμ στη Β’ Μοναστική Ημερίδα με θέμα “Μοναχισμός και κόσμος”.
Ο μοναχός κάνοντας την αποταγή του δεν φεύγει από τον κόσμο γιατί μισεί τον κόσμο, αλλά γιατί ελκύεται από τον Χριστό για μία πληρέστερη γνωριμία και ένωση μαζί Του.
Δεν αρνείται τον κόσμο, την κοινωνία, αλλά το κοσμικό φρόνημα, γι’ αυτό εξάλλου επιζητεί την αληθινή εν Χριστώ κοινωνία.
Ένα κοινοβιακό μοναστήρι αποτελεί ανθρώπινη κοινωνία με υλικές και πνευματικές ανάγκες, με σωματική και πνευματική εργασία.
Το κοινόβιο, στο οποίο δεν κυριαρχεί το ατομικό αλλά το κοινό συμφέρον και ο κοινός σκοπός, δημιουργεί τις καλύτερες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της αληθινής κοινωνίας.
Ο τύπος του κοινοβίου που κυριαρχεί σήμερα στο Άγιον Όρος προέρχεται από την στουδιτική παράδοση, που έφερε στο Άγιον Όρος ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης τον 10ο αιώνα όταν ήρθε από την Κωνσταντινούπολη. Στον τύπο αυτόν του κοινοβίου συνδυάζονται αρμονικά η ησυχία με την υπακοή.
Ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης αφού έζησε την ησυχαστική ζωή και γεύθηκε την γλυκύτητα της ερήμου, πέτυχε την σύζευξη της ησυχίας και της υπακοής μέσα στο μεγάλο κοινόβιο της Μεγίστης Λαύρας «δια την των πολλών σωτηρίαν», όπως αναφέρεται στον βίο του.
Σημαντικό παράγοντα για την κατά Θεόν και εύρυθμη λειτουργία ενός Αγιορειτικού κοινοβίου αποτελεί η φιλοξενία των προσκυνητών. Δεν εννοείται Μονή του Αγίου Όρους δίχως προσκυνητές.
Ουσιαστικά τα μοναστικά καθιδρύματα ανήκουν στους προσκυνητές, στον λαό του Θεού. Οι συγκεκριμένοι μοναχοί που μένουν σε ένα μοναστήρι είναι οι πρόσκαιροι οικήτορες και διαχειριστές του για κάποιο χρονικό διάστημα, οι οποίοι θα παραδώσουν τον χώρο και το πνεύμα της Μονής στην επόμενη γενεά των μοναχών ως ιερά παρακαταθήκη, για να μπορέσουν αυτοί να την συντηρήσουν και να συνεχίζουν την παράδοσή της, ώστε να έρχονται και να αναπαύονται οι προσκυνητές.
Ο άνθρωπος που επισκέπτεται το Άγιον Όρος δεν ονομάζεται επισκέπτης, αλλά προσκυνητής, γιατί κάνει ένα προσκύνημα στο Άγιον Όρος. Μπορεί κάποιος να κάνει ένα ταξίδι αναψυχής η επαγγελματικής φύσεως, αλλά ο προσκυνητής δεν κάνει ένα απλό ταξίδι.
Έρχεται για να προσκυνήσει στο Άγιον Όρος, δηλαδή στον χώρο μιας Μονής να υποκλιθεί με ευλάβεια και σεβασμό και να ασπασθεί τα ιερά λείψανα, τις θαυματουργές εικόνες, τα ιερά σεβάσματα του τόπου.
Ως προσκυνητές και όχι ως απλούς επισκέπτες υποδέχεται ο πυλωρός, ο υπεύθυνος μοναχός που διακονεί στην πύλη της Μονής, αυτούς που εισέρχονται στην πύλη και αφού του δείξουν το διαμονητήριο, το απαραίτητο έγγραφο εισόδου τους στο Άγιον Όρος, τους εύχεται το «καλώς ήλθατε, καλό προσκύνημα».
Ενώ ο αρχοντάρης αφού τους υποδεχθεί στο αρχονταρίκι, στον χώρο της φιλοξενίας, τους κερνάει κατά το Αγιορειτικό τυπικό, τσίπουρο, λουκούμι και νερό και ακολουθεί ο διάλογος/ευχή: «Ευλογείτε»! «Ο Κύριος»!
Κατόπιν τους ενημερώνει για το πρόγραμμα της Μονής που οφείλουν οι προσκυνητές να ακολουθήσουν, δηλαδή πότε γίνονται οι Ακολουθίες, πότε γίνεται η Τράπεζα, πότε γίνονται οι εξομολογήσεις κ.λπ. Στο τέλος τους πηγαίνει στο δωμάτιο που θα μείνουν, εξηγώντας κάποιες λεπτομέρειες για τον χώρο και ευχόμενος και αυτός «καλό προσκύνημα».
Αυτό είναι περίπου το τυπικό υποδοχής των προσκυνητών σε μία Αγιορείτικη Μονή. Μπορεί να διαφέρει λίγο από Μονή σε Μονή, αλλά το ουσιώδες παραμένει ίδιο.
Ο μοναχός στο πρόσωπο του προσκυνητού δεν βλέπει έναν άνθρωπο, βλέπει τον Θεό. Λέει ο αββάς Απολλώς για την υποδοχή των αδελφών: «Καθώς έρχονται οι αδελφοί, πρέπει να υποκλινόμαστε με σεβασμό. Την ώρα εκείνη στον Θεό υποκλινόμαστε και όχι σε αυτούς. Γιατί λέει “είδες τον αδελφό σου, είδες τον Θεό σου”».
Αναγνωρίζει τον Θεό στο πρόσωπο του συνανθρώπου γι’ αυτό τον διακονεί με χαρά, με προσευχή, με ταπείνωση, με αγάπη. Αυτή η αγάπη είναι ανιδιοτελής, κρύβει μέσα της έναν θυσιαστικό χαρακτήρα. Δεν περιμένει να του δώσει κάτι ο προσκυνητής. Ο προσκυνητής δεν πληρώνει για την φιλοξενία του. Ο μοναχός, ο υποτακτικός που διακονεί δεν πληρώνεται από κανέναν, δεν έχει καμμία επαφή με χρήματα. Η φιλοξενία στις Μονές του Αγίου Όρους προσφέρεται δωρεάν, αμισθί, διότι έτσι θέλει η οικοδέσποινα του τόπου, η Ηγουμένη του Αγίου Όρους, η Κυρία Θεοτόκος.
Μία άλλη φιλοφρόνηση που προσφέρεται στους προσκυνητές στις Μονές του Αγίου Όρους είναι η προσκύνηση των αγίων λειψάνων και των θαυματουργών εικόνων, καθώς και η ξενάγηση στο Καθολικό της Μονής.
Εκεί οι προσκυνητές θα έρθουν σε επαφή με ο,τι πολυτιμότερο φυλάσσεται στην Μονή. Διότι δεν υπάρχει τίποτε πολυτιμότερο και σπουδαιότερο επί της γης από τα λείψανα των Αγίων. Αυτός είναι και ο σκοπός της Εκκλησίας, η δημιουργία αγίων λειψάνων, η δημιουργία Αγίων.
Στα ιερά λείψανα των Αγίων βρίσκεται ενοικούσα η θεία Χάρις, η άκτιστη αυτή ενέργεια, η απόρροια του Θείου Είναι. Ο Άγιος αγωνιζόμενος επί της γης τον «καλόν αγώνα», για να επανορθώσει την σχέση του με τον Θεό, με τον συνάνθρωπο, με όλη την δημιουργία του Θεού, για να καθαρισθεί από τα πάθη, και ασκούμενος στην απόκτηση της προσευχής, της αγάπης, της ταπεινώσεως, της εγκρατείας και των λοιπών αρετών, βιώνει την επίσκεψη του Θεού δια της Χάριτός Του, αλλά και την απουσία του Θεού με την στέρηση της θείας Χάριτος, την φαινομενική Θεοεγκατάλειψη.
Με τις συνεχείς επισκέψεις και άρσεις της Χάριτος ο Άγιος αποκτά δογματική συνείδηση, μεθηλικιώνεται πνευματικά μέχρι να φθάσει «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού», όπου θα έχει μόνιμα ενοικούσα την θεία Χάρη.
Αυτή η Χάρις δεν ενοικεί μόνο στην ψυχή του Αγίου, αλλά και στο σώμα του, σε όλο το είναι του. Γι’ αυτό μετά την κοίμηση του Αγίου τα οστά του καθίστανται άγια και χαριτόβρυτα λείψανα, τεκμήρια αγιότητας, φορείς θαυματουργίας και ιάσεων.
Αυτό βέβαια συμβαίνει γιατί και στην επί γης ζωή είχε ενοικούσα στο σώμα του την θεία Χάρη.
Ασπαζόμενος λοιπόν ο προσκυνητής αυτά τα άγια λείψανα λαμβάνει την δωρεά της θείας Χάριτος. Στο Άγιον Όρος ο προσκυνητής έχει την ευλογία να έλθει σε επαφή με λείψανα πολλών μεγάλων Αγίων της Εκκλησίας μας.
Στην Μονή μας φυλάσσονται πάνω από διακόσια τεμάχια αγίων λειψάνων, όπως οι κάρες των αγίων Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Γρηγορίου του Θεολόγου, Ιακώβου του Πέρσου, Μερκουρίου, Μοδέστου Ιεροσολύμων, Ευδοκίμου του Νεοφανούς, ο δείκτης του δεξιού χεριού του Τιμίου Προδρόμου και μεγάλα τεμάχια λειψάνων του αποστόλου Ανδρέα, του αποστόλου Βαρθολομαίου, της αγίας μεγαλομάρτυρος Αικατερίνης, του αγίου Παντελεήμονος. Και βέβαια το σημαντικότερο, η Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου.
Ένας προσκυνητής που είχε πρόβλημα με τα χέρια του, είχαν παραλύσει και δεν μπορούσε να τα κουνήσει, προσκυνώντας την Αγία Ζώνη στην Μονή μας αμέσως θεραπεύθηκε.
Κάποιος άλλος που είχε μεγάλο πρόβλημα με την μέση του προσκυνώντας την εικόνα της Παναγίας Παραμυθίας, μία από τις επτά θαυματουργές εικόνες που φυλάσσονται στην Μονή μας, αισθάνθηκε να τον διαπερνά κάτι σαν ηλεκτρική ενέργεια, και θεραπεύτηκε εκείνη την στιγμή. Πολλοί προσκυνητές στην Μονή μας αισθάνονται όταν προσκυνούν τα άγια λείψανα μία ευωδία.
Αυτή η ευωδία δεν έχει φυσική προέλευση, δεν βάζουμε εμείς κολώνια η άρωμα στα άγια λείψανα. Η ευωδία αυτή είναι υπερφυσική, προέρχεται από την Χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Στους προσκυνητές προσφέρεται και ο λόγος. Ο λόγος είναι «εκ των ουκ άνευ» σε ένα κοινόβιο, είτε πρόκειται για λόγο προς τους μοναχούς είτε για λόγο προς τους προσκυνητές.
Συνήθως το διακόνημα του λόγου το έχει επωμισθεί ο Γέροντας της Μονής, μπορεί όμως κάποιος αδελφός της Μονής που του έχει αναθέσει ο Γέροντας να ομιλεί σε συνάξεις με τους προσκυνητές.
Η ορθόδοξη θεολογία αναγνωρίζει και έχει τον λόγο ως το κυρίως θεραπευτικό μέσο για την επανάκληση της ανθρωπίνης φύσεως «εις το αρχαίον κάλλος».
Ο θεολογικός λόγος έχει διάφορες βαθμίδες. Ας ορίσουμε κάποιες μορφές θεολογικού λόγου. Αρχικά έχουμε τον κατηχητικό λόγο. Αυτόν που μπορεί να προσφέρει ένας μορφωμένος θεολογικά άνθρωπος στους ακροατές του δίχως να έχει την ανάλογη εμπειρία.
Μπορεί όμως και αυτός ο λόγος να ωφελήσει τους ακροατές σύμφωνα με την υπόδειξη του Χριστού, «πάντα όσα εάν είπωσιν υμίν τηρείν τηρείτε και ποιείτε· κατά δε τα έργα αυτών μη ποιείτε».
Ως δεύτερη βαθμίδα μπορούμε να θεωρήσουμε τον εμπειρικό λόγο, όταν ο λόγος είναι έκφραση και διατύπωση, δημιούργημα εκείνου του νου που ενώνεται και κοινωνεί εμπειρικά με τον ενυπόστατο Θεό Λόγο.
Ο λόγος αυτός είναι «ζων και ενεργής και τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον και διϊκνούμενος άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος»[1] και είναι ικανός να θεραπεύσει και να αναγεννήσει την «κοπιώσαν και πεφορτισμένην καρδίαν» των ανθρώπων.
Ο εμπειρικός λόγος είναι κυρίως ο Πατερικός λόγος και έχει διαχρονική πνευματική δύναμη και αιώνια ανεκτίμητη αξία. Υπάρχει όμως ακόμη μία ανώτερη βαθμίδα λόγου και είναι αυτή του διακριτικού λόγου. Πρόκειται για τον ιδιαίτερο, αποκαλυπτικό λόγο που απευθύνεται προσωπικά στον χριστιανό από έναν χαρισματούχο Γέροντα.
Σε αυτόν τον διακριτικό, διορατικό λόγο αναφέρεται και η περίπτωση στο Γεροντικό που κάποιος ζητά με πόνο και επιμονή από τον αββά Ευπρέπιο, «αββά, ειπέ λόγον, πως θα σωθώ;».
Συνάντησα έναν αγωνιζόμενο λαϊκό εκτός Αγίου Όρους, ο οποίος μου είπε ότι είχε τρία χρόνια να επισκεφθεί το Άγιον Όρος, αλλά αυτά τα τρία χρόνια τον συντηρούσε πνευματικά ένας λόγος που του είχε πει τότε ένας Αγιορείτης μοναχός.
Πολλοί είναι αυτοί που ζητούν αυτόν τον διακριτικό λόγο, την αποκάλυψη του θείου θελήματος, αλλά ελάχιστοι είναι αυτοί που γνωρίζουν και μπορούν να αποκαλύψουν το θείο θέλημα.
Μόνο κάποιος που ζει ο ίδιος συνεχώς μέσα στο θέλημα του Θεού μπορεί να αποκαλύψει στον ακροατή του το θέλημα του Θεού γι’ αυτόν προσωπικά. Και αυτό είναι πολύ δύσκολο, θέλει ιδιαίτερο φωτισμό από τον Θεό.
Πολλές φορές μάλιστα δεν επιτρέπεται από την Χάρη του Θεού να ανακοινωθεί το θείο θέλημα στον ακροατή, γιατί δεν θα το τηρήσει, οπότε αυτό θα λειτουργήσει εις πνευματική ζημία του.
Μία τέλεια, μία ιδανική κατάσταση στο μυστήριο της θείας εξομολογήσεως είναι η προσφορά του διακριτικού λόγου από τον Πνευματικό και η εν υπακοή αποδοχή του από τον εξομολογούμενο.
Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των χριστιανών έχουν κάνει την πρώτη εξομολόγησή τους σε ένα μοναστήρι. Μία ανεκτίμητη προσφορά των Ιερών Μονών είναι, ότι ο χαριτωμένος χώρος τους με την παρουσία των αγίων λειψάνων και θαυματουργών εικόνων, με την κατανυκτική θεία Λατρεία, με την παρουσία εναρέτων μοναχών, προσελκύει τους προσκυνητές και εμπνέει μετάνοια στις πονεμένες ψυχές τους από την αμαρτία. Πόσα δάκρυα προσκυνητών έχουν δεχθεί οι πνευματικοί εξομολόγοι των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους!
Πόσοι προσκυνητές έχουν επιστρέψει στο σπίτι τους «εν ετέρα μορφή», ανακαινισμένοι, μεταμορφωμένοι από την Χάρη του Θεού! Πόσα διαζύγια αποφεύχθηκαν και πόσες διαλυμένες οικογένειες βρήκαν την ποθητή ένωση και θαλπωρή της αγάπης με την συμβολή ενός εναρέτου Αγιορείτου πνευματικού!
Πόσοι προσκυνητές δεν βρίσκουν λύση στα αδιέξοδα χρόνια προβλήματα που τους μαστίζουν και τους ταλαιπωρούν μετά την επαφή τους με έναν χαρισματούχο πνευματικό;
Ο προσκυνητής, που φιλοξενείται σε μία Μονή του Αγίου Όρους για μία ημέρα η για περισσότερο, αναγκαστικά θα έρθει σε επαφή με μοναχούς της Μονής, θα δει τον κοινοβιακό τρόπο ζωής τους και θα παραδειγματιστεί από αυτόν κατά δύναμη. «Ένα κοινόβιο είναι η τέλεια ευαγγελική κοινότητα, του αποστολικού χορού, των φιλομαρτύρων πρωτοχριστιανών, των καλών αγωνιστών της ευσεβείας, που κύρια μέριμνα είναι το αμέριμνο του απράγμονος βίου της εν Χριστώ ζωής».
Το κοινόβιο, όπως έλεγε χαρακτηριστικά και ο μακαριστός Γέροντάς μας Ιωσήφ, «είναι ο επίγειος ουρανός· το κοινόβιο αν και υφίσταται εντός των ορίων του χρόνου και του χώρου, αν και ευρίσκεται στον κόσμο τούτο, δεν είναι εκ του κόσμου τούτου».
Στο κοινόβιο ο υποτακτικός διακονεί τους αδελφούς του σαν να διακονεί αυτόν τον ίδιο τον Κύριο. Εργαζόμενος στο αρχονταρίκι, στην τράπεζα και αλλού, με πνεύμα φιλαδελφίας και αγάπης εκπληρώνοντας την εντολή του πνευματικού του πατρός, υποτάσσει όχι εξωτερικώς αλλά εσωτερικώς το φρόνημά του στο φρόνημα του Γέροντός του, και δια του μυστηρίου της υπακοής και της προσευχής αποκρούει κάθε εμπαθή κίνηση της ψυχής.
Με την άσκηση των διακονημάτων εφαρμόζεται στο κοινόβιο το Κυριακό λόγιο, «ος εάν θέλη εν υμίν μέγας γενέσθαι, έσται υμών διάκονος, και ος εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται υμών δούλος· ώσπερ ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών».
Η βασιλεία του Χριστού, όπως έλεγε ο μακάριος Γέροντας Σωφρόνιος, μοιάζει με μία «ανεστραμμένη πυραμίδα». Ο μεγαλύτερος υπηρετεί τον μικρότερο· ο ισχυρότερος ταπεινώνεται μπροστά στον αδύνατο.
Το κοινόβιο μπορεί να γίνει το πρότυπο για την κοινωνία. Το κοινόβιο «συνιστά το ιδεώδες της κοινωνικής ζωής της Ορθοδοξίας. Ολόκληρη η κοινωνία των πιστών είναι “μία Εκκλησία κοινοβιακή”.
Και το μοναστικό κοινόβιο αποτελεί την συνεπέστερη προσπάθεια ιστορικής πραγματώσεώς της». Γι’ αυτό οι βυζαντινοί αυτοκράτορες έγιναν οι κτίτορες, οι δωρητές και οι ευεργέτες των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους, διότι γνώριζαν την ωφέλεια που θα προκύψει μέσα στην κοινωνία από την δημιουργία ενός μοναστηριού.
Η πνευματική ζύμη που προσφέρεται στην κοινωνία από ένα κοινόβιο έχει την ικανότητα να ζυμώσει προς το αγαθότερο όλη την κοινωνία. Είναι δυνατόν αυτός που έχει λάβει εντολή από τον Χριστό «να αγαπά τους εχθρούς του», να βλάψει την κοινωνία; Είναι δυνατόν αυτός που έχει λάβει την εντολή «να γίνει άγιος», να γίνει θεούμενος πολίτης «της ουράνιας πολιτείας» να μην είναι συγχρόνως καλός και αγαθός πολίτης της επί γης πολιτείας;
Το χωρίο του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, «φως μοναχοίς άγγελοι, φως δε πάντων ανθρώπων μοναχική πολιτεία», δεν φανερώνει υπερηφάνεια αλλά το υψηλό μέγεθος αποστολής του μοναχισμού.
Ο μοναχισμός είναι ένα εργαστήριο αρετής και αγιότητος. Ο αληθινός μοναχός, τόνιζε ο μακάριος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, «είναι προϊόν του Αγίου Πνεύματος».
Ο μοναχός είναι ο νηπτικός, ο εργάτης της νοεράς εργασίας που έρχεται «εις εαυτόν», που βρίσκει τον αληθινό εαυτό του μέσα στην καρδιά του και κατόπιν τον Θεό, πάλι μέσα στην καρδιά του. Πραγματικός μοναχός είναι αυτός που έχει την αδιάλειπτη ευχή μέσα στην καρδιά του.
Και η προσευχή αυτή δεν γίνεται μόνο για τον εαυτό του, γίνεται για όλο τον κόσμο, για την σωτηρία όλου του κόσμου. Υπάρχουν μοναχοί σήμερα στο Άγιον Όρος που έχουν λησμονήσει τον εαυτό τους, δεν προσεύχονται για τον εαυτό τους, προσεύχονται ακατάπαυστα, ώρες ολόκληρες για τον κόσμο.
Αυτή είναι η ουσιαστική προσφορά του μοναχισμού, η προσευχή υπέρ της σωτηρίας του κόσμου. Ο προσκυνητής που θα έρθει σε επαφή με αυτούς τους μοναχούς ακόμη και αν δεν μιλήσει μαζί τους θα ωφεληθεί από την παρουσία τους. Έλεγε ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, «αυτός που έχει αποκτήσει την αδιάλειπτη προσευχή, ακόμη και η αναπνοή του ωφελεί».
Στο Γεροντικό αναφέρεται για τρεις αδελφούς που είχαν συνήθεια να επισκέπτονται τον Μέγα Αντώνιο και να τον ρωτούν για τα πνευματικά ζητήματα που τους αποσχολούσαν.
Ο ένας από αυτούς ήταν πάντοτε σιωπηλός, ποτέ δεν ρωτούσε κάτι τον αββά Αντώνιο. Ο δε αββάς Αντώνιος ρώτησε σε κάποια στιγμή αυτόν τον αδελφό: «Τόσα χρόνια έρχεσαι εδώ και γιατί δεν με ρωτάς κάτι»; Και ο αδελφός του απάντησε: «Αρκεί μοι μόνον του βλέπειν σε, Πάτερ». Δηλαδή πνευματική ωφέλεια δεν προκύπτει μόνο με τον λόγο. Η ιεραποστολή, με την έννοια της μετάδοσης της θείας Χάριτος, δεν γίνεται μόνο με τον λόγο. Η όλη πνευματική παρουσία του αγωνιζομένου ασκητού ωφελεί αυτόν που τον βλέπει.
Ο προσκυνητής που οφείλει να ακολουθήσει το πρόγραμμα της Μονής σίγουρα θα παρακολουθήσει τις Ιερές Ακολουθίες. Η θεία Λατρεία είναι μία αέναος λατρευτική σύναξη σύμφωνα με το πρότυπο της αϊδίου δοξολογίας των αγγέλων.
Εντός του καθολικού μιας Αγιορείτικης Μονής μπορεί ο προσκυνητής να συμμετάσχει στην λογική και νοερά λατρεία, η οποία προσφερόταν ακαταπαύστως από τους προγενεστέρους και συνεχίζει να προσφέρεται με τον ίδιο τρόπο, λατρεύοντας τον Θεό «εν ενί στόματι και μια καρδία».
Η λατρεία του Θεού δεν είναι έργο ανθρώπου, είναι ένα μυστήριο, που υπερβαίνει την ανθρώπινη λογική. Η θεία Λατρεία είναι ενέργεια του Αγίου Πνεύματος εντός της Εκκλησίας. Η θεία Λατρεία γίνεται «συν πάσι τοις Αγίοις». Δεν είναι παρόντες οι μοναχοί, οι κληρικοί και οι προσκυνητές, αλλά και οι Άγιοι, οι Άγγελοι, η Παναγία, ο Χριστός.
Ένα παιδάκι ηλικίας τεσσάρων ετών πριν μερικά χρόνια στο καθολικό της Μονής μας έβλεπε μέσα στο Ιερό Βήμα πλήθος Αγγέλων, που δεν ήταν βέβαια ορατοί στους πολλούς, ήταν όμως παρόντες.
Τι μεγάλα μυστήρια συντελούνται άραγε κατά την διάρκεια μίας Ακολουθίας! Πόσοι δεν μπήκαν μέσα σε έναν ιερό ναό σκοτισμένοι, με ταραχή και αγωνία, με αισθήματα απελπισίας και απογνώσεως, και βγήκαν φωτισμένοι, ειρηνικοί και χαρούμενοι!
Σε αυτήν την σύντομη εισήγησή μας αναφερθήκαμε στην επίδραση των Αγιορειτικών Μονών στους προσκυνητές, γιατί εκεί ζούμε, γιατί η Μονή μας βρίσκεται στο Άγιον Όρος, όμως νομίζω ότι κατά αναλογία το ίδιο συμβαίνει σε όλες τις Ιερές Μονές της Ορθοδοξίας και εντός Ελλάδας και εκτός Ελλάδας.
Στην Αμερική, οι 19 Μονές που έχει ιδρύσει ο Γέροντας Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης δεν κατακλύζονται από προσκυνητές; Μήπως πηγαίνουν για φαγητό εκεί; Δεν είναι ο λόγος ότι ωφελούνται πνευματικά, γι’ αυτό και επισκέπτονται τις Μονές χωρίς να υπολογίζουν κόπους και έξοδα.
Μάλιστα γίνονται και ειδικές πτήσεις από Νέα Υόρκη για Αριζόνα, γιατί εκεί στην Ιερά Μονή του Αγίου Αντωνίου Αριζόνας έχει την έδρα του ο Γέροντας Εφραίμ, απλά και μόνο για να πάνε να ακούσουν δύο λόγια από τον χαρισματούχο αυτόν Γέροντα και να μείνουν για λίγη ώρα στην χαριτωμένη Μονή.
Εμείς στην Μονή μας φέτος, παρόλη την οικονομική κρίση που μαστίζει την χώρα μας, από το Σάββατο του Λαζάρου μέχρι και την Κυριακή των Μυροφόρων δεχθήκαμε 4.900 προσκυνητές, αρκετά περισσότερους από πέρυσι.
Αυτό το πράγμα φανερώνει ότι ο σύγχρονος άνθρωπος παρόλη την έκπτωσή του από κάθε ηθική και πνευματική αξία, αναζητεί, ελπίζει, ψάχνει κάτι να βρει ως αποκούμπι, στρέφει τα μάτια του προς τον μοναχισμό και το Άγιον Όρος.
Τα μοναστικά καθιδρύματα είναι ιατρεία πνευματικά, αποτελούν οάσεις στην σύγχρονο έρημο της αθεΐας, του αποπροσανατολισμού, του παραλογισμού.
Οι Ιερές Μονές είναι οι δείκτες που δείχνουν τον Ουρανό, που διασφαλίζουν την πορεία μας προς τον Πατέρα. Ο μακάριος Γέροντας Παΐσιος έλεγε πως αν ο κόσμος επισκεπτόταν περισσότερο τα μοναστήρια και είχαν πνευματικές σχέσεις με μοναχούς, θα έκλειναν πολλά ψυχιατρεία. Σε ένα μοναστήρι κατεργάζεται ο αγιασμός του μοναχού.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη, υψηλότερη κατάσταση από αυτήν της αγιότητος. Αυτήν την αγιότητα έχει ανάγκη σήμερα η ανθρωπότητα και αυτήν μπορεί να βρει στις Ιερές Μονές.
Χριστός Ανέστη!

Share Button