Ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ μένοντας πιστή, παρὰ τὶς ἱστορικὲς περιπέτειές της (ἀραβοκρατία, λατινοκρατία, τουρκοκρατία) στὴν ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ἔγινε μετὰ τὸ σχίσμα ὁ κύριος κατακτητικὸς στόχος τῆς Δύσεως, καὶ κυρίως τῆς Παλαιᾶς Ρώμης.
Ἡ ὑποταγὴ τῆς Ἀνατολῆς, κυρίως μετὰ τὸ σχίσμα, ἐντάχθηκε στὶς βασικὲς προτεραιότητες τοῦ Παπισμοῦ γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀφομοίωση τοῦ τμήματος ἐκείνου τῆς Χριστιανοσύνης, ποὺ μὲ τὸν τρόπο ὑπάρξεώς του ἀναιροῦσε (καὶ ἀναιρεῖ), τὴ δυτικὴ ἀλλοτρίωση. Στὴν ἀσυγκράτητη παπικὴ (ἀργότερα καὶ προτεσταντικὴ) ἐπιβουλὴ ἡ Ἑλληνικὴ Ἀνατολὴ θὰ συνειδητοποιήσει ὅτι τὸ «δυτικὸ ἀπέναντι», μὲ τὸ ὁποῖο ἐπὶ αἰῶνες θὰ ἀντιπαλεύει, εἶναι περισσότερο δυσπολέμητο ἀπὸ τὸ «ἀνατολικό», ἀφοῦ ἀπειλοῦσε ὄχι τὰ σώματα, ἀλλὰ τὴν ἴδια τὴν ψυχή, κατὰ τὸν Πατροκοσμᾶ τὸν Αἰτωλό.
Ἀνάλογα μὲ τὴ στάση τους ἀπέναντι στὴν Ὀρθοδοξία οἱ Ἕλληνες θὰ διαιρεθοῦν, ἀμέσως μετὰ τὸ τελικὸ σχίσμα (1054), σὲ «ἑνωτικοὺς» (φιλοδυτικοὺς) καὶ «ἀνθενωτικοὺς» (ἀντιδυτικούς).
Ἑνωτικοὶ ἦσαν κυρίως οἱ διανοούμενοι καὶ οἱ πολιτικοί. Οἱ πρῶτοι ταυτίζονταν στὶς θεωρητικές τους ἀναζητήσεις μὲ τοὺς δυτικοὺς ὁμοτέχνους τους, ἐνῷ οἱ δεύτεροι ὑπέκυπταν στὴν πολιτικὴ σκοπιμότητα (προσδοκία βοήθειας). Οἱ φιλενωτικοί, δεμένοι ἰδεολογικὰ μὲ τὴ Δύση καὶ πιστεύοντας στὶς ὑποσχέσεις της, ἦσαν πάντα πρόθυμοι νὰ μειοδοτήσουν στὰ θέματα πίστεως. Ἡ δουλικὴ ὅμως στροφὴ πρὸς τὴ Δύση, ὡς μανία ἐκδυτικισμοῦ –ἐξευρωπαϊσμοῦ, συντηρούμενη στὸν χῶρο τῶν διανοουμένων, θὰ κορυφωθεῖ τὸν 18/19ο αἰῶνα μὲ τὸ κῦμα τοῦ ἑλληνικοῦ διαφωτισμοῦ.
Παράλληλα ὅμως μὲ τὴ «μετακενωτικὴ» προσπάθεια τῶν ἑνωτικῶν – εὐρωπαϊστῶν κινήθηκε καὶ ἡ ἴδια ἡ «Δύση» πρὸς τὴν Ἀνατολή, ὄχι μόνο ἀνταποκρινόμενη στὶς προσκλήσεις, ἀλλὰ καὶ σπεύδοντας νὰ καλύψει τὰ ὑπαρκτὰ ἢ καὶ κατασκευαζόμενα κενά. Σ΄ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς δουλείας (Λατινοκρατίας / Ἐνετοκρατίας καὶ Τουρκοκρατίας) πρῶτα οἱ παπικοὶ καὶ μετὰ οἱ προτεσταντικοὶ ἐπεκτατικοὶ μηχανισμοὶ ἀναπτύσσονται στὸν ἱστορικὸ ἑλληνικὸ χῶρο, δημιουργῶντας σφύζουσες δυτικὲς ἑστίες, ἄψογα ὀργανωμένες, ποὺ θὰ λειτουργοῦν ὡς κοινωνικοὶ πνευματικοὶ καταλύτες στὴν ἐμπερίστατη ἑλληνικὴ πραγματικότητα, κατεργαζόμενοι μεθοδευμένα τὸ δυτικότροπο κοινωνικοϊδεολογικὸ μετασχηματισμό της. Ὄχημα τῆς παπικῆς καὶ προτεσταντικῆς προπαγάνδας θὰ εἶναι ἡ ἱεραποστολὴ (mission). Οἱ δυτικοὶ Μισσιονάριοι νόθευσαν τὴν ἔννοια τῆς Χριστιανικῆς «Ἱεραποστολῆς», κάτι κοινὸ στὸ δυτικὸ κόσμο, στὸν ὁποῖο ὁ θρησκευτικὸς χῶρος θὰ συμμετέχει πρόθυμα στὴν ἀποικιοκρατικὴ πολιτική, ὑπηρετῶντας τὰ συμφέροντα τῶν δυτικῶν πολιτικῶν δυνάμεων, στὶς ὁποῖες ἀνήκει καὶ σήμερα ὁ Παπισμὸς (Κράτος Βατικανοῦ).
Η ΠΑΠΙΚΗ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ
Ἤδη ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς Φραγκοκρατίας (1204) τὸ παπικὸ στοιχεῖο εἶχε ἁπλωθεῖ στὶς ἑλληνόφωνες περιοχὲς φθάνοντας σὲ πολλὰ σημεῖα νὰ εἶναι τὸ συμπαγέστερο πληθυσμιακὸ στοιχεῖο (Χίος, Κυκλάδες, Ἑπτάνησα, Κρήτη). Τὴν λατινικὴ ὑπονόμευση στὴν ἑλληνικὴ πραγματικότητα εὐνοοῦσε ἡ προνομιακὴ θέση τῆς λατινικῆς Ἐκκλησίας στὶς φραγκοκρατούμενες ἢ ἐνετοκρατούμενες περιοχές. Ἡ ὅλη προσπάθεια ἐκινεῖτο στὸ πλαίσιο, ποὺ καθόριζαν οἱ ἀκόλουθες ἱστορικὲς σταθερές: ἡ καθολικὴ διαφοροποίηση ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ Ἀνατολή, ἡ ἔντονη προκατάληψη γιὰ τὸ ρωμαίϊκο (ὀρθόδοξο κόσμο), θεμελιωμένη στὴν πολιτικὴ τοῦ Καρλομάγνου καὶ τῶν διαδόχων του, καὶ ὁ ἄσβεστος πόθος γιὰ ὑποταγὴ καὶ ἀπορρόφηση τῆς «βυζαντινῆς» αὐτοκρατορίας (ὁριακοὶ σταθμοὶ: 1204 καὶ 1439). Ἡ στάση τῶν Λατίνων ἔναντι τῶν Ὀρθοδόξων προσδιορίστηκε ἀπὸ τὴ Δ΄ Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ (1215: ἰδεολογικὴ θεμελίωση τῆς Οὐνίας) καὶ τὶς (οὐνιστικὲς) ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας (1439). Ἡ στρατηγικὴ τακτική της Ρώμης συνοψιζόταν στὸ δίπολο: προσηλυτισμὸς (ὑποταγὴ) ἢ διώξεις κάθε εἴδους. Χαρακτηριστικότερη ἐφαρμογή, ἡ περίπτωση τοῦ μαρτυρικοῦ Πατριάρχη Κυρίλλου Λούκαρη.
Στὰ 1622 ἱδρύεται ἡ Sacra Congregatio de Propaganda fide, ὁ πρῶτος στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία μηχανισμὸς ἰδεολογικῆς προπαγάνδας καὶ μεθοδικῆς «πλύσεως ἐγκεφάλου» τῶν μαζῶν (Χρ.Γιανναρᾶς).
Ἡ μεγάλη ἐξόρμηση τῆς Ρώμης ἔγινε τὸ 16ο αἰῶνα. Ἐμπνευστὴς ὁ καρδινάλιος Bellarmino (1542-1621), γνωστὸς διότι ἔριξε τὸν Giordano Bruno στὴ πυρὰ καὶ πρωτοστάτησε στὴν καταδίκη του Γαλιλαίου. Αὐτὸς ὑποστήριξε ἀνοικτὰ καὶ εὐρύτατα τοὺς μισσιοναρίους τῆς Ρώμης.
Πρωτοστατοῦν τὰ μοναχικὰ τάγματα, ποὺ ἀναδεικνύονται σὲ ἀκαταμάχητες μισσιοναριστικὲς δυνάμεις. Ὁ δυτικὸς μηχανισμὸς ἀπὸ τὰ τέλη τῆς πρώτης χιλιετίας ἔχει πιὰ ἀλλοτριωθεῖ χάνοντας τὸν ἀρχαῖο ἀσκητικὸ χαρακτῆρα του. Οἱ μονὲς γίνονται «τάγματα», δυνάμεις δηλαδὴ κρούσεως στὴ διάθεση τοῦ Πάπα. Στὴν Ἀνατολὴ δροῦν Δομινικανοί, Καπουτσίνοι, Φραγκισκανοί, Ἰησουίτες. Πέρα ἀπὸ τὴν προπαγανδιστική τους δράση θὰ ἐπιδοθοῦν καὶ σὲ κυνήγι ἑλληνικῶν χειρογράφων, λεηλατῶντας τὶς ὀρθόδοξες μονές. Βέβαια, τὸ πρόσχημα ἦταν ἡ σωτηρία τῶν Χριστιανῶν τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὸν ἐξισλαμισμό, ἀλλὰ ὁ στόχος αὐτὸς συνδυαζόταν μὲ τὴ μεταστροφὴ στὸ λατινισμὸ καὶ στὸ δικό τους τελικὰ ὄφελος.
Ὁπλισμένοι μὲ τὴν πεῖρα τῶν κοινωνιῶν τους, γνώριζαν καλὰ ὅτι ὁ ἀποτελεσματικότερος τρόπος πραγμάτωσης τῶν σκοπῶν τους ἦταν ὁ δρόμος τῆς παιδείας, καὶ μάλιστα στὸν φυσικό της χῶρο, τὸ σχολεῖο. Γι΄ αὐτό, πέρα ἀπὸ τὴν κηρυκτικὴ δράση, ἀνέπτυξαν ἕνα τεράστιο ἐκπαιδευτικὸ ἔργο. Στὸν τομέα αὐτὸ δραστηριοποιήθηκαν ἰδιαίτερα οἱ Καπουτσίνοι, ἐγκαινιάζοντας μάλιστα πρῶτοι τὴ διδασκαλία τῶν Θηλέων (Κωνσταντινούπολη –Χίος).
Οἱ μισσιονάριοι (λατίνοι καὶ προτεστάντες) ἔδωσαν μεγάλη σημασία στὴν εὐαισθησία τῆς γυναικείας καρδιᾶς στὴν ἀφομοίωση καὶ διάδοση τῆς θρησκείας (Βλ. Β΄ Τιμ.3: 6-7). Ἐξ ἴσου ὅμως ἐκμεταλλεύτηκαν τὸν ρόλο τοῦ γιατροῦ, μόνιμο μέσο ὅλων τῶν προπαγανδῶν σὲ ἀναξιοπαθοῦσες κοινωνίες.
Tὸ 1544 ἱδρύεται τὸ τάγμα τῶν Ἰησουητῶν, ποὺ θὰ ἀναπτύξουν τὴ φοβερότερη προπαγάνδα, ὄχι μόνο στὸν χῶρο τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀλλὰ σ΄ὅλη τὴν ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Τὸν ἀντίκτυπο τῆς ἐδῶ παρουσίας ἐνσαρκώνει ἡ φόρτιση τοῦ ὅρκου «Ἰησουΐτης» στὴ συνείδηση καὶ γλῶσσα τοῦ λαοῦ μας, ἀνάλογη μὲ ἐκείνη τοῦ (ἄλλου δυτικοῦ) ὅρου «μασσόνος»! Τὸ τάγμα αὐτὸ ἀνέλαβε, μάλιστα, τὴν ὑποστήριξη τῆς Οὐνίας (= δούρειος ἵππος τοῦ Παπισμοῦ στὶς ὀρθόδοξες χῶρες).
Ἰησουῖτες μισσιονάριοι ἀνέπτυξαν σημαντικὴ διπλωματικὴ δράση στὴν Κωνσταντινούπολη, καλλίνικο θῦμα τῆς ὁποίας ὑπῆρξε ὁ πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις (1638). Στὰ μέσα τῆς προπαγάνδας τους περιλαμβανόταν στὸ κήρυγμα (στὴ λαϊκὴ γλῶσσα), τὰ σχολεῖα, οἱ ἐντυπωσιακὲς λιτανεῖες. Ὁ Λούκαρις σημειώνει: «…ἐπίασαν τὰ παιδιὰ καὶ μὲ τὸ μέσον τῶν παιδίων κλέπτουσι τὰς γνώμας τῶν πατέρων τους». Ἦταν ἡ κοινὴ μέθοδος ὅλων τῶν μισσιοναρίων: μέσῳ τῶν σχολείων νὰ ἐπιδροῦν στὶς οἰκογένειες τῶν μαθητῶν.
Τὴ θρασύτητά τους δείχνει ἡ ἵδρυση τῆς 1635 παπικῆς σχολῆς στὸ Ἅγιο Ὄρος (Καρυές). Ἦταν, βέβαια αἴτημα τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς Βατοπεδίου Ἰγνατίου (1628). Οἱ ἀντιδράσεις τῶν ἁγιορειτῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ καχυποψία τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν συντέλεσαν στὴ μεταφορὰ τῆς σχολῆς τὸ 1651 στὴ Θεσσαλονίκη. Ἐνδιαφέρει ἰδιαίτερα ὁ στόχος τῶν Ἰησουϊτῶν στὸ Ἅγιο Ὄρος: «Ἄν κερδίσουμε τοὺς μοναχούς του Ἁγίου Ὄρους»- ἔγραφε ὁ Γραμματέας τῆς προπαγάνδας Incoli τὸ 1628 – «θ’ ἀνοίξουμε ἕνα μεγάλο δρόμο πρὸς τὴν ἕνωση τῆς ἐκκλησίας αὐτῆς (=τῆς Ὀρθόδοξης) μὲ τὴ δυτικὴ καὶ αὐτό, γιατί τοὺς μοναχοὺς αὐτοὺς τοὺς ἔχουν σὲ μεγάλη ὑπόληψη οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ πληθυσμοὶ τῆς Ἑλλάδος. Ἀκόμη μερικοὶ βεβαιώνουν, πὼς ἂν ἑνωθεῖ τὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ τὴν ρωμαϊκὴ ἐκκλησία, ἀμέσως ἡ Μοσχοβία θὰ δεχθεῖ τὴν ἕνωση αὐτή, γιατί οἱ μοσχοβίτες τρέφουν μεγάλη ὑπόληψη στοὺς μοναχοὺς αὐτούς…».
Τὰ σχέδια αὐτὰ ἐνίσχυσε σημαντικὰ ἡ ἵδρυση (1577) τοῦ «Ἑλληνικοῦ Κολλεγίου» τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου στὴ Ρώμη. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀποφοίτους του (οὐνίτες) ἄσκησαν φιλοπαπικὴ προπαγάνδα. Ἐπισημότεροι ὑπῆρξαν ὁ Πέτρος Ἀρκούδιος (ὀνομάστηκε «ἑλληνομάστηξ») καὶ ὁ Λέων Ἀλλάτιος. Τὸ ἔργο τῆς παιδείας
προωθοῦσαν οἱ ἐκδόσεις. Στὴν κατεύθυνση αὐτὴ συνέβαλλαν ἐπιφανεῖς Ἕλληνες Οὐνίτες, ὅπως ὁ Νικαίας Βησσαρίων, καρδινάλλιος καὶ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως» ἀπὸ τὸ Μάιο τοῦ 1462. Ἡγήθηκε τῆς οὐνιτικῆς προπαγάνδας, καθιερώνοντας ὑποτροφία γιὰ δεκαέξι Ἕλληνες κληρικοὺς- Οὐνῖτες ποὺ θὰ προωθοῦσαν τὸν ἐνωτισμὸ ἀπὸ θέσεις πρωτοπαπάδων, ἐκκλησιαστικῶν δηλαδὴ ἡγετῶν.
Οἱ παπικοὶ μισσιονάριοι κινοῦνταν ἐλεύθερα, ἔχοντας τὴν προστασία καὶ ὑποστήριξη τῶν πολιτικῶν δυνάμεων τῆς ἐποχῆς. Πρῶτα τῆς Βενετίας. Ἡ Γαλλία εἶχε ὑπὸ τὴν προστασία της τὶς παπικὲς δυνάμεις τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἐνίσχυε μέσῳ τῶν διπλωματικῶν συμφωνιῶν καὶ ἐκπροσώπων της ἀπὸ τὸ 16ο αἰῶνα.
Θὰ ρωτοῦσε, βέβαια, κανείς: τί ἐπεδίωκε ἡ Λατινικὴ Ἐκκλησία μὲ τὴ δράση τῆς προπαγάνδας της στὴν Ἑλληνικὴ Ἀνατολή; Ὁ κύριος στόχος της ἦταν ἡ ὑποταγὴ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ μέσῳ αὐτῆς τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου στὸν Πάπα. Ὁ ἐκλατινισμὸς (ἐκδυτικισμὸς) τῆς Ἀνατολικῆς Χριστιανοσύνης παραμένει ἀπὸ τὸ σχίσμα ὁ μόνιμος σκοπὸς τῆς Ρώμης. Ὁ ἐξουνιτισμὸς δηλαδὴ τῆς Ἀνατολῆς μὲ τὴν παραδοχὴ τοῦ πρωτείου ἐξουσίας τοῦ Πάπα, καὶ τῆς πολιτικῆς τοῦ ἰδιότητας. Ἡ ἐπιβολὴ ἔτσι, τῶν προτάσεων τῆς οὐνιτικῆς συνόδου τῆς Φλωρεντίας (1439) ἦταν μόνιμη ἐπιδίωξη τῶν παπικῶν προπαγανδῶν σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς δουλείας. Ὁ Πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄(1572- 1585), ὁ εἰσηγητὴς τοῦ νέου ἡμερολογίου (1582), καλοῦσε τοὺς Ἕλληνες σὲ ὑποταγὴ στὴ Ρώμη. Τὸ «θεολογικὸ» ἐπιχείρημά του: ἡ δουλεία ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἀπόσχισης ἀπὸ τὸν Πάπα! Στὶς φραγκοκρατούμενες περιοχὲς ἀσκοῦσαν βία μὲ ποικίλα μέσα: διαρπαγὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ἱερῶν λειψάνων, ἀπαίτηση τῆς χειροτονίας τῶν ὀρθοδόξων κληρικῶν (ἀνεκπλήρωτη), προσπάθεια εἰσαγωγῆς τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως καὶ τοῦ γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου, χορήγηση ἀδείας γιὰ τὸ κύρηγμα, συνεχεῖς ταπεινώσεις τοῦ ὀρθόδοξου κλήρου, ἀναγκαστικὴ συμμετοχὴ στὶς ἑορτὲς τῶν Λατίνων (communication in sacris). Οἱ διαθρυλλούμενες ἀπὸ λατίνους καὶ φιλενωτικοὺς δῆθεν φιλικὲς σχέσεις Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν στὰ χρόνια της δουλείας ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα πίεσης καὶ ἀνάγκης.
Ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1821 βρῆκε τὸ παπικὸ στοιχεῖο καλὰ ὀργανωμένο σ’ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς κοινωνικῆς ζωῆς.
Η ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΗΣ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑΣ
Ἡ προσπάθεια τῆς Μεταρρύθμισης στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ (16ος αἰῶνας) ἐπιδιώχθηκε μὲ τὴ σύναψη φιλικῶν σχέσεων στὴν κορυφὴ (διάλογος μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ποὺ ἦταν καὶ Ἐθναρχικὸ Κέντρο) γιὰ τὴν ἀπόκρουση τῆς Ρώμης (Πάπα). Δὲν ἔλειψε ὅμως καὶ ἡ προσπάθεια ἐκπροτεσταντισμοῦ τῆς Ἀνατολῆς ἐκ μέρους τῶν Καλβινιστῶν, τόσο στὴν κορυφή, ὅσο καὶ στὴ λαϊκὴ βάση. Τὰ μέσα: ἵδρυση σχολείων ὑπὸ τὴ διεύθυνσή τους, ἀπόσπαση Ὁμολογίας πίστεως καλβινικῆς (τραγικὴ ὑπόθεση Κυρίλλου Λούκαρη) καὶ μετάφραση τῆς Ἁγίας Γραφῆς μὲ τὴν ἔγκριση τοῦ Πατριάρχη.
Ἡ Κωνσταντινούπολη ἔγινε τὸν 17ο αἰώνα πεδίο σφοδρῆς σύγκρουσης Παπισμοῦ καὶ Προτεσταντισμοῦ στὸν χῶρο τῆς διπλωματίας, γιὰ νὰ κερδιθεῖ τὸ ρωμαίϊκο (ὀρθόδοξο) στοιχεῖο. Οἱ συνέπειες γιὰ τὴν Ἐθναρχία καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἦταν καταστροφικές, διότι αὐτὴ ἐκπλήρωνε τὶς δυτικὲς δολοπλοκίες καὶ τὶς ἐκρήξεις τῆς Πύλης. Ἐκτελέσεις πατριαρχῶν, ἀλλοξοπατριαρχίες, διωγμοὶ ἐπισήμων Ρωμηῶν, ἀνασφάλεια λόγῳ τῆς μόνιμης καχυποψίας τῆς Πύλης. Ἡ τραγικότερη ὅμως συνέπεια γιὰ τὸ ἑλληνικὸ στοιχεῖο ἦταν ἀναμφίβολα ἡ διάσπαση τῆς ἑνότητάς του, ποὺ ἐπιδείνωνε ἀκόμη περισσότερο τὴν πάντοτε σοβοῦσα ἀντίθεση ἑνωτικῶν –ἀνθενωτικῶν. Σ’ ὅλους τους χώρους καὶ τὰ ἐπίπεδα τοῦ ἑλληνικοῦ βίου ὑπεισέρχεται καὶ ἡ διαίρεση σὲ φιλοπαπικοὺς καὶ φιλοπροτεστάντες. Ἡ προσπάθεια ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῆς μιᾶς πλευρᾶς ὁδηγοῦσε νομοτελειακὰ στὴν προσχώρηση στὴν ἄλλη. Ἡ διαπάλη αὐτὴ δὲν ὁδήγησε μόνο στὴ σύγχυση τῶν συνειδήσεων, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐνίσχυση τοῦ διχασμοῦ, ποὺ θὰ ἀποτελεῖ ἔκτοτε μόνιμο σκόλοπα στὸ σῶμα τοῦ Γένους.
Ἡ δράση ὅμως τῶν Προτεσταντῶν στὴν «καθ΄ἡμᾶς Ἀνατολὴ» θὰ κορυφωθεῖ οὐσιαστικὰ τὸ 19ο αἰῶνα, μὲ τὴν ὑποστήριξη τῶν δυτικῶν δυνάμεων καὶ μάλιστα τῆς Ἀγγλίας. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ αἰῶνα (τέλος ναπολεόντειων πολέμων – ἀποκατάσταση τῆς τάξης στὴ Μεσόγειο) σημειώθηκε μεγάλη κίνηση προτεσταντικοῦ στοιχείου (μισσιοναρίων), μὲ σκοπὸ τὸν ἐκπροτεσταντισμὸ τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς. Αὐτὸ ὅμως σήμαινε ταυτόχρονα πρόσδεσή της στὸ δυτικὸ πολιτικὸ ἅρμα, κυρίως τῆς τότε κοσμοκράτειρας Βρετανίας. Ὁ ἐκδυτικισμὸς τῆς Ἀνατολῆς ἦταν ὁ στόχος, ἐπιδιωκόμενος καὶ μὲ τὸ μέσο τῆς ἱεραποστολῆς (δημιουργία φιλικοῦ κλίματος καὶ δεσμῶν κάθε εἴδους, κυρίως δὲ δουλικότητα ἀπὸ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴν προσφερόμενη βοήθεια καὶ προστασία).
ΤΕΛΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
Ἀναφερόμενος ὁ Κύριλλος Λούκαρις στὶς ἐπιτυχίες τῶν Ἰησουϊτῶν, ἐπισημαίνει ὅτι «ἔσυραν τοὺς ἥμισυ παπάδες καὶ χριστιανοὺς εἰς τὴν γνώμην των». Ἡ ἀλλοίωση τῶν κριτηρίων καὶ ἡ ἀδρανοποίηση τῶν ἀντανακλαστικῶν ἦταν ἐνίοτε ἐξουθενωτική. Περιστασιακὴ μυστηριακὴ διακοινωνία (Intercommunio), ἀλλαξοπιστίες (ὄχι μαζικές), ἀποδοχὴ καὶ ἐνίσχυση τῶν δυτικῶν στόχων. Οἱ μισσιονάριοι στηρίχθηκαν πάντα στοὺς φίλους τους Ρωμηοὺς καὶ στὶς ἐνδορθόδοξες διενέξεις.
Ἡ ἐπιτυχία τῆς δράσης ὅμως τῶν μισσιονάριων ἦταν ἐνίοτε καρπὸς τῆς ἀνεκτικότητας ἢ καὶ ἀβελτηρίας τῆς ἑλληνικῆς πνευματικῆς ἡγεσίας (κλήρου). Ἐπίσκοποι, μειωμένων ἠθικῶν ἀντιστάσεων καὶ προσόντων, ἐπέτρεπαν σὲ μισσιονάριους νὰ λειτουργοῦν σὲ ὀρθόδοξους ναούς, νὰ κηρύττουν καὶ νὰ ἐξομολογοῦν.
Τὰ ἐσωτερικὰ πάθη – ἀκόμη – λαοῦ καὶ ἡγεσίας (ἀμάθεια, πλεονεξία, δεισιδαιμονίες, ἠθικὲς ἐκτροπὲς, ἀμέλεια καὶ ἀδιαφορία κ.ἄ.) ἢ καὶ τὰ ὑπάρχοντα κενὰ (π.χ. στὴν παιδεία) εὐνοοῦσαν τὴ μισσιοναριστικὴ δράση.
Δὲν ἔλειψε ὅμως καὶ ἡ ἀντίδραση, στὸ βαθμὸ φυσικὰ ποὺ ἦταν δυνατὴ καὶ ἀποτελεσματικὴ λόγῳ τῆς ξένης κυριαρχίας. Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀμύνθηκε μὲ ἐξάρχους, ἱεροκήρυκες καὶ κληρικοὺς ἢ μοναχοὺς στὴ διείσδυση τῶν ξένων. Ἡ ἀπόφαση μάλιστα, γιὰ τὴ χρήση λαϊκῆς γλώσσας στὸ κήρυγμα ἦταν τὸ τολμηρότερο, ἀλλὰ καὶ δραστικότερο, μέτρο στὴν ἀντιμετώπιση τῆς δυτικῆς προπαγάνδας, ποὺ μετέδιδε τὰ μηνύματά της μὲ τὴ λαϊκὴ (προφορικὴ καὶ γραπτὴ) γλώσσα. «Σὲ μία ἐποχή, ὅπου στὴ Δύση ὁ Γαλιλαῖος διώκεται, καταδικάζεται καὶ φυλακίζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Πόλης συσταίνει σχολεῖα, τυπογραφεῖο, εὐνοεῖ τὴ μετάφραση τῶν Γραφῶν, χρησιμοποιεῖ τὴ λαϊκὴ γλῶσσα, γιὰ νὰ φωτίσει τὸ ποίμνιο» (Κ. Δημαρᾶς). Οἱ θεολόγοι, ἐξ ἄλλου, λαϊκοί, μοναχοὶ καὶ κληρικοί, μὲ τὴ συγγραφική τους δράση ἐνίσχυσαν τὴν ἄμυνα τῆς Ἐθναρχίας. Συμπαγέστερη ὅμως καὶ δυναμικότερη ἦταν ἡ ἀντίδραση τῶν λαϊκῶν στρωμάτων. Ἐδῶ πρέπει νὰ ἐξαρθεῖ καὶ ἡ ἀφομοιωτικὴ δύναμη τῶν Ἑλληνίδων στὶς περιπτώσεις μεικτῶν γάμων. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα οἱ Τυπάλδοι τῆς Κεφαλλονιᾶς (14ος αἰῶνας κ.ἑ.) ποὺ ἀπὸ τὶς ἑλληνίδες συζύγους τους ἔγιναν ὀρθόδοξοι παπικοὶ καὶ μέσῳ τῆς Ὀρθοδοξίας Ἕλληνες. Στὴν παράδοση τοῦ Γένους μας πάντα ἡ γυναῖκα σώζει τὴν πίστη. Μεγάλη, τέλος, βοήθεια στὴν Ἑλληνικότητα καὶ Ὀρθοδοξία προσέφεραν οἱ συγκρούσεις Παπικῶν καὶ Προτεσταντῶν στὸ ἔδαφός μας, κάτι ὅμως ποὺ παύει νὰ ἰσχύει μὲ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπὸ τὸν 19ο αἰῶνα.
Ἀπὸ τὰ παραπάνω γίνεται ἀντιληπτό, γιατί ἡ ἐπιβίωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὴ δουλεία δὲν ἐκπλήσσει τόσο, ὅσο ἡ διάσωση τῆς πνευματικῆς συνέχειάς του. Μποροῦμε νὰ μιλοῦμε γιὰ θαῦμα, ποὺ μὲ τὴ χάρη τοῦ θεοῦ πραγματοποίησε τὸ Γένος. Τὰ ἀνεξάντλητα ψυχικὰ ἀποθέματά του φάνηκαν στὴν Ἐπανάσταση τοῦ ΄21 καὶ τὴν ἐθνικὴ παλιγγενεσία. Ἡ ἀπογοήτευση ὅμως ἦλθε μὲ τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος (μετὰ τὸ 1833!), στὸ ὁποῖο ἡ ἐπιβουλευόμενη τὸ Γένος Δύση θὰ ἀποβεῖ «καθολική του μητρόπολη» (Κ.Μοσκὼφ). Αὐτὸ θὰ ἐκφράζει τὸ παράπονο τοῦ Μακρυγιάννη: «Ἂν μᾶς ἔλεγε κανένας αὐτήνη τὴ λευτεριὰ, ὅπου γευόμαστε, θὰ περικαλούσαμε τὸν Θεὸν νὰ μᾶς ἀφήσει εἰς τοὺς Τούρκους ἄλλα τόσα χρόνια…..»
Καὶ αὐτό, γιατί; Διότι ὅλοι οἱ κυβερνῶντες τὴν Ἑλλάδφα, πλὴν τοῦ Καποδίστρια, ἐλάχιστη ἢ μηδενικὴ σχέση εἶχαν (ἔχουν) μὲ τὴν ἑλληνορθόδοξή μας παράδοση. Ἀρχικά μας κυβέρνησαν οἱ τοποτηρητὲς τῶν ξένων, ὥσπου νὰ καταντήσουν καὶ αὐτοὶ ξένοι. Γι’ αὐτὸ δὲν θὰ παύσω νὰ ἐπαναλαμβάνω: θέλω νὰ εἶμαι Ἕλληνας – Ὀρθόδοξος στὴν Εὐρώπη καὶ ὄχι Εὐρωπαῖος στὴν Ἑλλάδα!
Πηγή Ενωμένη Ρωμηοσύνη