Ομιλία 130, Περί Νοεράς Προσευχής 4η
22.3.2005
Ένας περιπλανώμενος εξόριστος ιερεύς, κάνοντας τον τσαγκάρη στα φοβερά εκείνα χρόνια των τρομακτικών διωγμών στη Ρωσία, από το 1918 έως το 1925, μας δίδει μέσα από κάποιες γραπτές σημειώσεις του σε ένα πρόχειρο ημερολόγιο, κάποια βιώματα, όντως φοβερά και ανήκουστα ανοσιουργήματα. Γράφει και διηγείται ο ίδιος τα εξής:
Θα σας τα διαβάσω όπως τα γράφει.
Με έφεραν στη μικρή παραποτάμια πόλη, στο σπίτι ενός τσαγκάρη, του Σάββα Γρηγόριεβετς. Άρχισα να μαθαίνω την τέχνη του παπουτσή. Ο Σάββας, όμως, ήταν πιστός άνθρωπος. Καθόμασταν τα βράδια κάτω από μια φλαμουριά και μελετούσαμε την Αγία Γραφή, συζητούσαμε πνευματικά, προσευχόμασταν. Ήταν ο Σάββας ένας λεβεντόκορμος γέροντας, με φωτεινή, καθαρή ψυχή. Κρατούσε από σόι παραδοσιακό, καθαρά Ορθόδοξο. Με τη ζωή του λες και ζωγράφιζε την εικόνα του Χριστού. Τα Σάββατα και τις Κυριακές έρχονταν οι συγγενείς του και άλλοι ευσεβείς άνθρωποι, τελούσαμε κρυφά τη Θεία Λειτουργία, στα πίσω δωμάτια.
(Εδώ τη Θεία Λειτουργία την έχουμε ελεύθερη τώρα.)
Οι χριστιανοί έμαθαν για μένα. Μου έφερναν κρυφά τα παιδιά τους, τα βρέφη τους, για να τα βαφτίσω. Μου ζητούσανε να τους εξομολογήσω, να τους κοινωνήσω, να τους παντρέψω εκκλησιαστικά. Η πόλη δεν είχε πλέον ιερείς. Πριν έρθω εδώ, ως τσαγκάρης εξόριστος, τους είχαν εξαφανίσει όλους. Άλλους, βέβαια, τους είχαν εξορίσει στο Σολόφκ, και άλλους τους θανάτωσαν μετά από φρικτά βασανιστήρια. Όρμισαν σε έναν ιερέα την ώρα που κρατούσε το Άγιο Ποτήριο. Έχυσαν στο πάτωμα το Αίμα του Χριστού. Το λειτουργό τον έβγαλαν έξω με τα άμφια μαζί, έξω από την εκκλησία, και τον κρέμασαν στην πλατεία σε έναν ηλεκτρικό στύλο. Στο χωριό Ντουμπλάχ τον πατέρα Δημήτριο, συμμαθητή μου στην ιερατική σχολή, τον τύφλωσαν με τις λόγχες. Βαρύς ο Σταυρός της αμαρτίας, που έχει φορτωθεί όχι ο αμαρτωλός, γιατί ο αμαρτωλός μετανοεί, αλλά ο θεομάχος και ο πολέμιος της Ορθοδόξου πίστεως.
Κάποια νύκτα σε ένα καλύβι έγινα μάρτυρας μιας άγριας Ρωσικής κραιπάλης. Πέντε άνδρες του κόκκινου στρατού, μαζί με τον σπιτονοικοκύρη, τον ψαρά Συμεών, και τον καμπούρη Γιώτη Πέτρο, έφτιαχναν παράνομο πιοτό. Το ξέρω πως πρέπει να είχα φύγει από εκεί αλλά έμεινα. Γιατί από το μεθύσι και την αμαρτία του Ρώσου, που έχει πάντα μέσα του κάτι το μελαγχολικό, μπορεί κανείς να βγάλει πολλά χρήσιμα συμπεράσματα. Τότε η ψυχή αποκαλύπτεται. Και σ’ αυτές τις θανάσιμες ώρες του χρειάζεται η παρηγοριά του Θεού από τον Ορθόδοξο ιερέα.
(Και μεις τον στήνουμε τον παπά στα έξι μέτρα.)
Οι στρατιώτες ήταν γεροδεμένοι, στρογγυλοπρόσωποι. Με πλακουτσωτές τις μύτες. Όσο τους έβλεπα ξεμέθυστους και νηφάλιους τους καμάρωνα και συλλογιζόμουν. Τι καλά που θάταν αν δούλευαν παραγωγικά για την πατρίδα μας και τον λαό μας, αν καλλιεργούσαν τα χωράφια, αν θέριζαν το στάρι; Τα λόγια τους ήταν, όμως, σκληρά, άρχισαν να φτύνουν και να βλαστημάνε. Με είδαν σε μια γωνιά, «ποιος είναι αυτός;» και ένας με έφτυσε αηδιαστικά. Περιπλανώμενος τσαγκάρης, απεκρίθηκε ο Συμεών.
– Ε, τότε φτιάξε μου τις μπότες, πετάχτηκε ένας άλλος.
– Θα σε πληρώσω, μη φοβάσαι.
Καταπιάστηκα με τη δουλειά. Εκείνοι κάθισαν και άρχισαν να πίνουν. Θέλησαν να με κεράσουν. Ήπια ένα ποτήρι αλλά μου προσέφεραν και δεύτερο. Για να το αποφύγω, δικαιολογήθηκα.
– Όχι άλλο, παιδιά, η καρδιά μου είναι αδύνατη.
Και τότε εκείνοι, σαν μικρά παιδιά, άρχισαν να περιγράφουν αναιδέστατα τους ηρωισμούς των. Πολλές και φοβερές ιστορίες διηγήθηκαν. Αλλά μια από όλες αυτές με συνεταραξε έως θανάτου. “Περίλυπος εγένετο η ψυχή μου έως θανάτου”, είπε και ο Κύριος, γονατιστός στον κήπο της Γεθσημανή. Ακούστε τι έγινε:
– Ε, τι είναι αυτά που είπαμε ως τώρα, λέει κάποιος. Μείς κάναμε πιο πιαστρικές δουλειές που ούτε στον ύπνο σας δεν τις έχετε δει.
Μιλούσε ένας μικροσωμος νεαρός με κόκκινα στρογγυλά φρύδια. Και η φωνή του ήτο τσιριχτή και διαπεραστική.
– Θυμάσαι πως κοινωνήσαμε τους ηλίθιους τους χωρικούς με σαμογόν;
(Το σαμογόν είναι βότκα οικιακής κατασκευής με πολύ δυνατή και βαριά μυρουδιά.)
– Σώπα καλύτερα, κατσούφιασε ο άλλος.
– Σκάσε βρε, φώναξε άλλος.
Αυτός, όμως, είχε πάρει φόρα.
– Δεν είναι καιρός που έγινε, λέει. Είχαμε φτάσει σε ένα κεφαλοχώρι. Η εκκλησία ήταν ήδη κλειστή και σφραγισμένη. Τον παπά τον καψαλίσανε σαν γουρουνόπουλο πάνω στην φωτιά και έπειτα του χώσανε στο λαρύγγι έναν αναμμένο δαυλό. Ναι, λοιπόν. Αρχηγός μας, τότε, ήτανε ο Παύλος, λέει εδώ Νιντουγκομίμποβιτς, δεν μπορώ να τα βγάλω τα Ρωσικά. Κεφάλας και φαφλατάς, τέλος πάντων, να όμως που σπούδαζε κάποτε σε ιερατική σχολή … Ακούς εκεί, παπάς ήθελε να γίνει. Και άρχισαν τα γέλια. Σε μια στιγμή, λοιπόν, εκεί που του γλεντούσαμε, σηκώνεται αυτός ο Παύλος και λέει με την βροντερή του φωνή «Σύντροφοι, θέλετε να κάνουμε μια φάρσα στους βλάκες αυτούς χωρικούς;» Και έδειχνε τα δόντια του σαν πεινασμένος λύκος. Και τα φλογισμένα του μάτια, ω, πόσο φοβερά ήταν.
– Μα γιατί τα λες τώρα, τον έκοψε πάλι με οργή ο μαλλιαρός.
– Πάψε. Λοιπόν, θέλετε, λέει, να κάνω τη φάρσα;
Εμείς βέβαια ρωτήσαμε τι φάρσα εννοούσε.
– Να, βρόντηξε ο Παύλος τη γροθιά του στο τραπέζι, αύριο θα λειτουργήσω στην εκκλησία και θα κοινωνήσω το λαό του χωριού με σαμογόν.
Εμείς χλωμιάσαμε απ’ την ταραχή και τον φόβο. Αλλά μετά το γλέντι, αφού σκορπίσαμε, τα είχαμε ξεχάσει, ή μάλλον αδιαφορήσαμε, αφού η θρησκεία είναι το όπιον του λαού. Αφού ο Θεός δεν υπάρχει πουθενά, τι μας νοιάζει;
– «Φτύστε τα βρε!»
(Σας τα διαβάζω, όπως τα γράφει.)
Την άλλη μέρα, γύρω στις δέκα, ένας δικός μας χτύπησε την καμπάνα. Όλο το χωριό σηκώθηκε στο πόδι.
– Καμπάνα; απορούν, τι συμβαίνει;.
Τους ανακοινώσαμε ότι η κρατική εξουσία, δείχνοντας κατανόηση στα λαϊκά αιτήματα, απεφάσισε να επιτρέψει την ελεύθερη τέλεση της δημόσιας λατρείας. Γι’ αυτό έστειλε ακόμα και ιερέα. Οι χωρικοί άρχισαν να πανηγυρίζουν. Κίνησαν ομαδικά για την εκκλησία. Ήσαν δακρυσμένοι απ’ τη χαρά. Πέσανε πάνω στις εικόνες και τις φιλούσανε με λαχτάρα. Τις στολίζανε με λουλούδια. Τις ξεσκονίζανε. Ο Παύλος έβαλε τα ιερατικά άμφια και έγινε και μια αυτοσχέδια χορωδία, βρέθηκε και ένας γέρος νεωκόρος και τέτοια λειτουργία έγινε, που όλοι μέσα στην εκκλησία κλαίγανε με λυγμούς.
Όσο διηγόταν ο νεαρός, το μαλλιαρό παλικάρι, του έριχνε οργισμένες ματιές.
– Πάψε, κάθαρμα.
Μεσολάβησε μικρή σιωπή.
– Και, λοιπόν, τι έγινε; Κοινώνησε τους χωριάτες; ρώτησε ψιθυριστά ο καμπούρης γιος του Συμεών.
– Ναι, τους κοινώνησε, είπε.
Και συνέχισε πιο χαμηλόφωνα.
Τους κοινώνησε και ύστερα βγήκε για να κάνει κήρυγμα.
– Τι έγινε τότε;
– Άρχισε να βλαστημάει και να βρίζει το Χριστό, την Παναγία, τους Αγίους. Εγώ, απ’ την τρομάρα μου, είχα κολλήσει στο πάτωμα και είχα κοκαλώσει.
– Και ο λαός; Τι έγινε με το λαό;
Και κείνος δεν ήξερε. Δεν μπορούσε να συνεχίσει.
– Αν δεν μπορείς, λέει, μη συνεχίζεις.
– Όχι, πρέπει να το τελειώσω. Δεν μπορώ να μην τα πω όλα. Ο λαός… έχετε δει πώς η θύελλα σηκώνει τις σκεπές, πως ξεριζώνει τα δένδρα και τα σπίτια, πως ξεριζώνει τα βράχια και τα συντρίβει; Έτσι έκαναν και αυτοί στον Παύλο. Τον σήκωσαν, τον πέταξαν κάτω και άρχισαν να τον χτυπάνε, κραυγάζοντας αγανακτισμένα. Να τον χτυπάνε με τις μπότες, με τις γροθιές, με τα κηροπήγια. Να τον χτυπάνε στο κεφάλι, στο στήθος, στην κοιλιά. Χύθηκαν τα μυαλά του, τα σωθικά του, τα έντερά του. Κι όλες οι εικόνες γύρω πιτσιλίστηκαν με το αίμα του.
– Λοιπόν, μετά τι έγινε; Μετά, μετά, μετά;
– Δεν σου φτάνουν όσα άκουσες;
– Ρωτάς τι έγινε; είπε ένας άλλος.
– Κάλεσαν ένα απόσπασμα και άρχισαν με τα πολυβόλα και σκοτώσανε καμιά πενηνταριά χωρίς να λογαριάσουμε όλους τους άλλους που τραυματίστηκαν. Ύστερα μιλήσανε για στάση και εξέγερση ενάντια στη νόμιμη εξουσία.
Δεν ήθελε πια κανένας να μιλήσει. Κάθισαν πολλή ώρα αμίλητοι και σκυθρωποί. Ύστερα άρχισαν να φεύγουν ένας ένας. Τις μπότες δεν κατόρθωσα να τις διορθώσω. Από ένα λεπτότατο νήμα αράχνης κρατιόταν το μυαλό μου. Λίγα ακόμα και θα το έχανα. Όλα αυτά σας τα διάβασα από το βιβλίο «Οδοιπορικό Ραβδί», εκδόσεις Παρακλήτου, Ωροπός Αττικής 1999, Έκδοσις 9η.
Έτσι και σήμερα, και τώρα και στις ημέρες μας, αρκετοί από τους λεγομένους νεωτεριστάς, αλλά άθεους, και δεδηλωμένους απίστους, είναι και θεομάχοι. Έτσι έχοντας στα χέρια τους τα μεγάλα τεχνητά μέσα ενημέρωσης και με ακροαματικότητα χλιαρών χριστιανών, αιρετικών, δωδεκαθεϊστών και δεν ξέρω ποιων άλλων, διογκώνουν την πραγματικότητα, κάνουν τον ψήλο καμήλα, και με την καθημερινή επιτηδευμένη παραπληροφόρηση θεομαχούν κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Σκοπός τους δεν είναι η αλήθεια, αλλά πώς να σπιλώσουν συνειδήσεις, να τις καταρρακώσουν πανελλαδικώς, κλονίζοντας και κολάζοντας αδύνατες ψυχούλες. Ο Θεός, όμως, δεν εμπαίζεται. «Θεός ου μηκτυρίζεται» λέγει η Αγία Γραφή.
Δε λέγω ότι δεν γίνονται λάθη, δε λέγω ότι δεν υπάρχουν και επίορκοι, αλλ’ όμως όλοι μας είμεθα αμαρτωλοί. Και ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω. Και δεν είμεθα αναμάρτητοι. Και για τους αμαρτωλούς υπάρχουν πολλοί τρόποι διορθώσεως. Αν τους ψάξουμε, θα τους βρούμε. Και τότε πολλά μπορούν να διορθωθούν χωρίς να κλονίζονται οι συνειδήσεις των ανθρώπων.
Ύστερα από το συνταρακτικό γεγονός της ψευτολειτουργίας, και της θεομπαιξίας των αθέων Ρώσων στρατιωτών του 1918, και την δίκαιη αλλά φρικιαστική αντίδραση των αγανακτισμένων χωρικών, επανερχόμεθα στο θέμα μας που είναι η αγία μας προσευχή που είναι το “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. Η νοερά προσευχή, η καρδιακή προσευχή, η καρδιακή ησυχία.
Η προφορική μας ευχή, το “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με” δεν πρέπει να είναι ποτέ ξερό. Ούτε πολύ περισσότερο αφηρημένο. Γιατί βρίσκεται μπροστά μας και ενώπιόν μας ο Κύριος. Όπως δεν είμαστε αφηρημένοι μπροστά στον πνευματικό, έτσι δεν πρέπει να είμαστε, και πολύ περισσότερο, όταν κάνουμε προσευχή. Σιγά σιγά πρέπει να συγκεντρώνουμε το νου μας στις λέξεις που λέμε, που είναι λίγες, ελάχιστες, πέντε είναι όλες και όλες, «Κύριε» «Ιησού» «Χριστέ» «ελέησον» «με», πέντε είναι οι λεξούλες, για να αρχίσει, αυτός ο τρόπος να αποδίδει και καρπούς.
Όσο πιο θερμή και πιο δυνατή είναι η προσευχή μας, τόσο και τα αποτελέσματα είναι πιο θεαματικά. Και πιο θεάρεστα, και στο Θεό, και πιο ωφέλιμα για την ψυχή μας.
Η προσευχή είναι η πνευματική επικοινωνία και ένωσις μετά του Ιησού Χριστού. «Ο μένων εν εμοί, καγώ εν αυτώ, ούτως φέρει καρπόν πολύν». Λατρεύουμε το Θεό που έγινε άνθρωπος στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού και τον λατρεύουμε γιατί είναι ο Σωτήρας μας, ο αληθινός Θεός.
Είναι ο πλάστης μας, είναι ο δημιουργός μας.
Είναι ο Κύριος ο Θεός ημών και Σωτήρ.
Και Τον φωνάζουμε, και Τον παρακαλούμε, να μας ελεήσει και να μας σώσει και λέμε και ξαναλέμε
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς.
Ιησού, Υιέ Δαυΐδ, ελέησόν με τον αμαρτωλό ή «την αμαρτωλή».
Και πολλές φορές ζητάμε και την βοήθεια της Παναγίας Μητέρας Του, που Τον γέννησε εκ Πνεύματος Αγίου ως τέλειον άνθρωπον, ενώ ήτο και τέλειος Θεός, δηλαδή ο Θεάνθρωπος Κύριος. Και την παρακαλούμε να μας βοηθήσει και Αυτή, λέγοντας συνεχώς
«Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθει μοι».
Ή το άλλο πιο συχνά που Τη ζητάμε να μας σώσει με τις πρεσβείες της και τις μεσιτείες της προς τον Υιόν της και Θεόν ημών.
Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς, – το λέμε και στη Θεία Λειτουργία. Ή
Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον με.
Έχουμε μια προσωπική μαρτυρία, της αείμνηστης γερόντισσας Μακρίνας, μοναχής, από την Πορταριά του Βόλου, που την διηγείτο τακτικά. Την άκουσα και γω, προσωπικά, παρουσία και άλλων χριστιανών.
Μια νεαρά σχετικώς κυρία, είχε υποστεί κάποιο εγκεφαλικό επεισόδιο με αποτέλεσμα να παραλύσει τελείως από τη μέση και κάτω, έμεινε παράλυτη από τη μέση και κάτω, και ελαφρά από τη δεξιά της πλευρά. Το μυαλό της, όμως, και η ομιλία της δεν πειράχτηκαν καθόλου. Από τη γερόντισσα Μακρίνα, αυτή η συγκεκριμένη κυρία είχε μάθει, πριν από τέσσερα – πέντε χρόνια, την ευχή και επικαλείτο συνεχώς, όχι μόνο το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, αλλά και της Υπεραγίας Θεοτόκου. Έτσι, κατάκοιτη και ακίνητη, όπως ήταν, με το ελεύθερο αριστερό της χέρι, έκαμε συνέχεια κομποσχοίνι στο όνομα της Παναγίας, λέγοντας και φωνάζοντας με πόνο και θέρμη
«Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθει μοι».
«Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον με».
«Παναγία μου, σώσε με, είμαι αμαρτωλή».
Ύστερα από αρκετές ημέρες συνεχών επικλήσεων, ω του θαύματος θα ανακράζαμε όλοι μαζί, παρουσιάστηκε ένα βράδυ την ώρα που ήτο ξυπνητή, και απευθυνόταν προς την Παναγία με το κομποσχοινάκι της, παρουσιάστηκε Εκείνη ολόλαμπρη μπροστά της. Φωτεινή σαν τον ήλιο. Και είχε τέτοια ομορφιά που θαμπώθηκε, όχι μόνον από την θεϊκή ακτινοβολία της, αλλά και από την απερίγραπτη ωραιότητά της. Το ανάστημά της ήτο μεγαλοπρεπέστατο, ουράνιο και ακατάληπτο. Ενώ πίσω της εφαίνοντο πολύ καθαρά ένα πλήθος από τάγματα αγγέλων και αρχαγγέλων. Ταυτόχρονα είχε την ορατή αίσθηση ότι με τη θεία της παρουσία η Παναγία σκέπαζε ολόκληρο τον κόσμο.
Και μέσα στο ιερό δέος της, τον θαυμασμό και την κατάπληξή της, άκουσε την ουράνια φωνή Της να την ρωτάει.
– Τι θέλεις να σου κάνω, Μαρία, παιδί μου; – Μαρία την λέγανε.
Και η άρρωστη αλλά η ευλαβής εκείνη χριστιανή, χωρίς δισταγμό, Της απάντησε:
– Θέλω να γυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο, γιατί είμαι παράλυτη απ’ τη μέση και κάτω, και δεν μπορώ. Κουράστηκε η πλάτη μου απ’ την ακινησία. Ιδιαιτέρως, όμως, θέλω να σωθώ. Τη σωτηρία μου ποθώ, γι’ αυτό και Σε φωνάζω.
Και η Υπεραγία Θεοτόκος, η γλυκυτάτη Παναγία μας, που συμπονάει με τους πόνους μας και τα βάσανά μας, της απάντησε:
– Αυτά θα σου τα δώσω. Και, γι’ αυτό ήλθα, επειδή με φωνάζεις κάθε μέρα, απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. Γιατί θέλω να με φωνάζετε! Να με φωνάζετε συνεχώς. Και γω ακούω και έρχομαι. Θέλω να με φωνάζεις, της είπε. Θέλω να με φωνάζετε όλοι σας, όλοι οι χριστιανοί, αυτό εννοούσε τώρα.
Πλημμύρισε, όχι μόνον το δωμάτιο από την υπέρλαμπρη φωτοχυσία της, και το ουράνιο άρωμά της, αλλά και ολόκληρο το σπίτι της. Όλα τα μέλη της οικογένειάς της, κατά την μαρτυρία της αείμνηστης γερόντισσας, έζησαν αυτό το ολοζώντανο θαύμα. Η δε ουράνια αυτή ευωδία παρέμεινε διάχυτη για μέρες μέσα στο σπίτι, και ιδιαίτερα στο δωμάτιο της άρρωστης. Το πρόσωπο της Μαρίας έλαμπε από την πολλή χάρη που έλαβε. Και όχι μόνον άρχιζε να κινεί το σώμα της, και να γυρίζει πλευρό με ευκολία, αλλά σε λίγες μέρες έγινε τελείως καλά και σηκώθηκε υγιεστάτη.
Εγώ όμως δεν θα μείνω στο καταπληκτικό αυτό θαύμα της θείας παρουσίας της Υπεραγίας Θεοτόκου, ούτε στο θαύμα της θεραπείας της άρρωστης. Αλλά θα παραμείνω σ’ αυτά που είπε η Παναγία μας, η Μητέρα όλων μας. Τι είπε; «Θέλω να με φωνάζετε». «Θέλω να με επικαλείσθε. Και ’γω ακούω και έρχομαι. Θέλω να με φωνάζετε. » «Υπεραγία Θεοτόκε βοήθησέ με»,
«Υπεραγία Θεοτόκε σώσε με»,
«Υπεραγία Θεοτόκε σώσε το παιδί μου»,
και ό,τι άλλο νομίζετε ότι μπορείτε να φωνάξτε απ’ το βάθος της καρδιάς σας, αυτό που μας πονάει συνήθως περισσότερο. Αν η Παναγία μας θέλει να Την επικαλούμεθα συνεχώς, πόσο πολύ περισσότερο το θέλει και το αγαπά και αρέσκεται σ’ αυτό ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός που είναι ο προσωπικός Σωτήρας μας αλλά και ο Σωτήρας του κόσμου;
Και το όνομα του Κυρίου μας είναι παντοδύναμο, γι’ αυτό και βεβαιώνει ο αγιογραφικός λόγος, ότι «εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού πάν γόνυ κάμπτει, και επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων». Και τα δαιμόνια υποτάσσονται στο όνομα του Ιησού Χριστού. Πρέπει, λοιπόν, να το φωνάζουμε και αυτό κάνουμε με τα βραδινά μας αυτά κηρύγματα. Να τονίσουμε τη μεγάλη αξία της προσευχής, και ιδιαιτέρως του ονόματος του Ιησού Χριστού, που στη γλώσσα των νηπτικών πατέρων είναι και λέγεται νοερά καρδιακή προσευχή. Στον κανόνα που κάνουν οι μοναχοί, και ιδιαιτέρως οι ερημίτες, συμπεριλαμβάνεται και το κομποσχοίνι, περαστό και σταυρωτό.
Η τάξις ορίζει, όπως τρία κομποσχοίνια αναφέρονται στο όνομα του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”, και ένα στην Υπεραγία Θεοτόκο, «Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθει μοι», ή «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον με», ή «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς». Αυτή είναι η τάξις, τρία συν ένα. Τρία στο Χριστό και ένα στην Παναγία. Θα μιλήσουμε αργότερα γι’ αυτήν την τάξη, δεν ήλθε η στιγμή αυτήν την ώρα.
Εκείνο, που μας ενδιαφέρει όλους εμάς που ζούμε στον κόσμο, που είναι φοβερά αμαρτωλός και ξεδιάντροπος, είναι να λέμε την ευχούλα “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”, κατ’ αρχάς και για αρκετόν καιρό προφορικά. Φωναχτά ή ψιθυριστά. Και ύστερα να την λέμε από μέσα μας. Από μέσα μας έχουμε και μια ευκολία. Και σ’ αυτή την ευκολία που την λέμε από μέσα μας, τότε βλέπουμε ότι την αρπάζει ο νους, όπως είπαμε, σα να έχει έτσι πλοκάμια γύρω της και φραπ, αρπάζει την ευχή και την κλείνει ο νους μέσα του, και ακούγεται σα να την λέγει καθαρά πλέον ο νους. Και αυτό είναι ευχάριστο. Διότι πολλές φορές ξυπνούμε έχοντας την αίσθηση ότι λέμε την ευχή μέσα μας.
Η ευχούλα είναι σύντομη και εύκολη, αρκεί να την λέμε παντού και πάντοτε. Όσο περισσότερο θα λέγεται η ευχή με υπομονή και με θέρμη ψυχής, τόσο και γρηγορότερα θα γίνει κτήμα μας, o νέος τρόπος ζωής μας, ψυχοσωματικά και ύστερα από αρκετές προσπάθειες και μέσα από πολλούς πειρασμούς, το επαναλαμβάνω αυτό, μέσα από πολλούς πειρασμούς αισθανόμεθα και βιώνουμε την προσευχή μέσα μας. Πυρπολούμεθα τότε από την ευχούλα, απ’ το “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”, από το όνομα του Κυρίου μας. Γεμίζουμε, πληρούμεθα από τη χάρη της ευχής, δηλαδή της νοεράς προσευχής, και καθιστάμεθα, γινόμεθα ολόκληροι μια προσευχή. Και τότε η Θεία Χάρις λάμπει στο πρόσωπό μας.
Μέσα στους πειρασμούς έχουμε ειρήνη στην καρδιά, όταν λέμε συνεχώς την ευχούλα. Μέσα στους διωγμούς και στα μαρτύρια έχουμε την χάρη της υπομονής και της συνειδήσεως από την καλή μαρτυρία της συνειδήσεώς μας. Μας θλίβει ο ένας; Μας κατατρέχει ο άλλος; Μέσα μας βασιλεύει μια παράδοξη και ανείπωτη γλυκύτητα.
Οι θεοφελείς ευεργεσίες της ευχούλας γρήγορα μας αποκαλύπτουν και μας καταπλήσσουν, ακόμα και η κούρασις είναι γλυκειά, και ο πόνος που αισθανόμεθα σωματικά είναι ελαφρύς.
Χριστιανοί μου, όσο θα προχωράνε τα κηρύγματα, τόσο και βαθύτερα και ορμητικότερα θα γίνονται τα πνευματικά ρεύματα της διδασκαλίας των νηπτικών πατέρων, για τη νοερά ενέργεια αυτή της ευχής. Εμείς θα επιμένουμε στην προφορική ευχή ή τουλάχιστον να την λέμε από μέσα μας, όσο μπορούμε συχνότερα, και με περισσότερη επιμονή την ευχή “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. Και τότε τα σύννεφα θα διαλύονται και ο ήλιος της ειρήνης και της αγάπης θα λάμπει ολόλαμπρα μέσα μας. Και τότε μέσα μας χωρούνε όλοι.
Ό,τι και αν θα σας συμβαίνει στην προσευχή σας, θα μου το λέτε. Γιατί ο φθόνος του διαβόλου θα μεγαλώσει. Αλλά «μη φοβείσθε, ζει Κύριος ο Θεός, θαρσείτε» μας βεβαιώνει ο ίδιος και θα το επαναλάβουμε και αργότερα, «εγώ νενίκηκα τον κόσμο της αμαρτίας, της φθοράς και των δαιμόνων».
Οι πράξεις των εντολών, αδελφοί μου, με πρώτη
την διπλή αγάπη, προς τον Θεόν και τον πλησίον,
η συμμετοχή μας κατόπιν στη Θεία Λατρεία, δηλαδή στη Θεία Λειτουργία και
στα Πανάγια σωστικά μυστήρια,
το καθημερινό πνεύμα, που θα καλλιεργούμε, της συντριβής και της μετάνοιας,
η μελέτη της Αγίας Γραφής, που πρέπει να την κάνουμε καθημερινά,
και άλλων πνευματικών βιβλίων, και
η αδιάλειπτος αυτή προσευχούλα, το “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”,
ανοίγουν τις θύρες του θείου ελέους. Ανοίγει η αγκαλιά του Θεού και μας κλείνει μέσα της. Και τότε η ουράνια χαρά της ψυχής μας είναι ανέκφραστη. Δεν περιγράφεται με λόγια. Γι’ αυτό και μείς όλοι θα φωνάζουμε το όνομα του Χριστού μας, όπως μας προέτρεψε και η Παναγία μας. Και το παντοδύναμο όνομα του Κυρίου μας Ιησού, δηλαδή το “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”,
θα διατηρήσει και θα ενισχύσει το πνεύμα της μετανοίας,
θα αποκαταστήσει τις κλονισμένες μας σχέσεις με τον Θεό και τον πλησίον, ιδιαιτέρως αν ο πλησίον είναι συγγενής μας, είναι αδελφός μας, είναι αδελφή μας, είναι η νύφη μας, είναι η πεθερά μας, είναι η κουνιάδα μας, πω, πω, πω, πω τι γίνεται εδώ. Θα αποκαταστήσει, λοιπόν, αυτές τις σχέσεις. Γι’ αυτό και θα λέμε συνεχώς “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”.
Θα ηρεμήσει την ταραγμένη μας συνείδηση και θα δυναμώσει την πίστη μας.
Θα δυναμώσει, ακόμα, την θέληση για την τήρηση των εντολών και την καλλιέργεια βέβαια των άλλων αρετών που θα προκύπτουν στην πορεία της ζωής μας και
θα αυξήσει τα όρια της ευδοκίμου υπομονής. Κάθε άνθρωπος έχει τα όριά του, κάποτε πίστευα το αντίθετο. Αλλά η πείρα μας διδάσκει ότι έχει όρια ο άνθρωπος. Ε, αυτά τα όρια τα αυξάνει η προσευχή και από κει και ύστερα, όταν τελειώσουν και φθάσουν στο αμήν, επεμβαίνει ο Πανάγιος Θεός με τη δική Του χάρη και παντοδυναμία και αγάπη. Και έτσι μαλακώνει το εγωιστικό μας κάλυμμα, το κάλυμμα της καρδιάς.
Και το όνομα του Ιησού Χριστού στο τέλος
θα πυρακτώσει την ψυχούλα μας για Θεία Λατρεία και για Θεία Κοινωνία.
Και, όταν, για τον άλφα ή βήτα λόγο, δεν θα μπορούμε ή δεν θα μας επιτρέπει ο πνευματικός να κοινωνούμε των Αχράντων Μυστηρίων, έχομε μαρτυρίες πολλών χριστιανών ότι αισθάνονται στο «μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε», βλέποντας τους άλλους χριστιανούς να κοινωνούν, να ’χουν την αίσθηση ότι και αυτοί εκείνη την ώρα κοινώνησαν. Σα να κατέβηκε κάτι από το λαιμό και πήγε προς όλο το ψυχοσωματικό τους Είναι. Γιατί εκείνη την ώρα λένε την ευχή, που οι άλλοι κοινωνούν, και λαχταρούν το Σώμα και το Αίμα του Ιησού Χριστού και ο Θεός με το δικό Του τρόπο επικοινωνεί μαζί τους. Έχει, δηλαδή, Θεία Κοινωνία πνευματική.
Μεγάλη, όμως, προσοχή θα δώσουμε στο να μην διακόπτεται η προσευχή μας από σκέψεις και λογισμούς, έστω και αν αυτοί οι λογισμοί είναι αγαθοί και καλοί. Να μην απορροφάται, δηλαδή, ο νους μας από αγαθά νοήματα, έτσι ωραία και όμορφα για τον Θεό, την Παναγία και τους Αγίους, και να περιφρονεί τους μετεωρισμούς και τις ποικίλες προσβολές που δεχόμεθα από το διάβολο. Φαντασίες, εικόνες, σχήματα, πλήθος από μέριμνες και μέριμνες, προσβάλλουν και χτυπούν χωρίς έλεος το νου κάθε προσευχομένου χριστιανού. Πάμε να προσευχηθούμε, όλα τότε μαζί έρχονται στο κεφάλι, είναι στην εκκλησία, όλα μαζί τότε. Ο διάβολος κοιτάζει να μας αρπάξει και να μας σκορπίσει. Θέλουν, δηλαδή, οι δαίμονες να κουρσεύσουν, όπως θα λέγαμε, ή να συλήσουν τους καρπούς της προσευχής και να αφήσουν μόνον ή να μας αφήσουν μόνο με τα οστά της, όπως μας βεβαιώνει ο δικός μου ο γέροντας, δηλαδή μόνο με τον κόπο και την προσπάθεια. Αυτό σημαίνει ότι χάνεται πολύτιμος χρόνος στους μετεωρισμούς και στις σκέψεις, άρα η προσευχή, μπορεί να πει κανείς ότι εκείνη τη στιγμή πάει χαμένη. Δε μπορώ να το πω και έτσι ακριβώς διότι αν εμείς δε καταλαβαίνουμε τι λέμε, καταλαβαίνει ο διάβολος. Γιατί ο διάβολος καίγεται.
Για να δώσει, όμως, αποτελεσματικό εύσχημο καρπό η προσευχή μας, πρέπει συνεχώς με πολλή επιμονή και πολλή βία, η προσευχή μας και, αν είναι δυνατόν και με πόνο και κόπο σωματικό, να περιφρονούμε όλες αυτές τις σκέψεις και τους μετεωρισμούς που προσβάλλουν το νου και την καρδιά μας. Ο νους, βέβαια, είναι παντεπίσκοπος, γι’ αυτό πρέπει να τοποθετείται με πολλή προσοχή απέναντι στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ή στις λέξεις “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”, χωρίς αυτές οι λέξεις να σχηματοποιούνται, ή σα να έχουμε ένα μαυροπίνακα και με κιμωλία γράφουμε “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”, και το προσέχουμε, ούτε αυτό, τίποτα. Αόριστα, έτσι, ασχημάτιστα, ανεικόνιστα και ανίδεα, θα παρατηρούμε, θα παρατηρεί μάλλον ο νους τις λέξεις, που λέγονται μέσα μας.
Βοηθούμενος ύστερα κατόπιν ο νους, καμιά φορά και από την αναπνοή, εισπνέουμε “Κύριε Ιησού Χριστέ”, εκπνέουμε “ελέησόν με”. ´Η μπορούμε σε μια εισπνοή να πούμε ολόκληρο “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”, και σε μια εκπνοή, πάλι, “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. Να σταματήσουμε λίγο την αναπνοή μας, να το πούμε τρείς τέσσερεις, πέντε φορές, δέκα, και ύστερα ξανά πάλι το ίδιο και ούτω κάθε εξής. Δεν είναι βέβαια απαραίτητο αυτό αλλά μπορούμε να το κάνουμε για λίγες μέρες για να μάθουμε να συγκεντρώνεται λίγο πολύ ο νους μας πάνω σ’ αυτές τις λέξεις.
Ας προσέξουμε γιατί σαν πέτρα σκανδάλου, λέγει ο δικός μου ο γέροντας, σαν δόλιος νυκτοκόρακας και σαν άγριο θηρίο, επιτίθεται κατά του προσευχομένου χριστιανού ο διάβολος. Και αυτό διότι καταφλέγεται, μαστιγώνεται και δέρνεται απ’ αυτού του είδους την προσευχή.
Ο ίδιος διηγείται, ο γέροντάς μου δηλαδή, ότι ένας νέος έχοντας πολλά ψυχολογικά προβλήματα, είχε φθάσει μέχρι δαιμονοκρατίας. Απεφάσισαν οι δικοί του, και με τη δική του βέβαια συγκατάθεση, του ιδίου ας πούμε, να μεταβεί στο Άγιον Όρος και να ενταχτεί σε μια μικρή Αγία Αδελφότητα κα συνοδεία. Ο γέροντας και παππούς Ιωσήφ, περίφημος για την δύναμη της νοεράς του προσευχής, τον κράτησε και τον έμαθε την ευχή και τον έβαλε βοηθό να σκαλίζει μερικά ξύλινα σταυρουδάκια. Αλλ’ οποιαδήποτε και αν ήταν η εργασία του, νύχτα, πρωί, μεσημέρι, απόγευμα, μέσα στην εκκλησία και έξω, όπου και αν ευρίσκετο, ό,τι και αν έκανε, θα έπρεπε να λέει συνεχώς “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. Έλα, όμως, που τον έπιανε το δαιμόνιο… Και αναποδογύριζε τα τραπέζια και τάφερνε άνω κάτω σε κείνο το μικρό κελάκι, κλείδωνε τις πόρτες, ξερίζωνε τα πάντα, ακόμα και τα σπαρμένα μικρά λαχανικά, έκοβε τα δεντράκια, πετούσε πέτρες, φώναζε, τσίριζε, έβγαζε αφρούς απ’ το στόμα. Μέσα στη νύχτα, πολλές φορές, συνέβαινε να αποκτά γυναικεία φωνή και να βωμολοχεί χυδαιότατα, και να ακούγεται η φωνή του διαβόλου, η οποία του έλεγε «πάψε ρε, πάψε, με καις, με καις, πες τίποτε άλλο, πες ό,τι θέλεις, γιατί δεν πας μέσα τώρα, που έχει λειτουργία να ψάλλειςς μαζί με το γέροντά σου;». Στη Λειτουργία τον ήθελε, να ψάλλει τον ήθελε, δεν τον ήθελε να λέει την ευχή. Καταλάβατε τι αξία έχει αυτό;
Η συμβουλή, βέβαια, του αγίου γέροντος και παππού ήταν να μη βγει έξω στον κόσμο διότι το κακό θα επαναλαμβανόταν, μια και είχε αρχίσει να συνέρχεται και μάλιστα για κάμποσο καιρό ήτο πολύ καλά. Γιατί θα έδινε συγκατάθεση με τον τρόπο της ζωής που θα ακολουθούσε μέσα στον κόσμο, για να επανέλθει ο διάβολος ισχυρότερος. Το λέει και η Γραφή. Θα έπαιρνε άλλα επτά πνεύματα και θάμπαιναν μέσα του για να ξαναδημιουργήσουν χειρότερες καταστάσεις από ό,τι ήταν οι προηγούμενες. Και πράγματι δεν τον άκουσε τον μεγάλο αυτόν γέροντα, τον όσιο και άγιο και τελευταίο ασκητή των ημερών μας και ησυχαστή, αυτός που διέδωσε την νοερά προσευχή στα νεώτερα χρόνια μας, μετά το 1950 και εντεύθεν σ’ ολόκληρο τον κόσμο πλέον, γύρισε στον κόσμο ο άμοιρος, τι να πω και γω δεν ξέρω, και με την άτσαλη ζωή που έκανε, ξαναδαιμονίστηκε. Γύρισε πίσω στο Άγιον Όρος αλλά τα κουσούρια πλέον της δαιμονοκρατίας είχαν μείνει.
Η εντολή των Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων ημών είναι «Ιησού ονόματι, μάστιζε πολεμίους». Με το όνομα του Ιησού πρέπει να μαστιγώνουμε τους αόρατους αυτούς εχθρούς της ψυχής μας. Και μάλιστα ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος συμπληρώνοντας, λέει, δεν υπάρχει ισχυρότερο όπλο στον ουρανό και στη γη, πέρα απ’ το όνομα του Ιησού Χριστού. «Ου γαρ εστίν εν τω ουρανώ και επί γής ισχυρότερον όπλον», λέγει επί λέξει. Μαστιγώνεται, λοιπόν, και θρηνεί ο διάβολος με την ευχή του παντοδυνάμου ονόματος του Ιησού, που είναι το υπέρ παν όνομα, κατά την Αγία Γραφή. «Ανδρείοι ως οι λέοντες γινόμεθα, κατά τις φράσεις του δικού μου πνευματικού πατρός, όταν από την ευχή κρατηθώμεν κρατεώς. Όχι αμελώς, αλλά μετά βίας πολλής. Όχι χλιαρώς, αλλά μετά ζέσεως πνευματικής και μετά δυνάμεως ψυχικής». Πρέπει να τονωθούμε με τη σκέψη ότι η ευχή, μαζί με τα πανάγια σωστικά μυστήρια είναι το παν. Χωρίς την ευχή είναι φτωχά τα αποτελέσματα και συνήθως έρχεται ο μαρασμός της ψυχής.
Οι μεγάλες δωρεές και τα πλούσια και πολλαπλά χαρίσματα του Παναγίου Πνεύματος χωρίς πλάνη έρχονται κατεξοχήν μέσω της νοεράς προσευχής, αρχίζοντας από την προφορική. Στην αρχή τη λέμε συχνά πυκνά με το στόμα, αργότερα με τα χείλη βέβαια, με το νου, και βοηθουμένη η ευχή πότε πότε και με την αναπνοή, εισέρχεται στο βάθος, στο πνευματικό βάθος της καρδιάς, στο απύθμενο βάθος της ψυχής μας, και
εκεί συναντά την άνωθεν ειρήνη, την υπερέχουσα πάντα νουν.
Εκεί συναντά ο νους μας τον θείο Σαββατισμό. Την απόλυτη ησυχία. Την ευωδία, την πνευματική.
Εκεί συναντά τη θεία και ουράνια μακαριότητα.
Εκεί συναντά την ευδαιμονία, την πνευματική.
Εκεί συναντά και συγχαίρει με την χαρά των αγγέλων,
εκεί η υπερουράνιος αγαλλίασις.
Εκεί το εράσμιον, το ανέσπερον, το άκτιστον, το θεϊκόν, το ειρηνόδωρον Τριαδικό φώς.
Εκεί η αίσθησις η πνευματική του μέλλοντος αιώνος.
Και πάλι ο πνευματικός μου βεβαιώνει και συμπληρώνει:
Όποιος προσεύχεται μ’ αυτή την ευχούλα, μ’ αυτή την προσευχή, είτε από μέσα του είτε ψιθυριστά, φωτίζεται. Όποιος ουδόλως εύχεται σκοτίζεται. Η προσευχή αυτή είναι πάροχος του θείου ακτίστου φωτός. Διά τούτο και ο κάθε καλώς και απαθώς ευχόμενος, εν τη καρδία αυτού χριστιανός καθίσταται όλος φωτοειδής, όλος φως ανέσπερον και το Πνεύμα του Θεού ενοικεί εν αυτώ.
Αυτά με τις ίδιες φράσεις που χρησιμοποιεί ο πνευματικός μου.
Κατά την εποχή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά κατηγόρησαν τους χριστιανούς, τους αγωνιζομένους διά της καρδιακής ευχής, και ιδιαίτερα τους μοναχούς τους Αγιορείτας, σαν ομφαλοσκόπους, επειδή έσκυβαν το κεφάλι πάνω στο στήθος και αριστερά προς το μέρος της καρδιάς. Στα κατοπινά χρόνια τους κατηγόρησαν σαν πλανεμένους, όπως συμβαίνει και σήμερα. Αλλά αυτά τα κάμει η άγνοια και το πνεύμα της εκκοσμικεύσεως, που άρχισε σιγά σιγά να επιβάλλεται και στον χώρο της Εκκλησίας μας, ακόμα και στην διδασκαλία της. Τα λάθη και η άγνοια, όμως, πληρώνονται ακριβά διότι δεν πλουτίζουμε πνευματικά. Και παραμένουμε φτωχοί, πάμπτωχοι, γυμνοί από τη Θεία Χάρη. Υπάρχουν όμως και αγιασμένοι άνθρωποι, όχι μόνον μοναχοί, αλλά αυτό μπορώ να το βεβαιώσω και μεθ’ όρκου, αλλά και χριστιανοί μέσα στον κόσμο, οι οποίοι με την ζωή τους διαψεύδουν τους συκοφάντας και τους εχθρούς της πίστεως. Αλλά βέβαια η αρετή δεν διατυμπανίζεται, δεν διαφημίζεται, όπως διαφημίζεται το κακό και το αισχρό και το πρόστυχο… Όπως διαφημίζεται η συκοφαντία και η βρισιά. Η πίστις μας είναι ζωντανή και αληθινή και φαίνεται μέσα από την προσευχή. Φαίνεται μέσα απ’ τη Θεία Λειτουργία.
Εμείς μπορεί να μην έχουμε πολλά πράγματα, να μην έχουμε αίθουσες, να μην έχουμε χορωδίες, να μην κάνουμε συναυλίες, να μην έχουμε στάδια να μαζέψουμε τον κόσμο αλλά έχουμε ένα μόνο πράγμα. Έχουμε τη Θεία Λειτουργία, έχουμε το παντοδύναμο όνομα του Ιησού Χριστού στο οποίο κάμπτει παν γόνυ, επουρανίων, επιγείων και καταχθονίων. Και μ’ αυτό μας φτάνει για να μας βάλει στον Παράδεισο.
Η Ορθοδοξία μας, με τη νηπτική της εργασία και τους ασκητικούς πνευματικούς αγώνες της, είναι ο μόνος ασφαλής δρόμος σωτηρίας, και νηπτική εργασία είναι η νήψις, η προσοχή, η εγκράτεια, η αγρυπνία, η προσευχή, η μετάνοια, τα δάκρυα, το συντετριμμένο πνεύμα, δηλαδή η ταπείνωσις και τόσα άλλα.
Στο Άγιον Όρος σώζονται χειρόγραφα κάποιου μοναχού ονόματι Παρθενίου, ο οποίος διηγείται τα εξής: Είχε γνωρισθεί, γράφει, με δύο Αγιορείτες μοναχούς, έναν παπά, τον πατέρα Αρσένιο, και τον υποτακτικό του, τον πατέρα Νικόλαο. Γέροντας και υποτακτικός έζησαν για δέκα χρόνια στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου. Στις καθημερινές τους νυκτερινές Θείες Λειτουργίες, διότι λειτουργούσαν κάθε νύκτα, πήγαινε πολύ τακτικά και ο πατήρ Παρθένιος. Οι στιγμές και οι ώρες που ζούσε κοντά τους στη Θεία Λατρεία, ήσαν συγκλονιστικές. Η Θεία Λειτουργία και το κομποσχοίνι βγάζει ανθρώπους απ’ την Κόλαση και τους βάζει στον Παράδεισο.
Πήγαινα, γράφει ο μοναχός Παρθένιος, εκεί στο απέριττο εκκλησάκι τους, για να απολαμβάνω και να τρέφομαι απ’ την ουράνια, την κατανυκτική και την συντετριμμένη ψαλμωδία τους, στη διάρκεια της πολύωρης ακολουθίας. Από την αρχή της Θείας Λειτουργίας μέχρι το τέλος, η Εκκλησία πλημμύριζε από στεναγμούς, από κλαυθμούς και δάκρυα και από ακατάληπτη ευωδία. Έβλεπα δύο γέροντες απεξηραμένους από τη νηστεία, την αγρυπνία, τη σκληρή άσκηση και την προσευχή, αδυνάτους και σκελετωμένους στο σώμα, και από την πολύ φτώχεια βέβαια εκείνης της εποχής. Έβλεπα τον έναν μέσα στο Άγιο Βήμα, μπροστά στην Αγία Τράπεζα, να στέκεται σαν αναμμένη λαμπάδα, και να κλαίει, να κλαίει, να κλαίει και για τις δικές του αμαρτίες, και για τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Από τα δάκρυα και τους κλαυθμούς, δεν μπορούσε να κάμει τις εκφωνήσεις, δεν μπορούσε να κάνει τις λειτουργικές του αιτήσεις, τα άμφιά του μούσκευαν από το πλήθος των δακρύων, και το δάπεδο κάτω εγίνετο λάσπη το χώμα.
Αλλά έβλεπα και τον άλλον, τον υποτακτικό, τον πατέρα Νικόλαο στο αναλόγιο, συνεχώς να ξεσπάει και αυτός σε λυγμούς. Οι πολλοί λυγμοί τον έπνιγαν και δεν μπορούσε να ψάλλει. Έτσι κάθε τόσο και αυτός σταματούσε. Περισσότερο ηκούοντο οι αναστεναγμοί και τα αναφιλητά, παρά οι εκφωνήσεις και οι ψαλμωδίες. Εγώ, αμαρτωλός, συνεχίζει ο πατήρ Παρθένιος, ανάμεσα στους δύο αυτούς μεγάλους πύρινους στύλους αγιότητος και συντριβής έτρεμα, έτρεμα συνεχώς, μη γνωρίζοντας που να στρέψω τα μάτια μου και την ακοή μου. Μέσα στο Ιερό Βήμα ή πίσω στο αναλόγιο; Από παντού δάκρυα και κλαυθμούς. Πολλές φορές, είτε στο Χερουβικό ύμνο, είτε στον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, είτε στο Άξιον Εστί, είτε στη Θεία Κοινωνία, το εκκλησάκι γέμιζε από ουράνιο εκθαμβωτικό φώς και πλημμύριζε από αγγελικές μελωδίες και ψαλμούς. Παρούσα και ορατή κατά δύναμιν και κατά χάριν η θριαμβεύουσα Εκκλησία της Άνω Ιερουσαλήμ. «Και τότε προορώμην τον Κύριόν μου, δια πάντός ενώπιόν μου ίνα μη σαλευθώ». Τα πάντα, έμψυχα και άψυχα, ορατά και αόρατα, επίγεια και ουράνια, λούζονταν από μια υπέρτατη ανέκφραστη γλυκύτητα ενώ συγχρόνως η καρδιά μου επάλετο μαζί με την ευχή του ονόματος του Ιησού Χριστού, “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με και σώσον πάντας ημάς”, με πολύ κατάνυξη και άκρα ταπείνωση. Εξίστατο και θαύμαζε ο νους του πατρός Παρθενίου, με όσα βίωνε με τις αισθήσεις του ψυχοσωματικά, και από την πολλή χάρη που έπαιρνε η καρδιά του, έψαλλε και κείνη από μέσα της ουρανόφωνα το γλυκύτατον όνομα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
-Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, τον αμαρτωλόν, διότι δεν είμαι άξιος να ατενίζω επιγείους αγγέλους στο πανάγιον θυσιαστήριόν Σου.
Ιδού πως συνυπάρχουν η παρουσία μας στη Θεία Λατρεία και ταυτόχρονα από μέσα μας η καρδιά να φωνάζει “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”, ή να διαλαλεί θριαμβευτικά «Αββά ο Πατήρ. Είσαι ο Πατέρας μου, είσαι ο Θεός μου, είσαι ο Σωτήρας μου. Είσαι ο Λυτρωτής μου, είσαι η αιώνια αγάπη».
Η ευχή, το “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”, χωρίζεται σε δύο μέρη. Το δογματικό και το ικετευτικό. Το δογματικό μέρος περιλαμβάνει τις τρεις πρώτες λέξεις της ευχής “Κύριε Ιησού Χριστέ”, που είναι αναγνώρισις της θεότητος του Ιησού Χριστού. Το ικετευτικό μέρος περιλαμβάνει τις άλλες δυό λέξεις, “ελέησόν με”, που είναι η παράκλησις και η ικεσία για τη σωτηρία μας. Δηλαδή, η ομολογία πίστεως στο Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, συνδέεται ταυτόχρονα με την ομολογία της αδυναμίας μας να σωθούμε μόνοι μας. Ούτε τα έργα μας μάς σώζουν. Ούτε οι πολλές μας ελεημοσύνες. Μας σώζει το έλεος του Θεού. Τα άλλα απλώς είναι απόδειξις ότι πιστεύουμε. Αποδεικνύουμε την πίστη μας με τα έργα μας. Αλλά αυτά καθεαυτά τα έργα δεν σώζουν. Σώζει το έλεος του Θεού. Γι’ αυτό θέλουμε να το ελκύσουμε, γι’ αυτό το φωνάζουμε. Γι’ αυτό το φωνάζουμε. Γι’ αυτό το παρακαλούμε. Όχι μόνον για μας προσωπικά αλλά και για το σύντροφό μας, για τα παιδιά μας, για τα εγγόνια μας, για τις νύφες μας, για τους γαμπρούς μας, για τα αδέλφια μας, για τους συγγενείς μας, για τους φίλους μας, για τους εχθρούς της πίστεως αλλά και για τους αλλοδόξους και ετεροδόξους, αλλά ακόμα και για τους ετεροθρήσκους. Για όλο τον κόσμο. Όλοι να σωθούν. Όλοι να δουν το φως της Ορθοδοξίας. Την αλήθεια, τη μόνη οδό, τη μόνη ασφαλή οδό που σώζει. Ακριβώς πάνω σ’ αυτά τα δύο σημεία, ταυτίζεται και όλος ο αγώνας μας για σωτηρία. Πρώτα στην πίστη μας προς τον Θεόν, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, που γεννήθηκε από την Παναγία εκ Πνεύματος Αγίου, και δεύτερον στη συναίσθηση ότι είμεθα αμαρτωλοί.
Ο προσωρινός τρόπος της ευχής, από μέσα μας ή και ψιθυριστά, μαζί με την προσοχή και μαζί με όλα τα άλλα μέσα θεραπείας που παρέχει η Εκκλησία μας, είναι απ’ τα πλέον απαραίτητα βοηθήματα για να μην μετεωρίζεται ο νους.
Πολλοί από τους χριστιανούς ρωτούν «πώς τελικά να λέμε την ευχή;». Υπάρχουν αμέτρητες προσευχές, με διαφορετικούς τρόπους η κάθε μια, που μας δόθηκαν απ’ τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, και όλες τους έχουν πνεύμα αληθείας και πολλή την ωφέλεια.
Η συντομότερη και η δυνατότερη προσευχή είναι το “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”.
Όταν λέμε την ευχούλα με πολλή ταπείνωση, με πολλή πίστη και συντριβή, σαν να είναι παρών ο Θεός, ο ίδιος ο Κύριος μπροστά μας. Όχι μόνον σαν να είναι παρών, αλλά ΕΙΝΑΙ όντως Παρών.
Αναρτήθηκε από ARETI MAUROGIANNI στις 9:34 μ.μ. Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Μοιραστείτε το στο TwitterΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest