Η προφορική ευχή Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με καί η κάθαρσις εκ τών παθών (μέρος 2ον) Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

Θα σας διαβάσω έναν διάλογο, ενός υποτακτικού με τον γέροντά του, τον πατέρα Εφραίμ τον Κατουνακιώτη. Αυτόν τον διάλογο τον είχα ακούσει με τις επισκέψεις μου στο Άγιον Όρος, αλλά βλέπω ότι τον κυκλοφόρησαν σε φυλλάδιο, και μακάρι να είχαμε την δυνατότητα να το τυπώσουμε, όσοι είστε εσείς, ούτως ώστε, την ερχομένη Τετάρτη πάλι θα κάνουμε, την ερχομένη Τετάρτη που είναι της Τυρινής, θα ξανακάνουμε πάλι κήρυγμα την ίδια ώρα. Και να μπορούσαμε να το τυπώσουμε σε, όσοι, διακόσιοι, τριακόσοι, όσοι είστε, για να σας το μοιράσω, να τόχετε και εσείς.
Λέει,
– Πάτερ Εφραίμ, γέροντά μου, λέω την ευχή, “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”, αλλά δεν καταλαβαίνω τίποτα.
– Δεν καταλαβαίνεις εσύ που τη λες την ευχή, αλλά καταλαβαίνει ο διάβολος, και καίγεται, και φεύγει. Ε, καλά παιδί μου, θέλεις να δεις θαύμα, από την ευχή, απ’ την προσευχή;
– Και βεβαίως θέλω!
– Καλά, του λέει, θα προσευχηθώ στο Θεό να σου δείξει ένα θαύμα να καταλάβεις πόση δύναμη έχει η ευχή. Αυτό το “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με” που στην οποίαν ευχή αναφέρονται όλα τα πατερικά μας βιβλία. Και ειδικότερα βέβαια η φιλοκαλία.
Έκανε προσευχή ο γέροντας, έκανε νηστεία, τριήμερο νηστεία, μόνο με λίγο νερό.
– Έλα δω παιδί μου τώρα, του λέει, ύστερα από τις τρείς ημέρες, του έδωσε ένα καλάθι, – ξέρετε τι ήταν τα καλάθια; – και
– Πήγαινε να το γεμίσεις νερό.
– Γέροντα, λέει, με συγχωρείς. Τα μυαλά τα έχω. Το λογικό το έχω, πώς θα γεμίσει αυτό νερό; Γεμίζει το καλάθι νερό; Βρέχεται, ναι, αλλά να γεμίσει νερό;
– Καλά παιδί μου, του λέει, δεν ήθελες να δεις ένα θαύμα;
Λέει
– Μάλιστα.
– Ε, και να δείς τι δύναμη έχει η ευχή; Το “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με” τι δύναμη έχει; Γιατί την παντοδυναμία της ευχής την παίρνει απ’ τον παντοδύναμο Θεό, διότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι και σωτήρας του κόσμου, αλλά είναι και Θεός αληθινός, εκ Θεού αληθινού. Δε θέλεις να τη δεις;
– Πώς, πώς, πώς!
– Ε, κάνε αυτό που λέω, αλλά θα λες την ευχή, όλο την ευχή. Θα πάς και θάρθεις χωρίς να την διακόψεις καθόλου. Θα λες συνέχεια “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”.
– Νάναι ευλογημένο.
Πάει λοιπόν στο δρόμο, περπατάει να πάει μέχρι την, εκεί που ήταν το νερό,
– “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”, “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”.
Και βάζει το καλάθι στη βρύση από κάτω.
Το νερό γεμίζει το καλάθι! Και το καλάθι δεν τρέχει!
Δεν βγάζει ούτε από τα πλάγια, ούτε από κάτω σταγόνα νερό. Συνέχεια όμως, δεν διακόπτει την ευχή και τη λέει.
– “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”, “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”.
Εννοείται βέβαια ότι ο γέροντας, ο Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, στο κελάκι του προσηύχετο για να δείξει ο Θεός θαύμα στον παραγιό του. Το γέμισε το καλάθι. Μόλις το είδε, τρέχει λοιπόν, να το δείξει στον γέροντά του. Να του πει δηλαδή ότι «Γέροντα, το καλάθι γέμισε νερό, και δεν τρέχει.
Στον δρόμο λοιπόν πηγαίνοντας αυτά τα πενήντα μέτρα, φανερώνεται ο διάβολος, αλλά με ανθρώπινη μορφή. Σαν καλόγεροι, σαν καλόγερος. Του λέει,
– Καλόγερε, του λέει, που πάς. Πάω στο γέροντά μου.
– Πώς σε λένε;
– Γεώργιο.
– Πόσα χρόνια έχεις εδώ;
Λέει «πέντε – έξι».
– Και τι δουλειά κάνεις; Τι διακόνημα έχεις;
– Φτιάχνουμε σφραγίδια.
Με τον διάλογο, αδειάζει το καλάθι και το νερό φεύγει από κάτω ολόκληρο. Έπιασε την αργολογία, άφησε την ευχή. Πήγε στο γέροντά του με άδειο το καλάθι.
– Τι συμβαίνει παιδί μου; Γιατί μου φέρνεις το καλάθι άδειο;
– Γέροντα έτσι και έτσι.
– Αααα. Άφησες την ευχή παιδί μου. Και έπιασες διάλογο και διάλογο με αυτόν που φαινόταν σαν καλόγερος αλλά δεν ήταν καλόγερος, αλλά ήταν ο διάβολος. Εάν δεν του μιλούσες, το καλάθι θα ήταν γεμάτο νερό. Τώρα όμως που μίλησες και άφησες την ευχή, έφυγε το νερό. Βλέπεις λοιπόν, όταν έλεγες και όσο έλεγες την ευχή το καλάθι κρατούσε το νερό. Όταν τη σταμάτησες και άρχισες την αργολογία σου, έφυγε το νερό. Η προσευχή, το κομποσκοίνι με το “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”, η ελεημοσύνη, η πνευματική, διότι το “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με” είναι πνευματική ελεημοσύνη, νικά το έλεος του Θεού. Καμιά αμαρτία δεν είναι μεγαλύτερη απ’ αυτό το έλεος του Θεού. Το έλεος του Θεού είναι μεγάλο. Ο Γέρων Ιωσήφ, ο όσιος, μας είχε πει ότι όχι μόνον με τη Θεία Λειτουργία, αλλά και με το κομποσχοίνι, με τη λεγομένη νοερά προσευχή, “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”, βγάζεις ψυχές απ’ την Κόλαση και τις βάζεις στον Παράδεισο. Προσευχότανε ο γέροντας Ιωσήφ αρκετόν καιρό, και στο τέλος, όπως μας είπε, είδε όραμα που η ψυχή του είπε «Μεγάλη μου η μέρα σήμερα, πηγαίνω στο καινούργιο μου σπίτι, και αυτό το οφείλω σε σένα». Έτσι λοιπόν πληροφορήθηκε ότι σώθηκε η ψυχή.

Γι’ αυτήν λοιπόν την αξία της ευχής, της προσευχής, κάνουμε σήμερα μια δεύτερη ομιλία, θα ακολουθήσει οπωσδήποτε και μια τρίτη.

Κάποιος χριστιανός, αδελφοί μου, πρίν από χρόνια, κατά την διάρκειαν της Θείας Λειτουργίας, εδώ, στο ναό, με τα νοερά μάτια της ψυχής του, δε λέμε αν είναι γυναίκα ή άνδρας, λέμε, «χριστιανός», εν εκστάσει και θεωρεία πνευματική, είδε όραμα φοβερόν και εξαίσιον. Όχι με τις αισθήσεις του τις σωματικές, γιατί αυτό μπορεί να αποτελέσει και πλάνη, τι είδε, είδε λοιπόν εν εκστάσει τον αέρα που σκεπάζει τα Τίμια Δώρα, και τον κινεί ο λειτουργός ιερεύς πάνω απ’ αυτά όταν λέγεται το Σύμβολον της Πίστεως, όπως θα έχετε διαπιστώσει όσοι είστε στο κέντρον, το βλέπετε αυτό ότι κινούμε τον αέρα κατ’ αυτόν τον τρόπον, αν είμαστε δύο τρείς τον κρατάμε δεξιά και αριστερά, πάνω από τα Τιμια Δώρα.
Αντί λοιπόν να κρατάει ο ιερεύς τον αέρα, είδε αγγελικά χέρια πολλά, πάρα πολλά, χιλιάδες τα είπε, δεν νομίζω να ήταν χιλιάδες, πολλά, να τον κινούν ρυθμικά, μέχρι το «Αναστάντα την τρίτη ημέρα κατά τας Γραφάς». Και των μυριάδων εκείνων αγγέλων και αρχαγγέλων τα χέρια, άρχισαν να διπλώνουν τον αέρα, αέρας λέγεται αυτός, με ιεροπρέπεια και ευλάβεια πολλή. Είναι αυτό που βάζουμε στην πλάτη όταν κάνουμε την Μεγάλη Είσοδο.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο του Συμβόλου της Πίστεως, με το κίνημα του αέρος, συμβολικά μας φανερώνεται ο σεισμός που έγινε στην Ανάσταση του Κυρίου μας, «ιδού σεισμός μέγας, άγγελος γαρ Κυρίου καταβάς εξ ουρανού, προσελθών, απεκύλισε τον λίθον από της θύρας του μνημείου». Αυτό είναι από το εικοστόν όγδοον κεφάλαιον του Ματθαίου. Έτσι λοιπόν, κατά το δίπλωμα εκείνο του ιερού μανδηλίου, είδε αόρατο λίθο να αποκυλίεται εκ της θύρας του μνημείου, από το κενό μνημείο και να ανίσταται ο Κύριος, ενώ τα στόματα των αοράτων εκατομμυρίων αγγελικών τάξεων, ηκούοντο να ψάλλουν το «Κύριε ελέησον», «Κύριε ελέησον», «Κύριε ελέησον».

Είναι όντως φοβερό αυτό που έγινε, αλλά μας δίνει μια αφορμή, θα έλεγα, χριστιανοί μου, για το πόσο συχνά πυκνά και μείς κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, πρέπει να λέμε το “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”, και όχι όπως μερικές, ιδίως από σας να επαναλαμβάνετε τα λόγια του ιερέως, αυτό να ξέρετε είναι αμαρτία. Θα λέτε από μέσα σας “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”.
«Ελέησε την αδελφή μου, ελέησε τη Μαρία που είναι έγκυος, ελέησε αυτό το παιδάκι που έχει όγκο στο κεφαλάκι του, ελέησε την κυρά Δέσποινα που έχει καρκίνο …» και ούτω κάθε εξής.
«Ελέησε το σύντροφο της ζωής μου, ελέησε τα παιδιά μου…»
Πόσα μπορούμε να πούμε.. Πόσα μπορούμε ..
«Κύριε ελέησον», λοιπόν, “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με” κατά την διάρκειαν της Θείας Λειτουργίας.

Οι πέντε αυτές λεξούλες “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με” μέρος της λεγομένης νοεράς προσευχής για την οποίαν βέβαια θα γίνει και μικρός λόγος, όταν ο Θεός θα μας δώσει καιρό και υγεία. Και πιστεύω ότι θα δοθούν κάποια βασικά στοιχεία για τη νοερά αυτή άθληση, διότι είναι άθλησις, είναι κόπος. Και μάλιστα κόπος έμπονος. Θα βασιστούμε βέβαια στις εμπειρίες των Αγίων γεροντάδων οδηγών Αγιορειτών Πατέρων και ασφαλώς στη θεοφώτιστη και την κεχαριτωμένη διδασκαλία του αειμνήστου και οσίου για μένα γέροντος Ιωσήφ του Σπηλαιώτου, που είναι παππούς μου, προπάππους για σας, και που είναι όντως άγιος, επαναλαμβάνω. Θα ακουστούν τόσα όσα μπορούμε να κατανοήσουμε και να καταλάβουμε.
Πάντα οι ζωηφόροι λόγοι περί της νοεράς και καρδιακής προσευχής δεν ακούγονται εύκολα. Πολλοί τα κοροϊδεύουν, άλλοι τα ειρωνεύονται, άλλοι τα απορρίπτουν, άλλοι λέγουν ότι είναι πλάνη. Και αυτό δεν ακούγονται με ευκολία, όχι γιατί δεν έχουν μόνον δοκιμάσει τι είναι η νοερά λεγομένη νοερά λεγομένη προσευχή, αλλά γιατί δεν έχουν αυτιά, για να θέλουν να ακούσουν. Αλλά εάν υπάρχουν αυτιά για να ακούσουν πρέπει μετά την ακοή, όσα θα ακουστούν, να γίνουν αυτά πράξις και βίωμα. Ζωή μέσα μας. Γι’ αυτό απαιτείται πολύ κόπος. Αρχίζοντας από την τήρηση των εντολών, και την καλλιέργεια των αρετών με πολύ πολύ ζήλο πνευματικό. Διότι τα αγαθά της νοεράς προσευχής, της ευχούλας “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”, κόποις κτώνται.

Ο εν Χριστώ Ιησού σκληρότατος αυτός κόπος, και η ματωμένη άσκησις, συντελεί τα μέγιστα, στην κάθαρση του όλου ανθρώπου. Η τήρησις των εντολών, η καλλιέργεια των αρετών, η συμμετοχή μας όταν το επιτρέπει ο πνευματικός και η εκκλησία στα Πανάγια Μυστήρια, και ειδικότερα στη Θεία Κοινωνία, η φυλακή των αισθήσεων, η εγκράτεια στη γλώσσα μας, το ταπεινό φρόνημα, και η ειρήνη και η σιωπή στους λογισμούς συντελούν όλα μαζί στην κάθαρση από τα πάθη, με τη βοήθεια πάντοτε της Θείας Χάριτος, που έλκεται η Θεία Χάρις από την ευχούλα “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”. Η κάθαρσις συντελεί τα μέγιστα σ’ αυτή την άθληση της προσευχής, αλλά και η προσευχή σε όλες τις βαθμίδες της βοηθά πολύ στην κάθαρση του αγωνιζομένου χριστιανού. Δεν μπορεί να νοηθεί καθαρά προσευχή, και προπάντως δε η νοερά και καρδιακή, εάν δεν συνταυτίζεται με την εσωτερική καθαρότητα που επιδιώκουμε και την οποίαν θέλει και ο Θεός. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται», που όψονται, που Τον βλέπουν Αυτόν. Τον Θεό πού Τον βλέπουμε; Όχι μόνον στην δημιουργία, αλλά κυρίως μέσα στην καρδιά. Και γιατί στην καρδιά; Μα εκεί είναι η Βασιλεία των Ουρανών. Η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί, βεβαιώνει ο Ευαγγελικός λόγος, και συμπληρώνει: «Εάν τις αγαπά με», εάν τις αγαπά Με, Με αγαπά, τον λόγον μου τηρήσει. Θα εφαρμόσει τον λόγον μου. Θα εφαρμόσει τις εντολές μου. Και ο Πατήρ μου αγαπήσει αυτόν. Και ο Θεός Πατέρας αγαπά τον προσευχόμενον απλανώς, και τότε προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσωμεν. Τότε κατεβαίνουμε, μαζί… Πώς; Αυτό για μας είναι άπιαστο από τα λογικά μυαλά μας, και κει μέσα στην καρδιά θα πραγματοποιηθούν Θεοφάνεια, διότι λέει «θα εμφανίσω αυτώ εμαυτόν». Θα κάνω την εμφάνισή μου εγώ ως Θεός, μέσα στην καρδιά του.
Όταν λοιπόν ο Ορθόδοξος Χριστιανός είναι μακριά
από τα σαρκικά φρονήματα και τις πτώσεις,
μακριά απ’ την ακηδία, τη σκληροκαρδία, την οργή και τον θυμό,
μακριά απ’ τον εγωισμό, την υπερηφάνεια, την κενοδοξία,
μακριά απ’ την πλεονεξία,
μακριά από το ψεύδος, γιατί το ψεματάκι το έχουμε ψωμοτύρι, τι ψωμοτύρι λέγω, για ψύλλου πήδημα λέμε ψέματα.
Από το κουτσομπολιό και την κατάκριση, θα τα εξομολογηθείτε όσοι και όσες αυτές τις ημέρες, που γίνεται κάποιος θόρυβος, έχετε πέσει σε κατάκριση. Οι αληθινοί χριστιανοί δεν σκανδαλίζονται. Σκανδαλίζονται οι χλιαροί. Οι ολιγόπιστοι. Οι αμφιβάλλοντες. Όλοι οι άλλοι κάνουμε προσευχή και παρακαλούμε τον Θεό να μας δώσει μετάνοια γιατί πρώτα εμείς τη χρειαζόμαστε αυτήν.
Όταν λοιπόν είμεθα μακριά από τη γκρίνια και τα καθημερινά νεύρα,
και τέλος μακρυά – για τους άνδρες – τις βλασφημίες των θείων, τις κατάρες και τα διαβολοστέλματα,
τότε με ευκολία οδηγείται ο χριστιανός στην κάθαρση και στην ολοκληρωμένη ψυχοσωματική καθαρότητα εν Αγίω Πνεύματι.

Τα μέσα τα πνευματικά που αναφέραμε, μυστήρια δηλαδή, τήρηση των εντολών, αρετές, αυτά, μαζί με την προσευχή, την προφορική και την εσωτερική, διατηρούν και μονιμοποιούν μέσα μας το πνεύμα της μετανοίας, όσα και αν είναι τα λάθη που ως άνθρωποι κάνουμε κάθε μέρα. Ποιος δεν κάνει λάθη. Μια μέρα η ζωή μας επί της γης, θάναι και αυτή μεστή αμαρτιών. Διότι ο λογισμός μας, η σκέψη μας δηλαδή είναι αυτή η οποία διαπράττει τα περισσότερα των αμαρτημάτων. Η μετάνοια πιέζει το χριστιανό, μετάνοια λέμε, όχι μεταμέλεια, δεν πάμε να πούμε στον πνευματικό, «ξέρεις, έκλεψα, άνθρωπος είμαι, τι να κάνουμε, λέμε και κανένα ψεματάκι, πότε πότε κοροϊδεύουμε, και δεν ξέρω τι άλλο λέμε, και αυτό είναι φυσικό, και το άλλο είναι έτσι, και το άλλο είναι αλλιώς, και να τα λέμε και χαμογελώντας. Αυτό δεν είναι μετάνοια. Αυτό είναι κοροϊδία. Δεν κάνουμε στο μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως απαρίθμηση των αμαρτιών και των πτώσεων. Μετανοούμε ειλικρινά. Και όταν λέμε μετανοούμε ειλικρινά, δεν θα έχουμε την ντροπή μπροστά στον πνευματικό, αλλά να ντρεπόμαστε επειδή λυπήσαμε τον Θεόν. Αυτή είναι η αληθινή μετάνοια. Διαφορετικά δημιουργείται μία δυσκαμψία, θάλεγα στην ψυχή, και ένας πόνος για τον Θεόν, και μας ανοίγεται μια μεγάλη πληγή, η οποία διαρκώς αιμορραγεί. Άρα απαιτούνται δάκρυα, της συντριβής τα δάκρυα, μπορεί να μην τάχουμε στην Ιερά Εξομολόγηση και να τάχουμε στην προσευχή μας κατ’ ιδίαν, και αυτό είναι καλό διότι τα δάκρυα είναι η θεραπεία, της μεγάλης αυτής πληγής που λέγεται αμαρτία, την οποίαν βέβαια όσο μας είναι δυνατόν να την αποστρεφόμεθα, και εκεί επιτρέπεται το μίσος.
Όταν πολεμείται ο εν μετανοία αγωνιζόμενος χριστιανός, αντιπαλεύει. Αντιμάχεται τις προσβολές που δέχεται από το διάβολο. Όταν δέρνεται αντιτάσσεται και όταν προσβάλλεται δια των σκέψεων και των λογισμών, αντιστέκεται κυρίως με το έργον της ευχής, “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”. Όταν πολιορκείται από τις φάλαγγες των δαιμόνων με οποιοδήποτε τρόπο, ειδικότερα όταν βομβαρδίζεται μανιακώς μέσα του, εσωτερικά, και ταράσσεται για τον άλφα ή τον βήτα λόγο, θα φωνάζει συνεχώς “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”. “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”. Και ο Θεός που είναι πύρ καταναλίσκον, θα διαλύσει τις φάλαγγες των δαιμόνων και τους αχυρώδεις λογισμούς.

Γενικά ο χριστιανός πρέπει να αγωνίζεται και να στέκεται όρθιος. Και στέκεται όρθιος και ασφαλίζεται από την θεϊκή προστασία όταν επικαλούμεθα συνεχώς το όνομά Του. Παρά τους κάποιους πειρασμούς και δυνατούς πόνους, η Θεία Χάρις έρχεται να προσθέσει στη συνέχεια και παράκληση και χαρά, και το κατά Θεόν πένθος. Προσφέρει αγαλλίαση. Γλυκύτητα στο Θείο Λόγο. Όταν βέβαια ο χριστιανός μελετά και κάθε μέρα την Καινή Διαθήκη.
Σας ζήτησα επανειλημμένες φορές να μελετάτε ένα κεφάλαιο της Καινής Διαθήκης κάθε μέρα. Όταν δεν καταλαβαίνετε ένα στίχο να πηγαίνετε δίπλα στην ερμηνεία, αν και δεν χρειάζεται. Διότι μέσα απ’ αυτόν τον λόγον σας ομιλεί ο ίδιος ο Θεός. Κάποτε θα καταλάβετε.
Ακολουθούν και άλλα βέβαια στάδια πνευματικά, αλλά μας μένει η προσευχή, μελέτη του θείου λόγου, η Θεία Λειτουργία, η Θεία Λατρεία, η Ιερά Εξομολόγησις και όσα άλλα είπαμε. Για τα άλλα στάδια θα ομιλήσουμε αργότερα.

Στην αρχή βοηθάει πολύ η προφορική προσευχή, με την οποία μιλήσαμε στο περασμένο κήρυγμα, και θα συνεχίσουμε.
Η προσευχή της γλώσσης. Η προσευχή των χειλέων.
Που λέγεται ψιθυριστά ή φωναχτά, ακολουθεί κατόπιν, ύστερα θα ακολουθήσει βέβαια η προσευχή του νου.

Ρώτησαν κάποτε έναν αγιασμένο γέροντα, να τους πει με δυο τρείς σύντομες προτάσεις κάποιους κανόνες σωτηρίας. Σωτηρίας της Ορθοδόξου ζωής μας, που θα μπορέσουν με ασφάλεια να βάλουν την ψυχή στα χέρια του Παναγίου Θεού. Και κείνος είπε:
«Πρώτος κανόνας, προσευχή,
Δεύτερος κανόνας, προσευχή,
Τρίτος κανόνας, προσευχή».
Εάν αυτούς τους κανόνες τους θεωρήσουμε υπό μορφή βαθμίδων, θα πούμε,
Ο πρώτος κανόνας αναφέρεται στην προφορική προσευχή.
Ο δεύτερος κανόνας στην προσευχή του νοός. Την παίρνει ο νούς την προσευχή και την λέγει. Αν φανταστούμε ένα χταπόδι που αρπάζει το θύμα του και το κλείνει στα πλοκάμια του, έτσι λοιπόν με τέτοια πνευματικά πλοκάμια ο νούς, φράπ, αρπάζει το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού, και το κλείνει μέσα του, και η ευχή λέγεται πλέον από το νου αβίαστα.
Και ο τρίτος κανόνας αναφέρεται στην τελειωτική και αγιαστική προσευχή η ποία και ονομάζεται καρδιακή. Τότε η ευχή στον αγιασμένο χώρο της καρδιάς λέγεται μόνη της, μέσα από το βάθος της καρδιάς. Βέβαια μπορούμε να πούμε την ευχή και με όλη μας την καρδιά. Και έτσι πρέπει να την λέμε, με όλη μας την καρδιά. Αλλά μας πυρπολεί όμως τότε η αγάπη του Θεού, που λέει αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου, εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της ισχύος σου, και εξ όλης της καρδίας σου. Αλλά διαφέρει αυτό από το «από». Την λέγει τρόπο τινά την ευχή η ίδια η καρδιά. Ακούγεται από δω, απ’ το μέρος της καρδιάς, να λέγεται η ευχή, “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”, ενώ εμείς δεν την λέμε. Ούτε με το νου, ούτε με το στόμα. Ούτε ψιθυριστά, ούτε φωναχτά. Έτσι λοιπόν υπάρχει κάποια διαφορά από το «με» την καρδιά, και η διαφορά, άλλο «από» την καρδιά.
Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης καρδίας. Αυτό σημαίνει να αγαπάς τον Θεόν με όλη σου την καρδιά. Ανταπόκρισις τώρα του Θεού στην καρδιά. Να λέει η καρδιά το όνομα του Ιησού. Πώς είναι δυνατόν αυτό; Είναι!
Η καρδιά είναι κέντρον φυσικόν, είναι κέντρον παραφυσικόν, αλλά είναι και κέντρον υπερφυσικόν. Έδρα του Θεού είναι η καρδιά. Έδρα της Θείας Χάριτος είναι η καρδιά μετά το Άγιον Βάπτισμα, και το Άγιον Χρίσμα. Οι τρείς βαθμίδες αυτές, θα μπορούσαμε να τις παραλληλίσουμε με τις βαθμίδες εκπαιδεύσεως που παρουσιάζουν μια προοδευτικότητα.
Η πρώτη βαθμίδα αναφέρεται στη μάθηση που παίρνει ένας μαθητής όταν βρίσκεται στο Δημοτικό Σχολείο.
Η δεύτερη όταν βρίσκεται Γυμνάσιο και Λύκειο και
η τρίτη πλέον όταν είναι φοιτητής μιας Πανεπιστημιακής Σχολής.
Αλλά και στο Δημοτικό Σχολείο υπάρχει όμως μία προοδευτικότητα. Άλλα μαθαίνει στην Πρώτη τάξη, άλλα στη Δευτέρα, άλλα στην Τρίτη κ.ο.κ. Το ίδιο συμβαίνει και με τις Γυμνασιακές Σπουδές. Αλλά διαρκώς, δηλαδή, αυτές οι σπουδές, ως προς τη μάθηση και τη γνώση αυξάνονται από την Πρώτη στη Δευτέρα, από την Δευτέρα στην Τρίτη και κατόπιν στο Λύκειο και ούτω κάθε εξής. Και εδώ λοιπόν βλέπουμε ότι υπάρχει μια ανάλογη προοδευτικότητα.
Κατόπιν ερχόμεθα στα φοιτητικά χρόνια μέχρι που κάποιος να πάρει το Πανεπιστημιακό Δίπλωμα, που όμως και αυτό δεν είναι αρκετό. Υπάρχει μια συνεχής πρόοδος ενός επιστήμονος, και όσο γηράσκει τόσο και αεί διδάσκεται. Αυτά λοιπόν ας τα αντιπαραβάλλουμε με τον χρόνο και τον τρόπον με τον οποίον θα πρέπει σιγά σιγά ως χριστιανοί που ζούμε μέσα στον κόσμο για να λέμε την ευχούλα. Βασικό στοιχείο, προηγείται πάντοτε η κάθαρσις, εκ των παθών όμως. Όχι η κάθαρσις εκ των ανθρώπων. Η κάθαρσις εκ των παθών.
Και όταν καθαριζόμεθα από τα πάθη, δηλαδή τα συστέλουμε σιγά σιγά, όσο μπορούμε, αυτό καλλιεργεί το πνεύμα της μετανοίας.

Στο βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού», που το συνιστώ να το διαβάσετε όλοι σας, ιδίως το πρώτο μέρος, γίνεται αναφορά κατά πρώτον λόγον στην προφορική ευχή η οποία πρέπει να λέγεται συνεχώς. “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”, όπου και αν βρισκόμαστε, ό,τι και αν κάνουμε, χωρίς να διασπάται η προσοχή μας από μια συγκεκριμένη εργασία που τυχόν κάνουμε.
Αυτό ακριβώς είναι εκείνο που εδίδαξε και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο οποίος συστηματοποίησε τη νοερά αυτή εργασία και άθληση, προσφέροντάς την σε διδασκαλία μεστωμένη και τμηματική. Η προτροπή λοιπόν είναι να μάθουν πρώτα όλοι οι ιερείς, να εργάζονται αυτή την νοερά εργασία, αρχίζοντας από την προφορική και αργότερα να την προσφέρουν στο ποίμνιό τους, και ειδικότερα στα παιδιά, όπως ακριβώς το συνιστούσε και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Η διδασκαλία της νοεράς προσευχής να αρχίζει απ’ τα σχολεία. Για τις ημέρες μας όμως αυτό θα μπορούσα να πω ότι είναι χίμαιρα και εξωφρενικό. Ποιος διδάσκαλος τώρα τολμάει να μιλήσει στα παιδιά για την ευχή, – κάποιος το τολμούσε πριν από 12 χρόνια εδώ στο διπλανό μας σχολείο στο Δημοτικό, και έλεγε για ένα λεπτό θα λέτε όλοι μαζί “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”. Το έλεγαν και λέτε ύστερα ότι κατέβαινε ένα σύννεφο Θείας Χάριτος και όλα τα παιδιά ήταν ήσυχα. Πούντα αυτά όμως;

Από τις «Περιπέτειες του Προσκυνητού» βλέπουμε ότι ο πόθος του προσκυνητού ήταν να εφαρμόσει το θεόπνευστο ρήμα του Αποστόλου Παύλου της Αγίας Γραφής, που λέγει «αδιαλείπτως προσεύχεσθε». Αυτό ακριβώς το παράγγελμα είναι που ανάβει και τον θεϊκό ζήλο. Η λαχτάρα του γι’ αυτό τον κάνει να ερωτά, να πηγαίνει πότε από δω και πότε από κει, και να παρακαλεί τον Θεό να του στείλει διδάσκαλο ικανό και απλανή.
Γιατί η προσευχή, όπως αναφέρεται στο βιβλίο, διαπιστώνει κανένας ότι ο διδάσκαλος είναι απαραίτητος. Δεν μπορεί να προχωρήσει κανείς.
Αυτό το είδος της προσευχής που ονομάζεται νοερά και καρδιακή, θα φέρει λαμπρά αποτελέσματα, αν διδαχτούμε τον τρόπον με τον οποίον γίνεται. Γι’ αυτό και το πρωί και το βράδυ, όποτε μπορούμε, γονατιστοί είτε όρθιοι, μπροστά στην εικόνα του Κυρίου να λέμε: «Κύριε δίδαξον ημάς πώς δεί προσεύχεσθε». Αυτό αναφέρεται μέσα στον Ευαγγελιστή Λουκά. Να διδαχτούμε λοιπόν αυτή την προσευχή των Αγίων Πατέρων, ιδίως δε των φιλοκαλικών Πατέρων, και ο Κύριος με κάποιον πιστό Του δούλο, αγαθού και απλανούς, θα μας διδάξει τον τρόπον ώστε να μπορέσουμε και μείς ανά πάσα στιγμή, να ανοίγουμε και να εκχέουμε την καρδιά μας επικοινωνούντες μετά του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.

Θα κάμω αυτή την διδασκαλία, αλλά εκ μέρους του γέροντός μου, την οποίαν και θα επαναλάβουμε, για να διδαχτώ πρώτος εγώ, να εφαρμόσω πρώτος εγώ, και εν συνεχεία με τη σειρά σας και εσείς. Τίποτα γλυκύτερο και ωραιότερο και ωφελιμότερο δεν υπάρχει από το να επαναλαμβάνουμε συνεχώς το “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”.

Και ο προσκυνητής διηγείται τα εξής: «Ο πνευματικός οδηγός μου με άφησε να φύγω, δίδοντάς μου την ευλογία του και λέγοντάς μου ότι κατά το διάστημα που θα έκανα εξάσκηση για αυτήν την προσευχή, έπρεπε να τον επισκέπτομαι συχνά και να του λέγω με λεπτομέρεια κάθε απορία και δυσκολία που θα συναντούσα, επειδή η εσωτερική προσευχή δεν μπορεί να προχωρήσει καλά και με επιτυχία χωρίς τις συμβουλές του ειδικού πνευματικού. Βέβαια στην αρχή τα πράγματα πήγαν καλά, μα έπειτα η προσπάθεια με κούραζε πολύ. Αισθανόμουνα οκνηρία, βαριόμουνα, είχα στεναχώρια, με κυρίευε η νύστα, κοιμόμουνα ακόμα και όρθιος, και άσε που ήταν σύννεφα οι σκέψεις και οι λογισμοί όλων των ειδών που με βομβαρδίζανε. Επήγα με θλίψη στον οδηγό μου να εξομολογηθώ την κατάστασή μου. Παιδί μου, μου είπε, ήρθε πάνω σου η επίθεσις των σκοτεινών δαιμόνων. Επειδή ο κόσμος εκείνος, τίποτα άλλο δεν έχει χειρότερο από την δική μας εγκάρδια προσευχή. Ο κόσμος του σκότους των δαιμόνων, προσπαθεί με κάθε τρόπο να σε εμποδίσει και να σε απομακρύνει από το να λες την ευχή, “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”. Σ’ όποιον το πείτε θα σας κοροϊδέψει ότι κάνετε αυτό το πράγμα. Αλλά να το κάνετε και την ωφέλεια θα την δείτε στην πορεία της ζωής σας. Ουδέποτε βέβαια ο Θεός επιτρέπει πειρασμό για τον άνθρωπο που να είναι μεγαλύτερος απ’ αυτόν που μπορεί να σηκώσει. Φαίνεται πως πρέπει η ταπείνωσίς σου να δοκιμαστεί ακόμα, του είπε ο γέροντάς του στον προσκυνητή, γιατί παρά τον περίσσιο σου ζήλο και προθυμία, ίσως είναι πολύ νωρίς να πλησιάσεις κάπως βαθύτερα στο χώρο της καρδιάς. Υπάρχει φόβος να πέσεις σε πνευματικό χάος.
Αυτά όλα που σας είπα τα λίγα, είναι από τις «Περιπέτειες ενός προσκυνητού», σελίδα 18.
Η ακατάπαυστη λοιπόν εσωτερική αυτή προσευχή του Χριστού, που πρέπει να τη λέμε διαρκώς με τα χείλη, ψιθυριστά ή φωναχτά ή από μέσα μας, “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”, να είστε υπερβέβαιοι αυτό που είπα προηγουμένως. Κάποτε ο νους θα ανοίξει το στόμα του, θα αρπάξει την ευχή που τη λέμε με τα χείλη και με τη γλώσσα, και θα τη λέει αβίαστα εκείνος.
Και όσο θα κυλά ο χρόνος τόσο και περισσότερο θα αισθάνεται νοερά ο προσευχόμενος χριστιανός, την παρουσία της Θείας Χάριτος μέσα του. Να τον μεταμορφώνει. Δε σχηματίζουμε την ευχή, ούτε την γράφουμε με λέξεις αλλά βιώνουμε την ευχή, ζούμε την αίσθηση της Θείας Χάριτος. Μπορούμε λοιπόν σε κάθε ασχολία αλλά και σε κάθε στιγμή της ζωής μας, όποια και αν είναι εκείνη τη στιγμή που κάνετε εργασία, προκειμένου να γκρινιάζετε ή να μουρμουρίζετε ή να λέτε οτιδήποτε άλλο, λέτε “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”, ώστε να εφαρμόζετε το χωρίο της Παλαιάς Διαθήκης που λέγει στο Άσμα Ασμάτων, εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί. Εγώ μπορεί να κοιμάμαι αλλά η καρδιά μου αγρυπνεί και λέγει “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”.

Στο βιβλίο «Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας», του Οσίου Γέροντος Ιωσήφ, γράφονται τα εξής: Η πράξις αυτή, το να λέγεις την ευχούλα, είναι να βιάσεις τον εαυτό σου, να τον πιέσεις τον εαυτό σου, να πονέσεις λιγάκι, να πονέσει και λίγο και ο τράχηλος και οι ώμοι και το κεφάλι, για να λες διαρκώς με το στόμα την προσευχή, αδιαλείπτως. Στην αρχή γρήγορα, για να μη προφθάνει ο νους να σχηματίζει λογισμούς μετεωρισμών. Να προσέχεις μονάχα στα λόγια, “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”. Γι’ αυτό οι δυο πρώτες επιστολές από το βιβλίο αυτό απευθύνονται σε κοσμικό, τον οποίον είχα την ευλογία να γνωρίσω, και ο οποίος είχε την καρδιακή προσευχή όντας μέσα στον κόσμο με οικογένεια και παιδιά. Όταν αυτό πολυχρονίσει, το συνηθίζει ο νους και το λέγει και γλυκαίνεσαι. Σα να έχεις μέλι στο στόμα σου, σα να έχεις μια καραμέλα. Ο πολυκαιρισμός λοιπόν της προσευχής, ευχής, συντελεί στο να την συνηθίσει εύκολα να τη λέγει ο νους με τον ενδιάθετο λόγο. Όταν λοιπόν το συνηθίσει ο νούς και το χορτάσει, από κει και κάτω θα πάει και προς την καρδιά.
Ο γέρων Ιωσήφ μας λέγει ότι στην αρχή μερικές φορές να λέγει κάποιος την ευχή, και να παίρνει μια αναπνοή. Κατόπιν να συνηθίσει να στέκει ο νους στην καρδιά, λέγει σε κάθε αναπνοήν μια ευχή. «Κύριε Ιησού Χριστέ» εμβαίνει η αναπνοή, «ελέησόν με» και βγαίνει. Αλλά αυτό μπορεί να το τροποποιήσει κανένας και να την λέγει όπως μπορεί, δεν χρειάζεται αυτός ο τρόπος ακόμα, αλλά αυτό που είπαμε την περασμένη φορά, είτε με το κομποσχοίνι στο χεράκι είτε χωρίς αυτό να λέμε διαρκώς την ευχή, και αυτό θα γίνεται μέχρις ότου μας επισκιάσει η χάρις του Αγίου Θεού και αρχίσει αυτή να ενεργεί μέσα στην ψυχήν. Μετά από κει γνωρίζουμε πράγματα που δεν μπορεί να τα συλλάβει το μυαλό μας.

Παντού λέγεται η προσευχή. Καθήμενος στο κρεβάτι και περπατώντας και τρώγωντας, και εργαζόμενος. Και τινάζοντας τις κουβέρτες και μαγειρεύοντας. Αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε. Όχι μόνον όταν πλαγιάζεις, αλλά και ακόμα και τότε, μέχρι που να σε πάρει ο ύπνος μπορείς να λες “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”. Θέλει αγώνα, πότε όρθιος, πότε καθήμενος. Όταν κουράζεσαι κάθεσαι. Ξεκουράζεσαι λίγο, πάλι όρθιος. “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”. Αυτά λέγονται πράξις. Μερικοί εγείρονται και τη νύχτα και κάνουν μισή ώρα προσευχούλα. Άλλος μία ώρα, όσο μπορεί ο καθένας. Άλλος δέκα λεπτά, και κατόπιν ξανακοιμάται. Αλλά ταυτόχρονα όμως, να συμπαθείς όποιος είναι άρρωστος και ανήμπορος. Τον ορφανό να τον προστατεύεις. Τον πάσχοντα να ελεείς. Αγαπώντας τον πλησίον, σε αγαπά και ο Θεός, και τότε συ Τον αγαπάς, από την αγάπη που Εκείνος σου έδωσε. Εκείνος πρώτα αγαπά και εκχέει τη Χάρη Του, και μείς τα ίδια εκ των ιδίων, «τα σά εκ των σών» αποδίδουμε.

«Μνημονευτέον Θεού μάλλον ή αναπνευστέον», τονίζει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Και ο Μέγας Βασίλειος λέγει ότι μη εξαιτίας των βιωτικών μερίμνων αφήνουμε την προσευχούλα.
Όταν λέμε την προσευχή δεν φανταζόμαστε τίποτα. Ο νους λέμε πρέπει να είναι αφάνταστος, χωρίς φαντασίες. Ανίδεος, χωρίς ιδέες. Ανεικόνιστος, χωρίς εικόνες. Ούτε του Χριστού, ούτε της Παναγίας, ούτε των Αγίων, τίποτα. Το μυαλό μας σκέτο και άδειο. Στην αρχή υπάρχει ένα σκοτάδι. Μέσα σ’ αυτό το σκοτάδι του νοός θα λέμε την ευχή, “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”.
Η ευχή θα αρχίσει να ενεργεί ως αύρα λεπτή μέσα στη διάνοιά μας και στην καρδιά μας. Και τότε έρχεται η κατάνυξις. Η κατάνυξις θα φέρει τα δάκρυα και τα δάκρυα θα φέρει τον κλαυθμόν.

Κάποιος τουρίστας στην Ουγκάντα, σας το είχα ξαναπεί αυτό, και τόχαμε αναφέρει και είναι και γραμμένο, συνήντησε έξω από μια αχυρένια καλύβα έναν Αφρικανό που κρατούσε στο δεξί του χέρι μια Καινή Διαθήκη, μεταφρασμένη στην διάλεκτο Σουαχίλι από τον αείμνηστο πατέρα Χρυσόστομο Παπασαραντόπουλο, και με το αριστερό του ένα κομποσχοίνι.
– Τι κάνεις αυτού πέρα, τον ρώτησε ο τουρίστας.
– Τι να κάνω, του λέει. Να, λέω το “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με” και διαβάζω τον λόγον του Θεού, απάντησε ο ιθαγενής.
– Ά, καημένε, του λέει, εμείς τώρα αυτά τάχουμε ξεπερασμένα, έχουμε πάει στ’ άστρα. Έχουμε πάει στο φεγγάρι και συ ασχολείσαι με αυτά;
– Δεν ξέρω τι κάνετε εσείς, λέει, οι πολιτισμένοι, εκεί στη Γαλλία, και στα άλλα μέρη του κόσμου, εγώ ένα πράγμα ξέρω. Εάν δεν ήταν αυτά τα δυο, εγώ θα ήμουνα τώρα άγριος και σένα θα σε είχα φάει, και θα κρεμούσα το γυμνό σου το κρανίο τρόπαιο στην καλύβα μου.
Κόκκαλο ο τουρίστας.

Ας προσέξουμε γιατί αυτά προσφέρει και στην ορθόδοξη η Ελλάδα μας ο τουρισμός και δυστυχώς ο Δυτικός πολιτισμός, με όλα τα δεινά που έφερε στην πατρίδα μας, και τα οποία μέρα με την ημέρα χειροτερεύουν και ο κατήφορος θα είναι μεγάλος. Γι’ αυτό πρέπει να κάνουμε πολλή προσευχή, χάριν των παιδιών μας. Διότι αυτά θα αντιμετωπίσουν τα πολλά δεινά, που έρχονται στην πατρίδα μας ως θύελλα. Τι να πει κανείς; Τι να μιλήσω τώρα, αντί να μιλήσω για…

Πρίν από χρόνια ένας αγωνιζόμενος πιστός χριστιανός, που καλλιεργούσε την ευχή όπως την διδάχτηκε, από τον γέροντά του, από τον πατέρα Εφραίμ τον Φιλοθεΐτη, ταξίδευε με λεωφορείο από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη. Σε μια εικοσάλεπτη στάση του λεωφορείου εκεί στο Λεβέντη, κατέβηκε και κάθισε στη ρίζα ενός παρακειμένου δένδρου με πολλή σκιά, και συνέχισε να λέγει νοερά από μέσα του την ευχούλα, “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”. Άλλωστε αυτήν την πνευματική αδολεσχία, την έλεγε συνεχώς σε όλο του το ταξίδι. Ξαφνικά και χωρίς καμιά προειδοποίηση κατέβηκε και εισήλθε ο νους μαζί με την ευχή στην καρδιά του με πλήρη την νοερά ενέργεια της ευχής. Και τότε ήλθε σε έκσταση. Ήταν σα να χάθηκε. Όταν ο προσευχόμενος νους εισέρχεται εν Αγίω Πνεύματι στο βάθος της καρδιάς, αλλοιώνει νοερά αλλά με ιεροπρέπεια, το επαναλαμβάνω, με ιεροπρέπεια, όλον τον ψυχοσωματικό άνθρωπο. Οι αισθήσεις μεταπλάθονται πνευματικά, οι σκέψεις απαλείφονται και σιγούν, το σώμα αγγελοποιείται, και όλες οι λειτουργίες του σώματος ουρανοποιούνται. Έτσι και σ’ αυτόν τον χριστιανό που περιήλθε στην έκσταση, φώς ωραιότατον αλλά πάλλευκον, και άλλοτε λευκογάλαζον και ασυγκρίτως καθαρότερο και λαμπρότερο, απ’ το φως μιας ηλιόλουστης ημέρας, τον έζωσε μέσα και έξω. Εγένετο κατά κάποιον τρόπο σύγκρασις, ένωσις του φωτός και της ψυχής, ένωσις του φωτός και του νου, ένωσις του φωτός και του σώματός του, ένωσις φωτός και όλου του χώρου που υπήρχε γύρω του. Είχε την πνευματική αίσθηση μιας ανέκφραστης ειρήνης, και θείας μακαριότητος. Είχε τη συναίσθηση της αγνότητος του θείου φωτός, αλλά και της αγνότητος ψυχής και σώματος. Ανείπωτη ευτυχία και γεύση αιωνιότητος. Ταυτόχρονα είχε και μια ακατάληπτη πνευματική ενόραση. Τι είδε; Ο Θεός γνωρίζει. Τι του απεκάλυψε; Ο Θεός γνωρίζει. Άβυσσος είναι τα κρίματα του Θεού. Και ξαφνικά ήλθε στον εαυτό του από το κορνάρισμα του λεωφορείου για αναχώρηση. Και μέσα σε μια κατάσταση ειρήνης και άκρας ταπεινώσεως σηκώθηκε, και με δυσκολία εισήλθε στο λεωφορείο.
Και η απορία του: Πώς εγώ που είμαι σκώληξ, σκωλήκων βρώμα και δυσωδία, δέχθηκα επίσκεψιν θείας χάριτος με τόση λαμπρότητα, αφού τα έργα μου, τα λόγια μου, και οι σκέψεις μου, είναι και λογίζονται ως «δράκος αποκαθημένης»;
Όταν το ανέφερε το γεγονός στο γέροντά του, φτάνοντάς του, στη Μονή Φιλοθέου, ο γέροντας του απάντησε ως εξής: «Στα τούβλα της ψυχής σου, έπεσε κατ’ άκραν συγκατάβαση, μια ακτίνα θείου φωτός, για να ξεβρομίσει λίγο την ψυχή σου. Παρά ταύτα τούβλο είσαι και τούβλο παρέμεινες». Η απάντησις του πνευματικού είχε σκοπό να φυλάξει την ψυχή του, από την οίηση, την υπερηφάνεια, τον εγωισμό και την κενοδοξία.
Αυτό το βίωμα του αγωνιζομένου χριστιανού, ήτο μια από τις άπειρες δωρεές του Θεού προς το πλάσμα Του, που ηγωνίζετο καθημερινά και με πολύ φιλότιμο να λέγει την ευχούλα “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”, τηρώντας βέβαια κατά δύναμη τις Ευαγγελικές εντολές, και συμμετέχοντας με πολλή ταπείνωση στα Πανάγια Μυστήρια.

Πρίν από χρόνια μου διηγήθηκε ένας σεβάσμιος ιερεύς το εξής θαυμαστό γεγονός:
Κάποιο Σάββατο απόγευμα, και μετά το τέλος του Εσπερινού αισθάνθηκε ελαφρά ζάλη, και κάθισε μέσα στο ιερό Βήμα για να συνέλθει, λέγοντας στο νεωκόρο και στους ιεροψάλτες να φύγουν, και αυτός αργότερα θα έκλεινε το ναό. Η ζάλη τον απεκοίμησε αρκετή ώρα, συνήλθε όμως από κάποιες μικρές κραυγές. Θεέ μου συγχώρεσέ με τον ελεεινό. Ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου. “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν”, “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν”. Σηκώθηκε αθόρυβα ο ιερεύς, κοίταξε απ’ το πλάι της Ωραίας Πύλης χωρίς να γίνει αντιληπτός προς τη μια πλευρά του ναού και δεν είδε τίποτα. Πέρασε απ’ την άλλη πλευρά, και τότε είδε έναν άντρα γονατισμένο μπροστά στην εικόνα του Χριστού του ιερού τέμπλου, που συνέχισε να επικαλείται το έλεος του Θεού, λέγοντας και ξαναλέγοντας «Κύριε, Κύριε, μη με απορρίψεις. Έλεος Χριστέ μου, ελέησέ με τον αμαρτωλόν. Είμαι τυφλός και σκοτισμένος. Σύ φώτισόν μου τον νουν. Είμαι νεκρός, Συ ανάστασέ με. Είμαι αμαρτωλός Κύριε, σώσε με». Και άλλα πολλά βέβαια με συντριβή. Και εντελώς ξαφνικά, μια φωτεινή νεφέλη περιέλουσε ολόκληρο τον γονατισμένο άνδρα, στο πρόσωπο του οποίου ανεγνώρισε ο ιερεύς έναν πιστό θεοσεβή χριστιανό που ονομάζετο Σωκράτης. Τίποτα περισσότερο δεν γνώριζε γι’ αυτόν παρά μόνον ότι ήτο πολύτεκνος πατέρας, φτωχός βιοπαλαιστής με πολλές θλίψεις, αλλά πάντοτε ειρηνικός και ελεήμων. Συμμετείχε δε συχνά στα θεία μυστήρια, πράγμα παράξενο για εκείνη την εποχή. Η όντως αξιοθαύμαστη αυτή φωτοχυσία, που εκάλυπτε ολόκληρον τον προσευχόμενο χριστιανό, το Σωκράτη, απλώθηκε κατόπιν και σε ολόκληρον τον ιερό ναό και μέσ’ το Άγιο Βήμα, πλημμυρίζοντας τον ιερέα εκείνον, τον παππούλη εκείνον από ανείπωτη ευτυχία και ανεκλάλητη ειρήνη που όμοια δεν ξαναβίωσε ποτέ.
Και να που σε λίγο η ολόλαμπρη αυτή φωτοχυσία, άρχισε σιγά σιγά να συστέλλεται, να χάνεται, μέχρι που εξαφανίστηκε τελείως. Ο ναός επανήλθε εις την φυσική του κατάσταση. Ο Σωκράτης τότε σηκώθηκε, ασπάσθηκε με πολλή ευλάβεια τις άγιες εικόνες και έφυγε.
Ο ευλαβής εκείνος ιερεύς έκαμε πολλές μέρες για να συνέλθει από την κατάπληξή του και από το θαυμασμό.
Μια Κυριακή, ύστερα από ένα ενάμιση μήνα περίπου, λειτουργούσε στο ναό, και είδε όπως πάντα και το Σωκράτη εκκλησιαζόμενο, έχοντας δίπλα τον μεγάλο έγγαμο γιό του. Στο «μετά φόβου Θεού», κοινώνησε ο Σωκράτης των Αχράντων Μυστηρίων, και γύρισε στη θέση του. Κάθισε. Σε λίγο γονάτισε, γιατί κοινωνούσαν και άλλοι, ύψωσε τα χέρια του, έκανε το σημείον του Σταυρού, κάτι ψέλισε με τα χείλη του, και εκοιμήθη για πάντα τη στιγμή που οι ιεροψάλτες έψαλαν «Χριστός Ανέστη». Ήταν Κυριακή του Θωμά του 1959.

Αυτό το γεγονός μου θύμισε κάτι παρόμοιο, που συνέβηκε στον Άγιο Ρουμάνο ιερέα και ασκητή, τον πατέρα Κλεόπα. Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, ο πατήρ Κλεόπας Ιλιέ, εκοιμήθη τώρα, βρισκόταν στο Ιερό Βήμα ενός μοναστηριακού ναού και διάβαζε γονατιστός, την ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως. Μετά από λίγη ώρα μπήκε στην εκκλησία να προσευχηθεί μια γυναίκα, που είχε έρθει στο μοναστήρι από το βράδυ. Προσκύνησε όλες τις εικόνες και έκανε παντού μετάνοιες, διηγείται ο πατήρ Κλεόπας. Δε γνώριζε ότι κάποιος ήταν μέσα στην εκκλησία. Την παρατηρούσα λέγει, συνεχώς, απ’ την Ωραία Πύλη. Εκείνη αφού προσκύνησε τις εικόνες, γονάτισε στο μέσον της εκκλησίας, ύψωσε τα χέρια της και έλεγε απ’ την καρδιά της αυτά τα λόγια: «Κύριε μη με εγκαταλείπεις, Κύριε μη με εγκαταλείπεις». “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”. Είδα τότε ένα ολόλαμπρο φως γύρω της και τρόμαξα. Η γυναίκα έπεσε με το πρόσωπο στη γη και προσευχόταν σιωπηλά. Η φωτεινή νεφέλη που την περιέλουζε μεγάλωσε περισσότερο και μετά σιγά σιγά εξαφανίστηκε. Αφού έσβησε το θείο φώς σηκώθηκε στα πόδια της και βγήκε έξω απ’ την εκκλησία. Ήταν μια απλή γυναίκα από τα γειτονικά χωριά μας.
Τα λέει ο πατήρ Κλεόπας αυτά.
Ιδού λοιπόν ποιος έχει το δώρο της προσευχής, συνεχίζει.
Να που μερικοί λαϊκοί απλοί χριστιανοί ξεπερνούν καμιά φορά μοναχούς και ερημίτας, και γιατί όχι πολλούς από τους εν τω κόσμω χλιαρούς ιερείς. Εγώ έκανα μετά την προσκομιδή, και απ’ την μεγάλη μου συγκίνηση άρχισα να κλαίω και έτρεμα με τα χαριά μνημονεύσεως στο χέρι. Μόνον ο Θεός γνωρίζει πόσοι εκλεκτοί υπάρχουν σ’ αυτόν τον κόσμο.
“Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν και όλον τον κόσμον”.
Αυτά διηγήθηκε ο πατήρ Κλεόπας, ο μεγάλος αυτός Ρουμάνος ασκητής ο οποίος εκοιμήθη οσιακώς.

Αδελφοί μου εύχομαι ο Πανάγιος Θεός να δώσει σε όλους μας την δύναμη, δύναμη για μια καλή αρχή, για να μπορέσουμε σε κάθε στιγμή της ζωής μας να θυμώμαστε το όνομά Του,
“Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”,
Αμήν.

 

———————————————————————-

Παράρτημα

 

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ “ΕΚΦΡΑΣΙΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ”
ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ
ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ Α
Προς νέον ερωτήσαντα περί της “ευχής”

Αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ μου, εύχομαι να είσαι καλά. Εσήμερον έγινα κάτοχος της επιστολής σου και σε δίδω απάντησιν εις όσα μου γράφεις. Αι πληροφορίες, όπου ζητείς, δεν απαιτούσι καιρόν και κόπον δια να σκεφθώ και να σε απαντήσω.
Η νοερά προσευχή εις εμένα είναι όπως η τέχνη του καθενός, καθότι εργάζομαι αυτήν τριάντα έξ και επέκεινα χρόνια.
Όταν εγώ ήλθα στο Άγιον Όρος, εζήτησα απ’ ευθείας τους ερημίτας, όπου εργάζονται την προσευχήν. Τότε υπήρχαν πολλοί – πριν σαράντα χρόνια – όπου είχαν ζωή μέσα τους. Άνθρωποι αρετής. Γεροντάκια παλαιά. Από αυτούς εκάναμε Γέροντα και τους είχαμεν οδηγούς.
Λοιπόν η πράξις της νοεράς προσευχής είναι να βιάσεις τον εαυτόν σου να λέγεις συνεχώς την ευχήν με το στόμα αδιαλείπτως. Εις την αρχήν γρήγορα· να μην προφθάνει ο νούς να σχηματίζη λογισμόν μετεωρισμού. Να προσέχης μόνο στα λόγια: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. Όταν αυτό πολυχρονίση, το συνηθίζει ο νούς και το λέγει. Και γλυκαίνεσαι ωσάν να έχεις μέλι στο στόμα σου. Και θέλεις όλο να το λέγης. Αν το αφήνης, στενοχωρείσαι πολύ.
Όταν το συνιθήση ο νούς και χορτάση – το μάθη καλά – τότε το στέλνει εις την καρδίαν. Επειδή ο νούς είναι ο τροφοδότης της ψυχής και ό,τι καλόν ή πονηρόν ιδή ή ακούση η δουλειά του είναι να το κατεβάσει εις την καρδίαν, όπου είναι το κέντρον της πνευματικής και σωματικής δυνάμεως του ανθρώπου, ο θρόνος του νού· λοιπόν όταν ο ευχόμενος κρατάει τον νούν του να μην φαντάζεται τίποτε, αλλά να προσέχει μόνον τα λόγια της ευχής, τότε αναπνέοντας ελαφρά με κάποιαν βίαν και θέλησιν εδικήν του τον κατεβάζει εις την καρδίαν· και τον κρατεί μέσα δίκην κλεισούρας, και λέγει με ρυθμόν την ευχήν :

– Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με!

Εις την αρχήν λέγει μερικές φορές την ευχήν και παίρνει μίαν αναπνοήν. Κατόπιν, όταν συνηθίση να στέκει ο νούς εις την καρδίαν, λέγει εις κάθε αναπνοήν μίαν ευχήν. “Κύριε Ιησού Χριστέ” : εμβαίνει η αναπνοή, “ελέησόν με” : εβγαίνει. Αυτό γίνεται μέχρις ότου επισκιάση και αρχίσει να ενεργεί η χάρις μέσα εις την ψυχήν· μετά πλέον είναι θεωρία.
Λοιπόν παντού λέγεται η ευχή· και καθήμενος και στο κρεβάτι και περιπατώντας και όρθιος. “Αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε”, λέγει ο Απόστολος. Δεν πρόκειται όμως μόνον όταν πλαγιάζης να προσεύχεσαι. Θέλει αγώνα· όρθιος – καθήμενος. Όταν κουράζεσαι, κάθεσαι. Και πάλιν όρθιος. Να μη σε πιάνει ο ύπνος.
Αυτά λέγονται “πράξις”. Δεικνύεις την προαίρεσίν σου εις τον Θεόν· το πάν έγκειται εις Αυτόν, εάν σού δώση. Ο Θεός είναι η αρχή και το τέλος. Η χάρις Του ενεργεί όλα. Αυτή είναι η κινητήριος δύναμις.
Το δε πώς γίνεται, πώς ενεργείται η αγάπη, είναι να φυλάξεις τας εντολάς. Όταν εσύ εγείρεσαι την νύκτα και προσεύχεσαι. Όταν βλέπεις τον συμπαθή και τον συμπαθής. Την χήρα και τα ορφανά, τους γέροντας και τους ελεής, τότε σε αγαπά ο Θεός. Και τότε και σύ τον αγαπάς. Εκείνος πρώτον αγαπά και εκχέει την χάριν Του. Και ημείς τα ίδια εκ των ιδίων, “τα σά εκ των σών” αποδίδομεν.
Εάν λοιπόν ζητείς να τον εύρεις μόνον δια της “ευχής”, μη βγάλεις πνοήν χωρίς την ευχήν. Πρόσεχε μόνον να μη δέχεσαι φαντασίες. Διότι το Θείον είναι ανείδεον, αφάνταστον, αχρωμάτιστον. Είναι υπερτέλειον. Δεν δέχεται συλλογισμούς. Ενεργεί ως αύρα λεπτή εν ταις διανοίαις ημών.
Η κατάνυξις έρχεται, όταν σκέπτεσαι πόσον ελύπησες τον Θεόν. Όπου εκείνος είναι τόσον καλός, τόσον γλυκύς, τόσον ελεήμων, αγαθός, όλος γεμάτος αγάπη. Όπου εσταυρώθη και όλα τα έπαθεν δι’ ημάς. Αυτά και άλλα όπου έπαθεν ο Κύριος, όταν μελετάς, σου φέρνουν κατάνυξιν.
Λοιπόν εάν ημπορέσης να λέγης την ευχήν εκφώνως και αδιαλείπτως, σε δύο τρείς μήνες την συνηθίζεις. Και επισκιάζει η χάρις και σε δροσίζει. Μόνον να την λέγεις εκφώνως, χωρίς διακοπήν. Και όταν την παραλάβη ο νούς, τότε θα ξεκουρασθής με την γλώσσαν να την λέγης. Και πάλιν όταν την αφήνη ο νούς, αρχίζει η γλώσσα. Όλη η βία χρειάζεται εις την γλώσσαν, έως ότου να συνηθίσης εις την αρχήν· κατόπιν, όλα της ζωής σου τα έτη, θα την λέγη ο νούς χωρίς κόπον.
Όταν έλθης, ως λέγεις, εις το Άγιον Όρος, να έλθης να μας ιδής. Αλλά τότε θα ομιλήσομεν άλλα πράγματα. Δεν θα σου μένει καιρός δια την ευχήν. Την ευχή αυτού θα την βρής, όπου θα είναι ήσυχον το μυαλό σου. Εδώ όπου θα γυρίζης στα Μοναστήρια αλλού θα περισπάται ο νούς σου, εις εκείνα όπου θα ακούς και θα βλέπης.
Εγώ είμαι βέβαιος ότι θα την βρής την ευχή. Μήν αμφιβάλλης. Μόνον κτύπα ευθέως εις την θύραν του θείου ελέους και πάντως ο Χριστός θα σου ανοίξη· είναι αδύνατον. Αγάπησέ τον πολύ, δια να λάβης πολύ. Εις την αγάπην Του, πολλήν ή ολίγην, έγκειται η δόσις, πολύ ή ολίγον.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ Β
Προς τον αυτόν περί της ευχής, και απόκρισις ερωτήσεων

Εχάρην πολύ δια την προθυμίαν σου όπου έχεις να ωφελήσης την ψυχήν σου. Και εγώ διψώ να ωφελήσω τον κάθε αδελφόν, όπου ζητεί να σωθή.
Λοιπόν, αγαπητέ μου και προσφιλέστατε αδελφέ, άνοιξόν σου τα ώτα. Ο προορισμός του ανθρώπου, αφού εγεννήθη εις αυτήν την ζωήν, είναι να βρή τον Θεόν. Δεν ημπορεί όμως να τον ’βρή, εάν πρώτον δεν τον ’βρή ο Θεός. “Εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα”, αλλά τα πάθη μάς έχουν κλείσει τους ψυχικούς οφθαλμούς και δεν βλέπομεν. Όταν όμως στρέψη το ματάκι του προς ημάς ο πολύ αγαθός μας Θεός, τότε ως από ύπνον ξυπνούμε, και αρχίζομεν να ζητούμεν την σωτηρίαν μας.
Όθεν δια το πρώτον σου ερώτημα: Τώρα σε είδεν ο Θεός και σε εφώτησε και σε οδηγεί. Αυτού όπου είσαι εργάσου. Λέγε ακατάπαυστα την ευχήν· με την γλώσσα και με τον νούν. Όταν η γλώσσα κουράζεται, ας ερχίζει ο νούς. Και πάλιν, όταν ο νούς βαρύνεται, η γλώσσα. Μόνον να μην παύης. Κάμνε μετάνοιες πολλές. Αγρύπνα την νύκτα, όσον ημπορείς. Και άν ανάψη φλόγα εις την καρδίαν σου και αγάπη προς τον Θεόν και ζητής ησυχίαν και δεν ημπορείς να σταθείς εις τον κόσμον – διότι μέσα σου ανάβει η ευχή – τότε γράψε μου και εγώ θα σου πώ τι θα κάμης. Εάν πάλιν δεν ενεργήση έτσι η χάρις, αλλά κρατείται ο ζήλος μέχρι του να πράττης τας εντολάς του Κυρίου πρός τον πλησίον, τότε ησύχαζε όπως είσαι, και καλά είσαι· μη ζητείς άλλο τίποτε. Την διαφοράν των τριάκοντα, εξήκοντα, εκατόν, θα την εύρης, όταν διαβάσης τον Ευεργετινόν. Θα εύρης εκεί και άλλα πολλά τοιαύτα γραμμένα και πολύ θα ωφεληθής.
Λοιπόν απόκρισις των άλλων σου ερωτήσεων: Η ευχή έτσι πρέπει να λέγεται με τον ενδιάθετον λόγον. Αλλ’ επειδή εις την αρχήν δεν την έχει συνηθίσει ο νούς, την ξεχνά. Δι’ αυτό την λέγεις, πότε με το στόμα και πότε με τον νούν. Και αυτό γίνεται μέχρις ότου την χορτάσει ο νούς και γίνη ενέργεια.
Ενέργεια λέγεται εκείνο όπου, όταν λέγης την ευχήν, αισθάνεσαι μέσα σου – χαρά και αγαλλίασις – και θέλεις διαρκώς να την λέγης. Λοιπόν όταν παραλάβη ο νούς την ευχήν και γίνη αυτή η χαρά που σου γράφω, τότε λέγεται μέσα σου αδιαλείπτως, χωρίς την βίαν την εδικήν σου. Αυτό λέγεται αίσθησις – ενέργεια· επειδή η χάρις ενεργεί χωρίς την θέλησιν του ανθρώπου. Τρώγει, περιπατεί, κοιμάται, ξυπνά, και μέσα φωνάζει διαρκώς την ευχήν. Και έχει ειρήνην, χαράν.
Τώρα, διά τας ώρας της προσευχής· επειδή είσαι εις τον κόσμον και έχεις διάφορες μέριμνες, οπόταν βρίσκεις καιρόν κάμνε προσευχήν. Αλλά βιάζου συνεχώς να μήν αμελήσης. Δια την “θεωρίαν” όπου ζητείς, αυτού δύσκολον είναι· διότι θέλει απόλυτον ησυχίαν.
Εις τρείς τάξεις διαιρείται η κατάστασις η πνευματική· και αναλόγως ενεργεί η χάρις εις τον άνθρωπον. Η μία κατάστασις λέγεται καθαρτική, η οποία καθαρίζει τον άνθρωπον. Αυτή τώρα εσύ όπου έχεις λέγεται χάρις καθαρτική. Αυτή διεγείρει τον άνθρωπον εις μετάνοιαν. Η κάθε προθυμία, εις τα πνευματικά όπου έχεις, όλα της χάριτος είναι. Εδικόν σου δεν είναι τίποτε. Αυτή μυστικώς όλα ενεργεί. Αυτή λοιπόν η χάρις, όταν βιάζεσαι, παραμένει μαζύ ωρισμένα χρόνια. Και εάν προκόψει ο άνθρωπος δια της νοεράς προσευχής, λαμβάνει άλλην χάριν πολύ διαφορετικήν.
Η πρώτη, ως είπομεν, ονομάζεται αίσθησις – ενέργεια και είναι αυτή η καθαρτική, ότι ησθάνθη ο ευχόμενος κίνησιν – ενέργειαν θεϊκήν μέσα του.
Η άλλη ονομάζεται φωτιστική. Κατ’ αυτήν λαμβάνει φώς γνώσεως, ανάγεται εις θεωρίαν Θεού. Όχι φώτα, όχι φαντασίες, όχι εικονισμοί· αλλά διαύγεια του νοός, καθαρότης λογισμών, βάθος εννοιών. Αυτό δια να έλθη πρέπει ο ευχόμενος να έχει πολλήν ησυχίαν και οδηγόν απλανή.
Και τρίτη κατάστασις – επισκίασις χάριτος – είναι μετά από αυτά η χάρις η τελειωτική, όπου είναι δώρον μεγάλο. Δεν σου γράφω τώρα δι’ αυτό, επειδή δεν είναι ανάγκη. Εάν όμως θέλεις να διαβάσης περί αυτού, έχω γράψει με την αγραμματοσύνην μου, όταν εγίνοντο αυτές οι ενέργειες βιβλιαράκι χειρόγραφον “πνευματοκίνητος σάλπιγξ”. Ζήτησε να το εύρης. Αγόρασε και τον άγιον Μακάριον από τον Σχοινάν, τον αββά Ισαάκ, και πολύ θα ωφεληθής. Και ό,τι αλλοίωσιν συναντάς γράψε μου και εγώ σου απαντώ με προθυμίαν πολλήν.
Εγώ τον καιρόν ετούτον όλο γράφω εις όσους αρωτούν. Εφέτως ήρθαν από την Γερμανίαν μόνον και μόνον να μάθουν διά την νοεράν προσευχήν. Από την Αμερικήν μου γράφουν με τόσην προθυμίαν. Από το Παρίσι είναι τόσοι, όπου θερμώς ζητούν. Ημείς εδώ εις τα πόδια μας, διατί αμελούμε; Μήπως είναι σκάψιμο να φωνάζωμεν διαρκώς το όνομα του Χριστού να μάς ελεήση;
Τέλος, επικρατεί και μία εσκοτισμένη ιδέα του πειρασμού· ότι, άν λέγη κανείς την ευχήν, φοβείται μην πλανηθή· ενώ αυτό είναι πλάνη που λέγει.
Όποιος θέλει, άς δοκιμάση. Και, όταν χρονίση η ενέργεια της ευχής, θα γίνει παράδεισος μέσα του. Θα ελευθερωθεί από τα πάθη, θα γίνει άλλος άνθρωπος. Αν δε είναι και εις την έρημον, ώ! ώ! δεν λέγονται τα καλά της ευχής!

Share Button