Η προφορική ευχή Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με καί η κάθαρσις εκ τών παθών (μέρος 1ον) Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

Ενθυμούμαι βέβαια τις πολύ καλές ημέρες, και τα παλιά εκείνα καλά χρόνια όταν κάναμε τις βραδινές ομιλίες, κατ’ αρχάς με την ανάλυση του Συμβόλου της Πίστεως, το οποίον τώρα θα μας βγει σε βιβλίο, πιστεύομε ότι μέσα στο Μάρτιο θα κυκλοφορήσει, εν συνεχεία με την ανάλυση της Θείας Λειτουργίας, μαζί με τις σχετικές εμπειρίες της, κατόπιν με την εκτεταμένη ή άλλοτε περιληπτική απόδοση της ερμηνείας στην Προς Ρωμαίους Επιστολή, κατόπιν τους μακαρισμούς όπως και άλλες περιστασιακές ομιλίες.
Θα ήθελα με όλη μου την καρδιά, και το πιστεύω, πρέπει να το πιστεύετε αυτό, ότι θα ήθελα να σας συγκεντρώνω κάθε Τετάρτη, όλο το χρόνο, θα το ήθελα, αλλά οι δυνάμεις μου οι σωματικές δεν επαρκούν, και αφετέρου η προετοιμασία είναι πολύ κουραστική. Παρά ταύτα όμως κατά περιόδους, πιστεύω ότι θα κάνουμε μια προσπάθεια να λέμε πέντε πράγματα.

Κάποτε σας είχα ομιλήσει για έναν πολύ δραστήριο ιερέα σε μια επαρχιακή πόλη, ο οποίος είχε πλούσια εξωτερική δράση, μεγάλη δράση. Και μάλιστα έλεγε ότι ποιος κληρικός άλλος δουλεύει σαν και μένα. Η δική μου δράσις έχει θαυμάσια αποτελέσματα. Έκτισα έναν μεγαλοπρεπέστατο ναό, δέκα παρεκκλήσια, τρείς αίθουσες, κόσμος από δω, κόσμος από κει, κηρύγματα, κύκλους, ομάδες, κατασκηνώσεις. Πόσα έργα έστω και πνευματικά περισσότερα από τα δικά μου, έλεγε, κάνουν αυτοί οι ξακουστοί ιεροκήρυκες, και είπε μερικά ονόματα, ο τάδε και ο τάδε, βέβαια εμείς θα πούμε μόνον δύο, αλλά γιατί έχουν κοιμηθεί αυτοί, τους ζώντας δεν μπορούμε να αναφέρουμε, ο πατήρ Αμφιλόχιος ο Μακρής και από τον πατέρα ακόμα Φιλόθεο τον Ζερβάκο, περισσότερη εργασία κάνω εγώ, και από τον τάδε και τον τάδε και άλλα.
Ένα βράδυ λοιπόν καθώς κοιμόταν, – πιστεύω να σας την έχω ξαναπεί αυτήν την ιστορία, δεν ξέρω βέβαια πόσο αναλυτικά ή περιληπτικά, όταν κάναμε τις σχετικές ομιλίες, τις βραδινές, αλλά την επαναλαμβάνω γιατί έχει τη θέση εδώ σήμερα. Ένα βράδυ λοιπόν όπως κοιμόταν, ξαφνικά ξύπνησε, τρόμαξε. Κάτι μέσα του τον είπε να σηκωθεί. Δεν τον φώναξε κανένας, αλλά από μια ακατανίκητη δύναμη σηκώθηκε. Συμβαίνει καμιά φορά αυτό. Σηκώθηκε λοιπόν, και σαν αυτόματο, ντύθηκε, έβαλε το καλημάφχι του, κοίταξε την ώρα, ήτανε δυόμισι περίπου μετά τα μεσάνυχτα. Βγήκε έξω σα ρομπότ. Σαν κάποιος να τον κατηύθυνε. Και πήγε προς τον Μητροπολιτικό ναό. Ερχόταν από την πίσω πλευρά του ναού. Έτσι κάνοντας κύκλο βρέθηκε μπροστά στον εξωνάρθηκα του ναού. Το σκοτάδι ήταν πυκνό και ο ουρανός γεμάτος σύννεφα. Μάλλον θα έβρεχε. Εκείνη τη στιγμή μια αστραπή δυνατή φώτισε τον τόπο για να ακολουθήσει και μετά δυνατή βροντή. Στο δευτερόλεπτο που κράτησε η αστραπή, και που φώτισε όλον τον τόπο διάπλατα, είδε ο ιερεύς στον εξωνάρθηκα και μπροστά στην πόρτα του ναού, να στέκεται ένας άνθρωπος. Ταυτόχρονα τον είδε να κάνει το σημείο του Σταυρού, να ανοίγει την αμπαρωμένη πόρτα και να μπαίνει μέσα. Ο ιερεύς τον ακολούθησε αθόρυβα μέσα στον ναό, όπως ήταν επόμενον, και στάθηκε πίσω από μια κολώνα, – όλα αυτά γινόνταν ασυναίσθητα, παρακολουθώντας σιωπηλά τον άγνωστο αυτόν χριστιανό. Ο χριστιανός γονάτισε μπροστά στην εικόνα του Χριστού, εδώ στο ιερό τέμπλο, και άρχισε να προσεύχεται. Τα αναμμένα καντηλάκια μπροστά στις ιερές εικόνες, χάριζαν ένα γλυκύτατο ιλαρόν φως. Ξαφνικά από την εικόνα του Χριστού άρχισε να ξεχύνεται μια ολόλαμπρη και πάλλευκη φωτοχυσία. Που κατ’ αρχάς τύλιξε τον προσευχόμενο χριστιανό, ο οποίος υπερίπτατο του εδάφους, τον είδε δηλαδή να είναι στον αέρα, και στη συνέχεια απλώθηκε σ’ όλο το ναό. Ο θαυμασμός και το δέος που κατέλαβε τον ιερέα εκείνη τη στιγμή δεν περιγράφεται. Δεν μπορούσε βέβαια και ο ίδιος να το περιγράψει. Ύστερα από αρκετή ώρα, το γαληνόμορφο αυτό φως, άρχισε σιγά σιγά πολύ απαλά να χαμηλώνει, να σβήνει, να χάνεται. Σηκώθηκε ο χριστιανός, είπε «Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ελέησον και σώσον ημάς, Αμήν», και με το «Αμήν» ακούστηκε μια βροντή φοβερή. Αληθινή όμως βροντή. Άστραψε πάλι ο ουρανός και μαρτύρησε φαίνεται, έβαλε τη σφραγίδα ο ουρανός δηλαδή στην αλήθεια εκείνου του γεγονότος. Ποιανού γεγονότος; Της πνευματικής λατρείας αυτού του ανωνύμου χριστιανού.
Ο παππούλης βγήκε αμέσως έξω αθόρυβα, χωρίς να γίνει αντιληπτός, και σε λίγο ο ανώνυμος εκείνος ευλαβής χριστιανός, βγήκε κλείνοντας πίσω του την πόρτα του ναού. Ο ιερεύς στη συνέχεια ακολούθησε τον θεοσεβή αυτόν άνθρωπο, μέχρις ότου εισήλθε σε κάποιο σπίτι. Κράτησε τη διεύθυνση του σπιτιού και έφυγε. Στο δρόμο φάνηκαν και οι πρώτοι άνθρωποι να κινούνται σιγά σιγά και προς τις εργασίες τους. Δεν υπήρχαν τουλάχιστον εκείνη την εποχή αυτοκίνητα. Είχε φτάσει ήδη πεντέμισι το πρωί. Ο ιερεύς πήγε στο σπίτι του και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ήταν διαρκώς ανήσυχος. Τι συνέβη; Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; Ποιος; Ποιος;
Την άλλη μέρα πήγε και περπατούσε μπροστά στο σπίτι, αυτού του παράξενου χριστιανού. Στεκόταν και το κοίταζε. Περνούσε, ξαναπερνούσε, προσπαθούσε να βρει κανένα γνωστό να τον ρωτήσει. Τελικά βρήκε πράγματι κάποιον και του λέει:
– Ποιος κάθεται εδώ, για πες μου.
– Τι τον θέλεις παππούλη; τον ρώτησε, θάταν περίεργος.
– Τι σε νοιάζει, λέει, τι το θέλω, πες μου ποιος μένει εδώ.
Του είπε ένα όνομα, δεν τον ήξερε ο ιερεύς.
– Καλός άνθρωπος;
– Πολύ καλός!
– Πηγαίνει στην εκκλησία;
– Βεβαίως πηγαίνει. Και η γυναίκα του και τα παιδιά του.
– Ααα, είναι παντρεμένος, ε, έχει και παιδιά; Πόσα παιδάκια έχει;
– Οκτώ νομίζω, δεν ξέρω κιόλας.. Μήπως τα μέτρησα ποτέ;
Τέλος πάντων κατάφερε με κάποιους γνωστούς μετά από δυο τρείς μέρες να κάνει μια επίσκεψη στο σπίτι του αγνώστου, αυτού, του χριστιανού. Το είδε. Ένας συνηθισμένος ανθρωπάκος, με ασυνήθιστα όμως φωτεινό πρόσωπο και καταγάλανα καθαρά μάτια. Με χαμόγελο γλυκύτατο και συγχρόνως ταπεινός, χαμηλομένο το κεφαλάκι, πράος, αγαθός. Τον περιποιήθηκαν φιλόξενα και κείνος τους ρώτησε ορισμένα πράγματα και κείνοι απαντούσαν πρόθυμα. Ο χριστιανός εξομολογείτο τακτικά στη πρωτεύουσα του νομού, σε γνωστό πνευματικό. Καλλιεργούσε και μάλιστα, όπως το είπε, και την ευχούλα, όπως του το είχε μάθει ένας για τον εν λόγω ιερέα άγνωστος ιερομόναχος ασκητής απ’ τη Σίψα, ο πατήρ Γεώργιος ο Καρσλίδης, που του είπε όλη την ημέρα να λες “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”. Όλη η οικογένεια αυτού του χριστιανού κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων, και ζούσαν όλοι μαζί μια απλή, ήσυχη ζωή, με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή και εγκράτεια. Φρόντιζε όμως ο χριστιανός ν’ αλλάζει κάθε Κυριακή εκκλησία, για να μη φαίνεται ότι κοινωνούσε τακτικά, διότι για εκείνην την εποχή η Θεία Κοινωνία η τακτική ήταν πολύ παράξενο πράγμα. Οπωσδήποτε θα τον θεωρούσαν για τρελό. Μισθοσυντήρητος ήταν ο άνθρωπος, ο πολύτεκνος αυτός οικογενειάρχης με τα οκτώ παιδιά, τραπεζικός υπάλληλος. Έτρεφε τα παιδιά του, την γυναίκα του, τον υπέργηρο πατέρα του και τον εαυτό του. Τον έτρωγε όμως από μέσα η αγωνία, η αγωνία, τον ιερέα, ποια ήταν τέλος πάντων η κρυφή πολιτεία αυτού του ανθρώπου; Ποια ήταν τέλος πάντων η ζωή του για να έχει μια τόσο πολύ μεγάλη χάρη, στην νυκτερινή του προσευχή μέσα στην εκκλησία; Και μάλιστα νύχτα δυόμισι με πέντε, τα μεσάνυχτα μέχρι το πρωί. Έφυγε ο ιερεύς και μια βδομάδα δεν βγήκε έξω. Ήταν αμίλητος και σκεφτικός. Ύστερα αρρώστησε. Μάλιστα. Ο παππούλης απ’ τη στεναχώρια του αρρώστησε. Ένα μήνα ολόκληρο. Και στον μήνα εκείνον πήρε το μάθημά του. Οι καλές πράξεις και τα πολλά και μεγάλα έργα αδελφοί μου, χωρίς το ταπεινό φρόνημα στα μάτια του Θεού δεν έχουν καμιά αξία. Και ο Φαρισαίος έλεγε, – θα το ακούσουμε την Κυριακή – ότι έκανε πολλά καλά έργα και μάλιστα έδινε και το εν δέκατο του μισθού του στις ελεημοσύνες. Ούτε λοιπόν τα παχιά λόγια και τα ωραία κηρύγματα σαν και μένα, αυτά τα δικά μου οικοδομούν, αν το πνεύμα του ιερέως δεν είναι συντετριμμένον και τεταπεινομένον. Τι να κάνουμε, στραβώνει η μύτη μας, και ιδίως η δική μου. Και τότε πικραμένος θυμήθηκε ότι και τις προσευχές του, και τις νηστείες του, και τις ελεημοσύνες του, και τα έργα του όλα τα έκανε προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις. Όπως βέβαια και οι συγκρίσεις του προς την πνευματική εργασία τόσων και τόσων αγίων επισκόπων, ιερέων και γεροντάδων ήσαν καθαρά από φθόνο. Ένας απλός πτωχός οικογενειάρχης αλλά ταπεινός τω πνεύμα είχε ασυγκρίτως πολύ μεγαλύτερη παρρησία στο Θεό απ’ αυτόν τον ιερέα που εθεωρείτο ευλαβέστατος, με πλούσια δράση και άγιος, άγιος ανάμεσα στους ανθρώπους, τις ενορίες του, και του έβαζαν μάλιστα και βαθειά μετάνοια. Αλήθεια λοιπόν, τι τραγική ειρωνεία. Έμαθε καλά το μάθημά του ότι ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς σε δίδωσιν την χάριν. Έμαθε ακόμη ότι μακάριοι είναι μόνον οι πτωχοί τω πνεύματι, δηλαδή οι ταπεινοί, όσοι έχουν καρδίαν καθαράν, διότι αυτοί και μόνον τον Θεόν όψονται, και σ’ αυτούς ανήκει η Βασιλεία των Ουρανών. Αυτόν τον ιερέα, τον εξομολήγησα και τον κοινώνησα στο αντικαρκινικόν του Μεταξά, στην πενταετία 70-75 λίγο πριν πεθάνει.

Το βίωμα του ανωνύμου αυτού χριστιανού αδελφοί μου, είναι μια από τις άπειρες δωρεές του Θεού προς το πλάσμα του που αγωνίζεται μέρα νύχτα με ταπείνωση πολλή και με την ευχούλα “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”. Που αγωνίζεται με αγρυπνία στις αισθήσεις του, με εγκράτεια στη γλώσσα, με προσοχή στα μάτια, με την πίστη ζωντανή και φλογερή, με την ακρίβεια στην τήρηση των Ευαγγελικών εντολών, με την αληθινή μετάνοια και συντριβή, με την ταπείνωση στο νου και στην καρδιά. Με την καθαρότητα σ’ ολόκληρη την καθημερινή του ζωή κατά δύναμη, όσο μπορεί. Και ασφαλώς βέβαια με την μελέτη των Αγίων Γραφών, και άλλων καλών ωφελίμων βιβλίων.

Να λοιπόν μερικές βασικές προϋποθέσεις αγιασμού και θεώσεως του κάθε αγωνιζομένου πιστού χριστιανού, που αγωνίζεται με πολλή συνέπεια και φόβον Θεού, μέσα σ’ αυτήν την αλλοπρόσαλλη και παράλογη κοινωνία που ζούμε. Το παράδειγμα και βίωμα αυτού του ανωνύμου χριστιανού, μας βεβαιώνει ότι είναι δυνατή μέσα στον κόσμο του παρόντος αιώνος, του απατεώνος, όχι μόνον η σωτηρία, αλλά και η θέωσις, με βασική προϋπόθεση ότι προηγείται η κάθαρσις από όλα τα πάθη, και τα ψυχικά, και τα πνευματικά και τα σωματικά, για να ακολουθήσει ο φωτισμός και έπειτα η τελείωσις και ο αγιασμός του όλου ανθρώπου. Επαναλαμβάνω, ότι για να καθαρισθούμε από τα πάθη χρειαζόμεθα τη βοήθεια του Θεού, και ο Θεός αποτελεσματικά μας βοηθάει, – θα τα επαναλάβομε πολλές φορές, για να μη νομίζουμε ότι εύκολα εξαγιάζεται ένας άνθρωπος, και εύκολα μπορεί να δεχτεί δωρεές από το Θεό, γιατί πρέπει να τηρούμε τις Ευαγγελικές εντολές, και μάλιστα της διπλής αγάπης και προς τον Θεόν, «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν εξ όλης ψυχής, καρδίας, ισχύος και διανοίας και αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» – δεν τον αγαπάμε τον πλησίον μας, κακά τα ψέματα, καμιά φορά ούτε καλημέρα δεν θέλουμε να του πούμε, και άλλες φορές του γυρίζουμε και την πλάτη. Όταν καλλιεργούμε κάποιες αρετές, να, η αρετή της μακροθυμίας, της συγχωρήσεως, της επιεικείας, δεν είμεθα επιεικείς απέναντι στα σφάλματα και στα λάθη των άλλων, παρόλον που η εντολή του Λόγου του Θεού λέει ότι «το επιεικές υμών γνωσθήτω πάσιν ανθρώποις». Την επιείκειάν σας να την δείχνετε έμπρακτα προς όλους τους ανθρώπους, – ε, δεν το τηρούμε αυτό… Βέβαια όταν έχουμε πάλι συναίσθηση στην Κοινωνία, στη Θεία Κοινωνία, ή στην Ιερά Εξομολόγηση… Προ παντός δε, όταν δεν συγκρατούμε τη γλώσσα μας, και δεν έχουμε ταπεινό πνεύμα, και δεν πενθούμε για τις αμαρτίες μας. «Μακάριοι οι πενθούντες», λέει, «ότι αυτοί παρακληθήσονται». Και ασφαλώς δεν έχουμε νήψη και προσοχή στους λογισμούς μας, όταν κάνουμε προσευχή, όταν διαβάζουμε την Καινή Διαθήκη, όταν είμαστε μέσα στο ναό. Όλα αυτά και άλλα πολλά τα έχουμε πει επανειλημμένες φορές, και για να μη σας κουράζω, να μην πούμε και άλλα τόσα, όσα οφείλουμε να κάνουμε δηλαδή, όλα αυτά στο σύνολό τους πρέπει να συνοδεύονται από την επίμονη επίκληση του ονόματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, δηλαδή από την πνευματική μας κοινωνία μετά του Σωτήρος Χριστού.
Όταν τηρείς, και συ, και συ, μια εντολή και την εφαρμόζεις, να επικαλείσαι συγχρόνως και το όνομα του Ιησού Χριστού, “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”.
Όταν θέλεις να καταπολεμήσεις ένα πάθος και μια αδυναμία σου, να φωνάζεις “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”.
Όταν θέλεις να πνίξεις μέσα σου τον θυμόν, και την οργήν, ή να κατανικήσεις τη ζήλεια σου, που σου κατατρώγει τα σπλάχνα, να επικαλείσαι την βοήθεια του Σωτήρος Χριστού, λέγοντας “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”.
Όταν είσαι μέσα στην εκκλησία, όπως τώρα, και κυρίως βέβαια όταν εκκλησιάζεσαι, είτε στον όρθρο, είτε όταν μπούμε στη Θεία Λειτουργία, – τι αρχίζετε τα μουρμουρητά, μπουρ μπουρ μπουρ μπουρ ο ένας με τον άλλον; καμιά φορά λέτε «καλημέρα σας, τι κάνετε, πώς είστε», αγκαλιάζεστε και φιλιόσαστε, – “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”, ναός του Θεού είναι. Και ναός είστε σείς! Κάθε φορά που εγώ ως παπάς και λειτουργός του Υψίστου, και σεις ως εκκλησιαζόμενοι χριστιανοί, λέτε το όνομα του Ιησού μέσα στο ναό, γίνεστε ναός! Κάθε χάρις ναοποιεί την ύπαρξή μας. Κάθε κάλεσμα του Ιησού Χριστού, μας κάνει ουράνιο ναό, και αυτό δεν το έχουμε καταλάβει, ασχολούμεθα με το τι λένε οι τηλεοράσεις συνέχεια. Μόνο κουτσομπολιό ξέρουμε να κάνουμε.
Όταν έρχεσαι εδώ να κοινωνήσεις, μη δίνεις σημασία τι σου λέει ο διάολος, λέγε “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”. «Ο Θεός μου ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ».
Παντού και πάντοτε να φωνάζετε το γλυκύτατον όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”. Έτσι παλεύουμε με τα πάθη μας, αλλά πάντοτε όμως με τη βοήθεια της ευχής. Είναι δηλαδή, για να αντιμετωπίσουμε μια ασθένεια πρέπει να πάρουμε αντιβίωση, πρέπει να μας βάλουν μια ένεση, και αυτή η ένεσις είναι το όνομα του Ιησού Χριστού. Δεν επιτυγχάνεται η κάθαρσις απ’ την τυραννία των παθών και απ’ την εξουσία του διαβόλου, χωρίς τη βοήθεια του Ιησού Χριστού, αφού ο ίδιος το λέει, «άνευ εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν», άρα “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”.
Δεν ξέρουμε άλλες προσευχές. Δεν ξέρουμε τι προσευχή να κάνουμε… Λέγε “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”. «Θεέ μου βοήθησέ με». «Παναγία μου σώσε με, με τις πρεσβείες σου». Αυτά δεν ξέρουμε να τα πούμε; Όλοι μας ξέρουμε. Η ευχή λοιπόν συνδράμει στην τήρηση των εντολών του Θεού και στην κάθαρση από τα πάθη και τις αδυναμίες.

Στον πρώτο καιρό πρέπει να λέμε την ευχή προφορικά, με το στόμα. Και μάλιστα όσο μπορούμε συχνότερα. “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”,”Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”. Ψιθυριστά. Η φωνή που βγαίνει απ’ το στόμα συγκεντρώνει τον νου πάνω στις λέξεις, που αρχίζει σιγά σιγά να τις προσέχει. Όταν επιμένουμε λοιπόν πολύ στην καθημερινή προφορική προσευχή όλη την ημέρα, ανεξάρτητα απ’ τη δουλειά που κάνουμε, όσο θα περνάει ο καιρός τόσο και πιο απαραίτητη θα μας γίνεται. Δημιουργείται μέσα μας ένα παράδοξο κλίμα γλυκύτητος και ειρήνης. Ακόμα και το στόμα γλυκαίνεται. Σα να έχει μέσα της μια γλυκιά καραμέλα και την πιπιλίζει διαρκώς, “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”, και το θέλει και το ζητάει γιατί έχει γλύκα το στόμα. Τότε βέβαια για κανέναν λόγο δεν θέλουμε να σταματήσουμε το όνομα του Χριστού. Και όταν μας διακόπτουν, για τον αλφα ή βήτα λόγο, υπάρχει βέβαια ή επιβάλλεται ανάγκη της διακοπής της ευχής, αισθανόμαστε σα να μας λείπει κάτι το πολύτιμο. Η ψυχή αισθάνεται την έλλειψη της ευχής και την αναζητά και τότε μόλις βρει την ευκαιρία ξαναρχίζει και πάλι “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”.
Εκείνο που βοηθά βέβαια αποτελεσματικώς την ευχή είναι όταν τη λέμε με το νου, και μάλιστα κατά τη διάρκεια της νυκτός. Στην αρχή θα την λέμε δεκαπέντε λεπτά, με το ρολόι δεκαπέντε λεπτά, όρθιοι, δεν μπορούμε όρθιοι; καθιστοί. έχουμε και γεράματα, έχουμε και ανημποριές, έχουμε και αρρώστιες, και καθιστοί. Ο Θεός δεν κοιτάζει αν είσαι καθιστός στο σώμα, κοιτάζει αν κοιμάται η ψυχή σου. Όταν λοιπόν η ψυχή είναι εν εγρηγόρσει, και το καθιστό είναι αποδεκτό είναι αποδεκτό απ’ τον Θεόν, όπως και το γονατιστό για όποιον μπορεί. Πάλι για όποιον μπορεί. Δεν επιβάλλεται τίποτα με τη βία. Όποιος μπορεί και όσο μπορεί. Και ύστερα αυτά τα δεκαπέντε λεπτά να γίνουν μισή ώρα. Όταν περάσουν δυο τρείς μήνες, τέσσερεις, και που συνηθίζουμε σ’ αυτό το ημίωρο, και αρχίζει ο νους πλέον συγκεντρωμένα, να λέει την ευχή, να την απολαμβάνει, τότε αυξάνεται αυτός ο χρόνος λίγο παραπάνω. Επαναλαμβάνουμε ότι εμείς ζούμε μέσα στον κόσμο. Άλλος μπορεί να το κάνει τρία τέταρτα, άλλος μπορεί να το κάνει μια ώρα, άλλος μπορεί να το κάνει παραπάνω. Αλλά αν όμως αυτό το συνηθίσει έστω και μισή ώρα να το λέει κάθε βράδυ, είναι πολύ ευλογημένο, θάχει πολύ χάρη και πολλά αποτελέσματα θα δει.
Βέβαια θα διακόψουμε, και αν θέλουμε να συνεχίσουμε τότε μπορούμε να κάνουμε μερικές μετάνοιες. Στρωτές ή μισές, ή αν έχει περάσει η ηλικία μας, καμία. Ο Θεός μετράει τη διάθεση της ψυχής, και βλέπει μέσα σου, έχεις καρδιά καθαρή; «Καρδίαν καθαράν», λέει. Και «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει». Πρώτα θα μετρήσει την καρδιά σου, πρώτα θα μετρήσει το μυαλό σου, πόσο καθαρό είναι, και ύστερα θα δει τη στάση του σώματος την οποίαν θα μετρήσει ανάλογα με την ηλικία σου. Κατόπιν θα διαβάσεις Καινή Διαθήκη, θα πεις «μπορεί να με πάρει ύπνος», να σε πάρει ύπνος, αλλά να τη διαβάσεις. Μια σελίδα, μια σελίδα, δυό σελίδες, δυό. Πέντε, .. πέντε, δέκα, .. δέκα. Να διαβάσεις. Εκεί μιλάει ο Θεός σε σένα. Με την προσευχή μιλάς εσύ στο Θεό. Αν μπορείς να διαβάσεις κάποια άλλη στιγμή της ημέρας, κάποιο άλλο καλό πατερικό φιλοκαλικό βιβλίο, και αυτό βέβαια ασφαλώς θα το κάνεις. Θες να διαβάσεις μια παράκληση; Διάβασέ την. Δεν σε εμποδίζει κανένας… Θες τη Μικρή, θες τη Μεγάλη, θέλεις ενός Αγίου… Έχεις μια ανάγκη, υπάρχει μια αρρώστια στο σπίτι… Κάτι κακό συμβαίνει και θέλεις να διαβάσεις κάτι, διάβασέ το. Κάνε όμως και κομποσχοινάκι. Πάρε στο χέρι σου το κομποσχοίνι. Κράτησέ το κρυφά, μέσα στη νύχτα δε σε βλέπει κανένας. Και κάθε κόμπο λέγε: “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”,”Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”,”Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”,”Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”, δεν είναι τόσο σπουδαίο … Όλοι μας μπορούμε να το κάνουμε…
Αργότερα μπορούμε να την κάνουμε και με την αναπνοή. Εισπνέουμε «Κύριε Ιησού Χριστέ», εκπνέουμε «ελέησόν με». Εισπνέουμε, κρατούμε λίγο την αναπνοή, το λέμε πέντε φορές, και εκπνέουμε. Αλλά αυτά δεν έχουν καμιά σημασία. Δεν τα λέμε καθόλου, αν μας εμποδίζουν και μας έχουν, μας προκαλούν κάποια δυσκολία. Τα λένε αυτά στην αρχή, αυτά… Για κάνα μήνα – δυό, διότι η προσευχή δεν έχει μέθοδο. Όταν πάμε να μιλήσουμε με έναν φίλο μας, όταν πάμε να μιλήσουμε με ένα επίσημο πρόσωπο δεν έχουμε μέθοδο, ανοίγουμε την καρδιά μας και λέμε το αίτημά μας. Κύριε το παιδί μας δεν μπορεί! Σε παρακαλώ, κάν μου αυτή τη χάρη. Έτσι μιλάμε. Έτσι θα μιλάμε και στο Χριστό, χωρίς μεθόδους και χωρίς τρόπους. Αλλά πάντοτε όμως παρακλητικά και με συντετριμμένη την καρδιά.
Όταν λέμε την ευχή, φροντίζουμε να μην έχουμε μετεωρισμούς, να μη φεύγει δηλαδή το μυαλό μας πότε εδώ και πότε εκεί. Να μη χαζεύει σε εικόνες, να μη σκέφτεται απολύτως τίποτα. Να λέγει μόνον, να προσέχει μόνον στα λόγια της ευχής, τίποτε άλλο.
Με απόλυτη συναίσθηση ότι αυτό που λέει, “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”, το λέγει μπροστά στο Χριστό. Ο Χριστός είναι μπροστά μας, δεν είναι πίσω μας. Ούτε μακρυά στον ουρανό σε εκατομμύρια μίλια. Είμαστε ενώπιόν Του. Αν τα μάτια της ψυχής μας δεν ήταν τυφλά, θα Τον βλέπαμε, και αν ήταν βέβαια και προς το συμφέρον μας. Και με αυτή τη συναίσθηση Τον παρακαλούμε θερμά, Τον ικετεύουμε δυνατά για να μας ελεήσει και να μας σώσει, «Χριστέ μου ελέησόν με, εκ των κρυφίων μου καθάρισόν με».
Η Χαναναία Τον είχε μπροστά της και φώναζε: «Ιησού Υιέ Δαυΐδ ελέησόν με, ότι η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται».
Έτσι και μεις Τον έχουμε μπροστά μας και Τον φωνάζουμε «ελέησόν με τον αμαρτωλόν, διότι εγώ έχω μέσα μου το δαιμόνιο, τον δαίμονα ή τους δαίμονας των παθών. Εγώ έχω μέσα μου το σκοτάδι. Το σκοτάδι της αμαρτίας.
Εγώ κυριαρχούμαι από τα πάθη και υποφέρουν όλοι γύρω μου.
Εγώ φταίω για όλα.
Χριστέ μου ελέησέ με.
Άμα ελεήσεις εμένα, θα ελεήσεις και τον σύντροφο της ζωής μου.
Ελεείς τότε και τα παιδιά μου.
Ελεείς τον άρρωστο αδελφό μου που βασανίζεται απ’ τον καρκίνο.
Ελεείς και τον ξάδελφό μου τώρα που έπαθε εγκεφαλικό.
Ελεείς το παιδί μου για την αποκατάστασή του ή για να βρει εργασία.
Ελέησόν με Κύριε, γιατί ελεώντας εμένα, ελεείς και τους κληρικούς της Εκκλησίας σου. Ποιος είσαι σύ και σύ που κατηγορείς τον άλφα ή τον βήτα κληρικό; Κάνε το παιδί σου; Και συ που φωνάζεις ως άνδρας γίνε εσύ για να διορθώσεις τα κακώς κείμενα. Συ που κατηγορείς, θα το πληρώσεις. Γιατί κατακρίνεις. Και δεν έχεις το δικαίωμα γιατί δεν είσαι Θεός.
Ελέησόν με Κύριε διότι δεν έχω αληθινή μετάνοια και συντριβή. Δεν έχω. Γι’ αυτό ελέησόν με.
Δεν έχω δάκρυα παρακλητικά, ελέησόν με.
Δεν έχω ταπείνωση, ελέησόν με.
Δεν έχω πίστη, ελέησόν με.
Δεν έχω υπομονή, ελέησόν με.
Δεν πενθώ για τις αμαρτίες μου, ελέησόν με.
Δεν κλαίω, ελέησόν με.
Κι όλο αυτό το έργο θα γίνεται χωρίς φαντασίες, χωρίς μετεωρισμούς, χωρίς εικόνες, χωρίς μορφές, χωρίς ιδέες που μπορεί να σχηματίζει ο νους, είτε από τις πολλές μας παλιές συνήθειες, είτε από τις πολλές έγνοιες και τις μέριμνες και τις σκοτούρες που έχουμε, είτε από την πολλή κούραση, είτε από την ενόχληση του διαβόλου. Από πολλές αιτίες μας έρχονται οι λογισμοί στο κεφάλι μας και δεν μας αφήνουν να κάνουμε προσευχή. Εύκολα λοιπόν, πολύ εύκολα φεύγει η προσοχή μας, από την ευχή, από το “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”, και χάνεται ο πολύτιμος, ο πολυτιμότατος πνευματικός καρπός της. Χάνεται ο ουράνιος θησαυρός της Θείας Χάριτος.

Χριστιανοί μου, εργασία πνευματική με την ταυτόχρονη πρακτική εφαρμογή των Ευαγγελικών εντολών, μας δίδει η παρακάτω αληθινή ιστορία, του μπαρμπα Νικόλα του ψάλτου από την Καρλίκοβα της Δράμας.
Υπήρχε ένας χωρικός γύρω στο 1930, και ήταν και ψάλτης στο χωριό, αλλά ψάλτης πρακτικός. Αυτός λοιπόν πήγαινε κάθε πρωί στην εκκλησία και το βράδυ στον εσπερινό και βοηθούσε τον παπά. Άφηνε όποια δουλειά είχε, είτε στα χωράφια, είτε οπουδήποτε αλλού και πήγαινε. Ήτο φιλόξενος, ελεήμων. Όποιος χωρικός αρρώσταινε πήγαινε αυτός σαν οργώσει το χωράφι του, να το σπείρει, να το θερίσει, να του μαζέψει τα ξύλα για το χειμώνα, άμα ήταν άρρωστος και δεν μπορούσε. Εκείνα τα χρόνια εύκολα χήρευαν οι άνθρωποι, είτε από την γυναίκα, που πέθαινε πάνω στις γέννες, είτε από πρόωρες ασθένειες στους άνδρες. Παντού και πάντοτε ο μπαρμπα Νικόλας βοηθούσε. Όποιος έκτιζε μάνδρα ή σπίτι πήγαινε και τον βοηθούσε. Έτρεχε και στο μαραγκό και στο σιδερά για δωρεάν βοήθεια, – αυτούς που έκαναν τις ρόδες από τους αραμπάδες εκείνης της εποχής. Ο καλός Σαμαρείτης λοιπόν σε όλους τους κατοίκους του χωριού. Και συνεχώς έψελνε. Ό,τι κι αν έκανε όλη την ημέρα έψελνε. Γλυκαινόταν δε πάρα πολύ όταν εκατοντάδες φορές έλεγε το «Κύριε ελέησον» σ’ όποιον ήχο νόμιζε ότι μπορούσε να το πει. Αλλά έλεγε το «Κύριε ελέησον». «Κύριε ελέησον», «Κύριε ελέησον». Γι’ αυτό τον είχαν βαφτίσει οι χωρικοί ο «μπαρμπα Νικόλας ο Κύριε ελέησον». Τι καλά να μας δίναν και μας ένα τέτοιο όνομα !… Ήταν δε περίπου πενήντα ετών.
Ένα βράδυ λοιπόν, όπως έκανε ολονύκτια προσευχή, βλέπει ξαφνικά να ανοίγουν τα ουράνια, να κατεβαίνουν άγγελοι και να του βάζουν, ουράνιο στεφάνι στο κεφάλι. Ο άνθρωπος είχε γαλήνη, ειρήνη, και θεϊκή ακατάληπτη ευτυχία μέσα του. Αλλά είχε την απορία. Ποιος πάνω, τι ήταν αυτό, και ποιος είμαι εγώ; Και πως γίνεται αυτό; Άντε δε βαριέσαι, όνειρο ήταν, θα περάσει. Φαίνεται αποκοιμήθηκα και το είδα έτσι. Την άλλη νύχτα κάνει πάλι προσευχή, πάλι το ίδιο θεϊκό όραμα. Την τρίτη ημέρα το ίδιο, την τετάρτη ημέρα το ίδιο, μα λέει, πρέπει να πάω να το πω στον παπα Μιχάλη.
Τρέχει λοιπόν του λέει παπά, το πρωί μετά την ακολουθία του όρθρου, το και το μου συμβαίνει.
– Τι να σου πώ, του λέει. Ίσως είναι του Θεού, ίσως είναι και του διαβόλου. Ε, ξέχασέ το καλύτερα, κάνε τη δουλειά εσύ, πήγαινε στο σπίτι σου, τούπε καλά πράγματα, αλλά φεύγοντας όμως είπε μέσα του ο παπα Μιχάλης, βρέ και μπας και από το πολύ ψάλσιμο και το πολύ διάβασμα που κάνει ο μπαρμπα Νικόλας του σάλεψε το μυαλό και τον τρέλανε ο διάολος; Μάλλον δε θάναι καλά, ας ψέλνει, αλλά καλά δεν θάναι. Μπορεί νάναι καλός άνθρωπος, να τρέχει εδώ, να τρέχει από κει, αλλά φαίνεται τον πήρε τούμπα η τρέλα.
Δεν πέρασαν μερικές ημέρες και αρρωσταίνει ο «μπαρμπα Νικόλας ο Κύριε ελέησον». Το πρώτο πράγμα που ζήτησε ήταν να εξομολογηθεί στον παπα-Μιχάλη και να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων. Μέχρι την τελευταία του στιγμή, έδινε τις καλές του χριστιανικές και πατρικές συμβουλές, όλες γεμάτες από αγάπη και θεία ευλογία. Και προς τα παιδιά του και προς όλους εκείνους που τον επισκέπτονταν.
Σε λίγες μέρες πέθανε. Κι όταν πέθανε όλο το χωριό βρέθηκε στην κηδεία του, γιατί ήξεραν την καλοσύνη του και γιατί πληροφορήθηκαν τις κρυφές του ελεημοσύνες, και σχεδόν όλες του τις κρυφές προσφορές, αγρυπνίες, προσευχές, συνδρομές και τα λοιπά. Όλο το χωριό πήγε στην κηδεία του. Και τον έθαψαν με πολλή συγκίνηση μακαρίζοντας την αγία του ζωή, παρά τις επιφυλάξεις του παπα Μιχάλη.
Ύστερα από δύο ακριβώς χρόνια, πέθανε ο πατέρας του παπα Μιχάλη. Σε ηλικία ενενήντα δύο ετών. Ο ιερεύς με δυο συγγενείς, μετέβησαν στο νεκροταφείο του χωριού κατά τις δέκα η ώρα το πρωί, και άρχισαν να σκάβουν ένα λάκκο δίπλα στον τάφο του «μπαρμπα Νικόλα του Κύριε ελέησον». Όσο έσκαβαν και κατέβαιναν προς τα κάτω από το πλάι και από την μεριά του τάφου του μπαρμπα Νικόλα, άρχισε να βγαίνει μια παράξενη ευωδία πολύ γλυκειά, σαν να υπήρχαν χιλιάδες λουλούδια με έντονη μυρουδιά, μυρίπνοα ουράνια άνθη, τόση άρρητη ευωδία έβγαινε από κει μέσα.
Συγκλονίστηκε ο παπα Μιχάλης και είπε φωναχτά: «Τον αδίκησα τον άνθρωπο, αυτός πράγματι ήταν άγιος, σαν τους Αγίους που προσκυνάμε στην Εκκλησία». Και φεύγοντας για το σπίτι του το διέδωσε παντού.
Άρχισαν αμέσως να καταφθάνουν οι χωρικοί, άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, οι περισσότεροι όμως από περιέργεια, για να δουν τι το παράξενο συμβαίνει. Όταν όμως έφταναν στον τάφο, θαύμαζαν έκπληκτοι, την πρωτοφανή ευωδία που εξήρχετο τόσο άφθονη από τον τάφο του «μπαρμπα Νικόλα του Κύριε ελέησον» και δε χόρταιναν να την απολαμβάνουν δοξάζοντας τον Θεό του διδόναι τοιαύτα τοις ανθρώποις.

Αυτά είναι τα θαυμάσια της πίστεώς μας, και της αληθινής κατά Χριστόν, ζωής, προσφοράς και θυσίας. Πρώτα ο πνευματικός αγώνας, πρώτα η πρακτική τήρησις των εντολών και δη της αγάπης, μαζί με την συμμετοχή στα πανάγια μυστήρια, την αδιάλειπτη προσευχή και το ταπεινό φρόνημα, και ύστερα οι αμοιβές, και τα δώρα του Αγίου Θεού.

Η ιστορία του κεχαριτωμένου αυτού απλού χριστιανού, του «μπαρμπα Νικόλα του Κύριε ελέησον» χριστιανοί μου, μας φανερώνει τις πιο μεγάλες αλήθειες της πίστεώς μας. Προηγείται η εφαρμογή του θελήματος του Θεού. Η πράξις και τα έργα των Ευαγγελικών εντολών. Η Συμμετοχή στα μυστήρια. Και ύστερα ακολουθεί η ενέργεια της προσευχής στην καρδιά. Αν δεν αιχμαλωτίζουμε καθημερινά παν νόημα στην υπακοή του Χριστού, και κάθε σκέψη μας και κάθε ενέργεια της ζωής μας σ’ αυτήν την υπακοή, οι προσευχές μας θα είναι άκαρπες, στείρες και μουχλιασμένες.

Θυμώνεις; Νευριάζεις; Ταράζεσαι; Χάθηκε η προσευχή.
Κατακρίνεις, ιδίως το ράσο; Τότε όχι μόνον αχρηστεύεται η προσευχή σου, αλλά μολύνεται και θανάσιμα, κολάζεται.
Ζηλεύεις; Φθονείς; Θυμάσαι το κακό που σου έκαμε ο συγγενής σου, ο φίλος, ο γείτονας, ο συνάδελφος; Και τον μνησικακείς; Τάχασες όλα.
Εκδηλώνουμε τον εγωισμό μας; Η προσευχή μας δε εισακούεται.
Έχουμε κρίσεις και ορέξεις λαιμαργίας, φιλαργυρίας, φιληδονίας; Τότε ψυχραίνεται η καρδιά μας και μας εγκαταλείπει η χάρις του Θεού.
Και χωρίς χάρη προσευχή αληθινή δεν γίνεται.
Έτσι λοιπόν οι σαρκικές και βλάσφημες σκέψεις, η απερίσκεπτη μέριμνα και το άγχος, η αγάπη για τα εγκόσμια, ο πολύς ύπνος, η ακράτεια της γλώσσης, η ραθυμία και η ακηδία, η ασυδοσία των πέντε αισθήσεων και η κατάκρισις και άλλα πολλά πολλά πολλά, αρρωσταίνουν την ψυχή, εξασθενούν τη θέληση, σκοτίζουν τον νουν, και αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε την πιο μικρή μας προσευχή. Δεν μπορούμε να πούμε ούτε το «Πάτερ ημών». Ούτε να πούμε “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”, διότι ουδείς δύναται ειπείν, «Κύριον Ιησούν, ει μη εν Πνεύματι Αγίω». Άρα προηγείται η κάθαρσις από όλα τα πάθη, ή πρέπει να βρισκόμαστε στο δρόμο της προσπάθειας για να καθαριστούμε από τις αδυναμίες μας, και με τον σκληρό πνευματικόν αυτόν αγώνα που κάνουμε, και ύστερα να ακολουθήσει σιγά σιγά η θέρμη της καρδιάς και η νοερά ενέργεια αυτής της ευχούλας που λέμε, που μπορούμε να πούμε όσο το δυνατόν συχνότερα, το “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”. Τότε αυτού του είδους η προσευχή, μαζί με την Θεία Κοινωνία, γίνεται φάρμακο αθανασίας. Και γεύσις αιωνιότητος, και γεύσις Παραδείσου και θείας μακαριότητος.
Γι’ αυτό “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”, παντού και πάντοτε. Είτε φωναχτά, είτε ψιθυριστά, είτε με το μυαλό μας, από μέσα μας δηλαδή, με το νου μας. Ναι στο “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”, αλλά με τις οδηγίες του πνευματικού και με τη δική σας προσωπική ακρίβεια στην εξαγόρευση των λογισμών και των σκέψεων, των διαθέσεων και των τάσεων και όσα κινούνται στο χώρο της καρδιάς όταν λέγεται η ευχή. Ναι λοιπόν στην ευχή αλλά πρώτα στην προφορική. Οι κίνδυνοι από τον διάβολο ή από τις κινήσεις των παθών μας είναι πάρα πολλοί.

Ο μεγάλος ασκητής – βρε πως πέρασε η ώρα – και Άγιος ο όσιος Κύριλλος ο Φιλεώτης διηγείται ο ίδιος το εξής περιστατικό.
Κατά την διάρκειαν μιας νυχτερινής του προσευχής στο κελάκι του, αγρυπνώντας τη νύχτα, όταν ήταν αρχάριος, νεαρός μοναχός και ασκητής, ξαφνικά μπροστά του εμφανίστηκε το εσωτερικόν ενός ωραίου ναού, εντός του οποίου λειτουργούσε ένας πολύ γνωστός και ξακουστός ασκητής ιερεύς, ερημίτης.
Τον βλέπει να βγαίνει στην Ωραία Πύλη και χωρίς να πει «Μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης» κάλεσε λοιπόν τον όσιο Κύριλλο, τον απλό τότε Κύριλλο να κοινωνήσει.
– Έλα Κύριλλε, του λέει, να κοινωνήσεις, έλα.
Πηγαίνοντας προς τον ιερέα, χωρίς να το καταλάβει βέβαια, πώς κινήθηκε προς τα εκεί για να μεταλάβει, από τη συνήθεια που είχε και από τον φόβο τον πολύ, έκαμε το Σταυρό του λέγοντας, «Χριστέ μου, σε μένα τον ανάξιο», έ, βροντή γέγονεν, έγινε φοβερή βροντή, κεραυνός εν αιθρία, όπως θα λέγαμε, και τα πάντα διελύθησαν μέσα σε καπνό και απαίσια δυσοσμία. Βρώμισε όλο το κελί. Άνοιξε τις πόρτες και τα παράθυρα να φύγει η βρωμιά.
Γιατί όμως; Ποιο είναι το γιατί. Γιατί αυτή η σατανική οπτασία; Με τέτοιο μάλιστα θανάσιμο κίνδυνο να χάσει και την ψυχή του. Κάθισε λοιπόν και ζόρισε το μυαλό του, και θυμήθηκε ότι κάπου άφησε το μυαλό του, σε κάποιες φαντασίες που το ενόχλησαν, να κάνει κάποιες κάποιες πολύ πολύ πολύ μικρούτσικες συγκαταθέσεις. Και επειδή ήταν ακόμα αρχάριος, θέλησε να το εκμεταλευτεί ο διάβολος και να τον ρίξει σε παγίδα ώστε να τον κάνει να τον προσκυνήσει και να τον δαιμονοποιήσει.
Προσοχή λοιπόν, εκείνο που μας φυλάσσει αποτελεσματικά είναι η ακριβής εξομολόγησις, η μνήμη του θανάτου, το ταπεινό φρόνημα, το να μην μετεωρίζεται ο νούς μας, και να θυμώμαστε πάντοτε ότι όταν φωνάζουμε το “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”, το φωνάζουμε και το λέμε μπροστά στο Χριστό, παρόντος.

Με το σημερινό κήρυγμα θάθελα να σας πω και άλλα πολλά, αλλά ήδη πέρασαν, κοντεύουν 55 λεπτά, αν σας εκούρασα συγγνώμην, με το σημερινό όμως κήρυγμα, δεν θέλουμε και δεν επιθυμήσαμε βέβαια, να κάνουμε μια συστηματική προσφορά της νοεράς προσευχής, που ξεκινά με την προφορική επίκληση του ονόματος του Ιησού Χριστού, αλλά ήθελα να σας κάνω ένα εγερτήριο σάλπισμα, να σας ξεσηκώσω πνευματικά, όλους σας, για να αρχίσετε να λέτε την ευχούλα.

Εδώ βέβαια θα σταματήσουμε παρόλον που είχα σκοπό να πω και άλλα πάρα πολλά πράγματα. Αλλά θα τα πούμε όμως άλλη φορά. Θα συνεχίσουμε. Διότι με την φτωχή αυτή ομιλία, δεν τελειώνουν ποτέ, τα κηρύγματα για την ευχή και πολύ περισσότερο για την νοερά καρδιακή προσευχή. Θα υπάρξουν και συνέχειες, στην κατά δύναμιν υγεία μου, και στο φωτισμό που θα μου δώσει ο Θεός. Εδώ τελειώσαμε λέγοντας
«Αμήν».

Share Button