. Ὅταν μελετᾶ κανεὶς τὸ θέμα «Ἡ κρίση τῆς νεοελληνικῆς ταυτότητας», στὴν ἀρχὴ τὸ θεωρεῖ κοινότυπο θέμα, ὅμως στὴν συνέχεια διακρίνει μερικὰ οὐσιαστικὰ στοιχεῖα.
. Ἀπὸ πολλοὺς γίνεται λόγος γιὰ τὴν κρίση τῆς νεοελληνικῆς ταυτότητας, ὅπως γενικὰ γίνεται καὶ λόγος γιὰ τὴν κρίση στὴν οἰκογένεια, τὴν κοινωνία, τοὺς θεσμούς, τοὺς νέους κλπ. Κάθε ἀλλαγὴ καὶ κάθε μετάβαση ἀπὸ τὴν μιὰ γενιὰ στὴν ἄλλη δημουργεῖ κρίσεις μὲ διάφορα ἀποτελέσματα, θετικὰ ἢ ἀρνητικά, γόνιμα ἢ ἀποδιοργανωτικά.
. Τὸ θέμα αὐτὸ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ προσεγγίση πολιτιστικά, κοινωνικά, πολιτικά, ἐθνικά. Στὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ θὰ ἐπιδιωχθῆ νὰ ἀντιμετωπισθῆ κυρίως ἐκκλησιαστικά.
1. Ἀνάλυση τῶν ὅρων
. Τρεῖς λέξεις σὲ αὐτὴν τὴν θεματικὴ πρόταση ἔχουν μεγάλη σημασία, ἤτοι ἡ ταυτότητα, ἡ νεοελληνικὴ καὶ ἡ κρίση.
. Ἡ λέξη ταυτότητα σήμερα δηλώνει τὸ ἔγγραφο τῆς ἀστυνομίας ποὺ ταυτοποιεῖ τὴν βιολογική μας ὕπαρξη, δηλαδὴ καταγράφει τὰ στοιχεῖα τῆς γεννήσεώς μας, τῆς διαμονῆς μας, καὶ τὰ στοιχεῖα τοῦ σώματός μας (ἡλικία, ὕψος, χρῶμα ὀφθαλμῶν κλπ.).
. Εἰδικότερα, ὅμως, ἡ λέξη ταυτότητα συνιστᾶ ἀριστοτελικὸ ὅρο ποὺ συναντοῦμε στὰ μετὰ τὴν φύση συγγράμματά του (τὰ μεταφυσικὰ) ποὺ σημαίνει «τὸ εἶναι τί ταυτόν, τὸ ἴδιον». Εἶναι κάτι ποὺ πιστοποιεῖ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς ἀνθρώπου, ἑνὸς ὄντος, ἑνὸς πράγματος, ποὺ δείχνει τὴν συνέχεια καὶ τὴν ἀκρίβεια.
. Ἐνῶ θὰ ἔπρεπε ἡ ἴδια ταυτότητα, ὡς ἔκφραση καὶ τρόπος ζωῆς, νὰ ἐκφράζεται σὲ διάφορες ἐποχές, ἀνάλογα μὲ τὶς ἰδιαιτερότητες, τώρα οἱ ἄνθρωποι διαφόρων ἐποχῶν λαμβάνουν μιὰ διαφορετικὴ ταυτότητα. Δηλαδή, δὲν ἀλλάζουν οἱ ἄνθρωποι κρατώντας τὴν ἴδια ταυτότητα, ἀλλὰ ἀλλάζουν οἱ ταυτότητες στοὺς ἀπογόνους τοῦ ἰδίου ἔθνους. Αὐτὸ συνιστᾶ τὴν κρίση.
. Στὴν νέα φιλοσοφικὴ ὁρολογία, γίνεται λόγος γιὰ τὴν «ἀρχὴ τῆς ταυτότητος», ποὺ εἶναι μιὰ λογικὴ ἀρχή, κατὰ τὴν ὁποία «κάθε πράγμα εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὸν ἑαυτό του, κάθε ἔννοια ἡ ἴδια μὲ τὸν ἑαυτό της. Σύμφωνα μὲ ἄλλη –καὶ πιὸ σωστὴ- ἄποψη ἡ ἀρχὴ τῆς ταυτότητας ἀπαιτεῖ κάθε ἔννοια νὰ ἐννοεῖται πάντοτε ὡς ἡ ἴδια, ὄχι ἄλλοτε ὡς α καὶ ἄλλοτε ὡς β ἢ γ». Ἡ ἀρχὴ τῆς ταυτότητας προϋποθέτει μιὰ ἔννοια νὰ ἐννοῆται πάντοτε μὲ τὸ ἴδιο περιεχόμενο, σὲ ἀντίθετη ὅμως περίπτωση, ὅταν ἀλλάζη τὸ ἐννοιολογικὸ περιεχόμενο τῶν λέξεων καὶ ἐννοιῶν, ἀπὸ τὴν μιὰ πρόταση στὴν ἄλλη, τότε ἐπικρατεῖ ἡ ἐννοιολογικὴ σύγχυση.
. Στὴν περίπτωσή μας ἡ «ταυτότητα» προσδιορίζεται μὲ τὸ ἐπίθετο νεοελληνική, ποὺ σημαίνει προσπαθοῦμε νὰ δοῦμε ποιὰ εἶναι τὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα ποὺ συγκροτοῦν τὴν ταυτότητα τοῦ νεοέλληνος. Ἀμέσως αὐτὸ τὸ γεγονὸς δημιουργεῖ ἕναν ἔντονο προβληματισμό, γιατί χωρίζουμε τὴν ἑλληνικὴ πραγματικότητα διαλεκτικὰ σὲ ἀρχαία, μέση καὶ νέα.
. Ἡ λέξη «νεοέλληνας» χαρακτηρίζει τὸν Ἕλληνα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς ἵδρυσης τοῦ νέου ἑλληνικοῦ Κράτους (1832). Μέχρι σήμερα ὁ ὅρος χρησιμοποιήθηκε συχνὰ ἀπὸ Ἕλληνες καὶ ξένους γιὰ νὰ ἀντιδιασταλοῦν οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους κυρίως ἀλλὰ καὶ τοὺς βυζαντινούς, μὲ μιὰ τάση γιὰ χειραφέτηση ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ παράδοση καὶ προβολὴ τῆς ἀξίας τοῦ νεότερου ἑλληνισμοῦ.
. Ἡ λέξη «νεοέλληνας» καὶ τὰ παράγωγά της ἀντικατέστησε στὴν οὐσία τὴν λέξη Ρωμηὸς καὶ Ρωμηοσύνη. Ὅπως ἔχει γραφῆ: «ἡ λέξη “νεοελληνικός” ἀπαντᾶται ἀπὸ τὸ 1818, ἀλλὰ ἡ ἐπικράτησή της καὶ ὁ συνακόλουθος ἐκτοπισμὸς τῆς Ρωμηοσύνης, τὴν ὁποία προοδευτικῶς ἀντικατέστησε, θὰ διαρκέσει ἀρκετὲς δεκαετίες –ἁδρότατα πάντοτε ἐπικουρούμενος ἀπὸ τὸ νέο ἐθνικὸ κέντρο τῶν Ἀθηνῶν. Ἡ λέξη “νεοέλληνας” μαρτυρεῖται ἀπὸ τὸ 1854 καὶ “νεοελληνισμός” ἀπὸ τὸ 1887».
. Ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου ἡσυχαστικῆς Παραδόσεως, ποὺ εἶναι συνέχεια καὶ ὁλοκλήρωση ἄλλων παρόμοιων ρευμάτων ποὺ παρατηροῦνται ἐν σπέρματι καὶ στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ παράδοση, καὶ τὴν ὁποία διαφυλλάσσει ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ ἡ μοναχικὴ παράδοση, ποὺ συνιστᾶ τὴν εὐαγγελικὴ ὁδό, εἶναι ἐκείνη ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς διαφυλάξη ἀπὸ κάθε σύγχρονη ἰδεολογία καὶ ὁλοκληρωτισμὸ ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν παγκοσμιοποίηση, τὴν πολυπολιτισμικότητα καὶ κάθε –ισμό.
. Σὲ δημοσίευμα ἀναφέρεται ὅτι ὁ νεολογισμὸς «νέοι Ἕλληνες», ἀναφέρεται σὲ βιβλίο ποὺ τυπώθηκε στὴν Βενετία τὸ 1675 ἀπὸ τὸν Ἱερέα Γεώργιο Κονταρῆ καὶ παρουσιάζει τὴν ἱστορία τῆς ἀρχαίας Ἀθήνας. Στὸ βιβλίο αὐτὸ δὲν ἀποκαλεῖ τοὺς Ἕλληνες τῆς ἐποχῆς του Ρωμαίους ἢ Γραικούς, ἀλλὰ «νέους Ἕλληνες». Βέβαια, ὁ ἀρθρογράφος ποὺ φέρνει στὸ φῶς αὐτὴ τὴν μαρτυρία, συγχρόνως γράφει ὅτι «ὁ νεολογισμὸς» «νέοι Ἕλληνες», ἂν καὶ καταγράφεται σὲ βιβλίο, ἐν τούτοις «δὲν καθιερώθηκε τὴν ἐποχὴ ποὺ παρουσιάσθηκε, οὔτε καὶ ἀναφέρθηκε κανεὶς στὸν Κονταρῆ, ὅταν, ἀργότερα, οἱ ἱστορικὲς συνθῆκες εὐνόησαν τὴν καθιέρωση τῶν ὅρων αὐτῶν».
. Οὕτως ἢ ἄλλως ὁ νεολογισμὸς «νέοι Ἕλληνες» εἶναι καρπὸς μιᾶς παραχαράξεως ποὺ ἔγινε ἀπὸ τοὺς Φράγκους. Ἐνῶ, ὅπως πιστεύουμε, ὁ ἑλληνισμὸς εἶναι ἕνα μεγάλο ρεῦμα ποὺ ἐκφράζεται σὲ κάθε ἐποχὴ μὲ διαφορετικοὺς τρόπους, τώρα χωρίζεται σὲ τρεῖς κατηγορίες, τὸν ἀρχαῖο, τὸν μεσαῖο καὶ τὸν νέο. Θὰ ἦταν διαφορετικὸ ἐὰν καταγράφαμε ὅτι ἐκφράζεται ὁ ἑλληνισμὸς σὲ διάφορες φάσεις τοῦ ἱστορικοῦ του βίου ἢ ἔστω νὰ λέγαμε “ὁ ἑλληνισμὸς σήμερα” ἢ “οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες”. Ὁπότε, χρησιμοποιώντας τὴν φράση «νεοελληνικὴ ταυτότητα» ἀμέσως καθορίζουμε ἕνα πρόβλημα ποὺ ὑφίσταται καὶ μιὰ κρίση.
. Συνέχεια αὐτοῦ εἶναι ὅτι ἡ λέξη κρίση δείχνει τὴν διαφοροποίηση τῆς ταυτότητος τοῦ Ἕλληνα. Ἐνῶ θὰ ἔπρεπε ἡ ἴδια ταυτότητα, ὡς ἔκφραση καὶ τρόπος ζωῆς, νὰ ἐκφράζεται σὲ διάφορες ἐποχές, ἀνάλογα μὲ τὶς ἰδιαιτερότητες, τώρα οἱ ἄνθρωποι διαφόρων ἐποχῶν λαμβάνουν μιὰ διαφορετικὴ ταυτότητα. Δηλαδή, δὲν ἀλλάζουν οἱ ἄνθρωποι κρατώντας τὴν ἴδια ταυτότητα, ἀλλὰ ἀλλάζουν οἱ ταυτότητες στοὺς ἀπογόνους του ἰδίου ἔθνους. Αὐτὸ συνιστᾶ τὴν κρίση.
2. Αὐτοσυνειδησία τῶν συγχρόνων Ἑλλήνων
. Ἡ ταυτότητα ἔχει σχέση μὲ τὴν αὐτοσυνειδησία. Λέγοντας αὐτοσυνειδησία ἐννοοῦμε τὴν συνείδηση, τὴν ἄποψη ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸν περίγυρό μας. Καὶ αὐτὸ ἔχει σχέση μὲ τὴν διαφοροποίηση τῆς πολιτιστικῆς μας ταυτότητας.
. Ἡ Ἕλλη Σκοπετέα στὸ σημαντικὸ βιβλίο της «Τὸ “πρότυπο Βασίλειο” καὶ ἡ Μεγάλη ἰδέα», χρησιμοποιώντας τὸ ὑλικὸ τοῦ καθημερινοῦ καὶ περιοδικοῦ Τύπου τῆς ἐποχῆς τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὸν Τουρκικὸ ζυγὸ -ἄλλωστε ὁ Τύπος συνήθως εἶναι πιὸ αὐθεντικός, γιατί ἐκεῖ ἀποτυπώνονται καλύτερα ὅλες οἱ παραδόσεις καὶ οἱ νοοτροπίες τῶν ἀνθρώπων- κάνει μερικὲς παρατηρήσεις ποὺ φανερώνουν αὐτὴν τὴν προσπάθεια τῆς ἀλλοιώσεως τῆς ταυτότητος.
. Περισσότερο πρέπει νὰ μιλοῦμε γιὰ κρίση τοῦ νεοέλληνος, ποὺ ὡς νεοέλλην, ἔχει ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὶς ἀναζητήσεις τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ τὴν βίωση τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς, ποὺ παρατηρεῖται στὴν Ὀρθόδοξη ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια, ὅπως ἐκφράζεται στὸν Ὀρθόδοξο ἡσυχασμό, κατὰ τὴν Ρωμαϊκὴ – Βυζαντινὴ περίοδο.
. Μὲ τὴν ἀπελευθέρωση καὶ τὴν διοργάνωση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους καὶ μὲ τὴν ἐπιρροὴ τῶν ξένων, ἐπιδιώχθηκε νὰ καθορισθῆ ἢ καὶ νὰ διαφοροποιηθῆ ἡ νεοελληνικὴ ταυτότητα, ποὺ θὰ καθορίζη στὸ ἑξῆς τὸν Ἕλληνα. Πρόκειται γιὰ τρεῖς ἐκφράσεις, ἤτοι ὁ προσανατολισμὸς στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, ἀφοῦ οἱ Ἕλληνες ἔπρεπε νὰ καταλάβουν ὅτι εἶναι ἀπόγονοι τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων φιλοσόφων, ἡ ἀποδέσμευση ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ σπάση ὁ ὀμφάλιος λῶρος μὲ ὅ,τι συνδέει τὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὸ λεγόμενο Βυζάντιο, καὶ ἡ σύνδεση τῆς Ἑλλάδος μὲ τὴν Εὐρώπη καὶ τὰ ἰδεολογικὰ ρεύματα ποὺ τὴν ἐξέφραζαν.
. Πέρα ἀπὸ τοὺς τρεῖς αὐτοὺς προσανατολισμούς, στὴν Πατρίδα μας ἐπικρατεῖ καὶ τὸ ὑπόγειο ρεῦμα τῆς ἑλληνορθόδοξης Παράδοσης, ἀπὸ τὸ ὁποῖο διαποτίσθηκαν οἱ παλαιότερες γενιὲς καὶ μεταδίδεται αὐτὸ τὸ ρεῦμα ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, μὲ τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα, μὲ τὶς παραδόσεις καὶ τὴν πολιτιστικὴ ζωή.
. Γίνεται φανερὸ ὅτι στὴν Ἑλλάδα, στὴν ἐποχή μας, ὑπάρχει μιὰ ἰδεολογικὴ καὶ πολιτιστικὴ σύγχυση, ὁπότε δὲν μποροῦμε νὰ μιλοῦμε γιὰ μιὰ ἑνιαία πολιτιστικὴ ταυτότητα. Μεγάλες μάζες τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ ζοῦν μὲ τὴν «Μεγάλη Ἰδέα», ποὺ σήμερα ἐκφράζεται ὄχι μὲ προσκτήσεις ἐδαφῶν, ἀλλὰ μὲ τὴν ἰδιαίτερη παράδοση ποὺ νοηματοδοτεῖ τὸν βίο μας, ὅπως τὴν ἐξέφραζαν οἱ Μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἐβίωσαν οἱ λεγόμενοι Φιλοκαλικοὶ Πατέρες, καὶ οἱ ἀσκητὲς τοῦ ἀρχαίου καὶ συγχρόνου «Γεροντικοῦ». Ὑπάρχουν, ὅμως, καὶ ἄλλοι ποὺ εἶναι ἀρχαιολάτρες, προσανατολισμένοι στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, ποὺ τὴν βλέπουν μὲ τὴν στατικότητά της καὶ ὄχι μὲ τὴν δυναμική της πορεία, ποὺ πέρασε ἀπὸ τὸν Ἀριστοτέλη, στὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, τὸν ἅγ. Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνὸ καὶ τὸν ἄγ. Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, ἢ ἀπὸ τὸν Παρθενώνα στὴν Ἁγιὰ-Σοφιά. Ὑπάρχουν ἀκόμη ἄνθρωποι ποὺ διαποτίζονται ἀπὸ τὸν διαφωτισμό, τὸν ρομαντισμό, τὴν νεωτερικότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν μετανεωτερικότητα, καὶ οἱ ὁποῖοι συγχρόνως ἀγνοοῦν τὸν ὀρθόδοξο φωτισμὸ τῆς Φιλοκαλίας, ποὺ ὡς πράξη ὑπάρχει καὶ σήμερα στὴν αὐθεντική της μορφὴ στὸν Ὀρθόδοξο ἁγιορείτικο μοναχισμὸ καὶ ἡσυχασμό. Γενικά, παρατηρεῖται μιὰ πολιτιστικὴ σύγχυση, ἀφοῦ, κατὰ ἀνάρμοστο τρόπο, συμπλέκεται τὸ παγανιστικὸ στοιχεῖο μὲ τὸ λατρευτικό, καὶ τὸ ὀρθολογιστικὸ μὲ τὸ ἡσυχαστικό.
. Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν κατὰ Χριστὸν ὑπακοή, ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὴν φιλοδοξία-ὁλοκληρωτισμό, μὲ τὴν σωφροσύνη καὶ τὴν ἐγκράτεια, ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴν φιληδονία-πανσεξουαλισμὸ καὶ μὲ τὴν ἀκτημοσύνη ἢ τὴν κοινοκτημοσύνη, ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὴν φιλαργυρία –καπιταλισμό.
. Ἔτσι, ἐνῶ παλαιότερα, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καὶ μετέπειτα κατὰ τὴν Τουρκοκρατία, τὰ δύο αὐτὰ ρεύματα, τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς παραδόσεως καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνο τῆς σύγχρονης ζωῆς συνδέονταν μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς ὤσμωσης καὶ παρατηροῦσε κανεὶς μιὰ διαρκῆ γονιμοποίηση, σήμερα, τὶς περισσότερες φορές, ὑπάρχουν διαλεκτικὲς ἀντιθέσεις μεταξύ τους καὶ βιώνονται κατὰ τρόπο στεγανοποιημένο.
. Αὐτὴ ἡ διάκριση παρατηρεῖται στὰ λαϊκὰ στρώματα, τὰ ὁποῖα κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον, ἐμπνέονται ἀπὸ τὴν διαχρονική μας παράδοση μὲ ποικίλους βαθμούς, τοὺς πολιτικοὺς ποὺ εἶναι προσανατολισμένοι σὲ κέντρα ποὺ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὴν χώρα καὶ κυρίως κυριαρχοῦνται ἀπὸ τὰ ρεύματα ποὺ ἐπικρατοῦν ἐκεῖ καὶ παραπέμπουν σὲ ἄλλους πολιτισμούς, καὶ τοὺς διανοουμένους ποὺ συνήθως κυριαρχοῦνται ἀπὸ τὰ ἀρνητικὰ στοιχεῖα τοῦ διαφωτισμοῦ καὶ τῶν ἐξελίξεών τους. Τὸ πλέον ἀποκαρδιωτικὸ εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ σύγχυση ἐπικρατεῖ καὶ στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο, μεταξὺ τῶν Κληρικῶν καὶ τῶν θεολόγων. Μερικοί, ἐνῶ ὑποστηρίζουν τὴν Ὀρθοδοξία, διακρίνονται ἀπὸ ἀντιορθόδοξες ἀντιλήψεις. Ἐνῶ ὁμιλοῦν γιὰ τὴν ἀξία τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀρνοῦνται τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση ποὺ ἐξέφραζαν αὐτοὶ οἱ ἅγιοι. Ἐνῶ ὑπερτονίζουν τὸ ρωμαίϊκο πνεῦμα, ἐν τούτοις ζοῦν καὶ σκέπτονται ἐντελῶς δυτικά. Ἐνῶ τονίζουν τὴν μεγάλη ἀξία τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ὡς νοηματοδοτήσεως τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, συμπεριφέρονται μὲ τὶς ἀρχὲς τοῦ διαφωτισμοῦ, τοῦ σχολαστικισμοῦ, ἀφοῦ διακρίνονται ἀπὸ τὴν ὀρθολογιστικὴ νοοτροπία.
. Αὐτὴν τὴν σύγχυση βλέπει κανεὶς καὶ σὲ κείμενα Ὀρθοδόξων, Κληρικῶν καὶ λαϊκῶν. Στὴν ἀρχὴ τῶν κειμένων τους παρατηρεῖ κανεὶς μιὰ Ὀρθόδοξη ἔκφραση, ἀλλὰ ἀμέσως μετὰ χρησιμοποιεῖται ἄλλη σκέψη ποὺ ἀναιρεῖ τὴν προηγούμενη. Μέσα σὲ ἕνα κείμενο εἰσέρχονται Ὀρθόδοξες καὶ κακόδοξες ἀντιλήψεις, ὁπότε εἶναι ἕτοιμοι, ὅταν τοὺς ἐπισημανθοῦν τὰ λάθη τους, νὰ παραθέσουν ἄλλες σελίδες ποὺ λέγουν τὰ ἀντίθετα, τὰ θεωρούμενα ὡς διορθωτικά. Πρόκειται γιὰ μεγάλη σύγχυση, ποὺ δείχνει τὴν ἀλλοτρίωση τῆς Παραδόσεως. Ὅπως σημειώσαμε πιὸ πάνω, ἡ ἀρχὴ τῆς ταυτότητος δὲν ἐπιτρέπει νὰ διαφοροποιοῦνται οἱ ἔννοιες τῶν λέξεων καὶ τῶν ὅρων, γιατί σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση ἐπικρατεῖ σύγχυση καὶ ἀλλοτρίωση. Ὅμως, αὐτὴ ἡ σύγχυση εἶναι γνώρισμα τῶν ἀνθρώπων ποὺ διακρίνονται ἀπὸ μιὰ πολιτιστικὴ καὶ θεολογικὴ σχιζοφρένεια, ποὺ δὲν ἔχουν μιὰ σταθερότητα.