3. Ἡ Ἑλληνορθόδοξη Παράδοση σήμερα
. Ζοῦμε σὲ μιὰ ἐποχή, στὴν ὁποία δημιουργοῦνται νέα δεδομένα, οἱ κοινωνίες ἀλλάζουν, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν βιομηχανικὴ ἐποχὴ περάσαμε στὴν τεχνολογικὴ καὶ βιοτεχνολογικὴ ἐποχή, μὲ συνέπειες γιὰ τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν κοινωνιῶν. Οἱ ἄνθρωποι ὅλης τῆς γῆς ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους, ἔρχονται σὲ σχέση μὲ ἄλλους πληθυσμούς, θρησκεύματα, ἀντιλήψεις, ὅλη ἡ παγκόσμια κοινότητα γίνεται μιὰ μικρὴ γειτονιά, ἀλλὰ πολλοὶ βιώνουν τὴν μοναξιά.
. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἡ ἑλληνορθόδοξη Παράδοση ἔχει μέσα της τὸ σταθερό, τὴν οὐσία, ἀλλὰ συγχρόνως περιβάλλεται καὶ ἀπὸ τὸ καιρικό, ἀφοῦ ἐκεῖνος ποὺ βιώνει τὴν ἑλληνορθόδοξη Παράδοση, μπορεῖ νὰ ζήση τὴν οὐσία της μέσα στὶς σύγχρονες ἀντιλήψεις τῆς ζωῆς καὶ τῆς κοινωνίας.
. Πολλοὶ προσπάθησαν νὰ ἐντοπίσουν ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὰ σταθερὰ στοιχεῖα τῆς παραδόσεως, ποὺ πρέπει νὰ διαφυλαχθοῦν, γιατί αὐτὰ νοηματοδοτοῦν τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τοὺς σύγχρονους τρόπους ζωῆς, μέσα στοὺς ὁποίους ζοῦν.
. Ὁ καθηγητὴς Μάριος Μπέγζος στὸ βιβλίο του «ἡ μεταφυσικὴ τῆς οὐσιοκρατίας στὸν μεσαίωνα καὶ ἡ ἐκκοσμίκευση», ἀναφερόμενος στὴν διαφορὰ μεταξὺ τοῦ βυζαντινοῦ καὶ τοῦ μεσαιωνικοῦ κοσμοειδώλου, οὐσιαστικὰ στὴν διαφορὰ μεταξὺ τοῦ δυτικοῦ κόσμου καὶ τῆς ἑλληνορθοδόξου Παραδόσεως, καθορίζει τὶς πέντε διαφορὲς ποὺ ἐπικρατοῦν μεταξὺ τῆς Δύσεως καὶ τῆς Ἀνατολῆς. Πρόκειται γιὰ τὶς πέντε μεγάλες διαφορὲς ποὺ ἐκφράζονται ὡς «λατινικὴ οὐσιοκρατία καὶ ἑλληνικὴ προσωποκρατία», «μεσαιωνικὸς ὀρθολογισμὸς καὶ βυζαντινὸς ἀποφατισμός», «νομικὴ καὶ ἰατρικὴ» ἀντίληψη, «ρωμαϊκὸς παπισμὸς καὶ ὀρθόδοξη συνοδικότητα», «μεσαιωνικὴ φεουδαρχία καὶ βυζαντινὴ πρόνοια».
. Ἔτσι, στὴν ἑλληνορθόδοξη Παράδοση ἐπικρατεῖ ἡ ἔννοια τοῦ προσώπου, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν οὐσιοκρατία ποὺ γέννησε τὸ Filioque, ὁ ἀποφατισμὸς-ἐμπειρία σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ὀρθολογισμό, ἡ θεραπεία σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν νομικιστικὴ ἀντίληψη, ἡ συνοδικότητα σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν παπισμό, ἡ πρόνοια καὶ φιλανθρωπία σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν φεουδαρχία.
. Νομίζω, ὅμως, ὅτι ὡς βασικὴ διαφορὰ πρέπει νὰ ὑπογραμμίσουμε τὸ θέμα τῆς θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου, διότι δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ὁ ἄνθρωπος βιώνει τὸν ἡσυχασμό, ἀποφεύγει τὸν ὀρθολογισμό, τὸν νομικισμό, τὸν ὁλοκληρωτισμό, τὸν φεουδαλισμό. Γιατί, ἐκεῖνος ποὺ ζῆ ἡσυχαστικὰ-νηπτικά, ὅπως τὸ συναντοῦμε στὴν Φιλοκαλία, καὶ ὅπως τὸ ἐκφράζουν ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀποφεύγει τὶς προσωπικὲς ἐξαρτήσεις, ἀλλὰ ταυτοχρόνα σέβεται καὶ τὴν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου, ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὰ ποικίλα πάθη καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ζῆ αὐθεντικὰ μέσα στὴν κοινωνία.
. Μὲ τὸν ὀρθόδοξο ἡσυχασμό, ποὺ εἶναι ἡ θεραπευτικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἄνθρωπος ἀποφεύγει νὰ ἐκλαμβάνη τὸν Χριστιανισμὸ ὡς ἰδεολογία καὶ τὸν Θεὸ ὡς μεταφυσική. Μὲ τὴν βίωση τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως ὁ ἄνθρωπος μετέχει τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, αἰσθάνεται τὸν Θεὸ ὡς Ὄντα καὶ ὄχι ὡς ἀφηρημένη ἰδέα, τὸν κάθε ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ καὶ ὄχι ὡς ἀντικείμενο ἡδονῆς καὶ ἐκμεταλλεύσεως, καὶ τὸν κόσμο ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, μέσα στὸν ὁποῖο εὑρίσκονται οἱ οὐσιοποιὲς καὶ ζωοποιὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ὡς ἕνα ἀντικείμενο βιασμοῦ.
. Μὲ τὴν ὀρθόδοξη ἀσκητικὴ μέθοδο ὁ ἄνθρωπος θεραπεύει τὰ πάθη τῆς φιλοδοξίας, τῆς φιληδονίας καὶ τῆς φιλαργυρίας καὶ ἔτσι ἀντίστοιχα ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὰ τρία μεγάλα θηρία ποὺ δημιουργοῦν προβλήματα στὴν σημερινὴ ἀνθρωπότητα, ἤτοι τὴν ἰδεολογία-ὁλοκληρωτισμό, τὸν πανσεξουαλισμὸ καὶ τὴν κεφαλαιοκρατία. Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν κατὰ Χριστὸν ὑπακοή, ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὴν φιλοδοξία-ὁλοκληρωτισμό, μὲ τὴν σωφροσύνη καὶ τὴν ἐγκράτεια, ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴν φιληδονία-πανσεξουαλισμὸ καὶ μὲ τὴν ἀκτημοσύνη ἢ τὴν κοινοκτημοσύνη, ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὴν φιλαργυρία –καπιταλισμό.
. Ἔτσι, ὁ Ὀρθόδοξος μοναχὸς ποὺ τηρεῖ τὶς τρεῖς μοναχικὲς ἀρετὲς τῆς ὑπακοῆς, τῆς παρθενίας καὶ τῆς ἀκτημοσύνης, κρατᾶ τὴν οὐσία τῆς ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὰ τρία θηρία ποὺ μνημονεύσαμε προηγουμένως καὶ ἑπομένως εἶναι ὁ πλέον κοινωνικὸς ἄνθρωπος. Αὐτὴ ἡ πρακτική, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ ζοῦν στὸν κόσμο, γιατί ἡ ἄσκηση στὴν ὁποία ὁδηγεῖ τὸ Εὐαγγέλιο ἰσχύει γιὰ ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου ἡσυχαστικῆς Παραδόσεως, ποὺ εἶναι συνέχεια καὶ ὁλοκλήρωση ἄλλων παρόμοιων ρευμάτων ποὺ παρατηροῦνται ἐν σπέρματι καὶ στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ παράδοση, καὶ ἡ ὁποία διαφυλλάσσει ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ ἡ μοναχικὴ παράδοση, ποὺ συνιστᾶ τὴν εὐαγγελικὴ ὁδό, εἶναι ἐκείνη ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς διαφυλάξη ἀπὸ κάθε σύγχρονη ἰδεολογία καὶ ὁλοκληρωτισμὸ ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν παγκοσμιοποίηση, τὴν πολυπολιτισμικότητα καὶ κάθε –ισμό.
. Τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι, ἂν μποροῦμε νὰ κάνουμε λόγο γιὰ σύγχρονη κρίση ταυτότητας, περισσότερο πρέπει νὰ μιλοῦμε γιὰ κρίση τοῦ νεοέλληνος, ποὺ ὡς νεοέλλην, ἔχει ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὶς ἀναζητήσεις τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ τὴν βίωση τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς, ποὺ παρατηρεῖται στὴν Ὀρθόδοξη ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια, ὅπως ἐκφράζεται στὸν Ὀρθόδοξο ἡσυχασμό, κατὰ τὴν Ρωμαϊκὴ – Βυζαντινὴ περίοδο. Καὶ δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε ὅτι διάφοροι πολιτισμοὶ καὶ παραδόσεις προσεγγίζουν διαφορετικὰ τὸν κόσμο.
. Ὁ ἀρχαῖος Ἕλληνας ἀπαντᾶ στὸ ἐρώτημα τί εἶναι ὁ κόσμος, οἱ Χριστιανοὶ ἀπαντοῦν στὸ ἐρώτημα ποιὸς ἔκανε τὸν κόσμο καὶ οἱ Ρωμαῖοι ἐξετάζουν τί χρησιμεύει ὁ κόσμος. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ζῆ τὸ τελευταῖο, δηλαδὴ διακρίνεται γιὰ τὴν χρησιμοθηρικὴ ἀντίληψη τοῦ κόσμου.
. Πρέπει, ὅμως, νὰ ὑπερβοῦμε αὐτὴν τὴν νοοτροπία καὶ νὰ προχωρήσουμε στὸ τί εἶναι ὁ κόσμος καὶ κυρίως ποιὸς εἶναι ὁ δημιουργὸς τοῦ κόσμου καὶ ἀκόμη ποιὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς ζωῆς μας καὶ πῶς θὰ αἰσθανθοῦμε προσωπικὰ τὴν αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Τελικὰ θὰ πρέπει νὰ νοηματοδοτοῦμε τὸν κόσμο καὶ τὸν βίο μας.
. Αὐτὴ εἶναι ἡ ταυτότητα τοῦ βίου μας καὶ τῆς ζωῆς μας.–