Ἀποστολική Παράδοση καί Ἀποστολική Διαδοχή στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἀποστολική Παράδοση καί Ἀποστολική Διαδοχή στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας
Σέ ἕνα προηγούμενο κείμενό μου ἀνήγγειλα ὅτι πρόκειται νά δημοσιεύσω ἕνα κείμενο, στό ὁποῖο θά προσπαθήσω νά ἑρμηνεύσω τί εἶναι ἡ Ἀποστολική Παράδοση καί ἡ Ἀποστολική Διαδοχή μέσα στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό τό κάνω μέ τό παρόν κείμενο, τό ὁποῖο δέν διεκδικεῖ αὐθεντία, ἀλλά τονίζει μερικές ἀλήθειες καί εἶναι ἐπιδεκτικό διορθώσεων. Ἄλλωστε, στήν Ἐκκλησία παραμένουμε πάντοτε ἐν φόβῳ Θεοῦ καί σέ κατάσταση μαθητείας. Οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ παρέμειναν στούς αἰῶνες ὡς Μαθητές Χριστοῦ.

Κατά καιρούς ἀναφύονται διάφορα ἐκκλησιολογικά θέμα­τα λόγῳ συγχρόνων προβλημάτων καί ἐπιδιώκεται νά ἀντιμετω­πι­σθοῦν καί νά λυθοῦν κατά τόν καλύτερο τρόπο. Ἔτσι, καί στίς ἡμέρες μας ἀναφύονται ἐκκλησιολογικά ζητήματα καί διατυπώ­νονται πολλές ἀπαντήσεις.

Οἱ ἀποφάσεις τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι σημαντικές, θεόπνευστες, πού δείχνουν πῶς οἱ Πατέρες ἐπέλυσαν τά θέματα πού ἀνέκυψαν στήν ἐποχή τους, κατά τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου «ἔδοξε γάρ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν» (Πράξ. ιε΄, 28). Ἀναζητεῖται ὁ φωτισμός τοῦ Ἁγίου Πνεύ­ματος πού δίνεται στούς Ἁγίους, πού εἶναι δοχεῖα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὄργανα τοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι, σεβόμαστε ἀπό­λυτα τίς ἀποφάσεις αὐτές καί τίς ἑρμηνεύουμε ἐκκλησιαστικά. Τό λέγω αὐτό, γιατί ὑπάρχουν σήμερα μερικοί πού μέ ὀρθολογικό πνεῦμα ἐπικαλοῦνται τούς ἱερούς κανόνας, ὡσάν νά εἶναι νόμοι τῆς Πολιτείας καί διατάξεις τοῦ Συντάγματος. Θά πρέπει κανείς, ὅμως, νά δῆ τό πνεῦμα τῶν ἱερῶν κανόνων, δηλαδή νά τούς δέχεται, χωρίς νά τούς παραθεωρῆ, νά ἀγω­νίζεται νά συναντήση τό πνεῦμα πού ζωοποιεῖ καί ὄχι τό γράμμα τοῦ νόμου πού «ἀποκτέννει» (Β΄ Κορ. γ΄, 6).

Μέ ἀφορμή τό λεγόμενο «οὐκρανικό ζήτημα» γίνεται εὐ­ρύ­τατος διάλογος γιά τόν τρόπο ἐπιλύσεώς του. Τό τελευταῖο διάστημα παρατηρῶ ὅτι ἐπικεντρώθηκε τό ἐνδιαφέρον πολλῶν στό κατά πόσον οἱ Ἐπίσκοποι πού ἀπετέλεσαν τήν Αὐτοκέφαλη Οὐκρανι­κή Ἐκκλησία ἔχουν Ἀποστολική Διαδοχή, διότι προέρχονται ἀπό καθηρημένους, σχισματικούς καί «αὐτοχειροτόνητους» Ἐπισκόπους.

Τό θέμα, ὅμως, εἶναι ὅτι σέ πολλούς παραμένει ἀδιευκρί­νιστο τί εἶναι Ἀποστολική Παράδοση καί τί εἶναι Ἀποστολική διαδοχή, ἀλλά κυρίως καί πρό παντός τί εἶναι τό μυστήριο τῆς Ἐκκλη­σίας. Ὅλα αὐτά μερικοί τά συνδέουν μέ ἕναν κατεστημένο ἀνθρώπινο θεσμό καί δέν βλέπουν τήν θεολογία πού εὑρίσκεται κάτω ἀπό αὐτά. Νομίζουν ὅτι Ἀποστολική Διαδοχή εἶναι μόνον μιά σειρά χει­ρο­τονιῶν, ἀνεξάρτητα ἀπό τό μυστήριο τῆς Πεντη­κοστῆς καί τό μυστήριο τῆς Ἀποστολικῆς Παράδοσης-παρακαταθήκης πού δίνεται στήν Ἐκκλησία.

Ἐπίσης, μερικοί ὁμιλοῦν γιά τό κατά πόσον οἱ Ἐπί­σκο­ποι πού ἀποτέλεσαν τήν Οὐκρανική Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία ἔχουν Ἀποστολική Διαδοχή. Πρέπει, ὅμως, νά ἐξετασθῆ τί εἶναι Ἀποστολική Παρά­δοση καί τό κυριότερο εἶναι ἄν αὐτοί οἱ ἴδιοι θεωροῦν ταυτοχρόνως ὅτι καί οἱ δυτικοί Χρι­στιανοί (Ρωμαιοκαθολικοί, Ἀγγλικανοί, Προτεστάν­τες) καί οἱ ἀνατολικοί Χριστιανοί (Μονοφυσίτες, Μονοθελῆτες) ἔχουν Ἀποστολική Διαδοχή καί ὅτι ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία καί ἔχουν μυ­στήρια.

Ὅσοι ὁμιλοῦν (Προκαθήμενοι καί Σύνοδοι) γιά ἀπώλεια τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς στούς σχισματικούς Κληρικούς τῆς Οὐκρανίας, πρέπει νά ἀπαν­τήσουν εὐθαρ­σῶς ἄν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί καί γενικά οἱ αἱρετικοί ἔχουν Ἀποστολική Διαδοχή. Δέν μποροῦν νά κρίνουν μέ δύο μέτρα καί δύο σταθμά, δηλαδή νά πιστεύουν ὅτι οἱ σχισματικοί τῆς Οὐκρανίας δέν ἔχουν Ἀποστολική Διαδοχή, ἐνῶ συγχρόνως νά διδάσκουν ὅτι οἱ Ρωμαιοκαθολικοί καί ἄλλοι Χριστιανοί ἔχουν Ἀποστολική Διαδοχή καί ἑπομένως ἔχουν μυστήρια.

Τελικά, τί εἶναι ἡ Ἀποστολική Διαδοχή; Εἶναι μόνον μιά «σειρά χειρο­τονιῶν», ἀνεξάρτητα ἀπό τήν Ἀποστολική Παράδοση, δηλαδή τήν Πεντη­κοστή; Καί γενικά τί εἶναι τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας;

Μερικές ἀπαντήσεις θά δοθοῦν στήν συνέχεια, χωρίς νά διεκδικοῦν τό ἀλάθητο, πού τό ἔχουν οἱ θεούμενοι ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ἀποφαίνονται συνοδικά. Θά παρακαλοῦσα τόν ἀναγνώστη νά κατανοήση καλῶς τά πρῶτα σημεῖα καί μέσα σέ αὐτό τό πνεῦμα νά ἑρμηνεύση ὅσα θά ἐκτεθοῦν στό τέταρτο σημεῖο.
1. Τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας

Κατ’ ἀρχάς εἶναι ἀπαραίτητο νά δοῦμε τί εἶναι τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἡ κοινωνία θεώσεως. Ὁ Χριστός προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, θνητή καί παθητή, ἄκρως ὅμως καθαρά, ὥστε νά νικήση τόν διάβολο, τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πρό πάντων τῶν χρόνων, αἰωνία, ἀλλά ἐφανερώθη στήν σάρκα τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού σημαίνει ὅτι κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός. «Καί πάντα ὑπέταξεν ὑπό τούς πόδας αὐτοῦ, καί αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφ. α΄, 22-23).

Στήν ἴδια Ἐπιστολή ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Ὁ Χριστός ἠγάπησε τήν ἐκκλησίαν καί ἑαυτόν παρέδωκεν ὑπέρ αὐτῆς, ἵνα αὐτήν ἁγιάσῃ καθαρίσας τῷ λουτρῷ τοῦ ὕδατος ἐν ῥήματι, ἵνα παραστήσῃ αὐτήν ἑαυτῷ ἔνδοξον τήν ἐκκλησίαν, μή ἔχουσαν σπίλον ἤ ῥυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων, ἀλλ᾿ ἵνα ᾖ ἁγία καί ἄμωμος» (Ἐφ. ε΄, 25-27).

Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἁγία, ἄμωμη, καθαρή καί αὐτό ὀφείλεται στήν κεφαλή της, δηλαδή τόν Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει κανένα σπίλο, καμμία ρυτίδα, ἀλλά εἶναι ἁγία καί ἄμωμη. Μέ αὐτό ἐννοεῖται ὅτι ἡ ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας προέρχεται καί ὀφείλεται στήν ἁγία κεφαλή της, καί ὄχι στήν ἁγιότητα τῶν μελῶν της. Τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ δέν ἁγιάζουν τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἁγιάζονται ἀπό αὐτήν, κυρίως ἀπό τήν κεφαλή της, τόν Χριστό.

Κατ’ ἐπέκταση οἱ ἁμαρτίες τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ἀναξιότητα τῶν Κληρικῶν της –Ἐπισκόπων, Πρεσβυτέρων καί Διακόνων– δέν «μολύνουν» τήν Ἐκκλησία, ἀλλά οἱ Κληρικοί, ἔστω καί ἀνάξιοι, παραμέ­νουν στήν Ἐκκλησία καί λειτουργοῦν, ὅταν δέν ἐξεδόθη κάποια κανονική πράξη τῆς Ἐκκλησίας γιά ἀργία ἤ καθαίρεση, καί ἐν καιρῷ ἀποβάλλονται ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅπως τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἀποβάλλει κάθε ξένο στοιχεῖο καί μή ἀφομοιώσιμο.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ἑρμηνεύει τά χωρία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους» (Α΄ Κορ. ιβ΄ 27): «Ἕν σῶμα καί ἕν Πνεῦμα, καθώς καί ἐκλήθητε» (Ἐφ. δ΄, 4-5). Γράφει ὅτι ὅπως τό σῶμα χωρίς τό πνεῦμα εἶναι νεκρό καί ἀναίσθητο, ἔτσι καί ἐκεῖνος πού ἀπό τήν παραμέληση τῶν ἐντολῶν, μετά τό βάπτισμά του, νεκρωθῆ, «ἀνενέργητος γίνεται καί ἀφώτιστος τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί τῇ τοῦ Χριστοῦ χάριτι». Ὁ Χριστιανός αὐτός ἔχει τό Πνεῦμα, μέ τήν πίστη καί τήν ἀναγέννηση πού ἔλαβε στό Βάπτισμα, ἀλλά τό Πνεῦμα εἶναι ἀνενέργητο καί ἀκίνητο μέσα του, ἐπειδή αὐτός εἶναι νεκρός πνευματικά.

Στήν συνέχεια χρησιμοποιεῖ ὡς παράδειγμα τήν σχέση μεταξύ τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Ἡ ψυχή εἶναι μία καί ἔχει πολλά μέλη τοῦ σώματος. Ὅλα αὐτά τά κρατᾶ καί τά ζωοποιεῖ ἡ ψυχή, ἡ ὁποία κινεῖ ὅσα εἶναι δεκτικά τῆς ζωῆς. Ὅταν, ὅμως, μερικά μέλη νεκρώθηκαν καί ἔμειναν ἀκίνητα ἀπό κάποια ἀσθένεια, τότε ἡ ψυχή τά συγκρατεῖ μέν, ἀλλά αὐτά εἶναι ἄζωα καί ἀναίσθητα. Αὐτό γίνεται καί μέ τά μέλη τοῦ Χριστοῦ στήν Ἐκκλησία. «Ὅλον ἐν ὅλοις ἀμιγῶς τοῖς Χριστοῦ μέλεσίν ἐστι τό Χριστοῦ πνεῦμα ἐνεργοῦν καί ζωοποιοῦν τά μετέχειν ζωῆς δυνάμενα, ἀλλά καί τά μή μετέχειν ἀσθενῆ φιλανθρώπως ὡς οἰκεῖα περικρατεῖ».

Καί καταλήγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ὅτι κάθε πιστός πού παραμένει στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μετέχει μέσῳ τῆς πίστεως στήν υἱοθεσία τοῦ Πνεύματος, μπορεῖ, ὅμως, νά μένη ἀνενέργητος καί ἀφώτιστος, λόγῳ τῆς ἀμέλειας καί τῆς ἀπιστίας, στερούμενος τό φῶς καί τήν ζωή τοῦ Ἰησοῦ. Ἔτσι, κάθε μέν πιστός εἶναι «μέλος Χριστοῦ καί πνεῦμα Χρι­στοῦ ἔχων∙ ἀνενέργητος δέ καί ἀκίνητος καί πρός μετουσίαν τῆς χάριτος ἀνεπίδεκτος».

Αὐτό τό χωρίο εἶναι καταπληκτικό καί ἐξηγεῖ θεολογικά τήν σχέση μας μέ τόν Χριστό στήν Ἐκκλησία. Σαφέστατα, λοιπόν, φαίνεται ἐδῶ ὅτι ἄν ἕνας Κληρικός δέν καθαιρεθῆ καί ἕνας λαϊκός δέν ἀφορισθῆ, ἀλλά ἁμαρτάνει, παραμένει στήν Ἐκκλησία, ἀλλά δέν εἶναι ζωντανό μέλος, ἐπειδή εἶναι ἀνεπίδεκτος στήν μετουσία τῆς θείας Χάριτος, ὡς νεκρός κατά πνεῦμα. Πάντως, ἡ παρουσία του στήν Ἐκκλησία δέν τήν μολύνει.

Τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς οἱ Μαθητές ἔγιναν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τό ἴδιο καί ὅλοι ὅσοι πίστευσαν στόν Χριστό, βαπτίσθηκαν καί ἔλαβαν τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν μεγάλο μυστήριο. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Μέγα ἐστί τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον· Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ» (Α΄ Τιμ. γ΄, 16).

Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί, ὅπως περιγράφεται στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά καί στίς Ἐπιστολές τῶν Ἀποστόλων ζοῦσαν στήν Ἐκκλησία ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Διαβάζουμε αὐτά τά κείμενα καί ἐκπληττόμαστε γιά τόν τρόπο τῆς ζωῆς τους. Αὐτά τά ἴδια τά συναντᾶμε καί στά κείμενα τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων τοῦ 2ου καί 3ου αἰῶνος, ὅπως καί στά πρῶτα Μαρτυρολόγια.

Ὅταν μερικοί Χριστιανοί θεολόγοι ἄρχισαν νά ἐπηρεάζονται ἀπό τήν φιλοσοφία καί ἐκκοσμικεύθηκαν, τότε ἡ Ἐκκλησία, διά τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἐθέσπισε δόγματα καί κανόνας γιά νά διαφυλάξη τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν αἵρεση καί τά σχίσματα. Οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων προῆλθαν ἀπό τήν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία, ὅπως τήν πρώτη περίοδο ζοῦσε χωρίς τήν Ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία ἀπαρτίσθηκε μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, ἔτσι ζοῦσε καί χωρίς ἱερούς κανόνας, οἱ ὁποῖοι θεσπί­σθηκαν ἀργότερα γιά νά διασφαλίσουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν μποροῦμε νά παρακάμπτουμε τούς ἱερούς κανόνας, ἀλλά οὔτε καί νά τούς θέτουμε πάνω ἀπό τήν Ἐκκλη­σία. Ἡ Ἐκκλησία ὡς τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐκείνη πού διά τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων γράφει τήν Ἁγία Γραφή καί θεσπίζει τούς ἱερούς κανόνας, καί ἡ Ἐκκλησία, διά τῶν Πατέρων, ἐπιλύει τά προκύπτοντα κάθε φορά ζητήματα. Μπορεῖ, βέβαια, νά ὑπάρξουν κάποιες εἰσηγήσεις ἐπιστημόνων, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία ἐν Συνόδῳ ἀποφασίζει σχετικῶς.

Ἀκόμη καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διατύπωσαν διάφορες γνῶμες σέ κείμενά τους, σχετικά μέ ἐπίκαιρα ποιμαντικά προβλήματα καί στήν συνέχεια πολλές ἀπό αὐτές τίς πατερικές ἀπόψεις ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος ἀποδέχθηκε μέ τόν 2ο Κανόνα της (Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης).

Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ Πατέρες συσκεπτόμενοι κυρίως ἐν Συνόδῳ ἑρμηνεύουν θεοπνεύστως τούς ἱερούς κανόνες καί τούς προσαρμόζουν σέ διάφορα σύγ­χρονα προβλήματα, χρησιμοποιώντας κατά περίπτωση τήν ἀκρί­βεια ἤ τήν οἰκονομία, κατά τό συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Τό Σάββατον διά τόν ἄνθρωπον ἐγένετο, καί οὐχ ὁ ἄνθρωπος διά τό Σάββατον» (Μάρκ. β΄, 27).

Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία ὡς τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ εἶναι εὐρύτερη ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί φανερώνεται στήν Ἁγία Γραφή, εἶναι εὐρύτερη ἀπό τούς ἱερούς κανόνας καί φανερώνεται στούς κανόνας, εἶναι εὐρύτερη ἀπό τά Μυστήρια καί φανερώνεται στά Μυστήρια. «Ἡ ἐμπειρία αὐτή τῆς Ἐκκλησίας δέν ἔχει ἐξαντληθῆ οὔτε εἰς τήν Γραφήν, οὔτε εἰς τήν παράδοσιν, ἀντανακλᾶται μόνον εἰς αὐτάς» (π. Γεώργιος Φλωρόφσκι).

Ἔχου­με περιπτώσεις πού ἐκεῖνοι πού βασάνιζαν τούς μάρτυρες, πί­στευσαν στόν Χριστό, ὁμολόγησαν τόν Χριστό καί μαρτύρησαν γι’ Αὐτόν καί κατατάχθηκαν στό Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς νά βαπτισθοῦν, χωρίς νά χρισθοῦν καί χωρίς νά κοινωνήσουν τοῦ Σώμα­τος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, χωρίς νά καταταγοῦν στό Ἁγιο­λόγιο μέ ἰδιαίτερη πράξη.

Προφανῶς, αὐτό γίνεται, γιατί αὐτή ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ὅπως ἐκφράζεται ἀπό τούς θεουμένους Ἁγίους καί ἐν Συνόδῳ εἶναι τό μέγα μυστήριο. Στήν Ἐκκλησία ὑπάρχουν πολλά Μυστήρια, ἀλλά αὐτή ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό μέγα Μυστήριο.

Κατά τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη ἡ Ἱεραρχία εἶναι μιά εἰκόνα τῆς θεαρχικῆς ὡραιότητος, ἡ ὁποία τελεῖ «τά μυστήρια τῆς ἐλλάμψεως» μέ ἱερατικές τάξεις καί ἐπιστήμη, τά δέ «μυστήρια τῆς ἐλλάμψεως» εἶναι τά πραγματικά μυστήρια στήν Ἐκκλησία.

Ἀποδέχομαι ἀπόλυτα στούς ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά δέν μπορῶ νά ἀγνοήσω ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι πάνω ἀπό αὐτούς, τούς ἑρμηνεύει σωστά καί ζῆ καί πολιτεύεται μέ τήν πλούσια Χάρη τοῦ Χριστοῦ καί ἐνεργεῖ δι’ αὐτῶν. Ὅταν ὁμιλῶ γιά Ἐκκλη­σία δέν ἐννοῶ ἕναν ἀνθρώπινο θεσμό, ἀλλά τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καί τήν ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού φωτίζει καί ἐνεργεῖ διά τῶν θεου­μένων καί θεοπνεύστων Ἁγίων, στόν συνοδικό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας.

Σημειώνει ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, ἀναφερόμενος στούς ἱερούς Κανόνες: «Οἱ ἱ. Κανόνες δέν σώζουν ἀφ’ ἑαυτῶν τόν πιστόν. Βοηθοῦν ὅμως αὐτόν νά μένῃ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐν ἑνότητι μετά τῶν ἄλλων μελῶν, ὥστε νά ἔχῃ τήν δυνατότητα τῆς σωτηρίας». Ἐπισημαίνει ὅμως ὅτι «οἱ Κανόνες ὡς ὅρια, δέ ἐξαντλοῦν τό μέγα μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί χωρίς αὐτούς ἡ Ἐκκλησία δέν ἐκφράζεται ὡς κοινωνία ἀγάπης, ὡς θεόσδοτος τάξις καί ἑνότης, ὡς ἁρμονικόν σῶμα Χριστοῦ» (Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης).

Ἑπομένως, σεβόμαστε τίς Τοπικές καί Οἰ­κου­­με­νικές Συνόδους, ἀλλά σεβόμαστε ἀπολύτως τό μέγα μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, μέσα στό ὁποῖο τελεσιουργεῖται τό μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.
2. Ἀποστολική Παράδοση καί Ἀποστολική Διαδοχή, κατά τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι

Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι, ὑπῆρξε ἕνας μεγάλος θεο­λόγος τοῦ 20οῦ αἰῶνος, ὁ ὁποῖος ἔζησε στήν Ρωσία, τήν Εὐρώπη καί τήν Ἀμερική ὅπου συνάντησε ποικίλα χριστιανικά ρεύματα, τά ὁποῖα ἀντιμετώπισε κατά τό πλεῖστον μέ ὀρθόδοξο ἐκκλησια­στικό φρόνημα. Ἔπρεπε νά ἐκφράση τήν ἄποψή του γιά αἱρε­τικούς καί σχισματικούς Χριστιανούς, γιά αἱρέσεις καί σχίσματα καί ὁ λόγος του διακρινόταν ἀπό μιά νηφαλιότητα, χωρίς νομι­κισμούς καί ἠθικισμούς.

Μεταξύ τῶν ἄλλων ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι ἑρμηνεύει τί εἶναι ἡ Πεντηκοστή μέσα στήν Ἐκκλησία, καί συνδέει τήν Πεντηκοστή μέ τήν Ἀποστολική Παράδοση καί τήν Ἀποστολική Διαδοχή.

Ἡ Ἐκκλησία, κατά τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι, εἶναι μία, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀποτελεῖ μία ἑνότητα καί αὐτό σχετίζεται μέ τό ὅτι εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καί συνδέεται μέ τήν Πεντηκοστή. Γράφει: «Ἡ Πεντηκοστή εἶναι τό πλήρωμα καί ἡ πηγή ὅλων τῶν μυστηρίων καί τῶν μυστηριακῶν πράξεων, ἡ μία καί ἀνεξάντλητη πηγή ὅλης τῆς μυστηριακῆς καί πνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Τό νά ζῆ κανείς μέσα στήν Ἐκκλησία σημαίνει ὅτι συμμετέχει στήν Πεντηκοστή».

Ἡ Πεντηκοστή πού εἶναι ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας «διαιωνίζεται μέ τήν Ἀποστολική Διαδοχή, δηλαδή μέ τό ἀδιάσπαστο τοῦ ἱερατικοῦ ἀξιώματος, μέ τό ὁποῖο κάθε τμῆμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κάθε στιγμή ὀργανικά ἑνωμένο μέ τήν πρωταρχική πηγή». Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Πεντηκοστή δέν μεταφέρεται καί βιώνεται ἀόρατα, ἀλλά μέσα ἀπό τήν Ἀποστολική Διαδοχή. Αὐτή ἡ «Ἀποστολική Διαδοχή δέν εἶναι ἁπλῶς ὁ κανονικός (kanonical), τρόπον τινά, σκελετός τῆς ἐκκλησίας», ἀφοῦ «ἡ ἱεραρχία εἶναι πρωτίστως μιά χαρισματική ἀρχή, δηλαδή μιά “ὑπηρεσία (ministry) τῶν μυστηρίων” ἤ μιά “θεία οἰκονομία”». Ἡ Ἱεραρχία «εἶναι ἕνα ὄργανο τῆς Καθολικῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἑνότητα τῆς χάριτος. Εἶναι γιά τήν Ἐκκλησία ὅ,τι εἶναι ἡ κυκλοφορία τοῦ αἵματος γιά τό ἀνθρώπινο σῶμα».

Οἱ Ἐπίσκοποι εἶναι «τά ὄργανα τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς» καί αὐτοί ἔχουν εὐθύνη γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, μέ τό νά τελοῦν τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καί τό Μυστήριο τῆς Χειροτονίας. «Ὁ Μυστικός Δεῖπνος καί ἡ Πεντηκοστή ἑνώνονται ἀχώριστα μεταξύ τους». Μέ αὐτήν τήν προοπτική κάθε Ἐπίσκοπος ἀποτελεῖ τήν ἑνότητα καί τό κέντρο τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας, γιατί κυρίως ὁ Ἐπίσκοπος μετέχει σέ αὐτήν τήν «καθολικότητα» τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας ὅλων τῶν ἐποχῶν.

Ἡ χειροτονία ἑνός Ἐπισκόπου γίνεται ἀπό δύο ἤ τρεῖς Ἐπισκόπους, πού δέν ἐνεργοῦν ἀτομικά, ἀλλά ὡς μέτοχοι αὐτῆς τῆς καθολικότητας τῆς Ἐκκλησίας, καί ἡ πραγματοποίηση ἤ ἐπέκταση τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς γίνεται στήν ἀδιάσπαστη καθολικότητα ὅλης τῆς Ἐκκλησίας.

Ἔτσι, «ἡ Ἀποστολική Διαδοχή ποτέ δέν μπορεῖ νά ἀποσπαστεῖ ἤ νά διαχωριστεῖ ἀπό τό ὀργανικό περιβάλλον τῆς ζωῆς τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, ἄν καί ἔχει τή δική της θεϊκή προέλευση», γι’ αὐτό καί ἡ Ἀποστολική Διαδοχή «ποτέ δέν πρέπει νά θεωρεῖται ὡς μιά ἀφηρημένη ἀπαρίθμηση διαδοχικῶν ἐπισκόπων», ἀλλά ὡς μετοχή στήν Χάρη καί τήν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας. «Ἡ Ἀποστολική Διαδοχή δέν ἐμφανίζει μιά αὐτάρκη ἁλυσίδα ἤ σειρά Ἐπισκόπων. Εἶναι ἕνα ὄργανο καί ἕνα σύστημα τῆς μοναδικότητας (oneness) τῆς Ἐκκλησίας».

Ἔτσι, ἡ Ἀποστολική Διαδοχή δέν εἶναι ἁπλῶς μιά σειρά χειροτονιῶν, ἀλλά συνδέεται ἀναπόσπαστα μέ τήν Ἀποστολική Παράδοση καί τήν Πεντηκοστή. Ἀναφερόμενος στούς ἱερούς κανόνας, βάσει τῶν ὁποίων συγκροτεῖται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, γράφει: «Κάθε παράβαση τῶν “κανόνων” ταυτόχρονα σημαίνει κάποια ἀπώλεια τῆς χάριτος, δηλαδή σημαίνει: ἀπομόνωση, ἀλλοτρίωση, ἀπόρριψη, παραμέληση τῶν μυστηρίων (mystical forgetfulness), στένεμα τῆς περί Ἐκκλησίας ἀντιλήψεως, καί μείωση τῆς ἀγάπης. Γιατί ἡ Ἀπο­στολική Διαδοχή καθιερώθηκε γιά χάρη τῆς ἑνότητας καί καθολικότητας (sobornost), καί δέν πρέπει ποτέ νά γίνει τό μέσο (vehicle) πού θά φέρνει τό χωρισμό (exclusiveness) καί τή διαίρεση».

Συνδέει τήν Ἀποστολική Διαδοχή μέ τήν Πεντηκοστή. Γράφει: «Ἡ Ἀποστολική Διαδοχή δέν πρέπει νά χωριστεῖ ἀπό τήν Ἀποστολική Παράδοση, καί στήν πράξη δέν μπορεῖ ποτέ νά χωριστεῖ». Καί αὐτή ἡ παράδοση δέν εἶναι μιά παρελθοντολογία, καί ἕνα μουσεῖο τοῦ παρελθόντος, ἀλλά «ἡ μνήμη τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι, πρῶτα ἕνα ἀδιάσπαστο ρεῦμα πνευματικῆς ζωῆς πού ξεκινᾶ ἀπό τό Ὑπερῶο… Πιστότητα στήν Παράδοση, εἶναι ἐπίσης συμμετοχή στήν Πεντηκοστή καί ἡ Παράδοση σημαίνει ὁλοκλήρωση τῆς Πεντηκοστῆς… Παράδοση εἶναι ἡ ἐξουσία (power) νά διδάσκει κανείς, νά ὁμολογεῖ, νά δίνει μαρτυρία καί νά κηρύσσει (proclaim) στηριζόμενος στό βάθος τῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία παραμένει πάντα ἡ ἴδια καί ἀναλλοίωτη (unimpaired)».

Ἡ διδασκαλία καί ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας, πρωτίστως, προσφέρεται ἀπό τήν Ἱεραρχία πού ἐξασκεῖ τό ἔργο αὐτό «ὡς ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας», τό ὁποῖο δεσμεύεται ἀπό τήν «συναίνεση τῆς ἐκκλησίας», «ὄχι τόσο καί πάλι ἀπό τήν ἄποψη τοῦ κανονικοῦ δικαίου ὅσο τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί μαρτυρίας». Ἔτσι, ὁ Ἐπίσκοπος διδάσκει τόν λαό καί δίνει τήν μαρτυρία τῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας καί αὐτήν τήν ἐξουσία τήν λαμβάνει ἀπό τόν Χριστό καί ὄχι ἀπό τό ποίμνιό του.

Ἡ Πεντηκοστή εἶναι ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ὅλης δομῆς της. Καί ὅσοι μένουν στήν Ἐκκλησία πρέπει νά μετέχουν τῆς ἐμπειρίας τῆς Πεντηκοστῆς . «Τό νόημα καί τό μεγαλεῖο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς βρίσκεται στήν ἀπόκτηση τοῦ Πνεύματος. Ἐρχόμαστε σέ κοινωνία μέ τό Πνεῦμα στά μυστήρια, καί πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε νά πληρωθοῦμε Πνεύματος κατά τήν προσευχή καί τήν δράση. Αὐτό συνιστᾶ τό μυστήριο τῆς ἐσωτερικῆς μας ζωῆς. Ἀλλ’ ἀκόμα καί σ’ αὐτό θεωρεῖται ὅτι ἀνήκουμε στήν Ἐκκλησία καί εἴμαστε μέρος τῆς ἴδιας τῆς δομῆς της». Ὅταν διασπᾶται ἡ Ἀποστολική Παράδοση ἀπό τήν συνέχεια τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τότε δέν μπορεῖ νά διατηρηθῆ ἡ Ἀποστολική Διαδοχή.

Ἐπισημαίνει δέ ἀκόμη ὅτι τά μυστήρια δέν ἐξαρτῶνται ἀπό τήν πίστη ἐκείνων πού τά τελοῦν καί συμμετέχουν σέ αὐτά:

«Μιλώντας γενικά, ἡ ἀποτελεσματικότητα καί ἡ ἀληθινό­τητα τῶν μυστηρίων δέν ἐξαρτῶνται ἀπό τήν πίστη ἐκείνων πού συμμετέχουν σ’ αὐτά. Γιατί τά μυστήρια τελοῦνται μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, καί ὄχι ἀνθρώπου, καί ἡ ἀδυναμία καί ἀτέλεια ἑνός ἐπί μέρους ἱερέα ἀναπληρώνονται ἀπό τή μυστηριακή συμμετοχή στίς ἱεροτελεστεῖες του ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας -τῆς Ἐκκλη­σίας ἡ ὁποία τόν ἔχει ὁρίσει καί ἐξουσιοδοτήσει νά “ἱερουργεῖ τά Μυστήρια”. Ἐν τούτοις, παρ’ ὅλα αὐτά, εἶναι πολύ δύσκολο νά ἀπομονώσει κανείς τελείως τήν ἀντικειμενικά χαρισματική στιγμή τῶν μυστηρίων. Παραδείγματος χάριν, πῶς μπορεῖ νά διατηρηθεῖ ἡ Ἀποστολική Διαδοχή ὅταν ἡ Ἀποστολική Παράδοση ἔχει δια­σπα­στεῖ μαζί μέ τήν συνέχεια τῆς πνευματικῆς ζωῆς; Ὁπωσδή­ποτε μιά παραφθορά τῆς πίστεως δέν μπορεῖ παρά νά ἀποδοθεῖ κατά τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο στήν ἱεραρχία τέτοιων κοινοτήτων στίς ὁποῖες ἡ Ἀποστολική “παρακαταθήκη τῆς πίστεως” δέ δια­φυλάχτηκε, καί ὅπου τό πλήρωμα τῆς Παραδόσεως ἔχει μειωθεῖ ἀπό διακοπές (κενά) μέσα στήν ἱστορική συνέχεια».

Στήν συνέχεια ἀναφέρεται στήν δυνατότητα συνέχισης τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς στίς ὁμάδες, ὅταν ἀποσχίζον­ται ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ὅταν ἐπιστρέφουν πάλι σέ αὐτήν.

«Ἀκόμα πιό ἀμφισβητούμενη εἶναι ἡ συνέχεια (continuity) τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς σέ σχισματικές ὁμάδες, ἰδιαίτερα ἄν αὐτή συνεχίστηκε ἤ καί “ἐπανα-φέρθηκε” ἀκριβῶς μέ τό σκοπό νά γίνει ὁ χωρισμός μόνιμος. Πῶς μπορεῖ ἡ ἱεραρχική ἁλυσίδα νά ἐξακολουθεῖ νά ὑφίσταται μέσα στή διαίρεση, ὅταν αὐτός ὁ λόγος ὑπάρξεώς της εἶναι ἡ ἑνότητα; Καί πῶς μποροῦν οἱ σχισματικοί ἱεράρχες νά ἐνεργοῦν ὑπέρ καί ἐξ ὀνόματος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας; Κι’ ὅμως ἡ Ἐκκλησιαστική ζωή στήν πράξη ἐπιβε­βαιώνει τό γεγονός ὅτι αὐτό εἶναι δυνατό, καί ὅτι ἡ ζωή τῆς χά­ριτος στίς σχισματικές ὁμάδες δέν ἐξαφανίζεται καί δέν στα­ματᾶ, ὁπωσδήποτε καί, ἀσφαλῶς, ὄχι ἀμέσως. Ἐν τούτοις, δέν μπο­ροῦμε νά θεωρήσουμε δυνατό τό ὅτι αὐτή θά μποροῦσε νά συνεχίζεται ἀμείωτη, γιά τό λόγο ἀκριβῶς ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά ἀπομονώσει τελείως (sharply) διάφορες ἀπόψεις τῆς ὀργανικῆς ὁλότητας τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ἡ ἀνθρώπινη καί ἱστορική ἀπομόνωση, ἀκόμα κι’ ἄν δέν ὁδηγοῦν ὁλότελα στή διάσπαση τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, πρέπει ὁπωσδήποτε νά τήν ἐξασθενίσουν μυστηριακά. Γιατί ἡ ἑνότητα μέσα στή χάρη μπορεῖ νά φανερωθεῖ μόνο μέσα στό “μυστήριο τῆς ἐλευθερίας”, καί μόνο μέσῳ μιᾶς ἐπιστροφῆς στό πλήρωμα καί τήν κοινωνία τῆς Καθολικῆς Ἐκ­κλη­σίας μπορεῖ κάθε ἀποσχισμένη ἱεραρχική ὁμάδα (body) νά ξαναπάρει τήν πλήρη μυστηριακή της σημασία. Ταυτόχρονα μ’ αὐτή τήν ἐπιστροφή ὑπάρχει ἡ ἀποδοχή τῆς Ἀποστολικῆς “παρα­καταθήκης τῆς πίστεως”, σ’ ὅλη τήν πληρότητά της».

Αὐτό σημαίνει ὅτι στίς σχισματικές καταστάσεις ἄν καί ἡ ζωή τῆς χάριτος δέν σταματᾶ ἀμέσως, ὅμως ἐξασθενίζεται ἡ Ἀποστολική Διαδοχή καί φανερώνεται μέ τήν ἐπιστροφή στό πλήρωμα καί τήν κοινωνία τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας.

«Ὁπωσδήποτε μιά παραφθορά τῆς πίστεως δέν μπορεῖ παρά νά ἀποδοθεῖ κατά τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο στήν ἱεραρχία τέτοιων κοινοτήτων στίς ὁποῖες ἡ ἀποστολική παρακαταθήκη τῆς πίστεως δέ διαφυλάχθηκε, καί ὅπου τό πλήρωμα τῆς παραδόσεως ἔχει μειωθεῖ ἀπό διακοπές (κενά) μέσα στήν ἱστορική συνέχεια».

Τό συμπέρασμα τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι εἶναι ὅτι «ἡ Ἀποστολική Διαδοχή ἐνισχύεται μόνο μέ τήν πιστότητα στήν Ἀποστολική Παράδοση καί μέ τήν τήρηση (fulfilment) τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως. Στό ἀδιαχώριστο τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς καί τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως βρίσκεται ἡ πληρότητα (fulness) τῆς Πεντηκοστῆς».

Αὐτό σημαίνει ὅτι συνδέονται στενά μεταξύ τους ἡ Πεντηκοστή, ἡ Ἀποστολική Παράδοση καί ἡ Ἀποστολική Διαδοχή, πού ἐνεργοῦνται μέσα στήν Ἐκκλησία καί τήν καθολικότητά της, πού εἶναι τό μέγα μυστήριο, καί μέσα στά πλαίσια αὐτά ἐξασκεῖ τό ἔργο του ὁ Ἐπίσκοπος καί δίνει τήν μαρτυρία-ὁμολογία τῆς πίστεως.

Ὁ σύνδεσμος αὐτός προϋποθέτει Ἐπισκόπους πού μετέχουν τῆς θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τοῦ μυστηρίου τῆς Πεντηκοστῆς, ἔχουν τήν Ἀποστολική Παράδοση καί τήν Ἀποστολική Διαδοχή, εἶναι μέλη τῆς Ἱεραρχίας τῶν Ἐκκλησιῶν τους, ἐκφράζονται συνοδικά, ὁπότε εἶναι οἱ ἀληθινοί ποιμένες τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, πού ὀρθοτομοῦν τόν λόγο τῆς ἀληθείας.
3. Ἀποστολική Παράδοση καί Ἀποστολική Διαδοχή, κατά τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἕνας μεγάλος δογματικός θεο­λό­γος τοῦ 20οῦ αἰῶνος, μαθητής τοῦ π. Γεωργίου Φλω­ρόφ­σκι κατά τήν φοιτητική του ζωή, καί στήν συνέχεια συνάδελφός του καί φίλος του, εἶδε τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καί ὅσα γίνονται σέ αὐτήν μέσα ἀπό τήν ζωή, τήν ἐμπειρία καί τήν διδασκαλία τῶν θεου­μένων ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας. Ἀνέλυσε μέ καθαρό τρόπο τίς ἀπόψεις τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, πού εἴδαμε προηγουμένως.

Γιά νά δοῦμε τήν σκέψη του καί νά τήν κατανοήσουμε, πρέπει νά διευκρινισθῆ ὅτι στήν ἀρχαία Ἐκκλησία γίνεται συνε­χῶς λόγος γιά τήν «Παρακαταθήκη τῆς πίστεως», γιά τήν «Ἀπο­στολική Παράδοση», γιά τήν «Ἀποστολική ζωή». Μπορεῖ κανείς νά ἐντοπίση πολλά τέτοια χωρία στίς Ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. «Τέκνον Τιμόθεε τήν παρακαταθήκην φύλαξον» (Α΄ Τιμ. στ΄, 20), «τήν καλήν παρακαταθήκην…» (Β΄ Τιμ. α΄, 14), «κρατεῖτε τάς παραδόσεις ἅς ἐδιδάχθητε…» (Β΄ Θεσ. β΄, 15).

Ἔτσι, Ἀποστολική Παράδοση εἶναι ἡ ζωή τήν ὁποία παρέ­λαβαν οἱ Ἀπόστολοι ἀπό τόν Χριστό ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, κυρίως τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅταν ἔφθασαν στήν θεοπτία, καί αὐτήν ἐδίδασκαν στούς Χρι­στιανούς καί τήν μετέδιδαν μέ τόν λόγο καί τά μυστήρια πού τελοῦσαν.

Ὅταν, ὅμως, ἀνέκυψαν διάφοροι αἱρετικοί, ὅπως οἱ γνω­στικοί Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι προφασίζονταν ὅτι παρέλαβαν ἀπό τόν Χριστό μιά ἄλλη γνώση, πέραν αὐτῆς πού κατέγραψαν οἱ Ἀπόστολοι, καί οὐσιαστικά ἀνεμείγνυαν τήν Ἀποκάλυψη μέ τήν φιλοσοφία καί τόν ἀνατολικό τρόπο σκέψεως, τότε οἱ Ἀπο­στολικοί Πατέρες ἔκαναν λόγο γιά «Ἀποστολική Διαδοχή». Τό ἔργο αὐτό τό ἔκανε κυρίως ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος Ἐπίσκοπος Λυῶ­νος, πού ἀποδείκνυε ὅτι ἡ Ἀποστολική Παράδοση μεταδί­δεται μέ τήν Ἀποστολική Διαδοχή, καί ἐκτός αὐτῆς τῆς Ἀπο­στο­λικῆς Διαδοχῆς δέν ὑφίσταται ὀρθή Ἀποστολική Παράδοση.

Τήν κρίσιμη ἐκείνη περίοδο ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος Ἐπίσκοπος Λουγδούνου (Λυῶνος) ἀποδείχθηκε ὁ θεολόγος τῆς παραδόσεως, ἡ ὁποία παράδοση εἶναι ἄγραφη καί γραπτή. Καί ἐρωτᾶ: «Καί ἐάν δέν εἶχον ἀφήσει οἱ ἀπόστολοι οἱανδήποτε Γραφήν, θά ἔπρεπε τότε νά ἀρνηθῶμεν τήν παράδοσιν ἥν παρέδωσαν εἰς ὅσους ἐνεπιστεύθη­σαν τήν Ἐκκλησίαν;».

Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος γράφει ὅτι ἡ Ἐκκλησία παρέλαβε τό κήρυγμα, τήν πίστη καί τά φυλάσσει ἐπιμελῶς «ὡς ἕνα οἶκον οἰκοῦσα», «καίπερ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ διεσπαρμένη». «Καί ὁμοίως πιστεύει τούτοις, ὡς μίαν ψυχήν καί τήν αὐτήν ἔχουσα καρδίαν, καί συμφώνως ταῦτα κηρύσσει καί διδάσκει καί παρα­δίδωσιν, ὡς ἕν στόμα κεκτημένη». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, κατέχει ὅλη τήν ἀλήθεια, πού παραδόθηκε στούς Ἀποστόλους τήν Πεντηκοστή, ἔχοντας τήν ἴδια καρδία καί τήν κηρύσσει, τήν διδάσκει καί τήν παραδίδει μέ ἕνα στόμα. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία κατέχει τήν ἀλήθεια.

Οἱ Χριστιανικές κοινότητες, κατά τόν ἅγιο Εἰρηναῖο, πού εἶναι διασκορπισμένες σέ ὅλη τήν οἰκουμένη μέ τά μέλη τους συγκροτοῦν τήν Ἐκκλησία, ἔχοντας, ὅμως, τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καί τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πού ὑπάρχει σέ αὐτήν. Αὐτή ἡ ἀλήθεια παραδίδεται μέ τό ἐπισκοπικό χάρισμα, μέ τήν διαδοχή τῶν Ἐπισκόπων, κατά τήν εὐδοκία τοῦ Πατρός. Ἔτσι, ἡ Ἀποστολική Παράδοση καί ζωή πού ὑπάρχει στήν Ἐκκλησία μεταδίδεται μέ τήν Ἀποστολική Διαδοχή. Συνδέει στενά τήν Ὀρθόδοξη πίστη μέ τήν Ἐκκλησία καί τήν θεία Εὐχαριστία.

Μάλιστα, ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος συνέταξε ἐπισκοπικούς καταλόγους γιά τίς Ἐκκλησίες Σμύρνης, Ἐφέσου καί Ρώμης, πού εἶχε γνωρίσει, γιά νά συνδέση καθαρά τήν Ἀποστολική Παράδοση-ἀλήθεια μέ τήν Ἀποστολική Διαδοχή καί ἔτσι νά ἀντιμετωπίση τήν αἵρεση τοῦ γνωστικισμοῦ, ὁ ὁποῖος πρέσβευε ὅτι εἶχε κληρο­νομήσει μιά ἄλλη παράδοση, διαφορετική ἀπό τήν παράδοση τῶν Ἀποστό­λων.

Ἀπόδειξη ὅτι συνδέεται ἡ Ἀποστολική Παράδοση-ἀλήθεια μέ τήν Ἀποστολική Διαδοχή τῶν Ἐπισκόπων, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Εἰρηναίου, φαίνεται στό ἀπολυτίκιο πού ψάλλεται στίς μνῆμες τῶν ἁγίων Ἐπισκόπων.

«Καί τρόπων μέτοχος καί θρόνων διάδοχος τῶν Ἀπο­στόλων γενό­μενος τήν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε εἰς θεωρίας ἐπί­βασιν, διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν καί τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος ἱερο­μάρ­τυς …».

Στό τροπάριο αὐτό πού ψάλλεται γιά τούς ἁγίους Πατέ­ρας, ἁγίους Ἐπισκόπους, φαίνεται ὅτι προηγεῖται τό νά εἶναι κανείς μέτοχος τοῦ τρόπου τῶν Ἀποστόλων καί ἀκολουθεῖ τό νά εἶναι διάδοχος τῶν θρόνων τῶν Ἀποστόλων. Αὐτό συνδέεται μέ τήν πράξη καί τήν θεωρία. Πράξη εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς καί θεωρία εἶναι ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ καί ἡ θέωση. Τότε ὁ Ἐπίσκοπος ὀρθοτομεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας καί δίνει τήν μαρτυρία καί διά τοῦ αἵματός του. Ἄν δέν ἔφθασε στήν θεοπτία, ἀκολουθεῖ τούς θεόπτες.

Αὐτή ἡ πράξη τῆς Ἐκκλησίας ἀποδίδεται μέ τήν τάξη τῆς χειροτονίας τοῦ Ἐπισκόπου. Ὁ Ἐπίσκοπος ἀφοῦ πρῶτα ψηφισθῆ, κατόπιν δοκιμασίας ἐάν ἔχη καλῶς περί τήν πίστη, στήν συνέχεια κατά τήν ἀκολουθία τῆς χειροτονίας του πρῶτα δίνει τήν ὁμολογία ὅτι θά τηρῆ τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων καί ἔπειτα ἀκολουθεῖ ἡ χειτονονία του σέ Ἐπίσκοπο. Ἔτσι, συνδέεται ἀναπόσπαστα ἡ Ἀποστολική Παράδοση-Πεντηκοστή μέ τήν Ἀποστολική Διαδοχή τῆς Ἀρχιερωσύνης.

Αὐτόν τόν σύνδεσμο μεταξύ τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως καί τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς ἐξέφραζε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης. Ἔλεγε γιά τήν «παρακαταθήκη τῆς πίστεως».

«Ἡ Παρακαταθήκη εἶναι ἡ ἔκφανση τῆς ἀκτίστου Χάριτος καί ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καί τῆς ὑποστατικῆς ἐν Χριστῷ ἑνώσεως θείας καί ἀνθρωπίνης φύσεως, πού εἶναι ἔργο τῆς ἀλαθήτου ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού φωτίζει τούς Προφῆτες, Ἀποστόλους καί ἁγίους στήν καθοδήγηση τῶν πιστῶν στήν τήρηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καί τῆς μεθέξεως τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ».

Στήν οὐσία ἡ Παρακαταθήκη εἶναι τό μυστήριο τῆς πίστεως πού ἀποκαλύπτεται στούς ἁγίους καί παραδίδεται ἀπό αὐτούς στά πνευματικά τους παιδιά.

«Ἡ Παρακαταθήκη τῆς Παραδόσεως ὑπάρχει πρό τῆς κτίσεως τοῦ κόσμου, φανερώνεται στούς Προφῆτες στήν Παλαιά Διαθήκη, ὁλοκληρώνεται διά τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Λόγου καί ἐνεργεῖ τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση τῶν πιστῶν στήν Ἐκκλησία. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Παρακαταθήκη τῆς πίστεως, ἤτοι ἡ Ἱερά Παράδοση, δέν εἶναι διαφορετική ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἀλλά ἐμπεριέχεται σέ αὐτήν. Ἐνῶ δέν εἶναι διάφορη ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἐν τούτοις δέν εἶναι ἡ ἴδια, διότι ἡ Παρακαταθήκη-Παράδοση ταυτίζεται μέ τήν Ἐκκλησία. Ἐπίσης, ἡ Παρακαταθήκη τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως ὑπάρχει στήν Ἁγία Γραφή, ὅταν ἀναγινώσκεται καί ἑρμηνεύεται στήν Ἐκκλησία».

Ἔτσι, ἡ Παρακαταθήκη τῆς πίστεως-Ἱερά Παράδοση εἶναι εὐρύτερη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί βιώνεται μέσα στήν Ἐκκλησία. Πρόκειται γιά τήν δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

«Ἡ Παρακαταθήκη τῆς πίστεως εἶναι τό κέντρο καί ἡ μορφοποιός δύναμη τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως πού προϋποθέτει δοτήρα πού εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός, δωρεά τῆς μεθέξεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀσάρκου Λόγου στήν Παλαιά Διαθήκη καί τοῦ σεσαρκωμένου Λόγου στήν Καινή Διαθήκη, καί δέκτες, φύλακες καί μεταδότες τῆς θείας δωρεᾶς πού εἶναι ὁ Προφήτης, ὁ Ἀπόστολος καί ὁ ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας».

Ἡ Ἱερά Παράδοση-Παρακαταθήκη πού εἶναι τό μυστήριο τοῦ ἀσάρκου καί σεσαρκωμένου Λόγου βρίσκεται στήν Ἐκκλησία, ἀποθησαυρίζεται ἐν μέρει στήν Ἁγία Γραφή καί ἐμπεριέχεται σέ ὅλη τήν λυτρωτική καί συνοδική λειτουργία τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τήν Ἐκκλησία, καί ἐκφράζεται ἀπό τήν Ἱεραρχία. Ἑρμηνεύεται ἀπό τούς ἁγίους, ἀλλά συγχρόνως παραμένει μυστήριο.

Ἡ Ἱερά Παράδοση «παραμένει μυστήριο, διότι ἡ θεία δόξα ὅπως καί ἡ μέθεξη αὐτῆς, ὑπερβαίνει καί τήν νόηση καί τήν αἴσθηση, ἄν καί ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος δοξάζεται-θεοῦται ἐν Θεῷ».

Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Παρακαταθήκη τήν ὁποία παραδίδει ἡ Ἐκκλησία διά τῆς Ἱεραρχίας διά μέσου τῶν αἰώνων, «κατά τήν θεία Εὐχαριστία στούς Ἐπισκόπους καί τούς Πρεσβυτέρους κατά τήν ἡμέρα τῆς χειροτονίας τους, ὥστε διά τῶν Ἐπισκόπων καί Πρεσβυτέρων νά φυλαχθῆ καί μεταδοθῆ πρός ἁγιασμό καί θέωση τῶν πιστῶν. Ὅμως, Αὐτός ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός φυλάττει, μεταδίδει καί παραδίδει τήν Παρακαταθήκη, δηλαδή τόν Ἑαυτό Του, μέ τούς φίλους Του». Ὅποιος ἀποκόπτεται ἀπό τήν Ἐκκλησία «παύει νά εἶναι φορεύς τῆς Παρακαταθήκης».

Κατά τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη «Ἀποστολική Παράδοση» εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς, ὁπότε ὁ φορεύς τῆς Ἀποστο­λικῆς Παραδόσεως γνωρίζει τόν τρόπο νά ὁδηγῆ τόν ἄνθρωπο στό μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς.

«Τί εἶναι ἡ Ἀποστολική Παράδοση; Διότι οἱ ἀρχαῖοι μιλοῦσαν γιά Ἀποστολική Παράδοση, ὄχι γιά Ἀποστολική Διαδοχή. Ἀποστολική Παράδοση εἶναι ἡ παράδοση τῆς διαγνώσεως καί τῆς θεραπείας καί οἱ κληρικοί ὑπῆρχαν γι’ αὐτόν τόν σκοπό. Ἔκαναν σωστή διάγνωση καί σωστή θεραπεία. Τίποτε ἄλλο. Δέν ὑπάρχει κανένας ἄλλος σκοπός».

Στήν συνέχεια Ἀποστολική Διαδοχή εἶναι ἡ μετάδοση τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως. Λέγει ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης:

«Ἀποστολική Διαδοχή, σέ μᾶς, τί σημαίνει: Σημαίνει ὄχι χειροτονία τῶν Ἐπισκόπων μόνο, ἀλλά σημαίνει ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖον ὁ Ἐπίσκοπος χειροτονεῖται. Δέν εἶναι τό ἴδιο πράγμα. Ἐμεῖς ταυτίζουμε τώρα τήν Ἀποστολική Διαδοχή μέ τήν χειροτονία τοῦ Ἐπισκόπου. Δέν εἶναι μαγεία ἡ χειροτονία τοῦ Ἐπισκόπου. Ὁ Ἐπίσκοπος χειροτονεῖται γιά κάποιο σκοπό. Ποιός εἶναι ὁ σκοπός αὐτός; Τῆς διάγνωσης καί θεραπείας. Ὁ γιατρός, γιατί γίνεται γιατρός; Τόν χειροτονοῦμε κάποιον γιατρό∙ γιατί τόν χειροτονοῦμε γιατρό; Διότι ἔχει γίνει γιατρός∙ ἔχει γίνει γιατρός, γι’ αὐτό τόν χειροτονοῦμε γιατρό».

Ὅλα αὐτά εἶναι ἀπαραίτητα γιά νά κατανοηθοῦν τά ἑπόμενα.
4. Ἐκκλησιαστικές συνέπειες

Ἀπό ὅλα τά ἀνωτέρω ἐξάγονται μερικές συνέπειες.

Πρώτη. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό μέγα μυστήριο, τό μυστήριο τῶν μυστηρίων. Ὅσοι διά τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος γίνονται μέλη της, πρέπει νά ζοῦν ἐν Χριστῷ καί νά συμμετέχουν στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἄν δέν ζοῦν ὅπως θέλει ὁ Χριστός, παραμένουν μέν στήν Ἐκκλησία, ἀλλά εἶναι ἄζωοι καί ἀναίσθητοι, ὡς ξερά κλαδιά στό δένδρο.

Οἱ Ἐπίσκοποι ἔχουν Ἀποστολική Διαδοχή, εἶναι ὄργανα τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς καί δέν ἐνεργοῦν ἀτομικά, ἀλλά ὡς μέτοχοι τῆς καθολικότητας τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή ἀνήκουν σέ μιά Ἐκκλησία μέ τόν Πρῶτο καί βιώνουν τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἀποστολική Διαδοχή δέν εἶναι μόνον μιά σειρά χειροτονιῶν, ἀλλά συνδέεται στενά μέ τήν Ἀποστολική Παράδοση καί τήν Πεντηκοστή, πού βιώνονται μέσα στήν Ἐκκλησία.

Δεύτερη. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτός τήν ἁγίασε καί τήν ζωοποιεῖ μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἡ ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τά μέλη της, ἀλλά ἀπό τήν ἁγιότητα τοῦ Χριστοῦ. Καί ἡ ἀναξιότητα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, Κληρικῶν καί λαϊκῶν, δέν μολύνει τήν Ἐκκλησία. Ὅταν κοινωνοῦμε ἀναξίως τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, δέν μολύνεται ὁ Χριστός, ἀλλά ἐμεῖς κατακρινόμαστε.

Ἑπομένως, ἐάν ἡ Ἐκκλησία δέχεται κατ’ οἰκονομία κάποιον ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας μέ Χρίσμα, χωρίς Βάπτισμα, ὅπως ἀποφάσισε ἡ Ὀρθόδοξη Σύνοδος τοῦ 1484, ἡ ὁποία ἀποκήρυξε καί τήν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας τοῦ 1439/40, δέν σημαίνει ὅτι μολύνεται ἡ Ἐκκλησία. Καί ὁ πρόμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός δέχεται τούς αἱρετικούς μέ Χρίσμα. Ἔγραφε: «Χρίομεν τούς ἐξ αὐτῶν (Λατίνων) ἡμῖν προσιόντας … ὡς αἱρετικούς ὄντας». Δέν σημαίνει ὅτι ἡ εἰσδοχή τῶν αἱρετικῶν στήν Ἐκκλησία μέ Χρίσμα, χωρίς Βάπτισμα, κατά τήν γνώμη τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, εἶναι μόλυνση τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἐάν ἡ Ἐκκλησία δεχθῆ κάποιον σχισματικό «Κληρικό» μέ χειροθεσία ἤ μέ ἄλλον τρόπον, δέν σημαίνει ὅτι μολύνεται ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό εἶναι μιά ἐκκλησιολογική βλασφημία καί συνιστᾶ τήν ἀρχαία αἵρεση τῶν «καθαρῶν».

Σέ μιά τέτοια περίπτωση ὑπέχουν εὐθύνη ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, τῆς κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὅσοι οἰκονομοῦν τά πράγματα πέραν τῆς οἰκο­νομίας καί θά δώσουν λόγο στόν Θεό, ἀλλά δέν μολύνεται ἡ ἴδια ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ καί ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ὡς ζωντανός ὀργανισμός κρατᾶ καί τά ἄρρωστα μέλη της πρός καιρόν, καί θά τά ἀποβάλη τελικά μέ τόν τρόπο πού ἐκείνη γνωρίζει. Αὐτό γίνεται καί μέ τούς ἀνάξιους Κληρικούς πού ἔλαβαν μέ κανονικό τρόπο τήν ἱερωσύνη ἤ τήν ἀρχιερωσύνη. Στήν περίπτωση αὐτή δέν μολύνεται ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνα ἀνθρώπινο σωματεῖο, ἀλλά ὁ Θεανθρώπινος Ὀργανισμός.

Ὁ Μέγας Βασίλειος στήν εὐχή τῆς θείας Λειτουργίας πού συνέταξε γράφει: «Σύ ἱκάνωσον ἡμᾶς τῇ δυνάμει τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος εἰς τήν διακονίαν ταύτην ἵνα ἀκατακρίτως στάντες ἐνώπιον τῆς ἁγίας δόξης σου, προσάγωμέν σοι θυσίαν αἰνέσως∙ σύ γάρ εἶ ὁ ἐνεργῶν τά πάντα ἐν πᾶσι». Καί στήν εὐχή τῆς ἀναφορᾶς γράφει: «Διά τοῦτο, Δέσποτα πανάγιε, καί ἡμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί καί ἀνάξιοι δοῦλοι σου, οἱ καταξιωθέντες λειτουργεῖν τῷ ἁγίῳ σου θυσιαστηρίῳ, οὐ διά τάς δικαιοσύνας ἡμῶν (οὐ γάρ ἐποιήσαμέν τι ἀγαθόν ἐπί τῆς γῆς), ἀλλά διά τά ἐλέη σου καί τούς οἰκτιρμούς σου οὕς ἐξέχεεας πλουσίως ἐφ’ ἡμᾶς θαρροῦντες προσεγγίζομεν τῶ ἁγίῳ σου θυσιαστηρίῳ».

Τρίτη. Ἡ Ἀποστολική Παράδοση εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἡ «πα­ρα­­καταθήκη τῆς πίστεως» πού φυλάσσεται μέσα στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, καί «κοινωνία θεώσεως», κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ. Μέσα στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία φυλάσσει τήν ἀλήθεια οἱ πιστοί ὁδηγοῦνται πρός τήν Πεντηκοστή μέ τήν «πρακτική φιλοσοφία» ἤ κάθαρση, τήν «φυσική θεωρία» ἤ φωτισμό καί τήν «μυστική θεολογία» ἤ θέωση-θεοπτία, κατά τόν μέγα διδάσκαλο καί Πατέ­ρα ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή.

Τετάρτη. Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τό ὁποῖον ὑπάρχει μέσα στήν Ἐκκλησία χειροτονεῖ τόν Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος ἔχει ἤ ἀποδέχεται τήν Ἀποστολική Παράδοση γιά νά καθοδηγῆ τούς Χριστιανούς πρός τήν μέθεξη αὐτῆς τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ἐξηγεῖται τό χωρίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων ὅτι ἐξέλεξαν οἱ Ἀπόστολοι τούς διακόνους, πού ἦταν πλήρεις Πνεύ­ματος Ἁγίου. Ἑπομένως, ἑνώνεται στενά ἡ Ἀποστολική Παράδοση μέ τήν Ἀποστολική Διαδοχή.

Ὅταν κάποιος Κληρικός δημοσίως ἀποκηρύσσει τήν Ἀποστολική Παράδοση ἤ πίπτει σέ κανονικά ἁμαρτήματα, τότε ἡ Ἐκκλησία πού εἶναι φορεύς τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως τόν ἀντιμετωπίζει κατάλληλα γιά τήν θεραπεία του καί τήν προφύλαξη τῶν ἄλλων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Τότε ἡ Ἐκκλησία συνοδικῶς, μέ τά ὄργανά της, ἐπιβάλλει κανονικές ποινές, ἤτοι τήν ἀκοινωνησία, τήν καθαίρεση, καί τελικά τόν ἀφορισμό, καί ὅταν πρόκειται γιά Ἐκκλησιαστική Κοινότητα διαγράφεται ἀπό τά Δίπτυχα. Στίς περιπτώσεις αὐτές ἡ Ἐκκλησία, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καθιστᾶ ἀνενεργό τό χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης, δέν μποροῦν οἱ ἀναφερόμενοι νά τελοῦν μυστήρια, καί ἐάν ἐξακολουθοῦν νά τελοῦν μυστήρια, αὐτά εἶναι ἀνυπόστατα καί ὁ ἴδιος εὐθύνεται, ἀλλά καί οἱ ἄλλοι πού τόν ἀκολουθοῦν. Τότε δέν μπορεῖ νά λειτουργήση ἡ Ἀποστολική Διαδοχή.

Πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἄλλο εἶναι τό «καθαιρείσθω», τό «ἀφοριζέσθω» καί «τό ἀνάθεμα ἔστω», πού ἐπιτάσσουν οἱ ἱεροί Κανόνες, καί τίθεται σέ τρίτο πρόσωπο, καί ὅσοι ὑποπίπτουν σέ αὐτά εἶναι ὑπόδικοι, ἕως ὅτου κατηγορηθοῦν καί δικαστοῦν τελικά ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καί ἄλλο εἶναι ὅταν ἡ Σύνοδος ἐνεργήση ἐμπράκτως τήν καθαίρεση τῶν Ἱερέων, τόν ἀφορισμό καί τόν ἀναθεματισμό τῶν λαϊκῶν καί ὁ κανόνας τίθεται σέ δεύτερο πρόσωπο, πού πρέπει νά γίνεται ἀποδεκτό ἀπό ὅλους.

Πέμπτη. Ὅταν μιά Τοπική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι συνδεδε­μένη μέ ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, κρατᾶ τήν πίστη καί τήν ὁμολογεῖ, ἀλλά χειροτονεῖ κάποιον πού ὁμολογεῖ μέν τήν πίστη ἐξωτερικά, ἀλλά ἐσωτερικά τήν ἀρνεῖται ἤ ἔχει κωλυτικά τῆς Ἱερωσύνης, τότε ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ὅτι ὁ Θεός δέν χειροτονεῖ ὅλους, ἀλλά ἐνεργεῖ μέσα ἀπό ὅλους.

Σέ μιά ὁμιλία του ἐπαινεῖ τόν Ἱερέα καί τόν θεωρεῖ ἄγγελο Κυρίου καί λέγει ὅτι ἐκεῖνος πού καταφρονεῖ τόν Ἱερέα, δέν καταφρονεῖ τόν ἴδιο, ἀλλά τόν Θεό ὁ ὁποῖος τόν χειροτόνησε. Καί ἐάν, ὅπως λένε μερικοί, δέν τόν χειροτόνησε ὁ Θεός, τότε οἱ Χριστιανοί δέν μετέχουν τοῦ βαπτίσματος, οὔτε τῶν μυστηρίων οὔτε ἀπολαμβάνουν τῶν εὐλογιῶν, καί ἑπομένως δέν εἶναι κανείς Χριστιανός. Καί στήν συνέχεια, ἀπαντώντας σέ ἐρώτηση: «πάντας ὁ Θεός χειροτονεῖ, καί τούς ἀναξίους;», λέγει: «Πάντας μέν ὁ Θεός οὐ χειροτονεῖ, διά πάντων δέ αὐτός ἐνεργεῖ, ἤ καί αὐτοί εἴεν ἀνάξιοι, διά τό σωθῆναι τόν λαόν».

Ἔτσι, ἕνας Ἐπίσκοπος πού δέν ἔχει Ἀποστολική Παράδοση, οὔτε ζῆ σύμφωνα μέ τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά δέν ἔχει καθαιρεθῆ ἀπό τήν Ἐκκλησία στήν ὁποία ἀνήκει, τότε τελεῖ κανονικά τά μυστήρια, ἀφοῦ ὁ Θεός ἐνεργεῖ δι’ αὐτοῦ, ἐπειδή ὁ Χριστός εἶναι «ὁ προσφέρων καί προσφερόμενος καί προσδεχόμενος καί διαδιδόμενος», ἀλλά ὁ ἴδιος δέν σώζεται.

Κατά τόν ἱερό Νικόλαο Καβάσιλα ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ κατά διττό τρόπο. Ὁ πρῶτος εἶναι ὅτι ἐνεργεῖ ἡ θεία Χάρη στήν θεία Λειτουργία διά τοῦ Ἱερέως καί ἁγιάζονται ὀ ἄρτος καί ὁ οἶνος καί γίνονται Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, καί ὁ δεύτερος ὅτι ἡ ἴδια Χάρη ἁγιάζει τόν Ἱερέα διά τῆς μεταλήψεως τῶν Τιμίων Δώρων ἤ τόν κατακρίνει.

Ἔτσι, παραμένει τότε ἡ Ἀποστολική Διαδοχή, ἀλλά ὅταν ὁ Ἱερεύς καθαιρεθῆ ἤ ἀφορισθῆ τότε καθίσταται ἀνενεργό τό χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης καί ἡ Ἀποστολική Διαδοχή.

Ἕκτη. Ὑπάρχουν Ἐπίσκοποι πού ἔχουν τήν Ἀποστολική Διαδοχή, ἡ ὁποία εἶναι ἡ σειρά χειροτονιῶν, ἀλλά δέν ἔχουν τήν Ἀποστολική Παράδοση καί ζωή καί ὁ Θεός ἐνεργεῖ δι’ αὐτῶν, ἐάν δέν ἔχουν καθαιρεθῆ. Καί ὑπάρχουν ἅγιοι πού ἔχουν τήν Ἀποστολική Παράδοση καί ζωή, χωρίς νά δια­θέτουν τήν Ἀποστολική Διαδοχή, ὅπως εἶναι οἱ εὐλογημένοι Μοναχοί, πού δέν ἔχουν χειροτονηθῆ. Καί ὑπάρχουν ψευ­δε­πίσκοποι πού δέν ἔχουν οὔτε Ἀποστολική Παράδοση οὔτε Ἀποστολική Διαδοχή, ἐπειδή δέν ἔχουν χειροτονηθῆ μέ κανονικό τρόπο. Ἐπίσης ὑπάρχουν Ἐπίσκοποι πού ἔχουν καί Ἀποστολική Παράδοση καί Ἀποστολική Διαδοχή. Ὅσοι ἀνήκουν στήν τελευταία κατηγορία εἶναι τό «κλειδί» ἐπιλύσεως τῶν διαφόρων θεμάτων.

Ἑβδόμη. Ὅταν ἀπό μιά Χριστιανική Κοινότητα χάνεται ἡ Ἀποστολική Παράδοση ὡς μέθεξη τῆς ἀλήθειας καί βίωση τῆς Πεντηκοστῆς, τότε δέν εἶναι ἐνεργής ἡ Ἀποστολική Διαδοχή, διότι ἡ Ἀποστολική Διαδοχή προϋποθέτει τήν Ἀποστολική Παράδοση, τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως, εἴτε ὡς μέθεξη τῆς Πεντηκοστῆς εἴτε ὡς ἀποδοχή καί ὁμολογία τῆς διδασκαλίας τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, ὅπως ἐκφράσθηκε στίς Οἰκουμε­νικές Συνόδους.

Ὅταν κάποιος αἱρετικός ἤ σχισματικός ἐπανέρχεται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τότε ἡ Ἐκκλησία συνοδικῶς ἀποφασίζει γιά τόν τρόπο τῆς εἰσδοχῆς του, βάσει τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ἡ ὁποία ἐκφράσθηκε στίς Οἰκουμενικές καί Τοπικές Συνόδους. Ἡ Ἐκκλησία σέ ὅλες τίς περιπτώσεις ἐκφράζεται συνοδικῶς καί ὄχι ἀτομικῶς οὔτε ἀνθρωποκεντρικῶς. Καί οἱ ἱεροί Κανόνες δέν ἑρμηνεύονται νομικιστικά, ἀλλά ἐκκλησιαστικά, κατά πνεῦμα. Γι’ αὐτό δέν ἔχουμε Πάπα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως δήλωσε ἐπανειλημμένως ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, ἀλλά οὔτε ἔχουμε καί «Πάπες», Κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς, πού ἐνεργοῦν ἀτομικά καί ὄχι συνοδικά. Ἡ Ἐκκλησία λειτουργεῖ συνοδικά, τό πολίτευμά της εἶναι «συνοδικόν ἱεραρχικῶς» καί «ἱεραρχικόν συνοδικῶς». Καί αὐτό κρίνεται ἀπό τήν πιστότητα στήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

Ὀγδόη. Ὅσοι κατά τρόπον ἀντορθόδοξο καί ἀντιεκκλησιαστικό κάνουν λόγο γιά τό ὅτι ἡ ἀποδοχή ἀπό τήν Ἐκκλησία μερικῶν σχισματικῶν «Κληρικῶν», μέ τόν τρόπο πού παραπέμπτει στήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, «μολύνει» τήν Ἱερωσύνη καί τήν Ἐκκλησία καί φοβοῦνται καί οἱ ἴδιοι αὐτήν τήν «μόλυνση», ἀφ’ ἑνός μέν ἐκφράζουν μιά ἐκκλησιολογική αἵρεση, ἀφ’ ἑτέρου δέ πρέπει νά ἐξετάσουν τί ἔγινε σέ ἄλλες περιπτώσεις.

Γιά παράδειγμα, τί ἔγινε τά δεκαεπτά (17) χρόνια (1833-1850) πού ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἦταν σχισματική. Βεβαίως, οἱ τότε Ἐπίσκοποι δέν χειροτόνησαν ἄλλους Ἐπισκόπους, ἀλλά τελοῦσαν Μυστήρια. Ἔχουν «μολυνθεῖ» οἱ μεταγενέστεροι καί ἐμεῖς;

Τί ἔγινε στήν Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας πού βρισκόταν σέ σχίσμα ἀπό τό 1872 ἕως τό 1945; Ἔχει «μολυνθεῖ» ὁλόκληρη ἡ Ὀρθοδοξία;

Τί ἔγινε μέ τήν ἀποδοχή τῶν δύο παλαιοημερολογιτῶν «Ἐπισκόπων» ὡς Μητροπολιτῶν, τοῦ Χριστοφόρου Χατζῆ καί τοῦ Πολυκάρπου Λιώση πού ἔγιναν ἀντιστοίχως Δρυϊνουπόλεως καί Σισανίου; Αὐτοί εἶχαν προηγουμένως καθαιρεθῆ ὡς Ἀρχιερεῖς ἀπό τό Συνοδικό Δικαστήριο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί ἐπανῆλθαν στήν τάξη τῶν Πρεσβυτέρων καί ὅμως μέ ἀναθεωρητικό Δικαστήριο ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας μας τούς ἐπανέφερε ὡς κανονικούς Ἀρχιερεῖς, χωρίς ἀναχειροτονία, θεωρώντας κατ’ οἰκονομία ὡς κανονική τήν χειροτονία τους τό 1935. Μήπως αὐτοί ἐμόλυναν τό Σῶμα τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πού συμμετεῖχαν σέ ἐκλογές καί χειροτονίες ἄλλων Ἐπισκόπων; Αὐτό εἶναι ἀπαράδεκτο νά λεχθῆ. Πάνω στό θέμα αὐτό ὑπάρχει πλούσιο ὑλικό στά Πρακτικά τῶν Συνεδριάσεων τῶν Ἱεραρχιῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τῶν παρελθόντων ἐτῶν.

Βεβαίως, εὐθύνονται ὅσοι διαπράττουν κανονικά παραπτώματα, ὅσοι χειροτονοῦν ἀναξίους Κληρικούς καί ἀδιαφοροῦν γιά ἀναξίους Κληρικούς ἤ κάνουν παράχρηση τῆς οἰκονομίας γιά τήν ἐπιστροφή αἱρετικῶν καί σχισματικῶν στήν Ἐκκλησία καί θά δώσουν λόγο στόν Θεό. Ἀλλά ἐπ’ οὐδενί λόγῳ μποροῦμε νά κάνουμε λόγο γιά «μόλυνση» τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό εἶναι βλασφημία.

Ἐνάτη: Οἱ Ἐπίσκοποι εἶναι οἱ «οἰκονομοῦντες τάς Ἐκκλησίας», καί μάλιστα ἀποφασίζουν ἐν Συνόδῳ, γιατί δέν πρέπει νά γίνεται σύγχυση καί ἐκτροπή τῆς «ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας». Ὁ Στ’ Κανόνας τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου σαφῶς διαγορεύει:

«Ἐπειδὴ πολλοὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴν εὐταξίαν συγχεῖν καὶ ἀνατρέπειν βουλόμενοι, φιλέχθρως καὶ συκοφαντικῶς αἰτίας τινὰς κατὰ τῶν οἰκονομούντων τὰς ἐκκλησίας ὀρθοδόξων ἐπισκόπων συμπλάσσουσιν, οὐδὲν ἕτερον, ἢ χραίνειν τὰς τῶν ἱερέων ὑπολήψεις, καὶ ταραχὰς τῶν εἰρηνευόντων λαῶν κατασκευάζειν ἐπιχειροῦντες…».

Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τούς Ἐπισκόπους της, πού εἶναι οἱ «οἰκονομοῦντες τάς Ἐκκλησίας» καί φυσικά αὐτοί θά δώσουν λόγο στόν Θεό γιά τόν τρόπο πού οἰκονομοῦν τίς Ἐκκλησίες. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μιά ἀναρχική κοινωνία, ἀλλά εἶναι μιά «ἱεραρχικῶς συνοδική κοινωνία».

Δεκάτη. Τό θέμα τῆς Οὐκρανίας εἶναι πολύπλοκο καί πολυχρόνιο καί δυστυχῶς ἔχει ἐμπλακεῖ σέ ἐκκλησιαστικές καί πολιτικές σκοπιμότητες. Ἔχει μεγάλη εὐθύνη τό Πατριαρχεῖο Μόσχας, πράγμα πού παραβλέπουν ὅσοι κρίνουν τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, διότι, μαζί μέ ἄλλα, ὑποσκάπτει τόν θεσμό τοῦ Πρωτόθρονου Πατριαρχείου. Αὐτό τό ἔχω ἀναλύσει σέ διάφορα κείμενά μου, ὅπως:

«Τό πρόβλημα τῆς Οὐκρανίας», πρίν ἕνδεκα (11) χρόνια (Ἰούλιος 2008), «Ὑπάρχει “Τρίτη Ρώμη”;» (Ὀκτώβριος 2018), «Ὁ θεσμός τῆς Αὐτοκεφαλίας στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία» (Ὀκτώβριος 2018), «Ἡ συζήτηση γιά τήν ἀνακήρυξη Αὐτοκεφαλίας σέ μιά Ἐκκλησία» (Ὀκτώβριος 2018), «Ἱεροί Κανόνες καί Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο» (Νοέμβριος 2018), «Ὁ μύθος τοῦ “λευκοῦ καμηλαυκίου”» (Φεβρουάριος 2019) καί στό ἔγγραφό μου πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Μάρτιος 2019).

Ὡς πρός τό θέμα πού μέ ἀπασχολεῖ στό παρόν κείμενο, «Ἀποστολική Παράδοση καί Ἀποστολική Διαδοχή στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας», σημειώνω ὅτι ὅσοι κρίνουν αὐστηρῶς τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, παραθεωροῦν τίς ἀπόψεις τοῦ Πατριάρχου Μόσχας γιά τήν Ἀποστολική Παράδοση, τήν Ἀποστολική Διαδοχή καί τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως φαίνεται σέ διάφορες ἀποφάσεις τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἀλλά καί στήν «Κοινή Δήλωσιν τοῦ Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου καί τοῦ Πατριάρχου Μόσχας καί Πασῶν τῶν Ρωσιῶν Κυρίλλου», στήν Ἀβάνα (Κούβας) στίς 12 Φεβρουαρίου 2016.

Καί μοῦ κάνει ἰδιαίτερη καί μεγάλη ἐντύπωση ὅτι κρίνουν τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί ἀμνηστεύουν ὅλα τά οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα καί ἄλλες ἐνέργειες τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Ἀλλά αὐτό θά εἶναι ἀντικείμενο ἄλλου κειμένου μου.

Προσωπικά παραμένω στήν ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τήν σχέση μεταξύ Ἀποστολικῆς Παράδοσης καί Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς πρός δέ τό θέμα τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν σχισματικῶν καί «αὐτοχειροτονήτων» Ἀρχιερέων ἰσχύει ὅ,τι ἔγραψα στό ἀπό 30-4-2019 ἔγγραφό μου πρός τήν Ἱερά Σύνοδο:

«Ὡς πρός τό θέμα τοῦ πῶς ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἡ “Ἀρχιερωσύνη” τῶν Ἐπισκόπων πού “χειροτονήθηκαν” ἀπό τούς καθηρημένους Ἀρχιερεῖς καί τούς σχισματικούς ἤ “αὐτοχειροτονήτους”, ἡ Ἐκκλησία μας πρίν λάβη κάποια ἀπόφαση, θά πρέπει νά ἐρωτήση τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖον ἀποκατέστησε τούς “Ἀρχιερεῖς” αὐτούς».

Αὐτό ἐγράφη, γιατί πρίν ἀποφασίσουμε ὡς Ἐκκλησία γιά τό θέμα αὐτό, πρέπει νά ἀκούσουμε ἐπισήμως πῶς τό ἀντιμετώπισε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Δυστυχῶς, ὅμως, παρατήρησα ὅτι ὅσοι μέ ἔκριναν, τό ἔκαναν ἤ μέ τήν παραθεώρηση αὐτῆς τῆς προτάσεως ἤ μέ τήν παρερμηνεία της.

Ὅλα τά ἀνωτέρω τά ἔγραψα γιά νά τονισθῆ ὅτι πρέπει τά σύγχρονα ἐκκλησιολογικά προβλήματα νά τά ἐπιλύουμε μέ βάση τούς ἱερούς κανόνας πού ἐθέσπισαν οἱ θεόπνευστοι Πα­τέρες στίς Τοπικές καί Οἰκουμενικές Συνόδους, ἀλλά δέν πρέπει αὐτοί οἱ κανόνες νά ἑρμηνεύονται μέ πνεῦμα νομικιστικό, πράγμα πού δέν ἔκαναν οἱ Πατέρες. Οἱ Πατέρες ὡς πνευματικοί ἰατροί καί ἔχοντας τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὕστερα ἀπό τήν μέθεξη τῆς καθαρ­τικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, θεράπευαν κάθε πρόβλημα πού ἀναφυόταν, καί αὐτό τό ἔπραταν Συνοδικῶς. Καί μία ἀντορθόδοξη Σύνοδος, μιά ψευδοσύνοδος, διορθώνεται πάλι ἀπό ἄλλη Ὀρθόδοξη Σύνοδο, στήν ὁποία ὑπάρχουν Ἐπίσκοποι μέ Ἀποστολική Παράδοση καί Ἀποστολική Διαδοχή. Ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση μαρτυρεῖ περί αὐτοῦ.

Γι’ αὐτό εἶναι παράλογο καί ἀντιδεοντολογικό, μερικοί νά «κόβουν καί νά ρά­βουν» στά μέτρα τους τίς λέξεις τῶν ἱερῶν κανόνων, γιά νά ὑποστηρίζουν κάθε φορά τίς θεωρίες τους, πού σχηματίζονται ἀνάλογα μέ τήν κάθε περίσταση.

Γενικά, πρέπει νά ζοῦμε τό μυστήριο τῆς Ἐκ­κλησίας, μέ πράξη καί θεωρία, ὅπως τό ψάλλουμε σέ ὅλα τά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά ἔχουμε ἐκκλησια­στικό φρόνημα. Τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό ὑπέρτατο μυστήριο, πού συνδέεται ἀναπόσπαστα μέ τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, μέ τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας καί τό μυστήριο τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου.

Share Button