Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ εἶναι ἡ εἰσήγηση τοῦ ὁσιολογ. μοναχοῦ π.Σεραφείμ Ζήση στήν Ἡμερίδα “ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ καί Κολυμπάρι, δυό χρόνια μετά. Αἵρεση – Καθαίρεση – Ὀρθόδοξη Ἀντίσταση”, πού πραγματοποιήθηκε τό Σάββατο 16 Ἰουνίου 2018 στό Grand Hotel Palace Θεσσαλονίκης. Τό κείμενο τό παραθέτω καί σέ ἀρχεῖο scribd γιά τήν εὐκολότερη ἀποθήκευση στόν ὑπολογιστή σας.
Ταυτόχρονα δημοσιεύω καί τό σχετικό βίντεο μέ τήν ὁμιλία του πατρός. Ὁλόκληρο τό βίντεο τῆς ἐκδήλωσης μπορεῖτε νά τό παρακολουθήσετε πατώντας ἐδῶ.
Περιπτώσεις οἰκονομίας στούς ἀγῶνες γιά τήν Ὀρθοδοξία
τοῦ Μοναχοῦ Σεραφείμ
(Εἰσήγηση στήν Ἡμερίδα «Ὀρθοδοξία καί Κολυμπάρι, δύο χρόνια μετά. Αἵρεση – Καθαίρεση, Ὀρθόδοξη Ἀντίσταση», τῆς 16ης Ἰουνίου 2018. Στό ἀρχικό κείμενο, τό ὁποῖο βεβαίως δέν ἦταν δυνατόν νά ἀναγνωσθεῖ ἀκέραιο κατά τήν Ἡμερίδα, δέν ἔχουν γίνει παρά μόνον ἐλάχιστες ἐπεμβάσεις καί ἡ συμπλήρωση τῆς 21ης ὑποσημειώσεως)
Σεβαστοί Πατέρες καί ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Καθώς ἔχει ἤδη διαζωγραφηθεῖ ἐπαρκῶς ἀπό τίς προηγούμενες εἰσηγήσεις, κυρίως δέ καί ἀπό τά ἴδια τά γεγονότα, εἶναι φανερό ὅτι ἡ Πατρίδα μας βυθίζεται στό τέλμα ὄχι μόνο τῆς ἐθνικῆς, πολιτικῆς, οἰκονομικῆς καί πνευματικῆς ἐξαθλιώσεως, ἀλλά τώρα πλέον καί σέ ἐκεῖνο τῆς αἱρέσεως. Καί μόνον οἱ σύγχρονες τάσεις τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας, στά θολά ὕδατα τῆς ὁποίας ἔχουν βαπτισθεῖ καί ὅπου ὁπωσδήποτε θά βαφοῦν καί στό μέλλον οἱ καρδιές καί οἱ σκέψεις τῶν Ἑλλήνων Ἐπισκόπων, Ἱεροκηρύκων, Πνευματικῶν καί θεολόγων, ἀρκοῦν νά δείξουν τόν ἀνθρωπίνως ἀδιέξοδο τάρταρο τοῦ συγχρόνου ἑλλαδικοῦ οἰκουμενισμοῦ. Ποιός, λοιπόν, εἶναι ὁ λόγος τῆς ἀναφορᾶς μας ἐδῶ σέ περιπτώσεις κάποιας οἰκονομίας (συγκαταβάσεως) στούς δογματικούς ἀγῶνες, τήν στιγμή μάλιστα, πού οἱ περιπτώσεις αὐτές τῆς οἰκονομίας χρησιμοποιοῦνται ἀπό τούς Οἰκουμενιστές, γιά νά πολεμήσουν τήν ἀποτείχιση, ὅπως ἔγινε ἀπό τήν Μητρόπολη Θεσσσαλονίκης στά ἔγγραφα τῆς καταδίκης τοῦ π. Νικολάου καί τοῦ π. Θεοδώρου[1]; Ὡς οἰκονομία ὁρίζεται κατά τόν Μ. Φώτιο ἡ «ὑποστολή ἤ ἡ παύση γιά κάποιο χρονικό διάστημα τῶν ἀκριβεστέρων νόμων ἤ ἡ εἰσαγωγή τῶν χαλαρῶν, ἀναλόγως τῆς ἀδυναμίας ἐκείνων στούς ὁποίους ἐφαρμόζονται, καθώς ὁ νομοθέτης οἰκονομεῖ τό πρόσταγμα»[2].Ἀποσκοπεῖ λοιπόν ἡ παρουσίαση αὐτή στό νά καθησυχάσει τούς ἀδελφούς, ὅτι ἡ κοινωνία μέ τήν αἵρεση εἶναι πρᾶγμα πνευματικῶς ἀδιάφορο; Ὅτι δέν πειράζει ἄν ἐκκλησιάζονται οἱ πιστοί ἐκεῖ πού μνημονεύονται Ἐπίσκοποι ἤ Κληρικοί ὑπογράψαντες, ὑποστηρίζοντες ἤ ἀνεχόμενοι σιωπηλῶς τήν αἱρετική Σύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου; Ὅτι ἡ οἰκονομία στά δογματικά θέματα ἀφορᾷ καί στήν ἴδια τήν οὐσία τοῦ δόγματος καί ὅτι εἶναι ἐξ ἴσου ἐφαρμόσιμη καί εὔκολη μέ τήν οἰκονομία στά ὑπόλοιπα θέματα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς ; Ὄχι, οὐδαμῶς !
Ἡ ἀναφορά μας αὐτή γίνεται γιά τόν ἑξῆς λόγο: οἱ ἐξελίξεις τῶν τελευταίων ἐτῶν ἔχουν φέρει στό φῶς ἐκκλησιολογικές τάσεις ἐντός τοῦ χώρου τῆς ἀντιδράσεως κατά τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, οἱ ὁποῖες φαίνονται νά ὁδηγοῦν σέ ἄλλα ἄκρα: στή θεωρία τοῦ αὐτομάτου μολυσμοῦ τῶν Μυστηρίων ὅσων Ὀρθοδόξων ἐμμέσως ἤ ἀμέσως μνημονεύουν αἱρετίζοντες Ἐπισκόπους, στήν ἐξίσωση τοῦ μή ὀνομαστικῶς μέ τόν ὀνομαστικῶς καταδικασθέντα αἱρετικό, στήν ἐξομοίωση τῶν πρωτοστατῶν τῆς αἱρέσεως μέ ἐκείνους πού γιά λόγους ἀνωτέρας βίας ἔχουν κάποια ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ αὐτούς καί, κατά συνέπεια, στήν ἐκκλησιολογική πλάνη ὅτι παγκοσμίως δέν ὑπάρχουν πλέον Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι, οὔτε ἕνας, καί συνεπῶς ἔχει χαθεῖ ἡ ἀποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό νομοτελειακῶς, ἀπό πλευρᾶς ὅσων ἔχουν μέ αὐτό τό φρόνημα ἀποτειχισθεῖ, θά ὁδηγήσει στό ἄμεσο μέλλον, στήν ἐκζήτηση Ἐπισκόπων μέσα ἀπό τούς χώρους κάποιου σχίσματος.
Ἐδῶ δέν μπορεῖ παρά νά ἐνθυμηθεῖ κάποιος ὅτι πολλές φορές στό ἐκκλησιαστικό παρελθόν ἡ ἀντιμετώπιση μιᾶς αἱρέσεως, ὁδήγησε στόν σχηματισμό τῆς διαμετρικῶς ἀντίθετης: ὁ νεστοριανισμός ἔδωσε ἀφορμή στόν ἀντίθετό του μονοφυσιτισμό[3], καί ὁ ἀρειανισμός τῶν Ἱσπανῶν ἴσως στήν ἐμφάνιση τοῦ φραγκικοῦ «Filioque»[4]. Ἀκόμη, σέ ἐπίπεδο μή θεολογικό, ἡ ἀπαίτηση μιᾶς ἄκαμπτης «ἀκρίβειας» καί ἡ θεωρία περί μολυσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν «οἰκονομία» σέ θέματα ἠθικά καί πρακτικά, ὁδήγησε στά σχίσματα τῶν Νοβατιανῶν[5] καί τῶν Δονατιστῶν[6], δείχνοντάς μας ὅτι ὑπάρχει πάντοτε καί τό ἄλλο ἄκρο, τῆς ὑπερβολῆς, νά μᾶς «ἐκπειράζει». Αὐτόν τόν «ἐκ δεξιῶν» πόλεμο προσπαθοῦμε ταπεινῶς ἐδῶ νά ἐπισημάνουμε, στό πεδίο τῆς ἐκκλησιολογίας.
1. Περί τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας
Ἐρχόμενοι συγκεκριμένα στήν περίπτωση πού σχετίζεται μέ τόν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, παρατηροῦμε τά ἑξῆς: ἡ διαδικασία τῆς καταδίκης τοῦ αἱρετικοῦ Ἀρχιεπισκόπου ΚΠόλεως Νεστορίου ἀπό τήν Γ΄ ἐν Ἐφέσῳ Οἰκουμενική Σύνοδο, προκλήθηκε ἀπό τήν ἄμεση καί μαζική ἀποτείχιση τοῦ λαοῦ, τοῦ Κλήρου καί τῶν Μοναχῶν τῆς Βασιλευούσης, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπό τήν ὅλη τότε ἐπιστολογραφία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Πατριάρχου Αλεξανδρείας, ὅπως λ.χ. ἀπό τήν ἐνημερωτική ἐπιστολή του πρός τόν Πάπα Ρώμης ἅγιο Καιλεστῖνο· ἡ ἀποτείχιση καί ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Νεστόριο ἐφαρμόσθηκε τήν στιγμή πού ὁ Δωρόθεος, ἐπίσκοπος τοῦ Νεστορίου καί συλλειτουργός του στήν συγκεκριμένη Θ. Λειτουργία, ἀναθεμάτισε παρουσίᾳ τοῦ Νεστορίου ὅσους ὁμολογοῦσαν ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία εἶναι Θεοτόκος[7]. Καί βέβαια, ὅσοι τότε προέβησαν σέ ἄμεση ἀποτείχιση δέν εἶχαν τήν συνείδηση ὅτι ἦσαν ἅγιοι, ὅπως θά μᾶς ἐξηγήσει στήν εἰσήγησή του ὁ π. Φώτιος.
Ἐν πρώτοις, παρατηρεῖται στίς ἐπιστολές τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, ὅτι τήν ἴδια στιγμή πού ὁ ἅγιος Κύριλλος συμβατικῶς διατηροῦσε (ὄχι μέ εὐχαρίστηση)[8] προσωρινή κοινωνία πρός τόν αἱρετίζοντα Ἀρχιεπίσκοπο ΚΠόλεως Νεστόριο (δέν ἀποκαλοῦνταν τότε ἀκόμη Πατριάρχες), πρό δηλαδή τῆς παρελεύσεως συγκεκριμένης προθεσμίας πού εἶχε τεθεῖ ἀπό τόν Ρώμης Κελεστῖνο, θεωρούσε ταυτόχρονα ἀξιέπαινους καί «κοινωνικούς» (εὑρισκομένους δηλ. σέ κοινωνία μαζί του καί μέ τήν Σύνοδο τῆς Ἀλεξανδρείας) ὅσους εἶχαν ἤδη ἀποτειχιστεῖ ἀπό τόν Νεστόριο. Τό γεγονός αὐτό καταδεικνύεται ἀπό τήν 3η ἐπιστολή του πρός τόν Νεστόριο, ὅπου ἀποκαλεῖ μέν τόν αἱρετίζοντα Ἀρχιεπίσκοπο ΚΠόλεως «εὐλαβέστατο καί θεοφιλέστατο συλλειτουργό», ἀλλά παραλλήλως προειδοποιεῖ καί διαπιστώνει: « … καί μέ τό τρίτο αὐτό γράμμα σέ παρακαλοῦμε ἐπισήμως, συμβουλεύοντάς σε νά ἀπομακρυνθεῖς ἀπό τά τόσο ἀπαίσια καί διεστραμμένα δόγματα πού φρονεῖς καί διδάσκεις […] καί ἄν δέν τό κάνει αὐτό ἡ εὐλάβειά σου, κατά τήν καθορισμένη προθεσμία στήν ἐπιστολή τοῦ προαναφερθέντος ὁσιωτάτου καί θεοσεβεστάτου ἀδελφοῦ καί συλλειτουργοῦ μας τοῦ ἐπισκόπου τῆς πόλεως τῶν Ρωμαίων, τοῦ Κελεστίνου, νά ἔχεις τήν ἐπίγνωση ὅτι δέν ἔχεις κανένα δικαίωμα οὔτε θέση κοντά σέ μᾶς ἤ κάποιο λόγο στούς ἱερεῖς καί ἐπισκόπους τοῦ Θεοῦ […] Μέ ὅλους δέ, ὅσοι χάριν τῆς Πίστεως ἔχουν ἀπό σένα ἀφορισθεῖ ἤ καθαιρεθεῖ, λαϊκούς καί Κληρικούς, ἐμεῖς εἴμαστε σέ κοινωνία. Διότι δέν εἶναι δίκαιο νά ἀδικοῦνται ἀπό τίς ἀποφάσεις σου ὅσοι μετά γνώσεως φρονοῦν ὀρθῶς, διότι καλῶς ἔπραξαν καί σοῦ ἀντιμίλησαν»[9].
Ἀκόμη πιό ἐνδεικτική, ὅμως, εἶναι μετά ταῦτα ἡ στάση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας, ὅπου κατ’ οἰκονομίαν ἐπετράπη νά μνημονεύεται ὁ ἀποθανών αἱρετίζων Ἐπίσκοπος Μοψουεστίας Θεόδωρος.
Πιό συγκεκριμένα: μετά τήν Γ΄ ἐν Ἐφέσῳ Οἰκουμενική Σύνοδο προέκυψε ἕνα μικρό ἐκκλησιαστικό σχίσμα (431-433) μεταξύ τῶν Ἐπισκόπων τοῦ κλίματος τῆς Ἀντιοχείας, ἀπ΄ ὅπου προερχόταν ὁ καταδικασθείς Νεστόριος, καί τῶν ὑπολοίπων Ἐπισκόπων πού τόν εἶχαν καταδικάσει. Αὐτό ὀφειλόταν στό ὅτι οἱ τῆς Ἀντιοχείας Ἐπίσκοποι, οἱ λεγόμενοι «ἀνατολικοί» ἤ «ἀσιανοί» ἤ «τῆς Ἑῴας», ναί μέν ὀρθοδοξοῦσαν, ἀλλά ἀπέφευγαν νά καταδικάσουν τίς νεστοριανικές κακοδοξίες, διότι ἤθελαν νά ἐξαιρέσουν τῆς καταδίκης τόν ὁμογάλακτό τους Νεστόριο· ἔτσι μεταξύ ἄλλων, κωλυσιεργώντας, καθυστέρησαν νά φθάσουν στήν Ἔφεσο γιά τίς ἐργασίες τῆς Συνόδου[10]. Τελικῶς, τό σχίσμα αὐτό τοῦ 431 λύθηκε τό 433 χάρις στήν ἀμνησικακία τοῦ (ὑβρισθέντος) ἁγίου Κυρίλλου καί τήν αὐτοκρατορική παρέμβαση τοῦ Θεοδοσίου Β΄, ἀλλά καί ἐπί τῇ βάσει τῆς κοινῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καί τήν ὀνομαστική καταδίκη τοῦ Νεστορίου καί τῆς διδασκαλίας του (σημεῖο στό ὁποῖο ἐπέμεινε ἰδιαιτέρως ὁ ἅγιος Κύριλλος)[11].
Ἡ οἰκονομία πού ἐφαρμόσθηκε καί ἐδῶ ἦταν ἡ ἑξῆς: ὁ προαποθανών (428) διδάσκαλος τοῦ Νεστορίου Θεόδωρος, ἐπίσκοπος Μοψουεστίας, εἶχε διατυπώσει διδασκαλίες χειρότερες ἀπό ἐκεῖνες τοῦ μαθητοῦ του, τοῦ Νεστορίου· ἐπειδή ὅμως ἀπήλαυε κορυφαίου κύρους στό κλίμα τῆς Ἀντιοχείας, ἡ Γ΄ Οἰκ. Σύνοδος δέν κατεδίκασε τότε τόν Μοψουεστίας ὀνομαστικῶς, γιά νά μή δώσει ἀφορμή νά ἀποσκιρτήσουν οἱ ὀπαδοί του ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καταδίκασε ἀνωνύμως κείμενό του[12] · μετά τήν καταδίκη τοῦ Νεστορίου οἱ ὀπαδοί του προσκολλήθηκαν στά διδάγματα τοῦ Μοψουεστίας, ὡς σέ ὑποκατάστατο ἐκείνων τοῦ Νεστορίου[13]. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας Ἰωάννης παρεκάλεσε τόν ἅγιο Κύριλλο νά μή συναινέσει σέ μία περαιτέρω, ὀνομαστική καταδίκη, καί τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, διότι θά γινόταν τεράστια ἀναταραχή στήν Ἀντιόχεια[14]. Ὁ ἅγιος Κύριλλος συνῄνεσε σέ μιά τέτοια οἰκονομία, τό σκεπτικό τῆς ὁποίας ἐξηγεῖ στήν ἐπιστολή του πρός τόν ἅγιο Πρόκλο ΚΠόλεως, πείθοντας καί ἐκεῖνον νά συναινέσει σέ αὐτήν. Ὡς προϋποθέσεις βεβαίως τῆς οἰκονομίας αὐτῆς συνέτρεχαν ἀφ’ ἑνός τό ὅτι ἤδη στό πρόσωπο τοῦ Νεστορίου καταδικάσθηκαν οἱ ἀπόψεις καί τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, ἀφ’ ἑτέρου δέ τό ὅτι ὁ Θεόδωρος δέν ἦταν πλέον ζωντανός, ὥστε νά συνδράμει στήν ὑπεράσπιση τοῦ Νεστοριανισμοῦ[15].
Στήν ἐπιστολή του πρός τόν Πρόκλο ὁ Κύριλλος, ἀφοῦ ὀνομάσει «ἄριστόν τι χρῆμα καί σοφόν» τήν πρότερη οἰκονομία τῆς Γ΄Οἰκ. Συνόδου νά μή κατονομάσει καί ἀναθεματίσει τόν Θεόδωρο ὡς αἱρετικό, μετ’ ὀλίγα προσθέτει: «Ἄν ὅμως, καθώς γράφει ὁ κύριός μου ὁ ὁσιώτατος Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας Ἰωάννης, θά προτιμοῦσαν [οἱ ὀπαδοί του Μοψουεστίας] μᾶλλον νά καοῦν παρά νά κάνουν κάτι τέτοιο [νά ἀναθεματίσουν αὐτόν καί τά συγγράμματά του], τότε γιατί νά ξαναφουντώνουμε φλόγα πού ξεθύμανε καί ἄκαιρα νά ἀνασκαλεύουμε ταραχές πού ἔπαυσαν, μέ τόν κίνδυνο νά ἀποδειχθοῦν τά ἔσχατα χείρονα τῶν πρώτων;»[16]. Τήν προσωρινή αὐτή οἰκονομία καί ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης περίπου τέσσερις αἰῶνες ἀργότερα τήν ἀναφέρει καί δικαιολογεῖ ὡς χαρακτηριστική τοῦ εἴδους τῆς προσωρινῆς οἰκονομίας[17].
Τό πόσο σοβαρή ὑπῆρξε αὐτή ἡ οἰκονομία, μολονότι ὁ Μοψουεστίας ἦταν ἤδη ἀποθανών καί δέν εἶχε καταδικασθεῖ ὀνομαστικῶς[18], φαίνεται ὅταν συγκριθεῖ ἡ στάση αὐτή τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας μέ τήν στάση του ὡς πρός τήν μνημόνευση τοῦ ἐπίσης κεκοιμημένου ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου στά δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας ΚΠόλεως (ὑπενθυμίζουμε ὅτι ὁ ἅγιος Κύριλλος ἀρχικῶς ἦταν ἐπηρεασμένος ἀπό τήν ἐναντίον τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου προπαγάνδα τοῦ θείου του, Θεοφίλου Ἀλεξανδρείας [385-412], ὁ ὁποῖος εἶχε πρωτοστατήσει λίγα ἔτη ἐνωρίτερα στήν δίωξη τοῦ Χρυσοστόμου)· ὁ ἅγιος Κύριλλος τό 417 πείσθηκε ἀπό τόν ΚΠόλεως Ἀττικό, ὁ ὁποῖος εἶχε πιεσθεῖ ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Θεοδόσιο (Β΄), νά ἀποδεχθεῖ τήν ἐγγραφή τοῦ ὀνόματος τοῦ Χρυσοστόμου στά μνημονόχαρτα, βάσει τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Ἀττικοῦ, ὅτι ἡ μνημόνευση ἑνός κεκοιμημένου προσώπου, ἔστω καί ἄν προξένησε σχίσμα, δέν συνιστᾷ ἀτόπημα[19]. Ὅμως ὁ Κύριλλος ἀντέδρασε σφόδρα, ὅταν πληροφορήθηκε, ὅτι ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἄρχισε νά μνημονεύεται ὄχι ὡς λαϊκός (ὡς καθῃρημένος δηλ.) ἀλλά ὡς Ἐπίσκοπος ΚΠόλεως, καί δέν ἤθελε κἄν νά ὑπολογίσει τό γεγονός ὅτι ὑπῆρχαν ἀκόμη ὀπαδοί τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου ἀποτειχισμένοι ἀπό τούς λοιπούς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι ἀνέμεναν τήν μνημόνευση τοῦ Χρυσοστόμου, γιά νά ἑνωθοῦν[20]. Ὑπῆρξε, λοιπόν, ὁ ἅγιος Κύριλλος κατ’ οἰκονομίαν πιό ἀνεκτικός πρός ἕναν ἀποθανόντα καί μή ὀνομαστικῶς καταδικασθέντα ἀληθῆ αἱρετικό, τόν Θεόδωρο Μοψουεστίας, ἀπ΄ ὅσο πρός ἕναν ἐπισήμως, ἀλλ’ ἀδίκως, καθαιρεθέντα προαπελθόντα ἅγιο, τόν Ἰωάννη Χρυσόστομο (τελικῶς, τό ὅλο θέμα λύθηκε μέ παρέμβαση τῆς Παναγίας μας καί ὁ ἅγιος Κύριλλος ὑποχώρησε)[21].
Βεβαίως, ἡ οἰκονομία αὐτή τοῦ ἁγίου Κυρίλλου καί τῆς Ἐκκλησίας ὡς πρός τόν Μοψουεστίας τελικῶς ἐπέτυχε, διότι ὅπως φαίνεται ἀπό τά Πρακτικά τῆς Ε΄ Οἰκ. Συνόδου, τοῦ ἔτους 553, ἡ ὁποία ἀναθεμάτισε μετά θάνατον τόν Μοψουεστίας[22], ἤδη πολλές δεκαετίες νωρίτερα τό ὄνομά του εἶχε ἐξαλειφθεῖ ἀπό τά δίπτυχα μνημονεύσεως τῆς περιοχῆς τῆς Μοψουεστίας[23]. Πάντως, εἶναι φανερό σέ αὐτά τά δύο περιστατικά, ὅτι ἡ μνημόνευση ἑνός αἱρετίζοντος δέν «μολύνει» ὁπωσδήποτε, δηλ. ἀπροϋποθέτως, ὅσους κοινωνοῦν μέ τούς μνημονεύοντες.
2. Περί τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁ μέγας ὁμολογητής καί Πατήρ τοῦ Μοναχισμοῦ, ἕλκει ἰδιαιτέρως τό ἐνδιαφέρον μας ἐν προκειμένῳ, διότι λόγῳ τῆς αὐστηρότητός του στά θέματα τῆς κοινωνίας πρός τήν ποικίλη αἵρεση[24], αὐστηρότητος ἡ ὁποία τροφοδότησε τούς ἱερούς ἀγῶνες του κατά τῶν αἱρετικῶν εἰκονομάχων καί τῶν μοιχειανῶν, ἔχει προβληθεῖ ὑπερβολικά ὡς θιασώτης μιᾶς ἄκαμπτης καί «ἀνοικονόμητης» ἀκριβείας στίς σχέσεις μέ τούς αἱρετίζοντες.
Εἶναι δέ χαρακτηριστικό, ὅτι αὐτοί πρός τούς ὁποίους ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀντετέθη καί ἐφάρμοσε γιά τό θέμα τῆς οἰκονομίας, ἀκοινωνησία (μερικῶς ἤ τελείως ἀντιστοίχως) δηλ. οἱ ἅγιοι Πατριάρχες ΚΠόλεως Ταράσιος καί Νικηφόρος, εἶναι ἐπίσης ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας καί ὄχι μεμολυσμένοι καί ἀκοινώνητοι, λόγῳ οἰκονομίας· φαίνεται δέ ὅτι ὁ ΙΕ΄ Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου τοῦ Μ. Φωτίου (τοῦ ἔτους 861) ἀποτελεῖ μιά προσπάθεια μετριασμοῦ τῆς αὐστηρᾶς στάσεως ἔναντι τῶν αἱρέσεων, ὅπως τήν ἀντελαμβάνετο ὁ ἅγιος Θεόδωρος καί οἱ Στουδῖτες.
Τό θέμα τῆς «μοιχειανικῆς αἱρέσεως», ὅπως τήν ὀνομάζει ὁ ἅγιος Θεόδωρος, ἀνέκυψε κατά τό σύντομο διάστημα μεταξύ τῶν δύο φάσεων τῆς Εἰκονομαχίας(726-787 καί 813-843)· ὁ Αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος ὁ ΣΤ΄(780-797), τό ἔτος 795 ἐνέκλεισε ἀναγκαστικῶς τήν Βασίλισσα Μαρία σέ μοναστήρι καί νυμφεύθηκε τήν αὐλική (θαλαμηπόλο) Θεοδότη, ἡ ὁποία μάλιστα ἦταν συγγενής τοῦ Ἡγουμένου τοῦ Στουδίου ἁγίου Πλάτωνος καί τοῦ ἰδίου τοῦ ἁγίου Θεοδώρου. Ὁ Πατριάρχης ἅγιος Ταράσιος, ἀνέχθηκε μέ δυσφορία προσωρινῶς καί σιωπηλῶς τήν ἱερολογία τοῦ παρανόμου αὐτοῦ μοιχικοῦ γάμου, ὥστε νά μή θραύσει τήν λεπτή σχέση Κράτους – Ἐκκλησίας μετά ἀπό 60 ἔτη Εἰκονομαχίας καί διωγμῶν. Ὁ διάδοχός του Πατριάρχης ἅγιος Νικηφόρος, ἀναγκασμένος ἀπό τόν νέο Αὐτοκράτορα Νικηφόρο Α΄, ἀποκατέστησε συνοδικῶς (τό 806) τόν ἱερέα «μοιχοζεύκτη» Ἡγούμενο Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος εἶχε εὐλογήσει τόν παράνομο γάμο (795) καί εἶχε καθαιρεθεῖ ἀργότερα (797) ἀπό τόν Ταράσιο· μία νέα μικρή Σύνοδος τοῦ 809 ἀποκατέστησε ἐκ νέου τόν μοιχοζεύκτη Ἡγούμενο Ἰωσήφ καί ἀναθεμάτισε ὅσους δέν δέχονταν τήν «σωτηριώδη» αὐτή οἰκονομία. Αὐτό τό σημεῖο ἐσήμανε καί τήν διακοπή τῆς – κατ’ οἰκονομίαν μέχρι τότε – μνημονεύσεως τοῦ Πατριάρχου ἁγίου Νικηφόρου ἀπό τούς Στουδῖτες, καί τήν ἔναρξη ἀνοικτοῦ πολέμου (διότι ἀπό τό 806 μνημόνευαν μέν τόν Πατριάρχη Νικηφόρο, ἀλλά δέν συλλειτουργοῦσαν καί δέν ἐπικοινωνοῦσαν μαζί του[25]). Ἡ αὐστηρότητα τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου στήν ἀκοινωνησία μέ ὅσους μνημόνευαν τούς Ἐπισκόπους τῆς «μοιχοσυνόδου» ἤ κοινωνοῦσαν ἤ συμφωνοῦσαν μέ αὐτούς καί μέ τόν Ἰωσήφ, ἔφθανε μέχρι καί στήν ἀποφυγή τοῦ κοινοῦ φαγητοῦ.
Μέσα σέ αὐτήν τήν συνάφεια, σέ συγκεκριμένη ἐπιστολή του, τήν ὑπ΄ ἀριθμ. 49, πρός τόν πνευματικό του υἱό Ναυκράτιο, ἅγιο ἐπίσης τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ὅσιος Θεόδωρος καθορίζει τόν βαθμό καί τρόπο πού ἐπιτρέπεται κάποια οἰκονομία στίς σχέσεις τῶν Στουδιτῶν μέ Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι μνημόνευαν τούς ὑπευθύνους τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως ἤ κοινωνοῦσαν μέ ἐκείνους. Στήν συγκεκριμένη ἐπιστολή γράφει μεταξύ ἄλλων, ὅτι ἄν ἕνας Ἱερεύς εἶναι Ὀρθόδοξος, ἀλλά μνημονεύει Ἐπίσκοπο αἱρετικό (μοιχειανό), τότε εἶναι δυνατόν μόνον νά γίνει κοινή τράπεζα καί νά εὐλογήσει ἐκεῖ ὁ Ἱερεύς αὐτός καί νά ψάλει, ἀρκεῖ νά μή συλλειτουργεῖ καθόλου μέ αἱρετικούς[26]. Ἄν ὅμως ὄχι μόνον ὁ Ἱερεύς, ἀλλά καί ὁ Ἐπίσκοπός του, τόν ὁποῖον ὁ Ἱερεύς μνημονεύει, εἶναι Ὀρθόδοξοι, τότε ἡ κατάσταση ἀλλάζει καί μποροῦμε νά μεταλάβουμε ἀπό τόν Ἱερέα αὐτόν ἤ νά συλλειτουργήσουμε μέ αὐτόν· διευκρινίζεται δέ ὅτι ἐδῶ ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁμιλεῖ περί ἑνός Ἐπισκόπου ὁ ὁποῖος (1) δέν ἔλαβε μέρος στή Σύνοδο τοῦ 809, (2) ὁμολογεῖ ὅτι αὐτή εἶναι «ψευδοσύλλογος» καί (3) μνημονεύει τόν Προϊστάμενό του Ἀρχιερέα λόγῳ φόβου· γράφει συγκεκριμένα: «Γιά τίς ἄλλες ἐρωτήσεις, ἄν δηλ. ὁ Ἐπίσκοπος δέν ἔχει βρεθεῖ στή μοιχοσύνοδο, ἀλλά τήν ἀποκαλεῖ ψευδοσύλλογο, μνημονεύει ὅμως τόν Μητροπολίτη του πού βρέθηκε σέ αὐτήν· ἄν ἀπό τόν πρεσβύτερο πού ὑπάγεται σέ [τέτοιο] ἐπίσκοπο πού ὀρθοδοξεῖ, ἄν πρέπει νά μεταλαμβάνουμε: Ἀποκρίθηκα καί μέσῳ ἄλλων, τῶν γραμμάτων πρός τόν Εὐόδιο, ὅτι ναί, χάριν τῆς οἰκονομίας, ἀρκεῖ μόνον νά μή συλλειτουργεῖ μέ αἱρετικούς [σ. ὁ πρεσβύτερος]. Διότι δέν εἶναι τίποτε, ὅταν μνημονεύεται ὁ ἐπίσκοπος πού εἶναι Ὀρθόδοξος, ἀκόμη καί ἄν αὐτός ἀπό φόβο μνημονεύει τόν οἰκεῖο Μητροπολίτη πού εἶναι αἱρετικός. Ἀπό ἕνα τέτοιον ἱερέα καί ἄν προσκληθεῖτε σέ ἀγρυπνία, νά πᾶτε, καί ἄν σᾶς παραχωρήσει Ναό νά τόν πάρετε, καί ἄν ἔλθει νά συλλειτουργήσει, νά τοῦ ἐπιτραπεῖ ἤ καί νά κάνει μνημόσυνο νεκροῦ, ἀλλά ὀρθοδόξου, καί καθόλου δέν ἐμποδίζεται νά λειτουργήσει αὐτός πού ἔλαβε τόν Ναό» [27].
Θέλω ἐδῶ νά ἐπιστήσω τήν προσοχή σας σέ μερικά σημεῖα:
(α) Πρόκειται περί τῆς περιόδου μετά τό 809, μετά δηλαδή τήν περίοδο οἰκονομίας καί χάριτος τῶν Στουδιτῶν ἔναντι τοῦ Πατριάρχου Νικηφόρου, πρόκειται περί περιόδου ἐντάσεως τῆς διαμάχης[28].
(β) Στήν περίοδο αὐτή ἀνοικτά πλέον ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὀνομάζει τήν συνοδική ὑποστήριξη τοῦ μοιχικοῦ γάμου ὡς «μοιχειανή αἵρεση»· μάλιστα τήν αἵρεση αὐτή δέν τήν θεωρεῖ μικρότερη τῆς Εἰκονομαχίας[29], διότι ὀνομάζει τήν παράβαση τοῦ Εὐαγγελίου «σωτήρια οἰκονομία» καί ἀνοίγει τόν δρόμο γιά τήν ἀπρόσκοπτη καταπάτηση τῶν θείων θεσμῶν ἀπό τήν ἀσυδοσία τῶν Ἐπισκόπων[30].
(γ) Τόν ἐν λόγῳ Ἐπίσκοπο αὐτόν, ὁ ἅγιος Θεόδωρος τόν ὀνομάζει Ὀρθόδοξο (ἤ ὀρθοδοξοῦντα), μολονότι ἐκεῖνος μνημονεύει ἀπό φόβο τόν αἱρετίζοντα μοιχειανό Προϊστάμενό του (Μητροπολίτη).
(δ) Μία φράση τοῦ Ἁγίου ἀπό συντακτικῆς ἀπόψεως εἶναι ἀμφίσημη («μόνον μή συλλειτουργοῦντος αὐτοῖς αἱρετικοῖς», γενική ἀπόλυτος) καί δέν ἐπιτρέπει νά καταλάβει κανείς ἀμέσως, ἄν θεωρεῖ προϋπόθεση τῆς κοινωνίας αὐτῆς, τό νά μή λειτουργεῖ μέ αἱρετικούς ὁ ἐν λόγῳ Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος ἤ ὁ Ὀρθόδοξος Ἱερεύς του. Νομίζουμε, βάσει ἄλλων κειμένων τοῦ Ἁγίου, ὅτι ἐννοεῖ τόν Ἱερέα[31]. Πρέπει, δηλαδή, ὁ ἐν λόγῳ Ἱερεύς (ὁ ὑπό τόν μνημονεύοντα Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο) νά μή συλλειτουργεῖ μέ αἱρετίζοντες μοιχειανούς.
(ε) Ἡ ἐν λόγῳ θέση αὐτή τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, φαίνεται νά ἀντιφάσκει πρός ἀντίστοιχη τοποθέτηση ἄλλων ἐπιστολῶν του· τέτοια εἶναι λ.χ. ἡ Ἐπιστολή 40, ὅπου ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἐπικρίνει Μοναστήρι πού δέχθηκε χειροτονίες ἀπό Ἐπίσκοπο, ἄν καί αὐτός ὁμολογεῖ ὅτι κακῶς ἔγινε ἡ Σύνοδος· αὐτόν τόν θεωρεῖ αἱρετικό ὁ ὅσιος, καί μόνον ἐπειδή μνημονεύει τούς ἀνωτέρους του αἱρετικούς[32]. Ποῦ ὀφείλεται ἡ διαφορά στίς δύο ἐπιστολές;
Ταπεινῶς προτείνω ὡς πιθανή ἑρμηνεία, ὅτι στήν ἐπιστολή 49, ὁ μνημονευόμενος «Ὀρθόδοξος» (κατά τά λόγια τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου) Ἐπίσκοπος, ἄν καί μνημονεύει αἱρετίζοντα («μοιχειανό») Μητροπολίτη, εἶναι ὅμως φανερά καί ὁμολογητικά ἐπικριτικός πρός τήν αἵρεση καί τήν Σύνοδό της καί ἀμέτοχος αὐτῶν, ἀλλά μνημονεύει, ὅπως γράφεται, ἀπό φόβο· ἀντιθέτως, ὁ χειροτονήσας στήν Ἐπιστολή 40, ἐπέκρινε μέν τήν αἵρεση σέ προσωπικό ἐπίπεδο, ἀφανῶς, ἀλλά κατά τά λοιπά ἴσως φαινόταν ἀδιάφορος.
Νομίζω ἐκ τῶν ἀνωτέρω στοιχείων, ὅτι δέν ὑφίσταται γιά τόν ἅγιο Θεόδωρο ἀπροϋπόθετα «μολυσμός», λόγῳ τῆς μνημονεύσεως κάποιου αἱρετίζοντος, ὅταν συντρέχει εὔλογη αἰτία τῆς οἰκονομίας καί ἡ κατά τά λοιπά παρρησία τῆς Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας.
3. Περί τῆς κοινωνίας Ρώμης καί ΚΠόλεως παρά τό «Filioque»
Ἡ τελευταία χρονολογικῶς περίπτωση στήν ὁποία θά ἀναφερθοῦμε, ἀφορᾷ στή γνωστή αἵρεση τοῦ «Filioque» («καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ»), φράση πού προσέθεσαν οἱ Φράγκοι στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, στό ἄρθρο περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θέλοντας νά δείξουν τήν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὄχι μόνον ἀπό τόν Θεό Πατέρα, ἀλλά καί ἀπό τόν Υἱό.
Δέν μποροῦμε βεβαίως νά ἀναφερθοῦμε ἐδῶ, λόγῳ χρόνου, στήν ἐξέλιξη τῆς αἱρέσεως αὐτῆς, ἡ ὁποία ὁδήγησε καί στήν τελική ἀκοινωνησία ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς μέ τήν αἱρετική Δύση τό 1054. Πάντως, ἡ αἵρεση αὐτή φέρεται ὅτι ἐπικυρώθηκε ἀρχικῶς ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ Τολέδου στήν Ἱσπανία τό 589 (πρᾶγμα ὅμως ἀμφίβολο)[33], ὁπωσδήποτε δέ ἀπό τήν φραγκική Σύνοδο τοῦ Ἀκυϊσγράνου, τοῦ Ἄαχεν, τό 809, ὑπό τήν πολιτική πίεση τοῦ ἐμβληματικοῦ Βασιλέως τῶν Φράγκων Καρλομάγνου. Μετά ἀπό τήν προσπάθεια τῶν Φραγκολατίνων ὑπό τόν Πάπα Νικόλαο (858-867) νά ἐπιβάλουν τήν αἵρεση αὐτή στήν νεοπαγῆ Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας περί τό ἔτος 866, ἡ αἵρεση καταδικάστηκε ἀπό Σύνοδο τοῦ Μ. Φωτίου τό 867 καί, μετά τίς γνωστές ἐσωτερικές περιπέτειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ΚΠόλεως, τό Filioque καταδικάστηκε ἐκ νέου στήν 8η Οἰκουμενική Σύνοδο τοῦ 879/880[34]. Στό χρονικό αὐτό σημεῖο, ὁ Πάπας Ρώμης Ἰωάννης Η΄, ἐνεφορεῖτο ἀπό ὀρθόδοξα φρονήματα, ὅπως καί ὅλο τό Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης, παρά τήν πίεση τῶν Φράγκων, οἱ ὁποῖοι ἦταν οἱ οὐσιαστικοί προωθητές τῆς αἱρέσεως τοῦ Filioque.
Ἡ φοβερή – καί ἀνεπανάληπτη ἴσως – οἰκονομία πού ἐφαρμόσθηκε ἐδῶ, συνίσταται στό ὅτι ἀφ΄ ἑνός ἡ 8η Οἰκουμενική Σύνοδος δέν καταδίκασε ὀνομαστικῶς κανένα ἀπό τούς ὑποστηρικτές τῆς αἱρέσεως αὐτῆς στή Δύση, ἀφ΄ ἑτέρου στό ὅτι ὁ Ὀρθόδοξος Πάπας Ρώμης Ἰωάννης Η΄, ἐνῷ βρισκόταν σέ μυστηριακή κοινωνία μέ τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως καί τόν Πατριάρχη Μέγα Φώτιο, ὅμως κατ΄ οἰκονομία παρέμεινε σέ κοινωνία μέ τούς Φράγκους Ἐπισκόπους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι διατηροῦσαν τό «Filioque», ἀκόμη καί μετά τήν Οἰκ. Σύνοδο τοῦ 879/880, φοβούμενος μήπως ἀντίθετη στάση ὁδηγήσει σέ βίαιη ἐπιβολή τῆς αἱρέσεως στή Δύση ἀπό τούς Φράγκους, ἀλλά καί ἔχοντας καί τήν πρόθεση καί βάσιμες ἐλπίδες, νά ἀλλάξει τό αἱρετικό φρόνημα τῶν Φράγκων, χωρίς ἐκκλησιαστικές ποινές καί ἀκοινωνησία.
Εἶναι ἐν πρώτοις χαρακτηριστική ἡ σχετική ἐπιστολή τοῦ Πάπα πρός τόν Πατριάρχη Φώτιο μετά τήν Η΄Οἰκ. Σύνοδο, μέ τήν ὁποία ζητεῖ τήν ἄσκηση τῆς οἰκονομίας· ἐκεῖ ἐπιβεβαιώνει τό ὀρθόδοξο φρόνημά του καί ἐπικρίνει ὅσους τόν διαβάλλουν περί τοῦ ἀντιθέτου, ὁμολογεῖ δέ ὅτι ὅσοι εἰσήγαγαν τήν αἵρεση τοῦ «Filioque» εἶναι ὑποκείμενοι σέ βαρεῖα καταδίκη, καθότι μεταποιητές τῆς Θεολογίας τοῦ Χριστοῦ, εἶναι καί πρόξενοι αἰωνίου θανάτου στούς ὀπαδούς τους καί ὁμόλογοι τοῦ προδότου Ἰούδα[35]. Ὡς πρός τήν οἰκονομία, ὅμως, καταλήγει μέ τά ἑξῆς πρός τόν ἅγιο Φώτιο λόγια: «… νομίζουμε δέ ὅτι οὔτε ἡ Ἱερότητά Σου ἀγνοεῖ, διότι εἶναι νουνεχής καί πλήρης σοφίας, ὅτι τό νά καταπείσουμε καί τούς ὑπολοίπους ἐπισκόπους μας νά φρονοῦν ἔτσι [σ. ὀρθοδόξως κατά τοῦ «Filioque»], μᾶς φέρνει σέ μεγάλη δυσχέρεια. Διότι κανείς δέν θά μποροῦσε εὔκολα νά μεταβάλει τόσο γρήγορα ἕνα πρᾶγμα πού ἀφορᾷ στά θεῖα, μολονότι αὐτό ἔλαβε τήν ἀρχή του σέ σύντομο διάστημα καί δέν εἶναι ἀπό πολλά χρόνια παγιωμένο. Καί γι’ αὐτό, μᾶς φάνηκε ὅτι εἶναι καλό, νά μή ἀναγκασθεῖ κάποιος δικός μας μέ τήν βία νά ἐγκαταλείψει τήν προσθήκη πού πρόφθασε νά κάνει στό Σύμβολο, ἀλλά καλύτερα μέ ἐπιείκεια καί οἰκονομία προετοίμασέ τους μέ συμβουλές σταδιακῶς νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τήν βλασφημία»[36].
Ὁ ἅγιος Γεννάδιος Σχολάριος, ὁ γνήσιος μαθητής καί διάδοχος τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καί 1ος Πατριάρχης (1454-1456) ΚΠόλεως μετά τήν Ἅλωση, σχολιάζοντας πεντέμισυ αἰῶνες ἀργότερα τήν ἐκκλησιαστική αὐτή κατάσταση τῆς Δύσεως ἐπί Μ. Φωτίου καί Πάπα Ἰωάννου 8ου, ἐπιβεβαιώνει ἐν πρώτοις ὅτι καί στήν Δύση ὑπῆρχαν Ὀρθόδοξοι πού ὑπεραμύνονταν τῶν πατρώων δογμάτων ἔναντι τοῦ «Φιλιόκβε», σέ σημεῖο πού παρ΄ ὀλίγον νά γίνει καί στή Δύση διαίρεση («διῃρῆσθαι Λατῖνοι καί πρός ἑαυτούς ἐκινδύνευον»)[37] – προκύπτει, συνεπῶς, ὅτι δέν ὑπῆρξε ἐκεῖ ἐξ ἀρχῆς ἀκοινωνησία ἐξ αἰτίας τῆς αἱρετικῆς προσθήκης τοῦ «Filioque» – ἀφ’ ἑτέρου προασπίζεται τήν ἀμφισβητούμενη ἐκ μέρους τῶν Φράγκων γνησιότητα τῆς παραπάνω ἐπιστολῆς τοῦ Ὀρθοδόξου Πάπα καί δικαιολογεῖ τήν ἄσκηση τῆς οἰκονομίας ἐκείνης, ἡ ὁποία εἶχε σκοπό «ὅσους ἀπό τούς ἀδελφούς καί ὁμότιμους σπαράσσονταν γιά αὐτά νά τούς παρηγορεῖ μέ τίς ἐλπίδες τῆς διορθώσεως καί νά τούς πείθει νά ἡσυχάζουν, καί νά μή σκανδαλίζονται ἀπό τίς φῆμες τῶν νεωτερισμῶν, διότι θά ἐκριζωθοῦν μέ ἠρεμία καί μέ μεθόδους ποιμαντικές καί πατρικές»[38] · ἐπίσης, μαρτυρεῖ ὁ Γεννάδιος γιά τό ὀρθόδοξο φρόνημα τοῦ συγκεκριμένου Πάπα Ἰωάννου 8ου καί τό ἀξιέπαινον τῆς οἰκονομίας του αὐτῆς, ἐπιβεβαιώνει τά καλά κίνητρά της, καί καταλήγει, ὅτι ὁ Πάπας Ἰωάννης «ἀπέθανε μέσα στίς παραδόσεις, καί τήν ἐξουσία ἐκείνη, πού τοῦ ἐνεπιστεύθη ὁ Θεός, τήν παρέδωσε στόν Θεό ἀζημίωτη καί ἄσπιλη, ἔγινε δέ φανερό ὅτι οὔτε κατά νοῦν δέν ἔβαλε ποτέ τήν ἀποστασία τῶν μεταγενεστέρων του»[39].
Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, γιά τά ὑγιῶς ἀντι-φραγκικά φρονήματα τοῦ ὁποίου κανείς δέν μπορεῖ νά ἀμφιβάλλει, σέ ἄρθρο του εἰδικῶς περί τοῦ «Filioque», ἀναπτύσσει ἐκτενῶς τά σχετικά μέ τήν οἰκονομία αὐτή τοῦ Πάπα Ἰωάννου καί τοῦ Μ. Φωτίου καί τήν ἐπιβεβαιώνει καί δικαιολογεῖ· γράφει μεταξύ ἄλλων σημαντικῶν, ὅτι: «Ἡ δύναμη τῆς Ρώμης, ὡστόσο, δέν εἶχε τόσο δυνατά στερεωθεῖ, ὥστε ἡ Παπωσύνη νά μπορεῖ τό 879 νά χειρισθεῖ ἕνα ἀνοικτό δογματικό πόλεμο μέ τούς Φράγκους. Μία τέτοια ἀνοικτή σύγκρουση θά εἶχε ὁδηγήσει στήν μεταμόρφωση τῆς παπικῆς Ρωμανίας σέ φραγκικό δουκᾶτο καί τοῦ Ρωμέηκου πληθυσμοῦ στήν κατάσταση τῶν Ρωμηῶν πού εἶχαν κατακτηθεῖ σέ ἄλλα μέρη τῆς δυτικῆς Ρωμανίας ἀπό τούς Φράγκους καί ἄλλα γερμανικά ἔθνη καί, φυσικά, θά εἶχε ἐπίσης σημάνει τήν διά τῆς βίας προσθήκη τοῦ Φιλιόκβε στό Σύμβολο, ὅπως ἐπεσήμαινε ὁ Ἰωάννης. Τήν ἴδια στιγμή, οἱ Ρωμαῖοι Πάπες, μετά τόν θάνατο τοῦ Καρλομάγνου, φαίνεται ὅτι εἶχαν ἐπιτύχει πραγματική ἐπιρροή ἐπί τῶν φργακικῶν βασιλείων, τά ὁποῖα ἀναγνώριζαν τίς μαγικές δυνάμεις τῶν Παπῶν νά χρίουν αὐτοκράτορα στή Δύση, κάνοντάς τον ἔτσι ἴσο πρός τόν Αὐτοκράτορα στήν Ἀνατολή. Ὁ Ἰωάννης Η΄ φαίνεται ὅτι ὑπῆρξε ἐξαιρετικά ἐπιτυχής ὡς πρός τοῦτο, καί δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι ἡ παράκλησή του πρός τόν Φώτιο νά τοῦ ἐπιτραπεῖ νά χρησιμοποιήσει πειθώ γιά τήν ἀφαίρεση τοῦ Φιλιόκβε, βασιζόταν σέ ἀληθῆ πιθανότητα ἐπιτυχίας»[40].
Ἄς μή ξεχνοῦμε ἄλλωστε, ὅτι ἦταν ὁ ἴδιος αὐτός Πάπας Ἰωάννης Η΄, ὁ ὁποῖος βοήθησε τόν ἅγιο Μεθόδιο τόν Θεσσαλονικέα καί Φωτιστή τῶν Σλάβων νά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τήν φυλακή τῶν Φράγκων Κληρικῶν, ὅπου εἶχε κλεισθεῖ λόγῳ τῆς κατά τοῦ «Filioque» στάσεώς του[41].
Ἐπίλογος
Σεβαστοί Πατέρες καί ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Εἶναι, νομίζω, καταφανές ἀπό τά ὡς ἄνω ἱστορικά γεγονότα, ὅτι ὅταν τηρήθηκε ἀπαράτρεπτη ἡ ὁμολογία τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἡ ἐπίσημη καταδίκη τῆς αἱρέσεως, καί μόνον τότε, ἡ λόγῳ ἀνωτέρας βίας ἤ γιά ἄλλες εὔλογες ἐκκλησιαστικές αἰτίες μερική ἤ πλήρης κοινωνία μέ τούς διατηροῦντας αἱρετικά φρονήματα ἤ ἡ πρόσκαιρη μνημόνευση αἱρετιζόντων προσώπων ζώντων καί νεκρῶν (βεβαίως ἐξαιροῦνται καί στίς δύο περιπτώσεις ὅσοι ἔχουν ὀνομαστικῶς καταδικασθεῖ ἀπό Σύνοδο ὡς αἱρετικοί), δέν ἔχει πάντοτε θεωρηθεῖ ὅτι συνιστᾷ συμμετοχή στήν αἵρεση ἤ ὅτι καθιστᾷ ἄκυρα ἤ «μεμολυσμένα» τά Μυστήρια ὅσων ἐξασκοῦν τήν οἰκονομία αὐτή, δέν ἰσχύει δηλαδή κάποια δῆθεν ἀναπόφευκτη μεταδοτική ἤ «συγκοινωνιακή» «μόλυνση» ἀπό τήν αἵρεση. Εἶναι εὔλογο, ὅτι τέτοιος γενικῆς φύσεως «μολυσμός» θά καθιστοῦσε ἀδύνατη τήν ἐξάσκηση οἰκονομίας, διότι βασική ἀρχή της, κατά τούς Ἁγίους Πατέρες, εἶναι ἡ παράλληλη ἀποφυγή τῆς ἁμαρτίας καί παρανομίας, «οἰκονομητέον ἔνθα μή παρανομητέον» («οἰκονομία πρέπει νά γίνεται, ἐκεῖ πού δέν πρέπει νά γίνει παρανομία») [42]. Ἄς σημειωθεῖ ἀκόμη, ὅτι οἱ ἅγιοι ἀνέχθηκαν μέν κάποτε τήν μερική κοινωνία ἄλλων Ὀρθοδόξων μέ αἱρετίζοντες, ὅμως πολύ σπάνια φαίνεται νά τήν ἐφάρμοσαν οἱ ἴδιοι στήν δική τους σχέση μέ τήν αἵρεση.
Ἐπιτρέψτε μου, ὅμως, νά κάνω καί μερικές ἀντίρροπες προεκτάσεις: ἡ οἰκονομία αὐτή, δέν ἐπιτρέπεται νά καταστεῖ κολυμβήθρα δῆθεν ἐκπλύσεως ἤ συγχωροχάρτι ἀφέσεως γιά τήν ἐνδεχομένη ψυχρότητα, χλιαρότητα ἤ ὀλιγοπιστία μας ὡς πρός τήν προάσπιση τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων. Ὅταν ἡ ὡς ἄνω περιγραφόμενη κατ΄ οἰκονομίαν μνημόνευση ἤ κοινωνία δέν γίνεται γιά λόγους ἀρκούντως σοβαρούς καί κυρίως χάριν τῆς Ἐκκλησίας, τότε ὑπάρχει σοβαρός πνευματικός κίνδυνος, ὄχι διότι τά Μυστήρια τῶν αἱρετιζόντων εἶναι ἄκυρα καί βλαπτικά πρίν ἀπό τήν συνοδική τους καταδίκη, ἀλλά διότι οἱ χλιαροί καί ψυχροί βλάπτονται ἀπό τήν ἀνάξια μετάληψή τους, ἀφοῦ ἀποτυγχάνουν νά συνεισφέρουν τό δικό τους μερίδιο στούς ὀρθοδόξους ἀγῶνες. Οἱ ἅγιοι Πατέρες σαφῶς προδιαγράφουν ὅτι ὀφείλουμε ἀξιωματικῶς νά ἀπέχουμε ἀπό τήν κοινωνία Κληρικῶν ὄχι μόνον αἱρετικῶν, ἀλλά προφανῶς διαβεβλημένων ἀκόμη καί κατά τό ἦθος[43]. Θά ἔπρεπε ἡ σημερινή κοινωνική καί ἐκκλησιαστική θυσία ὅσων Κληρικῶν ἔχουν ἀποτειχισθεῖ κατά τούς ἱερούς Κανόνες, καί οἱ ὁποῖοι, ἀπό Οἰκουμενιστές καί μή, διώκονται καί συκοφαντοῦνται ὡς σχισματικοί, ὡς «ἐκτός Ἐκκλησίας», θά ἔπρεπε, λέγω, νά κρούει γιά τό χριστεπώνυμο Ποίμνιο τόν κώδωνα τῆς σοβαρότητος τῆς τωρινῆς καταστάσεως. Καί τό λογικόν Ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ ὀφείλει πάσῃ θυσίᾳ κατ΄ ἀκρίβειαν νά ἐκκλησιάζεται ἐκεῖ πού δέν μνημονεύονται οἱ ὑπεύθυνοι ἤ συνυπεύθυνοι τῆς αἱρέσεως, καί ὅταν γιά λόγους ἀνυπέρβλητους αὐτό δέν εἶναι δυνατό, τότε νά προτιμᾷ Κληρικούς οἱ ὁποῖοι τοὐλάχιστον καταδικάζουν τήν αἵρεση καί τήν αἱρετική σύνοδο καί συνεπῶς ἀποδέχονται ὡς ἱεροκανονική τήν ἀποτείχιση· αὐτό ἄλλωστε διελάμβανε καί σχετική ἀπόφαση τῆς Συνάξεως Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν. Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης μᾶς ὑπενθυμίζει τήν προτεραιοποίηση στήν οἰκονομία, καί ὅτι «ὅριο τῆς οἰκονομίας, ὡς γνωρίζεις, εἶναι τό νά μή ἀθετεῖς καθόλου κάτι ἀπό τά θεσπισθέντα, οὔτε – ἐπειδή εἶναι δυνατόν νά κάνεις κάποια μικρή ὑποχώρηση κατά τήν περίσταση καί εὔλογα, μέ σκοπό νά πετύχεις ἀπό ἐκεῖ μέ τελειότητα τό ζητούμενο – νά πηγαίνει λοιπόν τό πρᾶγμα πρός τό χειρότερο καί νά γίνεται ζημιά στά τελειότερα πράγματα»[44]. Ἡ κατάλυση τῆς αἱρέσεως μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ μόνο μέ διηυρυμένη Σύνοδο Ἐπισκόπων, ἔστω καί ὀλιγομελῆ, ἡ ὁποία θά καταδικάσει ὡς αἱρετική τήν Σύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου. Αὐτός εἶναι ὁ ἐνδεικνυόμενος ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες δρόμος καθ΄ ὅλη τήν ἱστορία. Ἀλλά ἡ μετάβαση Κληρικῶν καί ἰδίως Ἐπισκόπων στόν ἀγῶνα τῆς πλήρους διακοπῆς τῆς κοινωνίας πρός τήν αἵρεση, θά καταστεῖ δυνατός, χάρις σέ ἀληθεῖς Πιστούς, οἱ ὁποῖοι ἀποδεικνύουν ὅτι εἶναι πρόθυμοι νά στηρίξουν καθ΄ ὅλα ὅσους ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες θά ἀναλάβουν τόν δυσχερῆ καί οὐρανοδρόμο, σωτήριον αὐτόν ἀγῶνα.
Σᾶς εὐχαριστῶ.
Τό κείμενο τῆς εἰσηγήσεως σέ μορφή pdf εὑρίσκεται καί στό Scribd, ἐδῶ:
https://www.scribd.com/document/385290812/Instances-of-Oikonomia-in-Struggle-for-Orthodoxy
Σημειωσεις τελουσ
[1]. Βλ. περί τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου καί Ὁμ. Καθηγητοῦ π. Θεοδώρου Ζήση τό Ι.Μ.Θ. Επισκοπικον Δικαστηριον, Ἀπόφασις 2/28-9-2017, σσ. 57-62 (ὑπό τίτλον κεφαλαίου: «Περιπτώσεις ἀσκήσεως ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας πρός Ἐπισκόπους κηρύττοντας αἵρεσιν») καί τό κατά τοῦ Πρωτοπρ. π. Νικολάου Μανώλη, Ἀπόφασις 3/4-10-2017, σσ. 55-60. Τά ἔγγραφα τῆς καταδικαστικῆς ἀποφάσεως καί τῶν δύο Πατέρων εἶναι σχεδόν πανομοιότυπα. Τό σκεπτικό εἶναι ὅτι, ἀφοῦ κατ’ οἰκονομίαν (δῆθεν) δέν διεκόπη πάντοτε ἡ κοινωνία ἁγίων Πατέρων μέ αἱρετικούς ἐπισκόπους, « … πολύ περισσότερον δέν δικαιολογεῖται ἡ διακοπή τῆς μνημονεύσεως τοῦ Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ. Ἀνθίμου, ἐφ΄ ὅσον μάλιστα δέν κηρύττει “γυμνῇ τῇ κεφαλῇ” οὐδεμίαν ἀπολύτως αἵρεσιν» (σσ. 61 & 59 ἀντιστοίχως).
Σημ. Ἡ ἐντός ἀγκυλῶν λέξεις, σέ αὐτούσια κείμενα στίς ὑποσημειώσεις, εἶναι διευκρινιστικές προσθῆκες τοῦ γράφοντος.
[2]. Μ. Φωτιοσ, Τά Ἀμφιλόχια 1, 14 PG 101, 65A: «Καί καθ΄ ἕτερον δέ τρόπον τῶν ἀκριβεστέρων νόμων ἡ ἐπί τινα χρόνον ὑποστολή ἤ σχολή ἤ τῶν ἀνειμένων εἰσφορά, πρός τήν τῶν δεχομένων ἀσθένειαν, διοικονομοῦντος τοῦ νομοθέτου τό πρόσταγμα». Στό Ἀρχιμ. Ιερων. Κοτσωνης, Προβλήματα τῆς “ Ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας”, ἐκδ. «Ἡ Δαμασκός», ἐν Ἀθήναις 1957, σ. 17.
[3]. Ιω. Καλογηρου, Ἱστορία τῶν Δογμάτων, τόμ. Β΄, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1993, σσ. 228.229:«Μονοφυσιτισμός εἶναι ἡ ἀκραία Ἀλεξανδρινή Χριστολογία, οὕτω δέ ἡ ἄκρα ἀντίθεσις πρός τόν Νεστοριανισμόν. Ἀποκρούει ὄχι μόνον τήν ἀποδοχήν δύο προσώπων ἐν τῷ Χριστῷ, ἀλλά καί τάς δύο φύσεις […] Βέβαιον εἶναι ὅτι ὑφίστατο ἤδη οὗτος κατά τήν διάρκειαν τοῦ ἀγῶνος μεταξύ Κυρίλλου καί Νεστορίου, ὡς ἐπίσης ὅτι μεταξύ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Κυρίλλου ὑπῆρχον καί μονοφυσιτικῶς στοχαζόμενοι».
[4]. Αὐτόθι, σ. 317: «Ἡ ἀρχή ἔγινε μέ τήν ἐν Τολέδῳ τῆς Ἱσπανίας τοπικήν Σύνοδον, τό 589, εἰς τήν ὁποίαν ἀνεγνωρίσθη τό “θεολογούμενον” τοῦ Αὐγουστίνου filioque ὡς Δόγμα καί εἰσήχθη εἰς τό Σύμβολον (Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως) πρός ἀπόκρουσιν ὑπαρχόντων ἀκόμη τότε εἰς τήν Ἱσπανίαν στοιχείων τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Μέ τήν διδασκαλίαν περί ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐθεωρεῖτο ὅτι ἐξισώνετο οὗτος καί ἀπό τήν πλευράν αὐτήν πρός τόν Πατέρα καί κατεπολεμοῦντο ἔτσι οἱ Ἀρειανοί, οἱ ὁποῖοι ἐμείωναν τόν Υἱόν δεχόμενοι αὐτόν ὡς κτίσμα».
[5]. Ιω. Αναστασιου, «Δονατισμός», Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμ. 5, ἐκδ. Μαρτῖνος, Ἀθῆναι 1964, στ. 167: «Ὁ Δονατισμός, ἄν καί ἐθεωρήθη ὡς σχίσμα, εἶχεν ἐν τούτοις καί αἱρετικάς ἀντιλήψεις. Ἐστήριζε τήν ἰσχύν τοῦ βαπτίσματος καί τῶν ἄλλων μυστηρίων ὄχι εἰς τήν ὀρθοδοξίαν τοῦ τελοῦντος ταῦτα, ὡς ἦτο δεκτόν εἰς τήν Ἐκκλησίαν, ἀλλ’ εἰς τήν ἠθικήν ποιότητα αὐτοῦ […] … καί ἰσχυρίζοντο ὅτι μόνον ἡ Ἐκκλησία αὐτῶν εἶναι ἀληθής, πᾶσα ἄλλη δέ εὑρίσκεται ἐν πλάνῃ καί ἁμαρτίᾳ ἐπειδή ἐδέχετο τούς ἐκπεσόντας ἐν μετανοίᾳ».
[6]. J. Chapman, «Novatian and Novatianism», The Catholic Encyclopedia, vol. 11, The Encyclopedia Press Inc., New York 1911, pp. 139.141: «But within a couple of months Novatian was called a heretic, not only by Cyprian but throughout the Church, for his severe views about the restoration of those who had lapsed in the persecution. He held that idolatry was an unpardonable sin, and that the Church had no right to restore to communion any who had fallen into it […] Novatian had refused absolution to idolaters: his followers extended this doctrine to all “mortal sins” (idolatry, murder, and adultery, or fornication). Most of them forbade second marriage, and they made much use of Tertullian’s works».
[7]. Αγ. Κυριλλοσ Αλεξανδρειασ, Τῷ ὁσιωτάτῳ καί θεοφιλεστάτῳ Πατρί Κελεστίνῳ (Ἐπιστολή 11η) PG 77, 81B.C.: «Καί γέγονεν μέν κραυγή μεγάλη παρά παντός τοῦ λαοῦ καί ἐκδρομή. Οὐ γάρ ἤθελον ἔτι κοινωνεῖν αὐτοῖς τοιαῦτα φρονοῦσιν· ὥστε καί νῦν ἀποσυνάκτους εἶναι τούς λαούς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πλήν ὀλίγων ἐλαφροτέρων καί τῶν κολακευόντων αὐτόν. Τά δέ μοναστήρια σχεδόν ἅπαντα καί οἱ τούτων ἀρχιμανδρῖται, καί τῆς συγκλήτου πολλοί οὐ συνάγονται, δεδιότες μή ἀδικηθῶσιν εἰς πίστιν, αὐτοῦ καί τῶν σύν αὐτῷ, οὕς ἀπό τῆς Ἀντιοχείας ἀναβαίνων ἤγαγε, πάντων λαλούντων τά διεστραμμένα».
[8]. Ο Αυτοσ, Πρός τούς αὐτοῦ Κληρικούς ἐν ΚΠόλει (Ἐπιστολή 10η) PG 77, 68C.: «Ἐπειδή δέ πολλήν εἶχε καταδρομήν κατά τοῦ ἐκεῖσε, ἤ ἀδελφοῦ ἤ πῶς ἄν εἴποιμι, τέως ἐπέσχον, ἵνα μή ἐπέρχοιτο ἡμῖν λέγων· κατηγορήσατέ μου ἐπί τοῦ βασιλέως ὡς αἱρετικοῦ». Ο Αυτοσ, Τῷ ὁσιωτάτῳ καί θεοφιλεστάτῳ Πατρί Κελεστίνῳ (Ἐπιστολή 11η) PG 77, 81Α: PG 77, 81A: «Ἐγώ δέ ὁμολογῶ, καίτοι βουληθείς συνοδικῷ γράμματι φανερόν αὐτῷ καταστῆσαι, ὅτι ταῦτα λέγοντι καί φρονοῦντι κοινωνεῖν οὐ δυνάμεθα· τοῦτο μέν οὐ πεποίηκα. Λογισάμενος δέ ὅτι χρή τοῖς ὀλισθήσασι χεῖρα διδόναι, καί ὡς ἀδελφούς πεσόντας ἐγεῖραι, παρῄνεσα διά γραμμάτων ἀποσχέσθαι τῆς τοιαύτης κακοδοξίας».
[9]. Ο Αυτοσ, Τῷ εὐλαβεστάτῳ καί θεοφιλεστάτῳ συλλειτουργῷ Νεστορίῳ (Ἐπιστολή 17η, Πρός Νεστόριον 3η) PG 77, 108A.B.: « … καί τρίτῳ σοι τούτῳ διαμαρτυρόμεθα γράμματι, συμβουλεύοντες ἀποσχέσθαι μέν τῶν οὕτω σκαιῶν καί διεστραμμένων δογμάτων, ἅ καί φρονεῖς καί διδάσκεις, ἀνθελέσθαι δέ τήν ὀρθήν πίστιν […] Καί εἰ μή τοῦτο δράσειεν ἡ σή εὐλάβεια κατά τήν ὁρισθεῖσαν προθεσμίαν ἐν τοῖς γράμμασι τοῦ μνημονευθέντος ὁσιωτάτου καί θεοσεβεστάτου ἀδελφοῦ καί συλλειτουργοῦ ἡμῶν τοῦ τῆς Ῥωμαίων Ἐκκλησίας ἐπισκόπου Κελεστίνου, γίνωσκε σαυτόν οὐδένα κλῆρον ἔχοντα μεθ’ ἡμῶν, οὐδέ τόπον ἤ λόγον ἐν τοῖς ἱερεῦσι τοῦ Θεοῦ καί ἐπισκόποις […] Ἅπασι δέ τοῖς παρά σῆς εὐλαβείας κεχωρισμένοις διά τήν πίστιν ἤ καθαιρεθεῖσι λαϊκοῖς καί κληρικοῖς, κοινωνικοί πάντες ἐσμέν. Οὐ γάρ ἐστι δίκαιον τούς ὀρθά φρονεῖν ἐγνωκότας σαῖς ἀδικεῖσθαι ψήφοις, ὅτι σοί καλῶς ποιοῦντες ἀντειρήκασι».
[10]. Ο Αυτοσ, Κομαρίῳ καί Ποτάμωνι ἐπισκόποις (Ἐπιστολή 23η) PG 77, 133C: «Ἐπειδή δέ ἀκηκόαμεν ἔρχεσθαι τόν εὐλαβέστατον καί θεοφιλέστατον τῆς Ἀντιοχέων ἐπίσκοπον Ἰωάννην, περιεμείναμεν ἡμέρας ἑκκαίδεκα, καίτοι πάσης τῆς συνόδου βοώσης καί λεγούσης, ὅτι ἐκεῖνος οὐ βούλεται συνεδρεῦσαι· δέδοικε γάρ μή ἄρα καθαίρεσιν ὑπομείνῃ ὁ τιμιώτατος Νεστόριος, ληφθείς ἐκ τῆς ὑπ’ αὐτόν Ἐκκλησίας, καί ἴσως τό πρᾶγμα αἰσχύνεται. Ὅ καί ἔδειξε καί ἡ πεῖρα τό λοιπόν ἀληθινῶς· ὑπερέθετο γάρ τοῦ ἐλθεῖν».
[11]. Ο Αυτοσ, Θεογνώστῳ καί Χαρμοσύνῳ πρεσβυτέροις καί Λεοντίῳ διακόνῳ (Ἐπιστολή 38η), PG 77, 169A :«Ἐπειδή δέ οὐκ ἦλθε χάρτην ἔχων ὡς ἀναθεματίζοντος Ἰωάννου τά τοῦ Νεστορίου δόγματα, καί ὁμολογοῦντος ὅτι καθῃρημένον ἔχουσιν αὐτόν, ἀλλ’ ἦσαν ἁπλῶς αἱ παρ’ αὐτοῦ πεμφθεῖσαι ἐπιστολαί οὐδέν τῶν ἀναγκαίων ἔχουσαι, ἔφασκον ὅτι οὐ δύναμαι τήν κοινωνίαν ἀποδοῦναι αὐτῷ, πρίν ταῦτα ποιήσῃ».
[12]. Ο Αυτοσ, Πρόκλῳ ἐπισκόπῳ Κωνσταντινουπόλεως (Ἐπιστολή 72η), PG 77, 345A.B.: «Ἴστω δέ ἡ σή ὁσιότης, ὅτι παρενεχθείσης τῇ ἁγίᾳ συνόδῳ ἐκθέσεως παρ΄ αὐτοῦ συνταχθείσης, ὡς οἱ προελόντες ἔφασκον, οὐδέν ἐχούσης ὑγιές, κατεκιβδήλευσε μέν αὐτήν ἡ ἁγία σύνοδος, ὡς διεστραμμένων γέμουσαν ἐννοιῶν, καί τήν τοῦ Νεστορίου δυσσέβειαν οἱονεί πως πηγάζουσαν. Κατακρίνασα δέ τούς οὕτω φρονοῦντας, οἰκονομικῶς οὐκ ἐμνημόνευσε τοῦ ἀνδρός, οὐδέ αὐτόν ὑπέθηκεν ὀνομαστί τῷ ἀναθεματισμῷ δι’ οἰκονομίαν, ἵνα μή τινες τῇ ὑπολήψει τοῦ ἀνδρός προσεσχηκότες ἀποβάλωσιν ἑαυτούς τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ δέ ἐν τούτοις οἰκονομία ἄριστόν τι χρῆμα καί σοφόν. Εἰ μέν γάρ ἦν ἐν τοῖς ζῶσιν ἔτι, καί σύνοπλος ἦν ταῖς Νεστορίου δυσφημίαις, ἤ συναγορεύειν ἤθελεν οἷς ἔγραψεν αὐτός, πέπονθεν ἄν καί τόν εἰς τό ἴδιον πρόσωπον ἀναθεματισμόν. Ἐπειδή δέ ἀπεδήμησε πρός Θεόν, ἀρκεῖ, καθάπερ ἐγᾦμαι, τά ἐκτόπως αὐτῷ γεγραμμένα ἐκβάλλεσθαι παρά τῶν ὀρθῶς ἐχόντων τάς δόξας, ὅτε ταῖς αὐτοῦ περιτυγχάνουσι βίβλοις, καί τό περαιτέρω χωρεῖν θορύβων ἔσθ’ ὅτε τίκτει προφάσεις. Καί καθ’ ἕτερον δέ τρόπον ἀναθεματισθεισῶν καί ἐκβεβλημένων τῶν Νεστορίου δυσφημιῶν, συνεκβέβληνται καί τά ἐκείνου πλείστην ἔχοντα πρός ταῦτα τήν συγγένειαν».
[13]. Ο Αυτοσ, Πρός Κληρικούς (Ἐπιστολή 70η), PG 77, 342A: «ᾘτιῶντο δέ τούς ἐπισκόπους τῆς ἀνατολῆς ὡς ἀποσιωπήσαντας μέν δῆθεν τό Νεστορίου ὄνομα καί προσποιουμένους αὐτόν ἀποστρέφεσθαι, μεταπηδήσαντας δέ ἐπί τά Θεοδώρου βιβλία τά περί τῆς ἐνανθρωπήσεως, ἐν οἷς πολλῷ χαλεπώτεραι τῶν Νεστορίου δυσφημιῶν εἰσι κείμεναι».
[14]. Ο Αυτοσ, Πρόκλῳ ἐπισκόπῳ Κωνσταντινουπόλεως (Ἐπιστολή 72η), PG 77, 344D.345C : «Νυνί δέ, ὡς γέγραφε πρός με ὁ κύριός μου, ὁ θειότατος ἐπίσκοπος τῆς Ἀντιοχέων Ἰωάννης, ἀρχή παρ’ αὐτοῖς ἑτέρου κλύδωνος ἐγήγερται, καί τάχα που πολύ τό δέος, μή ἄρα πού τινες τῶν εὐπαραφόρων ὑπονοστήσειαν εἰς τό ἐν ἀρχαῖς […] Εἰ δέ, ὡς γράφει ὁ κύριός μου ὁ ὁσιώτατος ἐπίσκοπος τῆς Ἀντιοχέων Ἰωάννης, ἕλοιντο ἄν μᾶλλον γενέσθαι πυρίκαυστοι ἤ πρᾶξαί τι τοιοῦτον· ἵνα τί φλόγα κατευνασθεῖσαν ἀναῤῥιπίζομεν καί παυσαμένους θορύβους ἀνασκαλεύομεν οὐκ εὐκαίρως, μή ποτέ πως τά ἔσχατα χείρονα τῶν πρώτων εὑρεθῇ»;
[15]. Βλ. ἀνωτέρω, ὑποσημ. 12
[16]. Βλ. ἀνωτέρω, ὑποσημ. 14
[17]. Αγ. Θεοδωρος Στουδιτης, Ναυκρατίῳ τέκνῳ (Ἐπιστολή 49η), στό Theodori Studitae Epistulae (Corpus Fontium Historiae Byzantinae XXXI/1, series Berolinensis), recensuit G. Fatouros, ed. Walter de Gruyter, (στό ἑξῆς Fatouros), τόμ. 1, Berolini et N. Eboraci 1992, σ. 141ἑ. (PG 99, 1085C.1088D): «Ἔφης ἀνθ΄ ὅτου ὁ θεῖος Κύριλλος ᾠκονόμει μή ἀποσχίζεσθαι τῶν τῆς ἑῴας ἐν διπτύχοις ἀναφερόντων τόν Θεόδωρον τόν Μοψουεστίας, αἱρετικόν ὄντα, ἐπάν ὀρθότατα καί καιριώτατα τά τῆς εὐσεβείας δόγματα παρ΄ αὐτοῖς ἐσέσωστο· […] οἷον καί τό νῦν τοῦ θείου Κυρίλλου· ἅ μέχρι τινός καιροῦ γινόμενα, οὐδέν ἔχει τό μεμπτόν οὐδέ τό κατά τι ἀπηχές καί ἔκνομον, ὑφειμένον δ΄ οὖν ὅμως καί οὐκ ἄγαν ἀκριβές· τοῦτο γάρ ἡ οἰκονομία ἡ πρός καιρόν».
[18]. Τό ὅτι δέν ὑπῆρχε ὀνομαστική καταδίκη τοῦ Μοψουεστίας καί ἔτσι ἀπέθανε εὑρισκόμενος σέ κοινωνία μέ τήν Ἐκκλησία, τό προέβαλαν ὡς στοιχεῖο ὑπέρ ἐκείνου οἱ ὀπαδοί του. Ὁ ἅγιος Κύριλλος, ὅμως, φαίνεται ὅτι δέν τό ἀποδέχεται ὡς καθοριστικό ἀποτρεπτικό ἐπιχείρημα γιά τήν μή μετά θάνατον καταδίκη τοῦ ἰδίου καί τῶν συγγραμμάτων του. Αγ. Κυριλλοσ Αλεξανδρειασ, Πρόκλῳ ἐπισκόπῳ Κωνσταντινουπόλεως (Ἐπιστολή 72η), PG 77, 345A: «Καί ὥς γε φασί, δυσφοροῦσιν ἅπαντες, ὡς ἀνδρός ἐπισήμου καί τελευτήσαντος ἐν κοινωνίᾳ τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀναθεματιζομένου νυνί […] Εἰ μέν οὖν ἔδρων τοῦτο [σ. τόν ἀναθεματισμόν] ἀμελλητί τῶν κατά τήν ἑῴαν τινές, καί οὐδένα θόρυβον ἦν ἐντεῦθεν προσδοκᾷν, ἔφην ἄν, ὅτι τό λυποῦν οὐδέν ἀπαιτεῖσθαι νῦν τοῦτο καί ἐγγράφως αὐτούς».
[19]. Αττικος ΚΠολεως, Πρός Κύριλλον (Ἐπιστολή 75η) PG 77, 352A.B: «Ὁ δέ [βασιλεύς] ἀπεκρίνατο μηδέν εἶναι βλάβος γράφειν ἀπεληλυθότος ἀνδρός ὄνομα, ὑπέρ τῆς εὐσταθείας καί τῆς τῶν λαῶν ὁμονοίας τε καί εἰρήνης. Καί τοίνυν ἐγώ τούτοις πεισθείς (καί πῶς γάρ οὐκ ἔμελλον προφθάσας τήν ἀνάγκην 😉 ὥστε μή γενέσθαι τά καθ΄ ἡμᾶς ἀκολουθίαν τοῦ πλήθους, μήτε μήν ἐθισθῆναι εἰς δημοκρατίαν τήν πόλιν, γραφῆναι παρεσκεύασα τήν προσηγορίαν […] πρός οὕς ἅπαντας οὐκ ἔστιν ἡμῖν κοινωνία ἱερωσύνης. Οὐδέ μετάδοσις τῶν ἐπί τῆς ἁγίας τραπέζης μυστικῶς τελουμένων. Πολύ γάρ τό μέσον τῶν ὑπελθόντων τό πέρας καί τῶν ἔτι ὑπέρ γῆς τυγχανόντων».
[20]. Αγ. Κυριλλοσ Αλεξανδρειασ, Πρός Ἀττικόν (Ἐπιστολή 76η), PG 77, 352D.353A.356D: «Ἐρωτήσας δέ τούς ἐκεῖθεν ἥκοντας, ἐπυθόμην οὐκ ἐν τοῖς τῶν λαϊκῶν καταλόγοις, ἐν δέ τοῖς τῶν ἐπισκόπων ἐντετάχθαι αὐτήν [τήν Ἰωάννου προσηγορίαν] […] Πῶς γάρ τοῖς ἱερεῦσι Θεοῦ συντετάξεται, καί τόν ἐκείνων φορέσει κλῆρον, ὁ τῆς ἱερατείας ἐκβεβλημένος; Πῶς δέ ἐν καταλόγοις ἔσται λειτουργῶν, ὁ τῶν ἐκκλησιαστικῶν περιβόλων ἔξω τεθείς; […] Οὐκ ἀκόλουθον τοιγαροῦν διά τάς τινων ἀντιλογίας, εἴπερ τινές ὅλως εἰσίν, ἐκ βάθρων ὥσπερ κατασείεσθαι τούς τῆς Ἐκκλησίας θεσμούς, λαϊκοῦ συνταττομένου τοῖς ἐν ἱερατείᾳ διαπρέψασι καί ἐν ἴσῳ μέτρῳ τιμῆς εἰσβαίνοντος».
[21]. Αγ. Νικοδημος Αγιορειτησ, Λόγος ἐγκωμιαστικός εἰς τήν ἀνακομιδήν τοῦ λειψάνου τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου [ἐκ χειρογράφου τῆς Ἱ.Μ. Ἁγ. Χρυσοστόμου Νάξου], ἐν Εἰς τόν Οἰκουμενικόν Διδάσκαλον καί Φωστῆρα τῆς Ἐκκλησίας ἅγιον Ἰωάννην τόν Χρυσόστομον, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη ἄ.χ., σ. 23· σύμφωνα μέ τήν διήγηση, ἡ Κυρία Θεοτόκος σέ ὅραμα συμφιλίωσε τόν κεκοιμημένο ἀδικηθέντα Χρυσόστομο μέ τόν ζῶντα Κύριλλο, λέγοντας στόν πρῶτο: «Σύγγνωθι ἐμοῦ γε ἕνεκα· πολλά γάρ διαπεπόνηκεν [ὁ Κύριλλος] ὑπέρ ἐμοῦ, Νεστόριον καταισχύνας, τόν ὑβριστήν, κἀμέ Θεοτόκον ἀνακηρύξας· ἀγνοίᾳ γάρ τήν περί σοῦ φαύλην ὑπόληψιν προσεκτήσατο καί δηλώσει, τῷ ταύτην μετά ἐπίγνωσιν ἀποκτήσασθαι».
[22]. Πρακτικά, πρᾶξις Η΄ , 4, 8-18 στό Μητρ. Νικοπολεως Μελετιοσ, Ἡ Ε’ Οἰκουμενική Σύνοδος (Εἰσαγωγή, Πρακτικά, Σχόλια), Ἀθῆναι 1985, σ. 574-580.