Είναι σαφές ότι, πίσω από τη λεγόμενη πρόταση ή πρόθεση της Πολιτείας, που αφορά στην απόλυση από το Δημόσιο των Ιερέων της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη χώρα μας, κρύβεται στην πραγματικότητα μία ακόμη δίωξη και απαξίωση της ορθόδοξης πίστεως και του πνευματικού χώρου που διακονεί η ορθόδοξη Ιεροσύνη.
Η δίωξη εναντίον των κληρικών δεν συνιστά μια απλή, μισθολογικού μόνον περιεχομένου, αποπομπή των κληρικών από την ενιαία αρχή πληρωμών του δημοσίου, αλλά ένα ακόμη στάδιο του σχεδίου επιβολής της ουδετεροθρησκείας, που μεθοδεύεται από την ηγεμονεύουσα πολιτεία.
Η πρόθεση της κυβέρνησης, να απολύσει 10.000 Ιερείς, δεν είναι καθόλου τυχαία, διότι είναι φανερό ότι στοχοποιεί έναν κλάδο, με συγκεκριμένο έργο, για τον λόγο ότι το έργο αυτό βρίσκεται σε αντίθετη κατεύθυνση από την ουδετεροθρησκεία που μεθοδεύει να επιβάλει στην ελληνική κοινωνία.
Στη συζήτηση Πρωθυπουργού – Μακαριωτάτου, που προηγήθηκε της συμφωνίας, έγινε, εκτός των άλλων, λόγος για την ουδετεροθρησκεία και τις δομικές αρχές της, τις οποίες σχεδιάζει να επιβάλει το κυβερνόν κόμμα. Είναι οι ίδιες αρχές, με την ίδια ιδεοληπτική εχθρότητα, που εκφράστηκαν από την ίδια πολιτειακή αρχή, όταν αυτή, το 2016, αποφάσισε άρον – άρον, να επιβάλει στους έλληνες ορθόδοξους μαθητές, με υπουργικές αποφάσεις, τα Νέα Προγράμματα Σπουδών στα Θρησκευτικά, με τελικό στόχο τη μετάλλαξή τους σε πολυθρησκειακά θρησκευτικά, αποφάσεις, βέβαια, τις οποίες ακύρωσε πρόσφατα (2018) το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Ο βασικός λόγος της δίωξης και αποπομπής των Ιερέων από το δημόσιο είναι ότι η ορθόδοξη πίστη ενοχλεί και εμποδίζει τα σχέδια για την πορεία προς την ολοκλήρωση της παγκόσμιας διακυβέρνησης, που θέλουν να εφαρμόσουν κάποιοι εξωτερικοί οικονομικοί παράγοντες στη χώρα μας και τα οποία σχέδια υπηρετούν με αφοσίωση, για τους δικούς τους λόγους, κάποιοι εσωτερικοί δορυφόροι τους.
Η συμφωνία Πρωθυπουργού – Μακαριωτάτου αυτοακυρώθηκε, όταν, ενώ ο Μακαριώτατος δήλωνε δημοσίως ενώπιον του Πρωθυπουργού ότι η συμφωνία θα ισχύσει, εφόσον εγκριθεί από την Ιερά Σύνοδο, η Πολιτεία, ούτε καν ανέμενε την απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, αλλά έσπευσε, αμέσως μετά τη συνάντηση Πρωθυπουργού – Μακαριωτάτου, την ίδια μέρα, να ανακοινώσει την απόλυση των κληρικών από το Δημόσιο και την προκήρυξη 10.000 νέων διορισμών στις θέσεις των απολυθέντων κληρικών! Με τον τρόπο αυτό η Πολιτεία έδειξε απόλυτη ασέβεια έναντι της Εκκλησίας και, αφενός, μετέτρεψε τη συμφωνία σε προεκλογική εξαγγελία και ψηφοθηρία, αφετέρου, προσέβαλε τον Μακαριώτατο, εμφανίζοντάς τον στον ελληνικό λαό ως εμπλεκόμενο στα δόλια προεκλογικά σχέδια και τεχνάσματά της και, λίγο πολύ, ως συμφωνούντα στην απόλυση των Κληρικών.
Ταυτόχρονα, η εργαλειοποίηση της απόλυσης των κληρικών και η εμφάνισή της ως προεκλογική σημαία ανοίγματος 10.000 νέων θέσεων στο δημόσιο αποτελεί ανήθικη πολιτική πρόκληση και παρακίνηση σύγκρουσης και διχασμού ανάμεσα σε διάφορες ομάδες ανέργων και στους κληρικούς.
Η πρόθεση απόλυσης των Ιερέων, όμως, αποτελεί συνάμα και μια πρωτάκουστη για τα εργασιακά δεδομένα της Ελλάδος και της Ευρώπης ενέργεια, διότι, για πρώτη φορά, μόνιμοι δημόσιοι λειτουργοί, αντί να προάγονται, υποβιβάζονται και υποτιμούνται, με εντελώς αντισυνταγματικό και παράνομο τρόπο, σε ένα κατώτερο και αγνώστων στοιχείων εργασιακό και ασφαλιστικό καθεστώς.
Η Πολιτεία, με την απαξιωτική στάση της στον Ιερό Κλήρο και το έργο του, επιδεικνύει εμφανώς, όχι συμπάθεια και αναγνώριση, αλλά εμφανή πρόθεση διαχωρισμού του ελληνικού λαού από την πνευματική παρουσία, προστασία και αρωγή της ορθόδοξης πίστεώς του, που διακονείται από τον Ιερό κλήρο και φυσικά ως προβολή του τι εννοεί με την επιμονή της σε ένα νέο καθεστώς διαχωρισμού Εκκλησίας – Πολιτείας και ουδετεροθρησκείας.
Ξεχνάει βέβαια, στην περίπτωση αυτή, τη βαθύτερη σχέση του Ελληνικού λαού με τον Ιερέα του. Ο Ιερέας, στη συνείδηση σχεδόν όλων των Ελλήνων, αποτελεί το μόνιμο και σταθερό στήριγμα, στις λύπες, στις χαρές, στις συμφορές, στις εκάστοτε υλικές και πνευματικές τους ανάγκες. Υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι στις ενορίες της χώρας μας, χριστιανοί και μη, τόσο στις πόλεις όσο και στα χωριά, που βιώνουν τον δικό τους σταυρό, με ποικίλες και πάμπολλες μόνιμες ή προσωρινές ή και αιφνίδιες δυσχέρειες και δυσκολίες, που η Πολιτεία ούτε καν τις γνωρίζει.
Ο Ιερέας, όμως, που ζει καθημερινά στην ενορία του, η οποία, ως γνωστό, αποτελεί το κέντρο της αγάπης και της αλληλεγγύης της τοπικής κοινότητας και το αποκούμπι των πτωχών και των πάσης φύσεως αδυνάτων, είναι εκείνος που γνωρίζει από κοντά και προσωπικά τις υπάρχουσες πνευματικές και υλικές ανάγκες και προσπαθεί, με κάθε τρόπο, να αντιμετωπιστούν άμεσα και αποτελεσματικά.
Ειδικά, τα τελευταία χρόνια, οι ενορίες και οι ιερείς τους επωμίστηκαν το κύριο βάρος από τις γνωστές και οξύτατες κοινωνικές και ψυχικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσεως, συμβάλλοντας, μέσω του πνευματικού και φιλανθρωπικού τους έργου, στην ανακούφιση όλων των εχόντων ανάγκη, ανεξάρτητα από εθνότητα ή θρησκεία.
Ο ελληνικός λαός, συνεπώς, αντιλαμβάνεται πλήρως ότι η στοχοθέτηση των Ιερέων είναι μεθοδευμένη από την πολιτεία ενέργεια, ώστε να καλλιεργείται η εντύπωση ότι η δημοσιοϋπαλληλική σχέση των Ιερέων αποτελεί εμπόδιο για άλλους νέους διορισμούς στο δημόσιο για να προκαλείται, έτσι, μια ενδόμυχη εχθρότητα εναντίον των Ιερέων και του φορέα που διακονούν.
Πάντως, το σχέδιο ουδετεροθρησκείας και αποϊεροποίησης της κοινωνικής και δημόσιας ζωής του λαού μας, που θα επιδιωχθεί ίσως να εφαρμοστεί και διά της αναθεωρήσεως του Συντάγματος, έχει ήδη αρχίσει να υλοποιείται στην πράξη διά της πρόσφατης αλλοιώσεως του ορθόδοξου προσανατολισμού του Μαθήματος των Θρησκευτικών, αλλά και διά της τωρινής διώξεως των Ιερέων από το δημόσιο, απειλώντας τις οντολογικές δομές του ελληνικού θρησκευτικού, κοινωνικού και πολιτισμικού τοπίου της χώρας.
Ωστόσο, ο λαός μας γνωρίζει ότι ο Ιερέας εκφράζει έναν συγκεκριμένο ιστορικό συμβολισμό, που σε γενικές γραμμές έπαιξε και συνεχίζει να παίζει σημαντικό και πολύπτυχο ρόλο στην ορθόδοξη παράδοση και ζωή. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έγραφε: «Η Ιεροσύνη αποτελεί διακονία, η οποία συνδέει τον άνθρωπο με τον Θεό».
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, επίσης, σημειώνει: «Πρόσεξε, πόση είναι η δύναμη των Ιερέων: Βάλε με το νου σου το βάπτισμα, την άφεση των αμαρτιών, τη θεία υιοθεσία, τα υπόλοιπα μυστήρια, χιλιάδες ευεργεσίες, τις οποίες απολαμβάνεις με την επίθεση των χειρών τους στην κεφαλή σου και τις ευχές προς τον Θεό για χάρη σου». Ο ίδιος Πατήρ υπογραμμίζει: «Δεν γνωρίζεις τι είναι ο Ιερέας; Είναι ο αγγελιοφόρος του Κυρίου. Εάν τον υποτιμάς, ουσιαστικά δεν υποτιμάς αυτόν, αλλά τον Θεό. Εάν δεν ενεργεί ο Θεός δι’ αυτών, ούτε πνευματικό καθαρισμό έχεις, ούτε των ιερών μυστηρίων μπορείς να μετέχεις, ούτε χαίρεσαι τις ευεργεσίες των ευλογιών, άρα δεν είσαι καν Χριστιανός.
Ο Φ. Κόντογλου, επίσης, εκφράζοντας την κληρονομιά που γνώρισε, ως προς τη θέση των Ιερέων στην ελληνική κοινωνία, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Οι παπάδες μας είναι σαν πνευματικοὶ άρχοντες. Δόξα σοι ο Θεὸς που βλέπουμε ακόμα τέτοιες βιβλικὲς μορφὲς στον αιώνα της μονοτονίας, της ανέκφραστης ομοιομορφίας και της αντιπνευματικής πεζότητας! Ο παπὰς είναι σύμβολο. Σύμβολο θρησκευτικὸ και εθνικό. Το ράσο θυμίζει στον λαὸ την ιστορία του, τις θυσίες του, τους πόνους του, τις χαρές του και γι᾿ αυτὸ το ράσο τον ζεσταίνει, του δίνει φρόνημα, πίστη, πεποίθηση, εμπιστοσύνη κι᾿ αγάπη».
Και, όμως, η σημερινή πολιτική ηγεσία όλα αυτά τα περιφρονεί και τα υποτιμά για ένα και μόνον λόγο: Γιατί, απλώς, δεν σέβεται την ταυτότητα και τη συνείδηση του Ελληνικού λαού, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ορθόδοξη παράδοση και κληρονομιά του.