Κανονικὰ, ἀδελφοί μου, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀρκεσθοῦμε σὲ ὅσα πολὺ βαθιὰ καὶ πεπληρωμένα θείου Πνεύματος ἱερὰ λόγια περιέχει ἡ ἱερὴ ἀκολουθία τῆς μοναχικῆς κουρᾶς καὶ χειροθεσίας, ποὺ θὰ γίνει σὲ λίγο. Πρέπει ὅμως νὰ τονιστῆ καὶ πάλι στὴν ψυχή, ποὺ θὰ καθιερώσει τὸν ἑαυτό της, τὸ νόημα τῆς μορφῆς ζωῆς, στὴν ὁποία θὰ μπεῖ ἐπίσημα πιά. Παράλληλα ὅμως πρέπει καὶ ὅλοι ἐμεῖς ποὺ παραβρισκόμαστε στὴν ἱερὴ αὐτὴ σύναξη νὰ ἀνανεώσουμε ὅ,τι λιγότερο ἢ περισσότερο γνωρίζουμε γιὰ τὸ βαθύτερο νόημα τοῦ Μοναχισμοῦ καὶ ἑπομένως καὶ τῆς χειροθεσίας, ποὺ θὰ γίνει ἀπόψε. Καὶ αὐτὸ σημαίνει τὴν κατάθεση αὐτῶν ποὺ θὰ ἀκούσετε, ἔστω κι ἂν εἶναι, ἂν ὄχι γιὰ ὅλους, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε γιὰ τοὺς περισσοτέρους ἀπὸ σᾶς γνωστά, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἀποτελοῦν τὸ εὐλαβὲς ἐκκλησίασμα μόνο μοναχοὶ καὶ μοναχές. Ὡς πιστοὶ ὅμως καὶ φιλομόναχοι χριστιανοὶ βρεθήκατε σὲ παρόμοιες ἱερὲς συνάξεις καὶ ἀκούσατε πολλὰ καὶ σημαντικὰ σχετικὰ μὲ τὴν μοναχικὴ κουρὰ καὶ χειροθεσία. Καὶ θὰ δίσταζα πολὺ ἢ μᾶλλον δὲν θὰ ἐπιχειροῦσα κἂν νὰ πῶ αὐτὰ ποὺ θὰ καταθέσω ἀπόψε, ἂν δὲν μὲ ἐνθάρρυνε ὁ θεῖος ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ γράφει τὰ παρακάτω. «Τὰ αὐτὰ λέγειν ὑμῖν, ἐμοὶ μὲν οὐκ ὀκνηρόν, ὑμῖν δὲ ἀσφαλές» (Φιλιπ. γ΄1). Τὸ νὰ σᾶς λέω, σημειώνει, τὰ ἴδια πράγματα ποὺ καὶ ἄλλοτε σᾶς εἶπα, γιὰ μένα δὲν ἀποτελεῖ κόπο, γιὰ Σᾶς ὅμως ἀποτελεῖ ἀσφάλεια πνευματική, γιατὶ ἔτσι θὰ ἐντυπωθοῦν οἱ θεῖες ἀλήθειες περισσότερο μέσα σας. Ἀλλὰ ἀλλάζοντας τὸ «ὑμῖν» μὲ ὕψιλον τοῦ θείου Ἀποστόλου μὲ ἡμῖν μὲ ἦτα περιλαμβάνω μαζί σας καὶ αὐτὸν ποὺ σᾶς μιλάει τώρα, γιατὶ καὶ ὁ ἴδιος ἔχει ἀνάγκη νὰ ἀντιληφθῆ καλύτερα, ὅσα σχετίζονται μὲ τὸ νόημα τῆς ἀποψινῆς ἱερᾶς συνάξεως. Πρέπει μόνο νὰ ὑπογραμμίσω, ὅτι ὅσα θὰ λεχθοῦν, δὲν καλύπτουν βέβαια ὅλη τὴν ἔκταση καὶ ὅλο τὸ βάθος τοῦ μεγάλου αὐτοῦ θέματος. Μιὰ γρήγορη καὶ διαγραμματικὴ ὑπόμνησή του θὰ ἐπιχειρηθῆ.
Η ΚΛΗΣΗ
Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΖΩΗ ΑΡΧΙΖΕΙ μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα. Τὸ βάπτισμα ἀποτελεῖ ἀναγέννηση, ἀρχὴ καινούργιας, ὑπερφυσικῆς ζωῆς. Εἶναι ἡ «ἄνωθεν γέννησις» «δι’ ὕδατος καὶ Πνεύματος». Στὸ ἅγιο Βάπτισμα βρίσκεται ὁ σπόρος ποὺ ἡ ἀνάπτυξη καὶ ἡ καρποφορία του θὰ ὁδηγήση τὸν βαπτιζόμενο στὴν τελειότητα καὶ στὴν ἐσωτερικὴ κοινωνία καὶ ἕνωσή του μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό, στὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου καὶ γίνεται.
ΤΟ ΑΓΙΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ ἀποτελεῖ ἀφετηριακὴ κλήση καὶ ἀνάθεση ἔργου πνευματικοῦ στὴν ψυχή, ποὺ βαπτίζεται, καὶ ἔχει δύο πλευρές.
Ἡ πρώτη πλευρά του εἶναι ἡ ἀποφασιστικὴ ἄρνηση τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ σατανᾶ. Αὐτὴν τὴν ὀνομάζουμε ἀρνητικὴ πλευρὰ τοῦ Βαπτίσματος.
Ἡ δεύτερη πλευρὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος εἶναι ἡ ὁλοκάρδια ὑπόσχεση ἀκολουθήσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ὀνομάζουμε θετικὴ πλευρὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος.
α. Ἡ ἀρνητικὴ πλευρά.
Η ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ τοῦ Βαπτίσματος, σημαίνει ἀγῶνα καὶ πάλη ἐναντίον τῆς ἁμαρτητικῆς ροπῆς, ποὺ παιδαγωγικῶς ἀφήνει μέσα μας καὶ ποὺ τὸ ἱερώτατο Μυστήριο μᾶς καλεῖ νὰ τὴν ἐξουδετερώσουμε σὲ συνεργασία μὲ τὴ θεία Χάρη. Ἂν δὲν τὸ κάνουμε αὐτό, μπορεῖ νὰ γίνη δύναμη ἀρνητική, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀχρηστέψη τὴν καινότητα ζωῆς, ποὺ μᾶς χαρίστηκε. Ὁ Θεὸς δὲν ὁλοκληρώνει τὸ ἔργο του χωρὶς καὶ τὴ συνέργεια τῆς ἴδιας τῆς ψυχῆς, ἔστω κι ἂν ἡ ἐκ μέρους τῆς ψυχῆς καταβολὴ προσπάθειας θὰ εἶναι ἐλάχιστη ἐν σχέσει μὲ τὴ θεία βοήθεια καὶ χάρη.
Η ΠΛΕΥΡΑ ΑΥΤΗ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος σημαίνει ἀποχὴ ἀπὸ κάθε μορφὴ ἁμαρτίας, δηλαδὴ ἀπὸ κάθε τί, ποὺ εἶναι ἀντίθετο πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐπὶ πλέον σημαίνει ἀποχὴ ἀκόμη καὶ ἀπὸ νόμιμα δικαιώματά μας, ἂν αὐτὰ ἀποβοῦν πειρασμικὰ γιὰ τὴν ἐλευθερία μας, γιὰ τὴν ὀρθὴ πράξη καὶ ἐνέργειά μας ἤ, ἂν αὐτὰ γίνουν ὑπερτροφικὰ καὶ ὑπάρχει κίνδυνος νὰ ἀποβοῦν εἰς βάρος τῆς θεοκεντρικότητας τῆς ζωῆς μας ὡς πιστῶν καὶ ἑπομένως νὰ μετατεθεῖ τὸ κέντρο ἀπὸ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ στὸν ἑαυτό μας, μὲ μιὰ ἄμετρη ἐγωπάθεια καὶ ἐγωλατρία.
β. Ἡ θετικὴ πλευρά.
Η ΘΕΤΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ τοῦ Βαπτίσματος σημαίνει ἀκολούθηση τοῦ Ἰησοῦ, «ὅπου ἐὰν ἀπέλθῃ», δηλαδὴ συμπόρευση μὲ τὸν Ἰησοῦ στὴν πορεία, ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Οὐράνιο Πατέρα του ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
Η ΘΕΤΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ σημαίνει συνεχῆ προσπάθεια ἀπεκδύσεως «τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου σὺν τοῖς πράξεσιν αὐτοῦ καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις» καὶ ἀντίστοιχα ἐνδύσεως, «τοῦ νέου, τοῦ ἀνακαινουμένου εἰς ἐπίγνωσιν κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτὸν» διὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος (Κολασ. γ΄ 9-10).
Η ΘΕΤΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος σημαίνει συνεχῆ προσπάθεια «ἐνδύεσθαι σπλάχνα οἰκτιρμῶν, χρηστότητος, ταπεινοφροσύνης, πραότητος, μακροθυμίας» (Κολασ. γ΄12), ἀνοχῆς, χαρίζεσθαι τοῖς ἄλλοις, ἀγαπᾶν. Καὶ ἀκόμη σημαίνει κάτι μυστικώτερο καὶ βαθύτερο, τὸ συνεχῶς «ἐνδύεσθαι τὸν Χριστὸν» (Γαλ. γ΄27) μὲ ταυτόχρονη ἀνάπτυξη τοῦ «τὰ ἄνω ζητεῖν, οὗ Χριστός ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος, τὰ ἄνω φρονεῖν, οὐχὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» (Κολασ. γ΄1-2) μὲ συνέπεια νὰ γίνεται ὁ ἄνθρωπος «χριστοειδής», ἡ ζωὴ τοῦ ὁποίου «κέκρυπται ἐν τῷ Χριστῷ» (Κολασ. γ΄4, εἶναι κρυμμένη στὸ Χριστὸ καὶ θὰ φανερωθεῖ πλήρως, ὅταν ὁ Χριστὸς ἔρθει στὸν κόσμο μὲ τὴ β΄Παρουσία Του.
ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΚΑΙ Η ΚΛΗΣΗ πρὸς τὸ Βάπτισμα ἀποτελεῖ ὑψηλότατη, εὐγενικώτατη, θειότατη, ἱερώτατη κλήση σὲ σωτηρία. Καὶ ἡ κλήση αὐτὴ ἀπευθύνεται σὲ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ ποθεῖ τὴ σωτηρία του. Οἱ εὐλογίες του παρέχονται σὲ ὅλους, ὅσοι βαπτίζονται, ἀρκεῖ νὰ θελήσουν νὰ καλλιεργήσουν καὶ ὑποκειμενικά, ὅσα ἀντικειμενικὰ προσφέρει τὸ σωτηριῶδες αὐτὸ καὶ θεῖο Μυστήριο.
Η ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΚΛΗΣΗ
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΌΜΩΣ ΠΙΣΤΟΙ, πού, ἐνῶ ἔχουν ἤδη κληθῆ, ὅπως καὶ κάθε ἄλλος πιστός, διὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος στὴ μετοχὴ τῶν χαρισμάτων, τὰ ὁποῖα αὐτὸ προσφέρει μὲ τὴν ἔνταξή τους στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, νιώθουν καὶ κάποια ἰδιαίτερη κλήση. Καὶ ἡ κλήση αὐτὴ ἔχει τὸ χαρακτήρα μιᾶς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεως στὸν Κύριο. Οἱ πιστοὶ αὐτοὶ συνειδητοποιοῦν τὴν κλήση αὐτὴ μὲ ἰδιαιτέρως ἔντονα χαρακτηριστικὰ καὶ ἀπαιτήσεις γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Νιώθουν πὼς πρέπει νὰ ἀγωνιστοῦν μὲ μιὰ ἰδιαιτερότητα χαρακτηριστική, ποὺ διαφέρει σὲ βαθμὸ καὶ ἔνταση ἀπὸ αὐτήν, ποὺ μπορεῖ νὰ χαρακτηρίζει τὸν συνηθισμένο πιστό. Νιώθουν τὴν ἀνάγκη νὰ ἀπελευθερωθοῦν τόσο ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, ὅσο καὶ ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὸ πνεῦμα του, τὸ ὁποῖο αἰσθάνονται νὰ τοὺς περισφίγγει καὶ νὰ θέλει νὰ τοὺς ἀφομοιώσει μὲ αὐτό, ἀπομακρύνοντάς τους ἀπὸ τὴν καινότητα ζωῆς, στὴν ὁποία ἔχουν εἰσαχθεῖ διὰ τοῦ Βαπτίσματος. Γι’ αὐτὸ καὶ βλέπουν πὼς ὁ κόσμος, μέσα στὸν ὁποῖο ζοῦν, καὶ ὑπὸ τὶς καλύτερες προϋποθέσεις, δὲν ἀποτελεῖ γι’ αὐτοὺς τὸ χῶρο, στὸν ὁποῖο μποροῦν νὰ κινηθοῦν ἄνετα, ὥστε νὰ πραγματοποιήσουν στὸ μέγιστο δυνατὸ βαθμὸ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καὶ μάλιστα τὴν πραγμάτωση τῆς καινῆς ζωῆς, ποὺ αὐτὸ ἐν σπέρματι δίνει ἀπαιτώντας τὴν ὁλοκληρωσή της καὶ μὲ τὴν προσωπικὴ συνέργεια τοῦ βαπτιζομένου. Ἐπὶ πλέον φλέγονται ἀπὸ τὸσο θερμὴ ἀγάπη γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ὥστε ἐπιθυμοῦν νὰ δοθοῦν πλήρως σ’ αὐτὸν καὶ ἀπερίσπαστοι, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν ὅσο γίνεται βαθύτερη μυστικὴ ἕνωσή τους μαζί του. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἐγκαταλείπουν τὸ χῶρο καὶ τὸν τρόπο ζωῆς μέσα στὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἐνταχθοῦν σὲ ἕναν ἄλλο χῶρο (βιόχωρο) καὶ σὲ ἕναν ἄλλο τρόπο (βιότροπο), ὅπου θὰ εἶναι δυνατὴ ἡ πραγμάτωση τοῦ ἰδεώδους τῆς καινῆς ζωῆς στὴν πιὸ δυνατή του πραγμάτωση καὶ πληρότητα. Αὐτὸν τὸ «χῶρο» καὶ αὐτὸν τὸν «τρόπο» ἀποτελεῖ ὁ μοναχικὸς ἢ μυστικὸς βίος.
Η ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΑΥΤΗΣ εἶναι ἐντελῶς νέα, ὅπως καὶ ὁ τρόπος τῆς πραγματοποιήσεώς της ἐντελῶς νέος καὶ ριζοσπαστικός, ἂν καὶ τὰ μέσα τῆς χάριτος παραμένουν πάντα τὰ ἴδια, αὐτὰ ποὺ ἰσχύουν γιὰ ὅλους τοὺς βαπτισμένους χριστιανούς. Καὶ ἀποτελεῖ ἰδιαίτερη κλήση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μὲ τελικὸ σκοπὸ τὸν ἁγιασμό, «οὗ χωρίς, οὐδεὶς ὄψεται τὸν Θεὸν» καὶ τὴν ἐπαναμόρφωση τοῦ μοναχοῦ στὸ ἀρχαῖον κάλλος καὶ τὴν τέλεια ἕνωσή του μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό. Χαρακτηριστικὸ τῆς ζωῆς τοῦ μοναχοῦ ἀπὸ ἄποψη πρακτικὴ εἶναι ἡ συνεχὴς ἄσκηση καὶ ἡ μακρά, ἀλλὰ πολὺ ὡραία ἀνοδικὴ πορεία πρὸς τὴν ἀτέρμονα τελειότητα. Τὸ περιεχέμενο τοῦ ἀγῶνος του θὰ μποροῦσε νὰ συνοψισθεῖ ὡς συνεχὴς πάλη κατὰ
– τῆς ἐπιθυμίας τῶν ὀφθαλμῶν
– τῆς ἐπιθυμίας τῆς σαρκὸς καὶ
– τῆς ἀλαζονείας τοῦ βίου.
Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ αὐτῶν τῶν τριῶν ἐσωτερικῶν ἀρνητικῶν δυνάμεων εἶναι βέβαια ἔργο ὅλων τῶν χριστιανῶν, ὁ τρόπος ὅμως καὶ τὰ μέσα ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ μοναχοὶ ξεπερνοῦν κάθε συνηθισμένο μέτρο.
Η ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΖΩΗ εἶναι γι’ αὐτὸ ἀκολούθηση μὲ κάθε συνέπεια τῆς «τεθλιμμένης ὁδοῦ» καὶ δίοδος διὰ «τῆς στενῆς πύλης».
ΔΕΝ ΘΑ ΛΕΓΑΜΕ OΜΩΣ ὅλη τὴν ἀλήθεια ἂν περιορίζαμε τὴ μοναχικὴ πορεία μόνο στὴν πάλη ἐναντίον αὐτῶν τῶν ἀρνητικῶν καταστάσεων. Παράλληλα κινεῖται ὁ μαναχὸς στὸ νὰ «μορφωθῇ Χριστὸς ἐν αὐτῷ», μέσα του, νὰ γίνη δηλαδή «χριστοειδής», ὅπως ἤδη ἀνέφερα πιὸ πάνω.
ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΛΕΧΘΕΙ, ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ (λέγοντας μοναχὸς τὴν ἐννοῶ πάντοτε περιληπτικὰ καὶ σημαίνει, ὅσες φορὲς ἀναφέρεται, καὶ τὴ μοναχή), ἡ ζωὴ λοιπὸν τοῦ μοναχοῦ ἀποτελεῖ ἔγκοπη καὶ ἔμπονη πρωτοπορία, ζῶσα, αἱμάσσουσα, πλὴν φωτεινή, ὑπόμνηση τοῦ «Ἑνός, οὕτινός ἐστι χρείαν», ὄχι βέβαια πράγματος, ἀλλὰ προσώπου, τοῦ Χριστοῦ, καὶ διαρκής, ἂν καὶ σιωπηλὴ πρόσκληση εἰσόδου καὶ ὅλων τῶν ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν του στὸν κόσμο «εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου» μας.
ΤΕΛΟΣ Η ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΚΛΗΣΗ εἶναι κλήση, βίωση καὶ πραγμάτωση μὲ σάρκα καὶ ὀστᾶ τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Κυρίου τοῦ θαύματος τῆς καινῆς ζωῆς «Εἴ τις ἐν Χριστῷ, καινὴ κτίσις»!
Η ΤΡΙΜΟΡΦΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΖΩΗΣ
Ἂν θὰ θέλαμε νὰ προσδιορίσουμε πιὸ συγκεκριμένα τὴ μορφὴ τῆς μοναχικῆς ζωῆς, θὰ διακρίναμε σ’αὐτὴν τρία βασικὰ καὶ οὐσιώδη χαρακτηριστικά της, τὰ ὁποῖα θὰ προσπαθήσουμε νὰ ἰδοῦμε μὲ κάθε δυνατὴ συντομία, ἀφοῦ δὲν μποροῦμε αὐτὴ τὴ στιγμὴ νὰ προβοῦμε σὲ πλήρη ἀνάπτυξή της σὲ βάθος καὶ πλάτος.
Α. Η ΠΤΩΧΕΙΑ
Μιὰ ἀπὸ τὶς βασικὲς αἰτίες ψυχράνσεως τῆς ἀγάπης καὶ τῆς δημιουργίας ἀποστάσεως, διχασμοῦ, μίσους καὶ κάθε ἀντίστοιχης καὶ ὁμόλογής τους καταστάσεως εἶναι ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἔχειν καὶ κατέχειν ὑλικὰ ἀγαθά, μάλιστα ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα, σὲ βαθμὸ συχνὰ παθολογικό. «Τὸ σὸν καὶ τὸ ἐμόν, τὸ ψυχρὸν τοῦτο ρῆμα», γιὰ νὰ μεταχειρισθοῦμε γιὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ ἔχειν μιὰ ἔκφραση τοῦ Χρυσορρήμονος, δηλαδὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἡ ἐμπαθὴς καὶ σφοδρὴ ἐπιθυμία πλουτισμοῦ καὶ ἡ ἐγωιστική του κατοχὴ καὶ χρήση κλείνει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ γιὰ τὸ Θεὸ καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι κατηγορηματικὸς ὁ Κύριος λέγοντας «δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελεύσονται»(Μάρκ. ι΄23). Τὸ λόγο του ὁ Κύριος τὸν ὑπογραμμίζει πρὸ πάντων μὲ τὸ θεῖο παράδειγμά Του. «Καὶ προσελθὼν εἷς γραμματεὺς εἶπεν αὐτῷ (τῷ Ἰησοῦ)· διδάσκαλε, ἀκολουθήσω σοι ὅπου ἐὰν ἀπάρχῃ. Καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνη» (Ματθ. η΄ 19). Ἡ σωστὴ καὶ πλήρως εὐάρεστη στὸν Κύριο ἀκολούθησή του εἶναι ἡ ἀκολούθησή του ἐν πλήρει πτωχείᾳ. Κάθε ἄλλη μορφὴ νοθεύει τὸ πνεῦμα τῆς ἀκολουθήσεώς του μὲ ἀνάλογες τὶς βλαβερὲς καὶ καταστρεπτικὲς γιὰ ὅποιον τὴν ἐπιχειρεῖ συνέπειες. Σὲ ἄλλη περίπτωση ἕνας νεαρός, πολὺ πλούσιος, ρώτησε τὸν Κύριο πῶς θὰ μποροῦσε νὰ κληρονομήσει τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Τοῦ ὑποδείχθηκε ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ὁ νεαρὸς ἰσχυρίσθηκε πὼς τὶς ἔχει τηρήσει ὅλες. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ἀκόμη τὴν τελειότητα. Κάτι ἀκόμη σοῦ λείπει, τοῦ λέει ὁ Κύριος, γιὰ νὰ γίνεις τέλειος. Ἀναρωτιέσαι τί; Θὰ σοῦ τὸ πῶ· «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε, πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Ματθ. ιθ΄20-21).
ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΖΗΣΑΝ οἱ πρῶτοι χριστιανοί. Ἄρα δὲν ἦταν ἀδύνατο, ἀλλὰ πραγματοποιήσιμο, αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε ὁ Κύριος. Ἀργότερα, ὅταν ὁ ἱερὸς ζῆλος ἀκολουθήσεως τοῦ Χριστοῦ ψυχράνθηκε, μπῆκαν κοσμικὰ πιὰ στοιχεῖα στὴ ζωὴ τῶν περισσοτέρων χριστιανῶν, ὅπως ἡ προσκόλληση στὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ ἡ τάση τοῦ πλουτισμοῦ. Ὅμως τὸ ἰδεῶδες τῆς ἐν Χριστῷ πτωχείας δὲν ἔσβησε. Αὐτὸ θέλησαν καὶ θέλουν νὰ πραγματοποιήσουν οἱ μοναχοὶ διὰ μέσου τῶν αἰώνων.
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΖΕΙ τὴν πτωχεία. «Μακάριοι οἱ πτωχοί, ὅτι ὑμετέρα ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Λουκ. στ΄ 20). Μακαρίζει ὁ Κύριος ἀδιάκριτα τὴ φτώχεια; Ὄχι. Ἡ φτώχεια καθ’ ἑαυτὴν δὲν ἀποτελεῖ ἀρετὴ οὔτε τελειότητα. Ἡ φτώχεια καθ’ ἑαυτὴν δὲν εἶναι ἐπιθυμητὴ ἀπὸ αὐτὸν ποὺ εἶναι φτωχός. Καὶ συνήθως, ὅταν γίνει πλούσιος ὁ πρῶτα φτωχός, φέρεται καὶ αὐτὸς ὄχι πιὰ σὰν φτωχὸς ποὺ ἦταν, ἀλλὰ σὰν τοὺς ἄλλους πλουσίους, μὲ ὅλα τὰ χαρακτηριστικά τους, ποὺ πρῶτα τοῦ ἦταν ἀπαράδεκτα καὶ μισητά. Οἱ τυχὸν ἐξαιρέσεις δὲν ἀναιροῦν τὸν κανόνα. Ἡ πτωχεία, ποὺ μακαρίζει ὁ Κύριος, εἶναι ἡ ἠθελημένη πτωχεία, ἡ ἑκούσια ἀποδοχὴ τῆς φτώχειας καὶ μάλιστα γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου καὶ ὄχι γιὰ τὴ φτώχεια καθ’ ἑαυτήν.
Ο ΓΝΗΣΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ εἶναι καταπολέμηση τῆς φτώχειας διὰ τῆς φτώχειας, ποὺ γίνεται ἀποδεκτὴ μὲ χαρὰ γιὰ τὴν ἀπόκτηση πλούτου πνευματικοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ μοναχοὶ ζοῦν «ὡς πτωχοί, πολλοὺς δὲ πλουτίζοντας» (Β΄Κορινθ. στ΄10), πνευματικά, γιατὶ βέβαια δὲν ἀποτελοῦν ὀργανισμὸ προωθήσεως τῆς οἰκονομίας. Ἀποτελοῦν ὅμως σιωπηρὸ κίνητρο γιὰ κοινωνικὴ δικαιοσύνη, γιατὶ ὑπενθυμίζουν ἐνσαρκωμένοι στὴ ζωή τους τὸ πνεῦμα τῆς διδαχῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀποτελοῦν τὴ συνέχιση τῆς πρώτης χριστιανικῆς κοινωνίας καὶ Ἐκκλησίας.
ΟΜΩΣ Ο ΔΡΟΜΟΣ αὐτὸς δὲν εἶναι εὔκολος. Αὐτὸ πρέπει νὰ τονισθεῖ. Καὶ ἀρχίζει ἀπὸ ἔξω γιὰ νὰ προχωρήσει ὡς τὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς. Ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἄρνηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ὡς ἀπόλυτης ἀξίας καὶ προτεραιότητος καὶ προχωρεῖ στὴν ἄρνηση τῆς ἐπιθυμίας γι’ αὐτά. Ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἄρνηση τῆς ποσότητας, γιὰ νὰ προχωρήσει ἔπειτα στὴν ἄρνηση τῆς ποιότητας αὐτοῦ ποὺ εἶναι καθ’ ἑαυτὸν ὁ μοναχός.
«ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ ΕΣΤΙ φροντίδων ἀπόθεσις, ἀμεριμνία βίου, ὁδοιπόρος ἀνεμπόδιστος, πίστις ἐντολῶν, λύπης ἀλλότριος. Ἀκτήμων μοναχός, δεσπότης κόσμου, τῷ Θεῷ τὴν φροντίδα πιστεύων», λέει ἡ μοναχικὴ ἐμπειρία (Ἰωάννης ὁ Κλίμακος). Καὶ «ἀκτημοσύνη, φιλαργυρίας ἐκρίζωμα, ἀφιλαργυρίας δὲ ρίζωμα, καρπὸς ἀγάπης καὶ σταυρὸς ζωῆς, ἀνώδυνος βίος, ἀνεπίφθονος θησαυρός, ἀμέριμνος οὐρανός, ἀπερίσπαστος ἥλιος, ἀκατάληπτος πλοῦτος, μερίμνης δρέπανον, Εὐαγγελίων πρᾶξις, ἄλυπος βίος, ὀξύδρομος ἀγωνιστὴς» (Νεῖλος ὁ Ἀσκητής).
Ἀκτημοσύνη εἶναι περιορισμὸς φροντίδων, ἀμέριμνη ζωή, ἀνεμπόδιστη ὁδοιπορία στὸ δρόμο τῆς ζωῆς, πίστη στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἐλεύθερη ἀπὸ λύπη. Ὁ ἀκτήμων μοναχὸς εἶναι κύριος τοῦ κόσμου ἔχοντας ἐμπιστευθεῖ τὴ φροντίδα του στὸ Θεό. Ἡ ἀκτημοσύνη εἶναι οὐσιαστικὰ ξερίζωμα τῆς φιλαργυρίας, καρπὸς τῆς ἀγάπης καὶ σταυρὸς ποὺ χαρίζει ζωή. Εἶναι ἀνώδυνος βίος, θησαυρὸς ποὺ κανένας δὲν τὸν ζηλεύει γιὰ νὰ τὸν ἁρπάξει, οὐρανὸς ποὺ τὸν κερδίζει κανένας ἀμέριμνα, ἥλιος ποὺ δὲν τὸν σκεπάζουν σύννεφα περισπασμῶν, πλοῦτος ποὺ ἡ ἀξία του ξεπερνάει κάθε κατανόηση, δρεπάνι ποὺ θερίζει τὴ μέριμνα, ἐφαρμογὴ τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, ζωὴ χωρὶς λύπες, ἀγωνιστὴς ταχύτατος.
Εὐνόητα αὐτά, ὅταν κανένας σκεφτεῖ πὼς «μοναχὸς πολυκτήμων, πλοῖον πεφορτισμένον εὐχερῶς ἐν ζάλῃ καταδυόμενον», δηλαδὴ μοναχός, ποὺ ἔχει στὴν κατοχή του πολλὰ πράγματα, μοιάζει μὲ φορτωμένο πλοῖο, ποὺ σὲ περίπτωση τρικυμίας καὶ θαλασσοταραχῆς εὔκολα βουλιάζει. Ἀντίθετα «ὁ ἀκτήμων μοναχός, εὐσταλῆς ὁδοιπόρος, ἐν παντὶ τόπῳ καταγώγιον εὑρίσκων· κοῦφος δρομεύς, ταχέως φθάνων ἐπὶ τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως· ἀετὸς ὑψιπέτης, τότε καθιπτάμενος ἐπὶ τροφήν, ὅταν ἡ χρεία βιάσηται». Ὁ μοναχός, ποὺ δὲν ἔχει τίποτε στὴν κατοχή του, εἶναι ὁδοιπόρος χωρὶς περιττὰ βάρη ἐπάνω του καὶ βρίσκει παντοῦ κατάλυμα. Εἶναι δρομέας ἀνάλαφρος, ποὺ φτάνει γρήγορα στὸ βραβεῖο τῆς οὐράνιας κλήσης του. Εἶναι, τέλος, ἀετός, ποὺ πετάει στὰ ὕψη καὶ τὸτε κατεβαίνει γιὰ τροφή, ὅταν τὸν ὑποχρεώσει ἡ ἀνάγκη τροφῆς (Νεῖλος ὁ Ἀσκητής).
Β΄ Η ΠΑΡΘΕΝΙΑ
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΑΣ ἔχει ἀναγάγει τὴ φυσικὴ σχέση τῶν φύλων σὲ μυστήριο, τὸ Μυστήριο τοῦ Γάμου. Ἐκτὸς ὅμως τῆς φυσικῆς αὐτῆς ὁδοῦ στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν ὑπάρχει μέσα στοὺς κόλπους της καὶ ὑπερφυσική. Εἶναι ἡ ὁδὸς τῶν «δυναμένων χωρεῖν» αὐτήν, δηλαδὴ ἡ ὁδὸς τῆς ἐν ἐλευθερίᾳ ὁλοκληρωτικῆς προσδόσεως τοῦ μοναχοῦ στὸν Κύριο, γιὰ τὸν Κύριο, ἀπὸ ἄρρητη ἀγάπη γιὰ τὸ θεῖο πρόσωπό Του μὲ μιὰ λαχτάρα· τὸ πῶς ἡ ψυχή του «ἀρέσει τῷ Κυρίῳ» καὶ σὲ κανέναν ἄλλον. Εἶναι ἡ «ἀγγελικὴ ἀνυπέρβλητος ὁδός», ἡ «ἁγνὴ καὶ ὑπερκόσμιος», «εἰ καὶ τραχεῖα παρὰ τὴν πρώτην (δηλ. τὴν ὁδὸ τοῦ γάμου) καὶ δυσκατόρθωτος». (Μ. Ἀθανάσιος). Εἶναι ὁδὸς ἀγγελικὴ ἀξεπέραστη σὲ ἀξία, ἁγνὴ καὶ πάνω ἀπὸ κάθε μορφὴ κοσμική, ἀφοῦ εἶναι ἐπουράνια, ἔστω κι ἂν εἶναι πιὸ δύσκολη ἀπὸ τὴ συνηθισμένη μορφὴ ζωῆς καὶ δυσκολοκατόρθωτη.
Η ΠΑΡΘΕΝΙΑ ΕΙΝΑΙ «κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη», ποὺ ἀνήκει ἀποκλειστικὰ στὸν Κύριο καὶ εἶναι σ’αὐτὸν ὁλοκληρωτικὰ καθιερωμένη.
Νά, πῶς, μὲ πολὺ ἀδρὲς πινελιές, τὴ διαζωγραφίζει ὁ Πατερικὸς χρωστήρας.
Η ΠΑΡΘΕΝΙΑ ΕΙΝΑΙ «τὸ ἄριστον καὶ κάλλιστον ἐπιτήδευμα· ὁδὸς ἄνω μετέωρον ἀπευθύνουσα τὸ ὄχημα τῆς ψυχῆς, μὴ ἀπολήγουσα τοῦ σκοποῦ· ὑπερπήδησις κούφως τοῦ κόσμου ὀξυτάτῳ διανοίας τάχειν» (Μεθόδιος Ὀλύμπου).
Ἡ παρθενία, λέει, εἶναι τὸ ἄριστο καὶ τὸ πιὸ ὅμορφο καὶ καλὸ ἔργο. Εἶναι δρόμος ποὺ κατευθύνει τὸ ὄχημα τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ τὸ σῶμα, στὰ οὐράνια, ἂν δὲν σταματήσει νὰ ἐπιδιώκει αὐτὸν τὸ σκοπό. Ἡ παρθενία εἶναι ἀνάλαφρο ξεπέρασμα τοῦ κόσμου μὲ τὴ γρηγοράδα ποὺ ἔχει ὁ νοῦς.
Η ΠΑΡΘΕΝΙΑ ΑΝΑΠΗΔΑ «ἀπὸ ἀμιάντων τοῦ Παντοκράτορος κόλπων· τοῦτο τὸ πόμα γεννᾷν οὐκ ἐχώρησεν ἡ γῆ· μόνος αὐτὸ πηγάζειν οἶδεν ὁ οὐρανός· παρθενίαν γὰρ βαίνειν μὲ ἐπὶ τῆς γῆς, ἐπιψαύειν δὲ οὐρανῶν ἡγητέον» (Ὁ ἴδιος).
Ἡ παρθενία προέρχεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Παντοκράτορα Θεό. Αὐτὸ τὸ θεῖο πιοτὸ -τὴν παρθενία- δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀναβρύσει ἡ γῆ, ἀλλὰ μονάχα ὁ οὐρανός. Καὶ πρέπει νὰ θεωροῦμε πὼς ἡ παρθενία βαδίζει μὲν στὴ γῆ, ἀλλὰ ἀγγίζει τὰ οὐράνια.
«ΤΟΙΑΥΤΗ Η ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΙΑΣ δύναμις ὡς καὶ ἐν τοῖς οὐρανοῖς παρὰ τῷ Πατρὶ τῶν πνευμάτων μένει καὶ μετὰ τῶν ὑπερκοσμίων χορεύει δυνάμεων καὶ τῆς ἀνθρωπίνης σωτηρίας ἐφάπτεσθαι, τὸν μὲν Θεὸν δι’ ἑαυτῆς πρὸς τὴν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου κοινωνίαν κατάγουσα, τὸν ἄνθρωπον ἐν ἑαυτῇ πρὸς τὴν τῶν οὐρανίων ἐπιθυμίαν πτεροῦσα καὶ οἰονεὶ σύνδεσμός τις γινομένη τῆς ἀνθρωπίνης πρὸς τὸν Θεὸν οἰκειώσεως» (Γρηγόριος ὁ Νύσσης).
Εἶναι τέτοια καὶ τόση ἡ ἀξία τῆς παρθενίας λέει, ὥστε νὰ μένη μὲ τὸν Πατέρα τῶν πνευμάτων τοῦ οὐρανοῦ, δηλαδὴ τῶν ἀγγέλων, συναναστρέφεται τὶς οὐράνιες δυνάμεις, καὶ σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ ἡ ἴδια κατεβάζει μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τὸ Θεὸ σὲ ἄμεση κοινωνία μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ στὸν ἄνθρωπο ζώντας την δίνει φτερὰ γιὰ οὐράνιους πόθους. Λειτουργεῖ μὲ ἄλλα λόγια σὰν σύνδεσμος γιὰ τὴ στενὴ σχέση ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ.
Η ΠΑΡΘΕΝΙΑ ΕΙΝΑΙ βίωση καὶ πραγμάτωση τῆς «ἁγνείας», δηλαδὴ τῆς ἁγνότητας. Ὡς τέτοια εἶναι «ἀσωμάτων φύσεως οἰκείωσις· φύσεως ὑπὲρ φύσιν ὑπερφυὴς ἄρνησις καὶ ἀσωμάτων σώματος θνητοῦ καὶ φθαρτοῦ παράδοξος ὄντως ἅμιλλα. Ἁγνός ἐστίν, ὁ ἔρωτι (θείῳ) ἔρωτα (γήινον) διακρουσάμενος καὶ πυρὶ ἀΰλῳ ἀποσβέσας. (Παρθενία ἐστι) τὸ σαρκὶ συνδεδεμένον τινὰ καὶ αἵματι σπεύδειν μιμεῖσθαι τὴν τῶν ἀσωμάτων ἀϋλίαν διὰ τῆς ἁγνείας» (Ἰωάννης ὁ Κλίμακος). Μὲ ἄλλα λόγια· ἡ ἁγνότητα τῆς παρθενίας εἶναι ἀπόκτηση τῆς ἀγγελικῆς ἀσώματης φύσης, ὑπερφυσικὸ ξεπέρασμα τῆς ἀνθρωπίνης φύσης, μιὰ πραγματικὰ παρόδοξη ἅμιλλα σώματος φθαρτοῦ πρὸς τοὺς ἀσωμάτους ἀγγέλους. Ὁ ἁγνὸς εἶναι αὐτός, ποὺ μὲ τὸν θεϊκὸ ἔρωτα ἀποκρούει τὸν γήινο ἔρωτα καὶ σβήνει τὸ ὑλικὸ πῦρ μὲ τὸ ἄυλο πῦρ τῆς θείας ἀγάπης. Παρθενία εἶναι ἡ κατάσταση ἐκείνη, ποὺ ἄνθρωπος δεμένος μὲ σάρκα καὶ αἷμα σπεύδει νὰ μιμηθεῖ μὲ τὴν ἁγνότητα, τὴν ἀυλία καὶ καθαρότητα τῶν χωρὶς σῶμα ἀγγέλων.
ΕΤΣΙ Η ΠΑΡΘΕΝΙΑ ἀποτελεῖ τὴ ζωντανὴ μαρτυρία τῆς νίκης κατὰ τῶν τυφλῶν ὁρμῶν, ἐπιθυμιῶν, ἐνστίκτων καὶ τάσεων. Καὶ εἶναι ἡ ὕψιστη ἔκφραση οὐράνιας ἀγάπης, ποὺ πρὶν ἀπὸ τὴν τελικὴ Κρίση καὶ τὴν διὰ πυρὸς καταστροφὴ τοῦ παλαιοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ κάθαρσή του, καίει «τὴν σάρκα σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις» της καὶ προοδοποιεῖ πρὸς τὴν οὐράνια καὶ αἰώνια ζωὴ κα κοινωνία μὲ τὸ Θεό.
Γ΄ Η ΥΠΑΚΟΗ
Ο ΦΟΒΕΡΩΤΕΡΟΣ ΕΧΘΡΟΣ τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ ἐγωπάθεια, ποὺ συνέπειά της εἶναι τὸ «ἴδιον θέλημα», τὸ ὁποῖο κάνει τὸν ἄνθρωπο κέντρο τοῦ ἑαυτοῦ του. Καὶ αὐτὸ σκοτίζει τὸν ἀνθρώπινο νοῦ σὲ τέτοιο σημεῖο, ποὺ νὰ ἀδυνατεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ τόσο τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅσο καὶ τὸ τί εἶναι οἱ διπλανοί του, οἱ συνάνθρωποί του. Ἡ ἐγωπάθεια ἀκόμη, ντυμένη τὸ θρησκευτικὸ ἔνδυμα, μπορεῖ νὰ ὁδηγεῖ τὸ μοναχὸ στὴν αὐταπάτη τῆς ὑπακοῆς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὴν ὥρα, ποὺ μπορεῖ νὰ τὸ καταπατεῖ ὁλοφάνερα, κάνοντας κατὰ βάθος τὸ δικό του θέλημα καὶ ἀκολουθώντας τὸ δικό του δρόμο.
ΤΙ ΕΚΑΝΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΝ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΩ;
«Ἐμὸν βρῶμά ἐστιν, ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με» (Ἰω. δ΄34) «Ἐγὼ οὐ ζητῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρὸς» (Ἰω. ε΄30). Καὶ αὐτό, ποὺ χαρακτήριζε ὅλη του τὴν πορεία στὴ γῆ, αὐτὸ ἦταν καὶ ἡ κατακλείδα της στὴ Γεσθημανῆ· «πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ’ ὡς σύ, Πάτερ» (Ματθ. κστ΄30).
ΕΙΝΑΙ ΣΩΣΤΟ ΝΑ ΥΠΑΚΟΥΩ στὸ Θεό; Καὶ εἶναι σωστὸ καὶ τὸ καταλαβαίνω. Τὸ νὰ ὑπακούω ὅμως σὲ ἕναν ἄνθρωπο, πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ ἴδιο; Εἶναι δυνατὸν ἡ ὑπακοὴ σὲ ἕναν ἄνθρωπο νὰ ὁδηγεῖ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ; Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ ἐγγυηθεῖ, ὅτι ἡ καθοδήγηση ἑνὸς ἀνθρώπου, οἱ ὁδηγίες καὶ οἱ συμβουλές του, εἶναι σύμφωνες μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ;
ΣΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΑΥΤΟ ἔχουν γίνει πολλὲς παρανοήσεις ἀπὸ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, πράγμα ποὺ ἐπηρέασε πολὺ καὶ τὸν τρόπο τοῦ σκέπτεσθαι πολλῶν σημερινῶν χριστιανῶν καὶ τὴ συμπεριφορά τους. Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος κήρυξε τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία καὶ τὴν ἀποδέσμευσή του ἀπὸ κάθε ὑπακοὴ καὶ συμμόρφωση σὲ ἠθικοπνευματικὲς ἀρχὲς καὶ ἀξίες γκρεμίζοντας κάθε φραγμό. Ἀπολυτοποίησε τὴν ἐλευθερία ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἁπλῶς θεωρητικὸ κατασκεύασμα καὶ κατὰ βάθος αὐταπάτη. Ἡ ἐλευθερία μας δὲν εἶναι ἀπόλυτη, ἀλλὰ σχετική. Εἴτε τὸ θέλουμε εἴτε ὄχι, ὑπακούουμε π.χ. σὲ κάποιους νόμους, φυσικούς, κοινωνικούς, ἠθικοὺς κ.λ.π. ἀκόμη καὶ στὴν πιὸ ξέφρενη ἀνταρσία καὶ στὸν πιὸ ἀχαλίνωτο ἀναρχισμό. Αὐτὸ μαρτυρεῖ ἡ ἴδια ἡ ζωὴ καὶ δὲν χρειάζονται αὐτὴ τὴν ὥρα παραδείγματα, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀναφερθοῦν πάμπολλα. Ἀκόμα καὶ ἕνας ἀπόλυτος δικτάτωρ, ποὺ θέτει τὸ θέλημά του ὑπεράνω τῶν νόμων, γίνεται τελικὰ δοῦλος τῶν παθῶν καὶ τῆς ἐγωπάθειάς του καὶ τελικὰ συντρίβεται κάτω ἀπὸ τὰ ἐρείπια τοῦ ἀπολυταρχισμοῦ του. Πολλὰ ἔχει νὰ μᾶς διηγηθεῖ ἡ σύγχρονη πραγματικότητα, γνωστὰ σὲ ὅλους μας, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν χρειάζεται νὰ τὰ ἀναφέρουμε.
Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΝΟΗΘΕΙ ὡς ἀποδοχὴ τῶν νόμων καὶ τῶν ἀρχῶν ποὺ ὁρίζουν τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξή μας. Κάθε παράβασή τους μπορεῖ νὰ σημάνει τὴν καταστροφή της. Ὑπακοὴ καὶ ἐλευθερία, ἀκόμη καὶ στὴν κοσμικὴ ζωή, δὲν ἀλληλοαναιροῦνται, ἀλλὰ ἀλληλοσυμπληρώνονται. Ἡ ἀνελευθερία εἶναι καρπὸς ἀνωριμότητος καὶ ἀδυναμίας κατανοήσεως τῶν ὅρων τῆς ζωῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ νομίζει λανθασμένα ὁ ἄνθρωπος, ὅτι μὲ τὴν ἀνυπακοή του θὰ σώσει τὴν ἐλευθερία του. Ἔτσι ὅμως ὁδηγεῖται ἀναπόφευκτα στὴν ἀπώλεια τῆς ἐλευθερίας του.
ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ἐκφράζεται γενικὰ μὲ τοὺς νόμους, ποὺ διέπουν τὴ Δημιουργία καὶ τὸν ἄνθρωπο καὶ μὲ συγκεκριμένα γεγονότα στὴν καθημερινή του πραγματικότητα. Ἡ ἑκούσια ἀποδοχὴ π.χ. τοῦ πόνου, ποὺ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση πρὸς τὸ θέλημά μας καὶ τὴν ἐπιθυμία μας, ἀποτελεῖ μιὰ ἀναγνώριση τοῦ θείου θελήματος ὡς πρὸς τὸ δικό μας πρόσωπο καὶ τὴ σχέση μας μαζί του. Τὸ θεῖο θέλημα ἀναγνωρίζεται ἀκόμη καὶ στὸ γενικὸ καλὸ ὅλων. Ὁ Θεὸς «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. ε΄45). Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ βλέπει κανένας τὸ δικό του μόνο καλό, ξεφεύγει ἤδη ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸς ὁ ἐγωκεντρισμὸς τὸν τυφλώνει καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ἰδῆ τὸ σωστὸ βλάπτοντας τελικὰ τὸν ἑαυτό του.
ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ὅμως ἐκφράζεται ρητὰ καὶ κατηγορηματικὰ στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ εἰδικώτερα στὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο καὶ στὴν Ἐκκλησία Του. Καὶ ἐκεῖ ρητὰ λέγεται· «ὁ ἀκούων ὑμῶν, ἐμοῦ ἀκούει καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ· καὶ ὁ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν πέμψαντά με» (Λουκᾶ ι΄16). Ἐδῶ πιὰ ὁ Κύριος ἀπαντάει στὸ ἐρώτημα, ποὺ ἔχει τεθεῖ, ἂν εἶναι σωστὸ νὰ ὑπακούω σὲ ἕναν ἄνθρωπο καὶ ποιός μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτός, ποὺ εἶναι σὲ θέση νὰ ἐκφράζει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος θέλησε νὰ ὑπακούουν, ὅσοι θὰ πιστέψουν σ’ Αὐτὸν μετὰ τὴν ἀνάληψή Του, στοὺς ἀποστόλους Του. Καὶ ἐπειδὴ οἱ ἀπόστολοί Του θὰ ἔφευγαν καὶ αὐτοὶ μιὰ μέρα ἀπὸ τὴ γῆ, θὰ συνέχιζε τὸ ἔργο τους, δηλαδὴ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία Του, ποὺ θὰ ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑπάρχει μέχρι τέλους τῶν αἰώνων στὴ γῆ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου μεταβιβάζεται αὐτόματα στοὺς διαδόχους τους καὶ ἀπὸ ἐκείνους στοὺς ἑπομένους κ.ο.κ. μέχρι σήμερα. Ἔτσι φτάνουμε στὸν πνευματικὸ πατέρα, ποὺ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ παίρνει διὰ μέσου τῆς Ἐκκλησίας Του τὴν εὐθύνη νὰ χειραγωγεῖ ψυχὲς καὶ ἀντίστοιχα μεταβιβάζεται τὸ χρέος τῶν ψυχῶν νὰ ὑπακούουν σ’ αὐτὸν στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὸν Χριστό. Καὶ αὐτὸ βεβαιώνεται καὶ ἀπὸ συγκεκριμένες ἀποστολικὲς ἐντολές. «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε· αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες» (Ἑβρ. ιγ΄17). Νὰ πείθεσθε, λέει, στοὺς πνευματικὰ προϊσταμένους καὶ χειραγωγούς σας καὶ νὰ δείχνεται σ’ αὐτοὺς ὑπακοή, γιατὶ αὐτοὶ ἀγρυπνοῦν γιὰ τὶς ψυχές σας καὶ θὰ δώσουν λόγο στὸν Κύριο γι’ αὐτές.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΥΤΟΣ, ὁ πνευματικὸς πατέρας (ἢ ἡ πνευματικὴ μητέρα), ποὺ ἐξουσιοδοτεῖται ἀντίστοιχα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, δὲν ἐνεργεῖ κατὰ τὸ θέλημά του καὶ δὲν εἶναι δικτάτωρ ποὺ ὑπαγορεύει δικούς του νόμους. Καὶ δὲν τοὺς ἀκολουθοῦν τοὺς πνευματικούς τους χειραγωγοὺς ὅσοι τοὺς ἀκολουθοῦν, γιατὶ ἐπιβάλλουν δικούς τους νόμους καὶ θελήσεις, ἀλλὰ γιατὶ ἐπιδιώκουν νὰ καθοδηγήσουν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Ἂς μὴ λησμονοῦμε ὅτι:
Ι. Καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ὑποτάχθηκαν καὶ ὑποτάσσονται ἐξακολουθητικὰ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μὲ ὅση μποροῦν μεγαλύτερη συνέπεια.
ΙΙ. Ἀγωνίζονται νὰ γνωρίσουν βαθύτερα καὶ καλύτερα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό τους καὶ δὲν διστάζουν νὰ ζητοῦν φῶς ἀπὸ ἄλλους, ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο ἢ καὶ περισσότερο προχωρημένοι στὴ γνώση καὶ στὴν ἐφαρμογὴ τοῦ θείου θελήματος. Καὶ εἶναι αὐτονόητο πὼς ἀκατάπαυστα ζητοῦν τὸ φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ χάρη Του γιὰ νὰ βλέπουν μὲ τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐνεργοῦν κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ στὶς παραμικρότερες λεπτομέρειες ποὺ ἀφοροῦν τόσο στὸν ἑαυτό τους ὅσο καὶ αὐτοὺς ποὺ καθοδηγοῦν.
ΙΙΙ. Γι’ αὐτὸ καὶ μποροῦν μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ νὰ ἑρμηνεύουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὄχι γενικὰ καὶ ἀόριστα ἀλλὰ σὲ κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ποὺ ἀφορὰ σ’ αὐτὸν ποὺ ὑπακούει, ὅπως ἤδη τονίστηκε.
ΙV. Ὑπακούοντας κανεὶς ὑπακούει ὡς πρὸς τὸν ἴδιο τὸν Κύριο. Τὸ πόσο θὰ ὑπακούσει κανένας, ἐξαρτᾶται βέβαια ἀπὸ τὴ διάθεσή του νὰ συμμορφωθεῖ μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΘΕΛΟΥΝ ἀσφαλῶς περισσότερη ἀνάλυση καὶ μεγαλύτερη διασάφηση, ἀλλὰ βέβαια αὐτὸ δὲν εἶναι τῆς στιγμῆς αὐτῆς. Ἄλλωστε γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ καὶ ἔχουν λεχθεῖ πολλὰ καὶ ἔχουν διαβαστεῖ ἐπίσης πολλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἤδη μοναχοὺς καὶ ἀπὸ τὸν κάθε ὑποψήφιο μοναχὸ ἢ μοναχή. Καὶ ὁπωσδήποτε θὰ ἀκούσει καὶ θὰ διαβάσει πολλὰ σχετικὰ μὲ τὴν ὑπακοὴ στὸ μέλλον. Ἐκεῖνο πάντως ποὺ προκύπτει ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἐτοῦτο. Ὁ μοναχὸς ποὺ ὡς τελική του ἐπιδίωξη ἔχει τὴ γνώση καὶ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ θείου θελήματος, ὀφείλει νὰ δείχνει ὑπακοὴ σ’ αὐτὸν ποὺ τοῦ τὸ ἐκφράζει σὲ κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Περιττὸ δὲ νὰ σημειωθεῖ, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ μοναχὸς ἢ ἡ μοναχὴ ἐπαναπαύεται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ πλήρως στὸ πρόσωπο, στὸ ὁποῖο ἐκδήλωσε τὴ διάθεσή του γιὰ ὑπακοή. Κανένας δὲν τὸν/τὴν ὑποχρέωσε νὰ κάνει τὴν ἐκλογὴ αὐτή. Ἂς μὴ λησμονεῖται δὲ τὸ γεγονός, ὅτι ἤδη δοκίμασε τὴ σχέση αὐτὴ κατὰ τὴν περίοδο τῆς δοκιμῆς, ὥστε νὰ μὴν προχωρήσει χωρὶς νὰ βεβαιωθεῖ πλήρως, ὅτι ἡ ἐκλογὴ ποὺ ἔγινε καὶ σωστὴ εἶναι καὶ ἐλεύθερη. Καὶ ἐπαναπαύεται ἐπὶ πλέον στὸ γεγονός, ὅτι «οὐχ ἑαυτῷ τις λαμβάνει τὴν τιμὴν» νὰ ὑπακούουν οἱ ἄλλοι σ’ αὐτόν, «ἀλλὰ καλούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ» (Ἑβρ. ε΄4) κάνει τὸ ἔργο αὐτό.
Η ΜΟΝΑΣΤΙΚΗ ΖΩΗ εἶναι ἔτσι ὀργανωμένη, ὥστε νὰ ἀποτελεῖ μιὰ συνεχῆ ὐπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Κυρίου καὶ μιὰ ἀδιάλειπτη προσπάθεια ἀκολουθήσεως τοῦ Ἰησοῦ στὴν πράξη. Καὶ μιὰ γενικὴ πρακτικὴ ἔκφραση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν εἶναι ὁ συγκεκριμένος κανόνας ποὺ ρυθμίζει τὶς ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικὲς δραστηριότητες τοῦ σώματος τοῦ Κοινοβίου, ἀλλὰ καὶ τὶς σχέσεις τοῦ κάθε ἐπὶ μέρους προσώπου πρὸς τὸ ὅλο αὐτὸ σῶμα καθὼς καὶ σὲ συγκεκριμένα καθήκοντα, ποὺ ἀφοροῦν στὸ ἴδιο τὸ πρόσωπο καθ’ἑαυτό.
Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΛΟΙΠΟΝ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν δὲν ὑπακούει σὲ κάποιες τυχαῖες καὶ αὐθαίρετες ἀρχές, ἀλλὰ σὲ ὁρισμένο κανόνα, ἐγκεκριμένον ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἐμπνευσμένον ἀπὸ τὴ αἰωνόβια πράξη καὶ ἐμπειρία τοῦ μοναχισμοῦ καὶ εὐθυγραμμισμένον μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ ὁ κανόνας αὐτὸς πρέπει νὰ μελετᾶται συνεχῶς ἀπὸ τὸ μοναχὸ καὶ νὰ ἀφομοιώνεται μέσα του, ἀφοῦ γι’ αὐτὸν ἀποτελεῖ τὴ συγκεκριμένη ρύθμιση μορφῆς τῆς ζωῆς ποὺ πρέπει νὰ ἐκφράζει τὸ πνεῦμα τῆς εὐαγγελικῆς ἐντολῆς. Καὶ ἐγγύηση ἑπομένως γιὰ τὴ γνησιότητα καὶ ὀρθότητα τοῦ κανόνος αὐτοῦ ἀποτελεῖ ἡ συμφωνία μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία καὶ τὴν πατερικὴ διδαχή, ποὺ εἶναι καὶ ἡ σωστὴ ἑρμηνεία της.
Η ΥΠΑΚΟΗ ΔΕΝ ΑΠΟΚΛΕΙΕΙ τὴ δυνατότητα ἐκφράσεως τῆς προσωπικῆς γνώμης καὶ κρίσεως τοῦ ὑπακούοντος, ἀλλὰ τὴν τελευταία λέξη τὴν ἔχει ὁ Θεός. Ἀλλὰ καὶ ἂν αὐτό, ποὺ νομίζει ὁ ὑπακούων ὡς ὁρθό, εἶναι καταφανῶς ὀρθότερο ἀπὸ αὐτό, ποὺ τοῦ λέγεται, ὀφείλει νὰ ὑπακούσει. Καὶ ἂν τελικὰ ἀποδεχθεῖ, ὅτι ἔχει δίκαιο, πάλι ὀφείλει νὰ μένει στὴν ταπείνωση τῆς ὑπακοῆς, ἡ ὁποία καὶ θὰ διορθώσει τὸ μὴ ὀρθὸ τῆς ἐντολῆς. Ἡ ὑπακοὴ εἶναι σημαντικότερη ἀπὸ τὸ ὑποκειμενικὰ ὀρθὸ ἢ τὸ μὴ ὀρθό, ἐκτὸς ἂν πρόκειται περὶ προφανοῦς ἁμαρτίας καὶ αἱρέσεως. Καὶ ἂς μὴν ξεχνοῦμε πώς, ὅταν καὶ αὐτός, ποὺ δίνει τὴν ἐντολὴ καὶ αὐτός, ποὺ ὑπακούει, τὸ κάνουν μὲ γνήσια διάθεση ἐκφράσεως τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπακοῆς σ’ αὐτό, ὁ Θεὸς θὰ βοηθήσει καὶ ὅλα θὰ πᾶνε καλά, γιατὶ πάντοτε πίσω μας στέκει ὁ Θεός.
ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΚΟΗΣ
ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΚΟΗΣ τὰ ὁρίζει ὁ θάνατος.
Πρῶτο καὶ καλύτερο εἶναι τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου μας, ὁ ὁποῖος ἔγινε «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλιπ. β΄8). Ἡ ὑπακοὴ εἶναι ἕνας θάνατος καὶ μιὰ ἀνάσταση. Θάνατος μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ χάριν Του καὶ συνανάσταση μαζί Του καὶ χάρις σὲ Αὐτόν. Αὐτὸ ἐκφράζει ἡ ρήση τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Παύλου, ποὺ ἔζησε ὅσο λίγοι αὐτὴ τὴν ὑπακοή: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. β΄20). Καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή, ζώντας δηλαδὴ ὄχι μὲ τὸ δικό του θέλημα, ἀλλὰ νεκρώνοντάς το, μὲ ἄλλα λόγια, πεθαίνοντας πρὶν πεθάνει, μποροῦσε νὰ λέει: «Ἐμοὶ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος» (Φιλιπ. α΄ 21). Ἡ ὑπακοὴ γι’ αὐτὸ ἀποτελεῖ τὸ «συν-ἀποθνήσκειν» μὲ τὸν Χριστὸ καὶ «συνανίστασθαι» μαζί Του καὶ γι’ αὐτὸ καὶ συμμετοχὴ κατὰ χάριν καὶ συγκατάβαση ἄπειρη τοῦ Κυρίου στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου.
ΤΙ ΛΕΕΙ Η ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΔΙΔΑΧΗ στὸ σημεῖο αὐτό;
Εἶναι ὠκεανὸς πραγματικὸς αὐτὰ ποὺ λέγονται σχετικῶς. Ἐδῶ θὰ περιορισθῶ σὲ μιὰ μικρή, ἐλάχιστη, δειγματοληψία, ἐπειδὴ βλέπω πὼς δὲν μᾶς παίρνει ὁ χρόνος γιὰ πολλὴ ἐπέκταση.
«ΥΠΑΚΟΗ ΠΡΩΤΟΝ ΕΝ ΠΑΣΑΙΣ ταῖς εἰσαγώγοις ἀρεταῖς ὑπάρχειν ἔγνωσται καλόν. Ἀθετεῖ γὰρ τέως τὴν οἴησιν, τίκτει δὲ ἡμῖν τὴν ταπεινοφροσύνην. Ὅθεν εἴσοδος καὶ θύρα φαίνεται τοῖς αὐτῆς ἀντεχομένοις ἡδέως τῆς εἰς Χριστὸν ἀγάπης. Ταύτην ἀθετήσας Ἀδὰμ εἰς τὸν βύθιον ἀπωλέσθη τε τάρταρον. Ταύτης ἐρασθεὶς ὁ Κύριος τῷ τῆς οἰκονομίας λόγῳ ἄχρι σταυροῦ καὶ θανάτου ὑπήκουσε τῷ ἑαυτοῦ Πατρί. Καὶ ταῦτα ἐν οὐδενὶ ὣν ἧττων τῆς αὐτοῦ μεγαλωσύνης ἵνα, τὸ τῆς ἀνθρωπείας παρακοῆς ἔγκλημα, διὰ τῆς αὐτοῦ ἐκλύσας ὑπακοῆς εἰς τὴν μακαρίαν καὶ διαιωνίζουσαν τοὺς ἐν ὑπακοῇ ζήσαντας ἐπαναγάγῃ ζωὴν» (Διάδοχος Φωτικῆς).
Ἡ ὑπακοή, λέει ὁ ἅγιος Διάδοχος, θεωρεῖται πὼς εἶναι τὸ πρῶτο καλό, ἡ πρώτη εἰσαγωγικὴ ἀρετὴ στὴν πνευματικὴ ζωή, γιατὶ καταργεῖ τὴ μεγάλη ἰδέα, ποὺ ἔχει κανεὶς γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ γεννάει τὴν ταπεινοφροσύνη μέσα μας. Καὶ γιὰ ‘κείνους ποὺ τὴν ἀποδέχονται καὶ τὴν κάνουν εὐχαρίστως κτῆμα τους ἀποτελεῖ εἴσοδο στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδὴ ὁ Ἀδὰμ ἀθέτησε τὴν ὑπακοή, γλίστρησε στὰ κατάβαθα τοῦ ἅδη. Ἐπειδὴ ὁ Κύριος ἀγάπησε τὴν ὑπακοή, ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ὑπάκουσε στὸν οὐράνιο Πατέρα του μέχρι σταυροῦ καὶ θανάτου. Καὶ τὸ ἔκανε αὐτό, ἂν καὶ δὲν ἦταν σὲ τίποτε κατώτερος ἀπὸ τὴ θεία μεγαλωσύνη τοῦ Πατρός, γιὰ νὰ καταργήσει τὸ ἁμάρτημα τῆς ἀνυπακοῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ ἐπαναφέρει στὴ μακάρια καὶ αἰώνια ζωὴ αὐτοὺς ποὺ θὰ ζήσουν μὲ ὑπακοή.
Μὲ τὸν ἀποφθεγματικό του λόγο ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κλίμακος προσδιορίζει τὴν ὑπακοὴ ὡς ἑξῆς:
«ΥΠΑΚΟΗ ΕΣΤΙΝ ΑΡΝΗΣΙΣ ψυχῆς οἰκείας παντελῆς διὰ σώματος ἐπιδεικνυμένη ἐναργῶς. Ἢ τάχα τὸ ἔμπαλιν, ὑπακοή ἐστι νέκρωσις μελῶν ἐν ζώσῃ διανοίᾳ. Ὑπακοή ἐστιν ἀνεξέταστος κίνησις, ἑκούσιος θάνατος, ἀπερίεργος ζωή, ἀμέριμνος κίνδυνος, ἀμελέτητος Θεοῦ ἀπολογία· ἀφοβία θανάτου, ἀκίνδυνος πλοῦς, ὑπνοῦσα ὁδοιπορία. Ὑπακοή ἐστι μνῆμα θελήσεως καὶ ἔγερσις ταπεινώσεως· οὐκ ἀντερεῖ ἢ διακρινεῖ νεκρὸς ἐν ἀγαθοῖς, ἢ τὸ δοκεῖν πονηροῖς. Ὁ γὰρ θανατώσας αὐτοῦ εὐσεβῶς τὴν ψυχήν, ὑπὲρ πάντων ἀπολογήσεται. Ὑπακοή ἐστιν ἀπόθεσις διακρίσεως ἐν πλούτῳ διακρίσεως. Ἀρχὴ μὲν νεκρώσεως, καὶ μέλους σώματος, καὶ ψυχῆς θελήματος, πόνος μεσότης δέ, ποτὲ μὲν πόνος, ποτὲ δὲ ἀπονία· τέλος δέ, ἀκινησία λοιπὸν καὶ ἀναισθησία πόνου· τότε πονῶν ὁρᾶται μόνον καὶ ἀλγυνόμενος ὁ ζῶν νεκρὸς οὗτος ὁ μακαρίτης, ὁπόταν ἑαυτὸν ἴδῃ τὸ οἰκεῖον ποιοῦντα θέλημα, δεδοικὼς τὸ βάρος τοῦ ἰδίου κρίματος».
ΥΠΑΚΟΗ, λέει, εἶναι ἡ τέλεια ἄρνηση τοῦ φυσικοῦ θελήματος τῆς ψυχῆς ποὺ φανερώνεται καθαρὰ μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ σώματος. Ἤ, ἀντίθετα, ὑπακοὴ εἶναι νέκρωση τῶν μελῶν τοῦ σώματος μὲ ζωντανὸν τὸν νοῦ. Ὑπακοὴ εἶναι: κίνηση καὶ ἐνέργεια χωρὶς ἐξέταση· θεληματικὸς θάνατος· ζωὴ χωρὶς περιέργεια· ἔλλειψη μέριμνας γιὰ τυχὸν σωματικὸν ἢ ἄλλον κίνδυνο· ἀπολογία μπρὸς στὸ Θεὸ χωρὶς προηγούμενη φροντίδα γιὰ τὸ τὶ θὰ τοῦ πεῖ ὁ ἀπολογούμενος· ἀφοβία θανάτου, ἀκίνδυνος πλοῦς εἴτε πλοῦς στὴ θάλασσα τοῦ βίου εἶναι ἤρεμη καὶ ἄκοπη πορεία στὸ δρόμο τῆς ζωῆς.
Ὑπακοὴ εἶναι μνῆμα τοῦ φυσικοῦ θελήματος καὶ ἀντίθετα ἀνάσταση τῆς ταπεινώσεως. Ὁ νεκρὸς δὲν θὰ προβάλλει ποτὲ ἀντιρρήσεις οὔτε θὰ προβεῖ σὲ διάκριση ἀνάμεσα στὰ καλὰ ἢ στὰ θεωρούμενα κακά. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ θεάρεστα νέκρωσε τὸ θέλημά του, δηλαδὴ ὁ πνευματικός του χειραγωγός, ὁ γέροντάς του, αὐτὸς θὰ ἀπολογηθεῖ γιὰ ὅλα ὅσα τὸν ἀφοροῦν. Ὑπακοὴ εἶναι ἀκόμη ἡ ἐναπόθεση τῆς προσωπικῆς διακρίσεως τοῦ χειραγωγοῦ του. Ὅταν ἀρχίζει ἡ νέκρωση κάποιου μέλους τοῦ σώματος ἢ τοῦ φυσικοῦ θελήματος τῆς ψυχῆς, προκαλεῖται πόνος. Στὰ μέσα τῆς πνευματικῆς ζωῆς δημιουργεῖται ἄλλοτε πόνος καὶ ἄλλοτε ἔλλειψη πόνου. Στὸ τελικὸ στάδιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς δημιουργεῖται ἀκινησία καὶ ἀναισθησία ὡς πρὸς τὸν πόνο. Καὶ τότε μόνο βλέπει κανένας τὸν ὑπάκουο νὰ πονάει καὶ νὰ ὑποφέρει, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ ὑπάκουος βλέπει νὰ κάνει τὸ δικό του θέλημα, γιατὶ φοβᾶται τὸ βάρος τῆς εὐθύνης γιὰ τὸ δικό του φταίξιμο.
Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ
Ο ΚΑΘΕ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΟΦΕΙΛΕΙ, ἂν θέλει νὰ εἶναι συνεπὴς στὴ χάρη τοῦ θείου Βαπτίσματος ποὺ ἔλαβε, νὰ ἀνυψώσει τὴν καρδιά του πάνω ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, τὶς σωματικὲς ἡδονὲς καὶ πάνω ἀπὸ τὸ ἐγώ του. Πολὺ περισσότερο βέβαια τὸ ἴδιο ὀφείλει νὰ ἐπιδιώκει καὶ ὁ μοναχός. Ἡ ὑπόσχεση ἀποδοχῆς τῶν μοναχικῶν ἀρχῶν ἀποτελεῖ θεμελιῶδες χαρακτηριστικὸ τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ τῆς προσδίδει ἰδιαίτερη θέση στὴν Ἐκκλησία. Ὁ μοναχὸς θέλει νὰ προσφέρει στὸ Θεὸ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή του ὡς «θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ, τὴν λογικὴν λατρείαν του» (Ῥωμ. ιβ΄ 1). Δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ τὴν πραγματοποιήσει μονομιᾶς ὅπως οἱ μάρτυρες. Τὴν πραγματοποιεῖ λίγο λίγο. Καὶ ἡ πορεία του πρὸς τὴν πραγμάτωση τῆς αὐτοπροσφορᾶς αὐτῆς εἶναι ἀνεπίστροφη. Μέσῳ τῆς ὑποσχέσεώς του αὐτῆς ὁ μοναχὸς δένει τὸν ἑαυτό του, ὥστε νὰ ἐνισχύσει τὴν ἀδυναμία του, γιὰ νὰ μὴν πάθει ὅ,τι ἔπαθε ἡ γυναίκα τοῦ Λώτ. «Οὐδεὶς ἐπιβαλὼν τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπ’ ἄροτρον καὶ βλέπων εἰς τὰ ὀπίσω εὔθετός ἐστιν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ», εἶπε ὁ Κύριος (Λουκ. θ΄62).
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ ΟΜΩΣ δεμένος μὲ μιὰ ὑπόσχεση τέτοια ὁ ὑποψήφιος μοναχός; Δὲν μπορεῖ νὰ ἀλλάξει γνώμη, ἀπόψεις, διαθέσεις, μάλιστα ἂν ἀνακαλύψει πὼς ἔκανε λάθος ἐπιλογή; Θὰ μποροῦσε νὰ σταθεῖ αὐτὴ ἡ θέση, ἂν τὸν ἔκαναν ἀμέσως μοναχό. Δὲν τὸν κάνουν ὅμως. Ἀντίθετα τὸν ἀφήνουν ἐπὶ ἀρκετὸν καιρό, συνήθως τρία ἢ καὶ περισσότερα χρόνια, γιὰ νὰ δοκιμάσει τόσο τὸν ἑαυτό του, ὅσο καὶ νὰ γνωρίσει πέρα γιὰ πέρα τὸ περιβάλλον, στὸ ὁποῖο ἐνδεχομένως θὰ ἐνταχθεῖ. Ἑπομένως δὲν καλεῖται νὰ δεχθεῖ κάτι, ποὺ δὲν τὸ ξέρει καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν τοῦ τονίστηκε μὲ κάθε εἰλικρίνεια καὶ σοβαρότητα, ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα δύσκολο δρόμο καὶ μιὰ ἀσυνήθιστη μορφὴ ζωῆς γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἑπομένως πρόκειται γιὰ ἐκλογὴ καὶ ἀπόφαση πολὺ σοβαρή, ποὺ δὲν πρέπει νὰ ληφθεῖ μὲ βιασύνη καὶ ἐπιπολαιότητα. Προτοῦ λοιπὸν νὰ παρθεῖ ἡ τελικὴ ἀπόφαση, προηγεῖται συνεχῶς πολλὴ προσευχή, συνεργασία μὲ τὸ ἁρμόδιο πρόσωπο, αὐτοδοκιμασία σὲ ὧρες ξηρασίας πνευματικῆς, ἀμφιβολιῶν, ζάλης, ὁλιγοπιστίας, ἀκηδίας, ὀλιγοψυχίας καὶ ἄλλων συναφῶν καταστάσεων. Σὲ τέτοιες στιγμὲς ἀνακαλύπτει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀδυναμία του καὶ τὴν πραγματική του πνευματικὴ κατάσταση, ἀλλὰ ἐφόσον ἔχει γνήσια διάθεση, διαπιστώνει τὴ θαυμαστὴ ὑποστήριξη ἐκ μέρους τῆς θείας χάριτος, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀγάπης τῶν ἁρμοδίων ὑπευθύνων προσώπων (προεστῶτος ἢ προεστώσης).
ΟΠΟΙΟΣ ΚΑΤΑΘΕΤΕΙ τὴν ἱερὴ ὑπόσχεση ἔπειτα ἀπὸ ὥριμη σκέψη καὶ προεργασία, μπαίνει πιὰ στὸ «ἱερὸν ἐπάγγελμα». Ἡ λέξη δὲ «ἐπάγγελμα» σημαίνει ὑπόσχεση. Καὶ θὰ τοῦ θυμίζει κάθε φορά, ποὺ θὰ τὴν ἀκούει ἢ θὰ τὴ διαβάζει στὰ ἱερὰ κείμενα, τὴν ἱερὴ ὑπόσχεση, ποὺ ἔδωσε μπρὸς στὸ Θεὸ καὶ στοὺς ἀνθρώπους του, ὅταν ντυνόταν τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα. Παίρνοντάς το ὅμως δὲ σημαίνει πὼς τώρα τελείωσαν ὅλα. Ἀντίθετα θὰ διαπιστώνει πὼς μὲ τὴν ὑπόσχεση δὲν ὁλοκληρώνεται ἡ μοναχικὴ ζωή, ἀλλὰ τερματίζεται ἕνα προστάδιό της καὶ διανοίγεται μπροστά του τὸ κυρίως στάδιό της. Νέες ἀπόψεις, νέες θέσεις, νέες ἐμπειρίες, νέες κατακτήσεις, νέα πορεία πρὸς τὴν ὡριμότητα θὰ δοκιμάζει καὶ νέες ἀξιώσεις καὶ ἀπαιτήσεις γιὰ τὴν πραγμάτωση καὶ τελείωση τῆς ἀφιερωμένης ζωῆς θὰ προβάλλουν καὶ γι’ αὐτὸ καὶ νέες προκλήσεις καὶ προσκλήσεις γιὰ ὁλόψυχη σ’ αὐτὲς ἀνταπόκριση. Ὅλη του ἡ ζωὴ θὰ ἀποτελεῖ ἕνα συνεχὲς ναί, μιὰ συνεχῆ κατάφαση, μιὰ ἐπαναλαμβανόμενη καθιέρωση στὴν πνευματικὴ ζωὴ ἐν ἁγιασμῷ καὶ καθαρότητα σαρκὸς καὶ πνεύματος.
ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΑΥΤΟΝ θὰ ἀποτελῆ ὁ μοναχὸς/μοναχὴ ἕνα ζωντανὸ μήνυμα στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ θὰ τὸν/τὴν πλησιάζουν, καὶ μάλιστα τόσο ἠχηρότερο καὶ εὐγλωττότερο, ὅσο σιωπηλότερο θὰ εἶναι. Καὶ τὸ μήνυμά του θὰ εἶναι αὐτό, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ διάπυρη καὶ ὁλοκάρδια εὐχὴ καὶ τοῦ ὁμιλοῦντος πρὸς τὴν ὑποψήφια μοναχή:
• Ζῶ, πρέπει νὰ ζῶ, ἐν Θεῷ, διὰ Θεοῦ, διὰ Θεόν.
• Ζῶ, πρέπει νὰ ζῶ, ἐν Χριστῷ, διὰ Χριστοῦ, διὰ Χριστόν.
• Ζῶ, πρέπει νὰ ζῶ, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, διὰ Πνεύματος Ἁγίου, διὰ Πνεῦμα Ἅγιον.
• Ζῶ ἑπομένως, πρέπει νὰ ζῶ, ἐν τῷ Τριαδικῷ Θεῷ, διὰ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, διὰ τὸν Τριαδικὸν Θεὸν ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος.
• Αὐτῷ ἡ δόξα ἡ τιμὴ καὶ ἡ ὁλοκάρδιος προσκύνησις. Ἀμήν!
Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”