Πραγματικὰ ἄσκηση, ὅπως καὶ ἡ ἴδια ἡ λέξη τὸ δείχνει, σημαίνει κόπο καὶ μόχθο. Μὲ τρόπο ἀριστοτεχνικὸ καὶ πολὺ ἐκφραστικό, μὲ δύναμη ἀπαράμιλη καὶ λόγο γλαφυρώτατο ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κλίμακος παρουσιάζει μὲ ὅλη τὴν ἐσωτερικὴ καὶ ἐξωτερικὴ τραγικότητα λόγῳ τοῦ γνωστοῦ διχασμοῦ τοῦ ἀνθρώπου τὸ ἔγκοπο τῆς ἀσκήσεως καὶ τὴν πραγματικὰ ὑπεράνθρωπη προσπάθεια διὰ μέσου της ὡς προσωπικῆς πιὰ ἐνέργειας γιὰ τὴν ἐπαναφορὰ τῆς φύσεως στὸ κατὰ φύσιν της.
«Ποίῳ δὲ ἐγὼ ἤθει καὶ τρόπῳ τὸν ἐμὸν τοῦτον φίλον δήσας κατὰ τὴν ἀκολουθίαν τῶν λοιπῶν δικάσω, οὐκ ἐπίσταμαι· πρὶν γὰρ δήσω, λύεται· καὶ πρὶν δικάσω, διαλλάσσομαι· καὶ πρὶν τιμωρήσω, κατακάμπτομαι. Πῶς μισήσω ὃν φύσει ἀγαπᾷν πέφυκα; Πῶς ἐλευθερωθῶ ᾧ εἰς αἰῶνας συνδέδεμαι; Πῶς καταργήσω τὸ καὶ σὺν ἐμοὶ ἀνιστάμενον; Πῶς δείξω ἄφθαρτον τὸ φθαρτὴν εἰληφὸς φύσιν; Τί εὔλογον εἴπω τῷ τὰ εὔλογα κεκτημένῳ διὰ τῆς φύσεως;
Ἂν δήσω νηστείᾳ τοῦτον, κατακρίνας τὸν πλησίον, αὐτῷ πάλιν παραδίδομαι. Ἂν τὸ κρίνειν παύσας τοῦτον νικήσω, ὑψωθεὶς τῇ καρδίᾳ κατηνέχθην ἐντούτῳ. Καὶ γὰρ καὶ σύνεργός ἐστι καὶ πολέμιος, καὶ βοηθὸς καὶ ἀντίδικος, καὶ ἀντιλήπτωρ καὶ ἐπίβουλος· θεραπευόμενος πολεμεῖ, καὶ τηκόμενος ἀτονεῖ, ἀναπαυόμενος ἀτακτεῖ, καὶ σαινόμενος οὐ φέρει· ἂν λυπήσω, ὅλως κινδυνεύσω· ἂν πλήξω, οὐκ ἔχω διὰ τίνος τὰς ἀρετὰς κτήσομαι· τὸν αὐτὸν καὶ (904.) ἀποστρέφομαι καὶ περιπτύσσομαι.
Τί τὸ περὶ ἐμὲ μυστήριον; Τίς ὁ λόγος τῆς ἐμῆς συγκράσεως; Πῶς ἑαυτῷ ἐχθρὸς καὶ φίλος καθέστηκα
Λέγε μοι σύ, λέγε μοι, ὦ ἡ ἐμὴ σύζυγος, ὦ ἡ ἐμὴ φύσις· οὐ γὰρ παρ᾿ ἄλλου μαθεῖν περὶ σοῦ δεήσομαι· πῶς ἐκ σοῦ μείνω ἄτρωτος; πῶς δυνηθῶτὸν φυσικὸν ἐκφυγεῖν κίνδυνον, ἐπειδὴ λοιπὸν ἐχθραίνειν πρός σε Χριστῷ συντέταγμαι; Πῶς σου τὴν τυραννίδα νικήσω, ἐπειδὴ βιαστής σου γενέσθαι προῄρηται;
Ἡ δὲ πρὸς τὴν ἑαυτῆς ψυχὴν ἀποκρινομένη ἔλεγεν· Οὐ μή σοι μέντοι φράσω, ὃ καὶ σὺ οὐκ ἐπίστασαι, ἀλλ᾿ ὃ ἅμα τῇ γνώσει κατέχομεν. Ἐγὼ ἐν ἐμοὶ ἀγάπησιν πατέρα ἔχω, τῆς μὲν ἔξωθεν πυρώσεως τὴν ἐμὴν θεραπείαν καὶ καθολικῶς ἄνεσιν, τῆς δὲ ἔσωθεν κινήσεως ἐκ προλαβούσης ἀνέσεως, καὶ γεγονότων πράξεων.
Ἐγὼ συλλαβοῦσα τίκτω πτώματα· ἐκεῖνα δὲ τεχθέντα πάλιν θάνατον δι᾿
ἀπογνώσεως τίκτουσιν· ἂν γνῷς τὴν ἐμὴν καὶ σὴν ἐναργῆ καὶ βαθεῖαν ἀσθένειαν, ἔδησάς μου τὰς χεῖρας· ἂν τὸν λαιμὸν βασανίσῃς, ἔδησάς μοι
τοὺς πόδας τοῦ μὴ πόῤῥω βαδίζειν·
ἂν ζευχθῇς ὑπακοῇ, ἐμοῦ ἀπεζεύχθης· ἂν κτήσῃ ταπείνωσιν, ἐμοῦ τὴνκεφαλὴν ἀπέκοψας.»
Μὲ ποιὰ μέθοδο,ρωτάει ὁ ὅσιος, καὶ μὲ ποιὸν τρόπο, ἀφοῦ δέσω αὐτὸν τὸ φίλο μου (τὴ σάρκα, τὸν παλαιὸν ἄνθρωπο), νὰ τὸν δικάσω ὅπως τοὺς ἄλλους δὲν ξέρω. Προτοῦ τὸν δέσω, λύνεται. Καὶ προτοῦ τὸν δικάσω, συμφιλιώνομαι μαζί του. Πρὶν τὸν τιμωρήσω, λυγίζω ἀπὸ συμπόνια καὶ τὸν λυπᾶμαι. Πῶς νὰ νικήσω αὐτὸν ποὺ ἀπὸ φυσικοῦ μου ἀγαπῶ; Πῶς νὰ έλευθερωθῶ ἀπὸ αὐτὸν ποὺ εἶμαι αἰώνια δεμένος μαζί του; Πῶς νὰ καταργήσω αὐτὸ ποὺ θὰ ἀναστηθῇ μαζί μου; Πῶς θὰ ἀναδείξω ἄφθαρτο ὅ,τι ἔχει λάβει φθαρτὴ φύση; Τί κατάλληλο νὰ πῶ καὶ σωστὸ γι’ αὐτὸ ποὺ ἀπ’τὴ φύση του ἔχει λογικὰ ἐπιχειρήματα;
Ἂν δέσω τὸ φίλο μου μὲ νηστεία, ἐφόσον κατέκρινα τὸν διπλανό μου, πάλι παραδίνομαι σ’ αὐτόν. Ἂν παύοντας τὴν κατάκριση τὸν νικήσω, μὲ τὴν ὑπερηφάνειά μου πέφτω στὰ χέρια του. Καὶ συνεργάτης μου εἶναι καὶ βοηθός, ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ ἐπίβουλος. Ἂν τὸν περιποιηθῶ, μὲ πολεμάει κι ἂν τὸν λειώσω μὲ ταλαιπωρίες, χάνει τὶς δυνάμεις του. Ἂν ἀναπαυθῆ, κάνει ἀταξίες. Κι τὸν λυπήσω, κινδυνεύω. Ἂν τὸν χτυπήσω θανάσιμα, δὲν ἔχω μὲ ποιὸν νὰ έργασθῶ γιὰ νὰ ἀποκτήσω τὴν ἀρετή. Τὸν ἴδιο καὶ τὸν ἀγκαλιάζω καὶ νιώθω γι’ αὐτὸν ἀποστροφή.
Ἀλήθεια, ποιὸ εἶναι τὸ μυστήριο ποὺ ἀποτελεῖ ὅ,τι εἶμαι; Ποιος ὁ βαθύτερος λόγος τῆς ἐγκαταμείξεως τῶν δυὸ στοιχείων μὲς στὸν ἑαυτό μου (ὕλης καὶ πνεύματος); Πῶς εἶμαι καὶ φίλος καὶ ἐχθρὸς τοῦ ἑαυτοῦ μου;
Λέγε μου ἐσύ, λέγε μου ὦ φύση μου, ποὺ τὸν ἴδιο μ’ ἐμένα σηκώνεις ζυγό, γιατὶ δὲν θὰ χρειασθῶ νὰ μάθω ἀπὸ κανέναν ἄλλον πῶς νὰ μείνω ἄτρωτος ἀπὸ σένα, πῶς νὰ ἀποφύγω τὸν κίνδυνο;
Ἐπειδὴ ὑποσχέθηκα στὸν Χριστὸ νὰ εἶμαι ἐχθρός σου μαζί του πηγαίνοντας, πῶς νὰ νικήσω τὴν τυραννία σου; Τὸ ρωτῶ ἀυτὸ γιατὶ προτίμησα νὰ ἀσκῶ βία ἐπάνω σου.
Καὶ ἡ σάρκα δίνοντας μὲ κάποιο τρόπο ἀπάντηση στὴν ψυχή της, θὰ ἀποκρινόταν πάνω κάτω ἔτσι: Δὲν θὰ σοῦ πῶ ὅ,τι κι ἐσὺ δὲν γνωρίζεις, ἀλλὰ κάτι ποὺ ταυτόχρονα κιοἱ δυό μας κατέχουμε. Ἐγὼ λέω μὲ καύχηση πὼς ἔχω μάνα μου τὴ φιλαυτία. Μοῦ προκαλεῖ τὴν ἐξωτερικὴ πύρωση ἡ περιποίηση κι ἡ καλοπέραση σὲ ὅλα. Καὶ ἀφορμὴ τῆς μέσα μου φλόγα καὶ κινήσεωςκαλοπέραση κι ἄλλες καθόλου καλὲς πράξεις.
Ὅταν συλλάβω, γεννῶ πτώσεις καὶ οἱ πτώσεις προκαλοῦν τὸ θάνατο μὲ τὴντῶν λογισμῶν εἶναι ἡ πρὶν ἀπὸ αὐτὴν ἀπόγνωση. Ἂν γνωρίσης καθαρά, καὶ ξάστερα τὴ δική μου καὶ δική σου μεγάλη ἀσθένεια, τὰ χέρια μοῦ ἔδεσες.
Ἂν μὲ νηστεία ταλαιπωρῆς τὸ λαιμό τὰ πόδια μου δεμένα δὲν τὰ ἀφήνεις νὰ προχωροῦν. Ἂν ὑποταχθῆς στὸ ζυγὸ τῆς ὑπακοῆς, ξεφεύγεις ἀπ’ τὸ δικό μου ζυγό.
Ἂν ἀποκτήσης ταπείνωση, τότε μοῦ‘κοψες τὸ κεφάλι!
Στὸ ἀριστουργηματικὸ αὐτὸ κομμάτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης τονίζει πολὺ σωστὰ τὴν ἀντινομία ποὺ χαρακτηρίζει ἐσωτερικὰ τὸν ἄνθρωπο ἐξαιτίας τῶν στοιχείων ποὺ τὸν ἀποτελοῦν, ψυχῆς καὶ σώματος. Ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ ἀπορεῖ πῶς νὰ ὑποτάξη ἡ ψυχὴ τὸ σῶμα, ἀφοῦ τὸ «δέση», τὸ «δικάση», τὸ «καταδικάση» καὶ τοῦ ἐπιβάλη καὶ πρακτικὰ κάποια ποινή. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ὅταν φτάση στὸ σημεῖο νὰ τὸ κάνη αὐτό, δυσκολεύεται, λυγίζει, ὑποχωρεῖ. Τρομάζει μὲ τὴ σκέψη καὶ μόνο τῶν δυσκολιῶν ποὺ σ’ αὐτὲς θὰ εἰσαγάγη τὸ «φίλο της» «ὃν φύσει ἀγαπᾶν πέφυκεν», «ᾧ εἰς τοὺς αἰῶνας συνδέδεται», ἀφοῦ τὸ «φθαρτὴν εἰληφὸς φύσιν», τὸ φθαρτὸ δηλαδὴ σῶμα προορίζεται νὰ ἀναδειχθῆ ἄφθαρτο.
Ἂν ἡ ψυχὴ παιδαγωγήση τὸ σῶμα μὲ νηστεῖες, ἀλλὰ δὲν προσέξη ταυτόχρονα τὴν ἔναντι τοῦ πλησίον συμπεριφορὰ μὲ ἔλληψη ἀγάπης, ποὺ αὐτὸ μαρτυρεῖ ἡ κατάκριση στὴν ὁποία προβαίνει εἰς βάρος του, πάλι σ’ αὐτὸ παραδίνεται ἡ ψυχή. Ἂν ἡ ψυχὴ ξεπεράση τὴν κατάκριση καὶ ὑποτάξη τὸ σῶμα, ὑπερύφανη γι’ αὐτὸ τὸ κατόρθωμά της, ξαναπέφτει πάλι ὑπόδουλη σ’ αὐτό. Τὸ σῶμα εἶναι ἀπὸ μιὰ μεριὰ συνεργάτης, βοηθὸς καὶ ὑποστηρικτὴς τῆς ψυχῆς. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως μεριὰ τὴν ἴδια ὥρα παρουσιάζεται ἐχθρός, ἀντίπαλος καὶ ἐπίβουλος. Ἡ περιποίηση τὸ θεριεύει καὶ τὸ κάνει πολέμιο τῆς ψυχῆς. Ἡ ὑπερβολικὴ πάλι ἄσκηση τὸ λειώνει, τὸ κάνει ἄτονο κι ἀδύναμο. Ἡ ἀνάπαυση τὸ ὁδηγεῖ σὲ ἀταξίες καὶ τὴν πολλὴ περιφρόνηση δὲν τὴν ἀντέχει. Ἂν κάνη τὸ σῶμα νὰ λυπᾶται, ὑποφέρει κι ἡ ψυχή. Ἂν τὸ πληγώση θανάσιμα, χάνει τὸ ὄργανο γιὰ τὴν ἀπόκτηση ἀρετῆς. Ἔτσι λοιπὸν ἡ ψυχὴ καὶ ἀποδέχεται ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ καὶ σιχαίνεται ἀπὸ τὴν ἄλλη καὶ ἀηδιάζει τὸ σῶμα της.
Τελικὰ ἡ σύζευξη ψυχῆς καὶ σώματος ἀποτελεῖ ἕνα ἀπερινόητο μυστήριο. Εἶναι τόσο στενή, ὥστε νὰ γίνεται «σύγκραση» καὶ τῶν δυὸ σὲ ἕνα παράδοξο καὶ ἀκατανόητο ἀνακάτερμα. Ἡ βαθύτερη διείσδυση στὸ μυστήριο αὐτό, ὅσο κι ἂν κατὰ βάθος θὰ μένη πάντα ἀκατάληπτο καὶ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὸ ἀποτελεῖ, μπορεῖ νὰ βοηθήση στὴν ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος ποὺ συνιστᾶ ἡ σχέση σώματος καὶ ψυχῆς. Καὶ τὸ πρόβλημα εἶναι εἰδικώτερα πῶς νὰ παραμείνη ἡ ψυχὴ ἄτρωτη, ἐλεύθερη ἀπ’ τὸν κίνδυνο τῆς παραφυσικῆς διαφθορᾶς. Ἡ ψυχὴ μὲ τὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔδωσε κατὰ τὸ ἅγιο Βάπτισμα πὼς συντάσσεται, πάει μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ καὶ πὼς ἔτσι θὰ προχωρεῖ μαζί του «συντεταγμένη» γιὰ πάντα, εἶναι πιὰ μυστηριακὰ δεμένη μαζί του. Καὶ ἀκόμη τὴ δένει ἡ ὑπόσχεση στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του νὰ νικήση τὴν «τυραννίδα» τοῦ σώματος, τὴν τυραννική του ἐξουσία πάνω στὴ ψυχή, μὲ ἄσκηση ἐκ μέρους της βίας ἐναντίον του. Ἡ ἐμβάθυνση στὴ σωματικὴ φύση δὲν ἀποκαλύπτει τίποτε τὸ ἄγνωστο στὴν ψυχή. Ἀποτελεῖ μᾶλλον βαθύτερη συνειδητοποίηση αὐτῶν ποὺ ἤδη ξέρει πολὺ καλὰ γι’αὐτό. Αἰτία τῆς διασπάσεως, ποὺ δὲν θὰ πρεπε νὰ ὑπάρχη ἀνάμεσα στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα, εἶναι βασικὰ ἡ φιλαυτία. Καὶ ἡ φιλαυτία ἀποτελεῖ ἀρρώστια τῆς ἴδιας τῆς ψυχῆς γιατὶ εἶναι «ἐμ-παθὴς φιλία πρὸς τὸ σῶμα». Ἡ πύρωση ὅμως καὶ ἡ ἀναστάσωση τοῦ σώματος ὀφείλεται στὴν ἄνεση, στὴ βολικὴ καὶ στὴ χωρὶς καμιὰ δυσκολία γιὰ τὸ σῶμα ζωή. Ἡ ἐσωτερικὴ του ὅμως φλόγωση ὀφείλεται σὲ ἁμαρτωλοὺς λογισμοὺς. Ἀλλὰ λογισμοὺς μόνο ἡ ψυχὴ γεννάει ἢ γιὰ τὴν ἀκρίβεια ἐπιγεννήματά της. Αἰτία του εἶναι κατὰ φαυλοκυκλικὴ κίνηση ἡ ἄνεση ποὺ προηγήθηκε ἢ ἡ πρακτικὴ τῆς ἁμαρτίας. Ἡ σωματικὴ φύση, ὅταν «συλλάβη», γεννάει πτώσεις στὴν ἁμαρτία καὶ τῶν πτώσεων αὐτῶν καρπὸς εἶναι ὁ πνευματικὸς θάνατος, ἂν αὐτὲς ὁδηγήσουν τὸν ἁμαρτωλὸ σὲ ἀπελπισία καὶ ἀπόγνωση.