‘Έχουν περάσει αρκετές εβδομάδες στο ερημητήριό μου.
Έχω καιρό να συναντήσω άνθρωπο, να μιλήσω, να ανταλλάξω έναν χαιρετισμό.
Τι υποβλητική που είναι αυτή η ησυχία!
Μοναδική συντροφιά ο παφλασμός των κυμάτων, το σφύριγμα του αέρα,το κελάηδημα των πουλιών,οι σταγόνες της βροχής.
Τίποτα άλλο.
Εδώ είναι εύκολο να απορρίψεις τον πολιτισμό μας -αυτό το παχύ κατασκεύασμα, που στην ουσία φανερώνει διαρκώς και ποικιλότροπα την ασχήμια του ανθρώπινου εγώ.
Εδώ,επειδή λίγα ακούς, πολλά βλέπεις.
Επειδή λίγα πληροφορείσαι, πολλά μαθαίνεις.
Η φυσική ασυμμετρία, σου διδάσκει την αρμονία, το κάλλος, την ισορροπία.
Μέριμνα καμιά.
Παρηγοριά οι αναμνήσεις και φυσικά, οι αναζητήσεις.
Αυτά μέσα σου.
Γύρω σου, το χάδι της φύσης!
Σου γλείφει το κορμί της υποστάσεως.
Εγώ όμως, μεγαλωμένος στις πόλεις, με πτυχία τεχνολογίας, με δέρμα μεταλλαγμένο, δεν ξέρω τη γλώσσα της.
Αυτή μου μιλάει, αλλά εγώ δεν την καταλαβαίνω.
Δεν ξέρω τους τρόπους της.
Αγνοώ τα μυστικά της.
Είναι σαν να μου μιλάει κάποιος σε πολύ μουσική γλώσσα,που όμως εγώ αγνοώ τις λέξεις της.
Απολαμβάνω το άκουσμα!
Χάνω όμως το νόημα…
(Από τις ημερολογιακές σημειώσεις ενός αναχωρητή)