Ἡ ἀπόλυτη ἀπαίτηση τοῦ Χριστοῦ μας

Ὁ Χριστός ζητᾶ ἀπό μᾶς τά πάντα.
1) Μᾶς ζητάει νά ἀπαρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας, λέγοντάς μας: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν Σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι». Δηλ. «Ὅποιος θέλει νά γίνει δικός Μου, πρέπει νά ἀπαρνηθεῖ τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό του, νά σηκώσει τόν Σταυρό του, πού σημαίνει νά νεκρωθεῖ ὡς πρός τήν ἁμαρτία, ὡς πρός τόν κόσμο (νά ἀποβάλει τό κοσμικό φρόνημα), νά ἀπαρνηθεῖ τόν διάβολο καί νά μέ ἀκολουθήσει τηρώντας ὅλα ὅσα λέω». Ἄν ἀληθινά θέλουμε νά εἴμαστε μαθητές Ἐκείνου, πρέπει νά ξεχάσουμε τελείως τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό μας, νά ἀπορρίψουμε καί νά μισήσουμε κάθε ἁμαρτία· ἀκόμη, θά πρέπει νά κάμνουμε καί τό καλό, νά τηροῦμε ὅλες τίς ἐντολές καί νά νεκρωθοῦμε ὡς πρός τό κοσμικό φρόνημα, τήν ἁμαρτία καί κάθε πάθος. Δέν πρέπει νά ἀφήσουμε ἀνεξάλειπτη καμμία ἁμαρτία, ἀκόμη καί ἄν εἶναι πολύ μικρή, διότι μπορεῖ αὐτή νά μᾶς παρασύρει κατόπιν σέ μεγαλύτερο κακό.
Ἐπιθυμοῦμε τήν αἰώνια ζωή… Θέλουμε νά κερδίσουμε τόν Παράδεισο. Ὅμως, τίποτε δέν κερδίζει κανείς χωρίς κάποιο τίμημα. Θέλουμε νά χτίσουμε τήν οὐράνια κατοικία μας, πού θά διαρκέσει αἰώνια. Ἄν γιά νά χτίσουμε τήν ἐπίγεια, τήν προσωρινή, κατοικία μας καταβάλλουμε τόσους κόπους καί κάνουμε τόσα ἔξοδα, πόσο μᾶλλον θά πρέπει νά κοπιάσουμε γιά νά οἰκοδομήσουμε τήν αἰώνια κατοικία μας. Χρειάζεται νά θυσιάσουμε, νά «χάσουμε», κάποια πράγματα, τά ὁποῖα βέβαια εἶναι μηδαμινά μπροστά στήν αἰώνια χαρά καί μακαριότητα τοῦ Παραδείσου. Γι’ αὐτό λέει καί ἡ Ἀγία Γραφή: «Οὐκ ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρός τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς». Δέν εἶναι τίποτα τά παθήματα αὐτῆς τῆς ζωῆς μπροστά στήν δόξα πού πρόκειται νά μᾶς ἀποκαλυφθεῖ στήν αἰωνιότητα.
Ὡστόσο, ὁ Χριστιανός φαίνεται ὅτι χάνει πολλά πράγματα:
α) Τήν ἄνεσή του. «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καί βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν». Χρειάζεται νά πάρουμε διαζύγιο ἀπό τήν ἄνεση καί τήν καλοπέραση, ἀπό τήν τήν τεμπελιά καί τήν ἀνεμελιά. Ἀπαιτεῖται νά ἀσκήσουμε κάποια πίεση στὀν ἑαυτό μας. «Σκάμμα ἐστίν ὁ παρών βίος», λέει ὁ Ἄγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἡ ἐκκλησία ἔχει δύο Ἑνότητες μελῶν: τήν ἐπίγεια ἤ στρατευομένη καί τήν Οὐράνια ἤ Θριαμβεύουσα. Ἐμεῖς ἀνήκουμε στήν ἐπίγεια. Τό ὄνομα στρατευομένη δέν εἶναι τυχαῖο. Ὑποδηλώνει ὅτι βρισκόμαστε σέ κατάσταση ἐκστρατείας, σέ πολεμικές ἐπιχειρήσεις. Γι’ αὐτό καί ἀπαιτεῖται ἐπαγρύπνηση, νήψη, ἀπάρνηση τῆς ἄνεσης. Ἡ μάχη εἶναι διαρκής, χωρίς ἐλπίδα ἀνακωχῆς. Οἱ ἐνέδρες τοῦ ἐχθροῦ πολλές. Δέν χωράει τεμπελιά, ἀμέλεια καί ἀπροσεξία.
β) Μᾶς ζητάει νά ἀπαρνηθοῦμε τίς ἁμαρτωλές ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς. Ὄχι ὅλες τίς ἀπολαύσεις, ἀλλά μόνον τίς ἁμαρτωλές, αὐτές πού τελικά ἀποδεικνύονται μάταιες καί μᾶς κάνουν νά βιώνουμε τήν δυστυχία, τήν ἀηδία καί τόν θάνατο. Γι’ αὐτό λέει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Πάντων ἀπόλαυσον, μόνον ἁμαρτίας ἀπόστηθι».
γ) Μᾶς ζητάει νά ἀπαρνηθοῦμε τό κοσμικό μέλλον μας, ἴσως καί τήν καρριέρα μας. Παραδείγματα πολλά ἀπό τήν ζωή τῶν ἁγίων, τῶν μαρτύρων ἀλλά καί τῶν συγχρόνων Χριστιανῶν, π.χ. Μακρῆς (πόλεμος ἀπό Μασωνία), σύγχρονοι Ρῶσοι χριστιανοί ἐπιστήμονες (ἅγιος Λουκᾶς Κριμαίας, ὁ ἰατρός).
δ) Μᾶς ζητάει νά ἀπαρνηθοῦμε τήν ἀναγνώριση τοῦ κόσμου, τῶν συγγενῶν καί τῶν φίλων μας. Γεύεται κάποτε καί τόν διωγμό, ἀκόμη καί ἀπό τούς λεγόμενους δικούς του ἀνθρώπους. Ὁ Κύριος μᾶς τό εἶπε: «Πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζεῖν διωχθήσονται». Κάνει ἐντύπωση τό «Πάντες».
Θά τολμούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἄν δέν ἔχουμε διωγμό θά πρέπει νά ἀνησυχοῦμε γιά τήν ποιότητα τοῦ χριστιανισμοῦ μας. Πάλι, ὁ Κύριος μᾶς εἶπε: «Ἀλλοίμονο ἄν σᾶς ποῦν καλά (σᾶς ἀποδεχθοῦν καί σᾶς ἐπαινέσουν) ὅλοι οἱ ἄνθρωποι» Αὐτό σημαίνει ὅτι συμβιβαζόμαστε μέ ὅλους, πᾶμε ὅπως φυσάει ὁ ἄνεμος. Ἀντιθέτως, εἴμαστε μακάριοι ὅταν μᾶς ὀνειδίσουν, μᾶς διώξουν, μᾶς συκοφαντήσουν, μᾶς περιφρονήσουν, διότι θέλουμε νά εἴμαστε μέ τόν Χριστό καί νά τηρήσουμε τό εὐαγγέλιο. Ἡ σύγκρουση μέ τόν κόσμο (τό κοσμικό πνεῦμα) εἶναι ἀναπόφευκτη. Ἰδιαίτερα στήν ἐποχή μας, ἡ πόλωση εἶναι πολύ ἔντονη. Τεράστια ἀπόσταση χωρίζει τήν κατά Χριστόν ζωή ἀπό τήν ζωή τοῦ κόσμου.
2) Ὁ Χριστός μας δέν θέλει νά διχαζόμαστε.
Μᾶς εἶπε: «Κανείς δέν μπορεῖ νά δουλεύει σέ δύο κυρίους. Δέν μπορεῖτε νά δουλεύετε ταυτόχρονα στόν Θεό καί στόν Μαμωνᾶ.(στόν Θεό καί στόν Διάβολο)» Ἄν κανείς περπατᾶ ταυτόχρονα σέ δύο δρόμους, θά σχιστεῖ στή μέση, τελικά θά αὐτοδιαλυθεῖ. Εἶναι σχιζοφρενική συμπεριφορά, πού ὑποδηλώνει διπλῆ προσωπικότητα, ἐσωτερική διάσπαση τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς, ἐπανάλειψη τοῦ προπατορικοῦ λάθους. Εἶναι πνευματικός ἀλλοιθωρισμός. Ἐνῶ ὁ Θεός εἶναι τό Πᾶν, ἐμεῖς Τόν ἀφήνουμε καί ἀκολουθοῦμε τόν προαιώνιο ἐχθρό. Προσπαθοῦμε νά φτάσουμε στήν Θέωση, ἐμπιστευόμενοι στόν ἑαυτό μας· δέν δινόμαστε ἀπόλυτα στόν Χριστό. Διχαζόμαστε ἐσωτερικά, μέ ἀποτέλεσμα νά πλησιάζουμε διστακτικά, γεμᾶτοι φοβίες καί ἀναστολές. Ἡ πίστη μας εἶναι ὑποτονική καί τρεμοσβήνει. Ἡ θέρμη τῆς ἀγάπης μας: πολύ περιορισμένη. Ἡ χλιαρότητα κυριαρχεῖ.
Καί ὁ Λόγος φοβερός: «Τούς χλιαρούς θά τούς ἐμέσω», λέει ὁ Κύριος στήν Ἀποκάλυψη. «Ἔπρεπε νά εἶσαι», γράφει ὁ Θεός στόν ἐπίσκοπο τῆς Λαοδικείας, «ἤ ψυχρός ἤ θερμός». Δηλ. θά ἔπρεπε νά εἶσαι ἀκέραιος καί ὁλόκληρος, ὄχι διχασμένος καί μεσοβέζικος. Ὁ ψυχρός ἔχει τήν ἐλπίδα κάποτε νά συναισθανθεῖ τήν παγωνιά τῆς ἁμαρτίας καί νά μετανοήσει. Ὁ θερμός εἶναι μακάριος, διότι ἀπολαμβάνει τή γλυκειά θαλπωρή τῆς κατά Χριστόν ζωῆς. Ὁ χλιαρός ὅμως κάνει, θά λέγαμε, τόν Θεό νά ἀηδιάζει. Δέν μετανοεῖ, διότι νομίζει ὅτι δέν ἔχει ἀνάγκη μετανοίας. Εἶναι ὑποκριτής καί ἀποκοιμίζει τή συνείδησή του τηρώντας κάποια ἐξωτερικά πράγματα. Ἡ καρδιά του ὅμως εἶναι διχασμένη. Εἶναι κατά ἕνα ποσοστό δοσμένη στόν Χριστό καί κατά τό ὑπόλοιπο δοσμένη στόν Ἀντίχριστο.
Ὁ χριστιανός, ἀντίθετα, εἶναι ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος. Μέλος τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι «πολίτης αὐτοῦ τοῦ κόσμου».
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ κόσμου εἶναι «χίλια κομμάτια μέσα του», γεμᾶτος ἄρρωστες προσκολλήσεις, ἐξαρτήσεις καί ἐπιθυμίες. Ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι «ἑνοειδής», ἑνοποιημένος καί ἀληθινά ἐλεύθερος. Ὅλες του οἱ ψυχικές δυνάμεις εἶναι ἑνωμένες καί κατευθύνονται πρός τόν Θεό. Νοῦς, λόγος καί πνεῦμα, διά τῆς ἀδιάλειπτης νοερᾶς προσευχῆς, ἔχουν γίνει «ἕνα» στόν ἀληθινά ἐκκλησιαστικοποιημένο ἄνθρωπο. Τέτοιοι πρέπει νά γίνουμε ὅλοι, εἴτε εἴμαστε λαϊκοί στόν κόσμο εἴτε μοναχοί.
Ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας λειτουργεῖ σωστά, καί ψυχικά καί σωματικά. Δέν εἶναι διχασμένη προσωπικότητα, ὅπως συμβαίνει μέ τόν ἄνθρωπο τοῦ κόσμου, πού κατά βάθος «δέν ξέρει τί θέλει».
Οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί, εἴτε ζοῦν μέσα σ’ ἕνα μοναστήρι εἴτε μέσα σέ μία κοσμική ἐνορία, εἶναι ἄνθρωποι πού ἀνήκουν στόν Χριστό καί ὄχι στόν κόσμο. Εἶναι «μέλη Χριστοῦ» καί ὄχι «μέλη τοῦ κόσμου».
Ὅταν ἕνας ἀσκητής βγαίνει ἀπό τό Μοναστήρι του γιά νά βοηθήσει πνευματικά τούς χριστιανούς πού ζοῦν στόν «κόσμο», δέν «βγαίνει στόν κόσμο», ὅπως συνήθως λέγεται. Ἀντίθετα, πηγαίνει στήν Ἐκκλησία καί συναντᾶ τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς του, πού ζοῦν «ἐν τῷ κόσμῳ» ἀλλά δέν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου». Ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική Κοινότητα τῆς Ἐρήμου μεταβαίνει στήν Ἐκκλησιαστική Κοινότητα τοῦ κόσμου.
3) Ὁ Χριστός ζητάει ὁλόκληρη τήν καρδιά μας, ὁλόκληρο τό ἐσωτερικό μας.
Μᾶς λέει: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου,…». Μᾶς ζητάει ὅλη τήν καρδιά μας, ὅλο τόν νοῦν μας, ὅλη τήν δύναμή μας. Ὅλα αὐτά νά Τοῦ τά δώσουμε ἀγαπώντας Τον. Ζητάει ὅλη τήν ὕπαρξή μας. Ὄχι γιά τόν ἐαυτό Του, ἀλλά γιά μᾶς. Διότι θέλει νά σώσει τήν ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, θέλει νά μᾶς ζωοποιήσει καί νά μᾶς ἁγιάσει. Ἀλλά αὐτό δέν μπορεῖ νά γίνει ἄν δέν τοῦ δοθοῦμε ὁλόκληροι. Πρέπει ὅλη τήν ἀγάπη μας νά τήν δίδουμε στόν Χριστό. Ὅλες οἱ σκέψεις μας νά εἶναι γιά τόν Θεό, καί ὅλο τό συναίσθημα καί τά πάντα γιά τόν Θεό. Ὁ Θεός μᾶς θέλει ἀπόλυτα δικούς Του.
Τό Ἅγιο Πνεῦμα «ἐπιποθεῖ», σφόδρα ἐπιθυμεῖ, νά ἑνωθεῖ μαζί μας. Θέλει τήν καρδία μας ὁλόκληρη. Τήν θέλει καθαρή. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἀγαπᾶ «ἐξ ὅλης ψυχῆς καί καρδίας καί διανοίας τόν Κύριο»[1]. Ἄν ἔχει καί ἄλλες ἀγάπες, τότε εἶναι «ἄπιστος», ἔχει καταλύσει τήν ἕνωση μέ τόν Κύριο.
Ὁ Κύριος εἶναι «Θεός ζηλωτής»[2] δηλ. «ζηλότυπος». Μᾶς θέλει ἀποκλειστικά δικούς του. Δέν μπορεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα νά μείνει μέσα στόν ἄνθρωπο πού εἶναι διχασμένος. Μιά καρδιά μοιρασμένη σέ πολλές κοσμικές ἀγάπες εἶναι μιά καρδιά μολυσμένη, τυφλή, ἀκατάλληλη νά δεχτεῖ τόν Κύριο.
Ἄν δώσουμε ἔστω καί κάτι στόν ἐχθρό, αὐτό μπορεῖ νά γίνει αἰτία τῆς ἀπώλειάς μας. Ὅπως ἕνας πολεμιστής, πού ἐκθέτει ἕνα τμῆμα τοῦ σώματός του ἀφύλακτο στόν ἐχθρό, μπορεῖ σ’ ἐκεῖνο τό σημεῖο νά δεχθεῖ καίρια τήν πληγή ἀπό τό ἐχθρικό βέλος καί νά ἀποθάνει. Ὅπως μιά πόλη, πού ἔχει κενά στήν ἀμυντική της γραμμή, κινδυνεύει ἀνά πᾶσα στιγμή νά ἁλωθεῖ ἀπό τούς ἐχθρούς, οἱ ὁποῖοι μπορεῖ νά εἰσέλθουν στήν πόλη διά μέσου ἐκείνου τοῦ ἀδυνάτου σημείου. Διά τοῦτο…
4) Ὁ Κύριος μᾶς ζητάει νά τηροῦμε ὅλες τίς ἐντολές καί καμμία νά μήν καταφρονοῦμε
Μετά τήν ἀνάσταση εἶπε στούς Ἀποστόλους: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ, καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν». Κάνει ἐντύπωση ἡ λέξη «πάντα», δηλ. ὅλα, ὅλες τίς ἐντολές πρέπει νά τηρήσουμε. Ὁ Κύριος, μαζί μέ τήν ὀρθή πίστη γιά τήν Ἁγία Τριάδα, συνέζευξε καί τήν τήρηση ὅλων τῶν ἐντολῶν. Εἶναι ἀδύνατον νά σωθεῖ ὁ βαπτισθείς, ἄν δέν ἔχει καί τά δύο αὐτά.
Διά τοῦτο καί ὁ Δαβίδ ἔλεγε: «Πρός πάσας τάς ἐντολάς σου κατωρθούμην· πᾶσαν ὁδόν ἄδικον ἐμίσησα», διότι ἐναντίον κάθε ἄδικης ὀδοῦ μᾶς ἔχει καί μιάν ἀντίστοιχη θεϊκή ἐντολή. Ἄν παραλειφθῆ ἡ τήρηση κάποιας ἀπό τίς ἐντολές, τότε ἀντεισάγεται ἡ ἀντικείμενη σ’ αὐτήν ὁδός τῆς κακίας. Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε καί τήν δύναμη ὥστε νά εἶναι κατορθωτή ἡ τήρηση ὅλων τῶν ἐντολῶν, μέ τό νά μᾶς πεῖ: «…ἰδοὺ δίδωμι ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, καὶ οὐδὲν ὑμᾶς οὐ μὴ ἀδικήσῃ.». Αὐτήν τήν δύναμη καί ἐξουσία ἀφοῦ ἔλαβε καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς κἀγώ Χριστοῦ»· καί πάλιν «οἱ δέ τοῦ Χριστοῦ τήν σάρκαν ἐσταύρωσαν σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις»· καί πάλιν «ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται, κἀγώ τῷ κόσμῳ». Ὅλες δέ οἱ ἐντολές, ἄν καί εἶναι πολλές, ἀνακεφαλαιώνονται σ’ ἕναν λόγο, στό νά «ἀγαπήσεις τόν Κύριο καί Θεό σου ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί τόν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν». Ἐκεῖνος ἑπομένως πού ἀγωνίζεται, ἄν τηρεῖ αὐτόν τόν λόγο, κατορθώνει ὅλες μαζί τίς ἐντολές.
5) Ὁ Χριστός ζητάει ὁλόκληρη τήν ζωή μας.
Γι’ αὐτό μᾶς εἶπε: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι».
Δέν εἶναι κάτι διαφορετικό ὁ Χριστός καί ἡ ζωή μας. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ζωή μας. Δέν ὑπάρχουν ὧρες τοῦ Χριστοῦ καί ὧρες τοῦ διαβόλου. Αὐτός πού μετανόησε ἀληθινά δέν ἔχει ὧρες πού ὀφείλει νά κάνει τό καλό καί ὦρες πού πρέπει νά ἀσωτεύει οὔτε ἔχει καιρό εὐσεβείας καί καιρό παρανομίας.
Ὁ Χριστός μᾶς ζητάει ὅλο τόν χρόνο μας, ὅλη τήν ζωή μας. Ζητάει καί τήν ἐργασία μας καί τήν βόλτα μας καί τήν ὥρα τῆς ἀνάπαυσής μας.Γιατί ὅλα πρέπει νά δοθοῦν στόν Χριστό καί ὅλα νά εἶναι γεγονότα μέ πνευματική σημασία. Ὅλα νά εἶναι γιά Ἐκεῖνον… Γεγονότα πού θά μᾶς ἑνώνουν μαζί Του.
Μία βόλτα εἶναι ἄραγε πνευματικό γεγονός; Εἶναι. Ὅλα εἶναι πνευματικά. Ὅλα ἔχουν πνευματική σημασία. Ὅλα ἤ μᾶς πλησιάζουν ἤ μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τόν Χριστό. Ὅλα ἤ μᾶς προσθέτουν Θεία Χάρη ἤ μᾶς ἀφαιροῦν. Ὅλα ἤ ἐνεργοποιοῦν τήν Βαπτισματική Θεία Χάρη ἤ τήν ἀπενεργοποιοῦν. Ὅλα ἤ μᾶς ὑψώνουν ἤ μᾶς κατεβάζουν. Ὅλα ἤ μᾶς ὁδηγοῦν στόν Χριστό μας ἤ μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τόν Χριστό μας. Τίποτε δέν εἶναι οὐδέτερο. Τίποτε δέν εἶναι χωρίς σημασία. Τίποτε δέν εἶναι ἀδιάφορο. Ὅλα εἴτε μᾶς οἰκοδομοῦν πνευματικά εἴτε μᾶς γκρεμίζουν. Ὁ ἄνθρωπος κάθε στιγμή εἶναι ἤ Χριστολάτρης ἤ Χριστομάχος. Ὁ Κύριος μᾶς τό εἶπε ξεκάθαρα: «Ὁ μή ὤν μετ’ Ἐμοῦ κατ’ Ἐμοῦ ἐστίν». Καί πάλι μᾶς εἶπε: «Ὁ μή συνάγων μετ’ Ἐμοῦ σκορπίζει». Ὅποιος δέν συγκεντρώνει μαζί Μου, σκορπίζει. Ὅποιος δέν χτίζει μαζί μου, γκρεμίζει· ὅποιος δέν  θησαυρίζει μαζί Μου, σπαταλάει· ὅποιος δέν δημιουργεῖ μαζί Μου, καταστρέφει.
«Κάθε ἄνθρωπος…εἶναι ἢ Χριστόφιλος ἢ Χριστομάχος», μᾶς διδάσκει ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς (ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία του στὸ Α´ Ἰω. δ´ 3).
Ἄν στήν βόλτα σου δέν εἶσαι μαζί μέ τόν Χριστό, τότε εἶσαι ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ. Θά πεῖς ἴσως: «Μά δέν κάνουμε κάτι κακό». Καί ὅμως, κάνουμε. Παραβαίνουμε τήν Α΄ Ἐντολή. Κάνουμε κάτι πού δέν ἔχει σχέση μέ τό ἀληθινό κάλλος καί τόν «κάλλει Ὡραῖο» Κύριο, ὁ Ὁποῖος μᾶς ζητάει τά πάντα: Ὅλο τόν χρόνο μας, ὅλη τήν σκέψη μας, ὅλη τήν ἐνεργητικότητά μας, ὅλη τήν ἀγάπη μας, ὅλη τήν βούλησή μας, ὅλα τά θελήματά μας, ὅλη τήν ψυχή μας, ὅλο τό σῶμα μας, ὅλην τήν ψυχοσωματική μας ὑπόσταση. Τά ζητάει ὅλα, γιά νά τά κάνει ὅλα ἕνα μ’ Αὐτόν τόν Ἴδιο, καί ἔτσι νά τά σώσει. -Πῶς μᾶς τά ζητάει; Μήπως ὑπερβάλλουμε; -Καθόλου. Μᾶς τά ζητάει ἀκριβῶς μέσῳ τῆς Α΄ Ἐντολῆς: «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου, καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου».
Ζητάει καί κάθε τι πού κάνουμε. Θέλει ὅλα νά ξεκινοῦν ἀπό Αὐτόν καί νά καταλήγουν σέ Αὐτόν. Ἡ ἀφορμή γιά κάθε τι νά εἶναι Αὐτός.
Ἐπίσης, τό τέλος, ὁ σκοπός γιά κάθε τί, νά εἶναι πάλι ὁ Χριστός μας. Ξεκάθαρα μᾶς τό εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι τό Α καί τό Ω, ἡ ἀρχή καί τό τέλος». Ὅ,τι δέν ἔχει ἀρχή Ἐμένα, δέν ἔχει ὕπαρξη. Εἶναι μή ὄν, εἶναι ἀνυπόστατο, εἶναι κακό (τό κακό πράγματι εἶναι ἀνυπόστατο).
Μόνο ὅ,τι ἀρχίζει ἐξ αἰτίας τοῦ Χριστοῦ μας καί σκοπεύει στόν Χριστό μας, στήν εὐαρέστησή Του, εἶναι εὐλογημένο, εἶναι ἀληθινά ὡραῖο καί ἔχει πραγματική ὀντότητα. Μόνο ὅ,τι ἔχει Χριστό, μόνο ὅ,τι ἔχει τήν Θεία Χάρη, μόνο ὅτι ἔχει δημιουργηθεῖ ἀπό τόν Χριστό καί διά τοῦ Χριστοῦ καί ἔχει προσφερθεῖ πάλι ἀγαπητικά στόν Χριστό, μόνο αὐτό ὐπάρχει στήν πραγματικότητα καί στήν αἰωνιότητα.
Διότι μόνο ὁ  Χριστός εἶναι ὁ Ὤν (ὁ ἀληθινά ‘Υπάρχων). Μόνο  ὅ,τι εἶναι δικό Του ὑπάρχει ἀληθινά καί εἶναι ἀληθινά καλό. Μόνο ὅ,τι συνδέεται μαζί Του ἀποκτᾶ ἀληθινό κάλλος. Κάθε πρόσωπο, πρᾶγμα, τέχνη, πράξη, σκέψη, πολιτισμός, «δημιουργία», χωρίς Χριστό εἶναι: κακή, ἀνυπόστατη, χωρίς κάλλος, χωρίς ὀντότητα, χωρίς Πνεῦμα. Ἑπομένως κάθε γεγονός, κάθε σκέψη, κάθε φαντασία, κάθε κίνηση, κάθε πράξη μας ἔχει πνευματικές διαστάσεις, ἔχει πνευματική ἐπίδραση, ἔχει ἄμεση σχέση μέ τήν πνευματική μας ζωή. Ἐπηρεάζει τόν πνευματικό μας ἀγῶνα, ἐπιδρᾶ εἴτε θετικά εἴτε ἀρνητικά στήν προσπάθειά μας γιά τήν «ἐν Χριστῷ» σωτηρία μας. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι σέ κοινωνία μέ τόν ἄκτιστο Τριαδικό Θεό, τότε ζεῖ καί σώζεται. Ὅταν ἡ ἀγαπητική κοινωνία μέ τόν ἐν Τριάδι Θεό διακόπτεται, λόγῳ τῆς ἁμαρτίας, τότε ὁ ἄνθρωπος βαδίζει τόν δρόμο τῆς ἀπωλείας. Κάθε τί πού λειτουργεῖ ὡς ἐμπόδιο στήν κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό εἶναι βλαβερό, εἶναι σκάνδαλο, καί πρέπει νά ἀπομακρύνεται ἀπό τήν ζωή τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου.
Ἁπλούστερα καί πιό συγκεκριμένα θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι κάθε τί πού ἐμποδίζει τήν προσευχή, τήν ἐν Χριστῷ ἄσκηση, τήν ταπείνωση, τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη –τά ψυχικά καί τά σωματικά– εἶναι σκάνδαλο καί πρέπει νά ἀπομακρύνεται ἀπό τή ζωή τοῦ ἀγωνιστοῦ ὀρθόδοξου Χριστιανοῦ.
Ὁ Χριστιανός δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλοτε δοῦλος τοῦ Θεοῦ καί ἄλλοτε δοῦλος τοῦ διαβόλου, ἀλλά πάντοτε εἶναι ὁ ἴδιος. Ἐκεῖνος πού κάνει τήν ἁμαρτία, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας, καί ἐκεῖνος πού εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας δέν μπορεῖ νά ὑπηρετεῖ ταυτόχρονα καί τόν Θεό, ὅπως μᾶς τό ἀποκάλυψε ὁ Ἴδιος: «οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν» καί ὁ Ἀπόστολος: «Τίς κοινωνία φωτί πρός σκότος; τίς δέ συμφώνησις Χριστῷ πρός βελίαρ; τίς δέ συγκατάθεσις Ναῷ Θεοῦ μετά εἰδώλων;» Γι’αὐτό καί μᾶς προτρέπει τό Ἅγιο Πνεῦμα: «καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, καί τότε ἐπιτελοῦμεν ἁγιωσύνην ἐν ἀγάπῃ Χριστοῦ», δηλ. κάθε καλό ἔργο. Διότι ἐκεῖνος πού ἀπέφυγε τά περισσότερα ἀπό τά ἁμαρτήματα, ὅμως κυριεύεται ἔστω καί ἀπό ἕνα, ἔστω καί ἀπό τό πιό ἐλάχιστο καί τυχαῖο, δέν εἶναι ἐλεύθερος· διότι «ᾧ τις ἥττηται, τούτῳ καί δεδούλωται». Εἶναι ἀδύνατον νά νικήσει κανείς τά μεγάλα πάθη, ἄν πρῶτα δέν κυριαρχήσει στά μικρά. Ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ὅλη δοσμένη στόν Χριστό. Οἱ μικρές ὑποχωρήσεις εἶναι αἰτίες ἀποξένωσης ἀπό τόν Χριστό καί ἀπενεργοποίησης τῆς Βαπτισματικῆς Θείας Χάρης. Ἡ προτροπή τοῦ Κυρίου: Μείνατε ἐν Ἐμοί, ἀντηχεῖ συνεχῶς στήν καρδιά αὐτῶν πού θέλουν νά εἶναι Χριστόφιλοι-Χριστολάτρες καί ὄχι Χριστομάχοι. 6) Ὅ,τι δίνουμε στόν Χριστό ἀξιοποιεῖται στόν μέγιστο βαθμό. Ὅτιδήποτε προσφέρει ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό (ἀπό ὅσα τοῦ χάρισε Ἐκεῖνος, π.χ. τάλαντα, χαρίσματα, γνώσεις, χρόνο, δύναμη, ἀγάπη) δέν τό χάνει ἀλλά τό κερδίζει 30 ἤ 60 ἤ 100 φορές παραπάνω. Δέν ἔχουμε τίποτε παρά μόνο ἐκεῖνα πού δίνουμε στόν Χριστό.
Ἐπίλογος
Ὁ κόσμος –σήμερα περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά– ξέρει τί σημαίνει ἄνεση, καλοπέραση ἀλλά καί τί σημαίνει ἐσωτερικό κενό, ἀνασφάλεια ,ἀβεβαιότητα, ἄγχος, μοναξιά. Ἡ ἁμαρτία ὁδηγεῖ στόν θάνατο (ψυχικό καί σωματικό). Ἡ ἁμαρτία δέν δίνει χαρά. Καί πῶς νά δώσει; ἀφοῦ ἡ χαρά εἶναι καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Δέν πρόλαβες, καρδιά μου, νά χαρεῖς…», ὁμολογεῖ ἕνας τραγικός σύγχρονος ποιητής πού αὐτοκτόνησε (Λαπαθιώτης).
Δέν κατάλαβε ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ὅτι μέσα ἀπό τά ὄχι τοῦ Θεοῦ βγαίνει σ’ ἕνα ξέφωτο ἀληθινῆς κατάφασης καί ζωῆς.
Τό μέλλον διαγράφεται ἀβέβαιο καί ἀμφίβολο, ἄν δέν πιστεύουμε στόν Χριστό. Ἡ ζωή μας περνάει πολύ γρήγορα. Ἐπιτέλους ἄς μήν χρονοτριβοῦμε. Ἄς μήν μᾶς τρώει τό τί θά πεῖ ὁ κόσμος, τό ἄν θά μᾶς εἰρωνευτεῖ ἤ θά μᾶς ἀπορρίψει. Ὁ Κύριος μᾶς τό εἶπε ξεκάθαρα: «Ὅλοι θά σᾶς μισήσουν». «Καί ἔσεσθε μισούμενοι ὑπό πάντων» . Ἀλλά οὐσιαστικά τίποτε δέν θά πάθουμε «Καί θρίξ ἐκ τῆς κεφαλῆς ὑμῶν οὐ μή ἀπόλλυται». Ἄς ἀπορρίψουμε –μιά γιά πάντα– τόν νοῦ τοῦ κόσμου, διότι «ἡμεῖς οἱ πιστοί νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν» Δέν ζοῦμε πιά ἐμεῖς, ἀλλά ζεῖ μέσα μας ὁ Χριστός
Οἱ σημερινοί ἄνθρωποι θέλουν νά τά συμβιβάσουν ὅλα. Δέν τολμοῦν νά ἀρνηθοῦν τήν ἀλήθεια, ἀλλά καί οὔτε ἔχουν διάθεση νά τήν δοῦν κατάματα Δέν εἶναι ἕτοιμοι νά τήν ὑπερασπιστοῦν μέχρι τέλους, ὅ,τι καί ἄν τούς κοστίσει.
Ὅπως ἔλεγε ὁ Καμύ: «Εἴμαστε ἄνθρωποι τοῦ περίπου». Περίπου ἐπιστήμονες, περίπου χριστιανοί, περίπου ἱεραπόστολοι, περίπου γονεῖς, περίπου συγγραφεῖς, περίπου ἱεραπόστολοι. Ἀλλά τό περίπου, τό μισό, τό χλιαρό, εἶναι κόλαση!
Ἀντίθετα, ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν καί μᾶς θέλει τελείως δικούς Του καί ὄχι περίπου δικούς Του. «Τά πάντα εἶμαι ἐγώ γιά σένα καί ἐσύ τά πάντα γιά μένα. Τί περισσότερο θέλεις;» λέει ὁ Κύριος μέ τό στόμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
Ὁ χριστιανός καλεῖται νά ζήσει μέσα στόν κόσμο ὄχι γιά νά συμβιβαστεῖ μαζί του ἀλλά γιά νά τόν ἀλλάξει, νά τόν μεταποιήσει. Ὁ χριστιανός ἀνατέμνει τήν κοινωνική ζωή καί χτυπᾶ τίς σάπιες δομές ξεκινώντας ἀπό τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό.
Ἐπιτέλους ἄς τό καταλάβουμε: Ὁ ἄνθρωπος μακρυά ἀπό τόν Θεό ὑποφέρει πολύ χειρότερα πράγματα, καί τελικά δέν ἀπολαμβάνει τίποτα.
Ὁ Θεός νά δώσει γιά ὅλους μας ἕνα ἀποφασιστικό ξεκίνημα γιά ἕνα ὁλοκληρωτικό δόσιμο. Στό χέρι μας εἶναι, ἀρκεῖ νά τό θελήσουμε πραγματικά.
Συμπερασματικά: Η ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΑΣ είναι ΑΠΟΛΥΤΗ. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΑΣ, ΜΑΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΤΟΥ ΔΟΘΟΥΜΕ 100%. ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΔΙΧΑΖΟΜΑΣΤΕ. ΔΕΝ ΜΑΣ ΘΕΛΕΙ ΛΙΓΟ ΚΟΣΜΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΛΙΓΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ. ΔΕΝ ΜΑΣ ΘΕΛΕΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ ΜΕ… ΜΕΤΡΟ!
ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟΝ ΑΓΑΠΗΣΟΥΜΕ ΜΕ ΟΛΗ ΜΑΣ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ, ΜΕ ΟΛΗ ΜΑΣ ΤΗΝ ΨΥΧΗ, ΜΕ ΟΛΗ ΜΑΣ ΤΗΝ ΔΙΑΝΟΙΑ (ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ), ΜΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΨΥΧΟΣΩΜΑΤΙΚΗ ΜΑΣ ΥΠΑΡΞΗ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ Α΄ ΕΝΤΟΛΗ.

Share Button