«Ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ» (Μᾶρκ. 15,43)
Θὰ ἔπρεπε, ἀγαπητοί μου, πάντοτε νὰ ἐξοικονομοῦμε χρόνο, ἐν ἀνάγκῃ νὰ κλέβουμε ὧρες κι ἀπὸ τὸ φαγητὸ κι ἀπὸ τὸν ὕπνο μας, γιὰ νὰ μελετοῦμε τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Τότε μαζὶ μὲ τὸ Δαυῒδ θὰ λέγαμε κ᾽ ἐμεῖς· «Ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγιά σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου. Ἀπὸ τῶν ἐντολῶν σου συνῆκα· διὰ τοῦτο ἐμίσησα πᾶσαν ὁδὸν ἀδικίας» (Ψαλμ. 118,103-104). Ποιός μελέτησε τὸ Εὐαγγέλιο μὲ πίστι, μὲ ἀγάπη, μὲ σκέψι ἀπερίσπαστη, καὶ δὲν αἰσθάνθηκε τὴ γοητεία του; Ὁ Ναπολέων, ἐξόριστος στὴ νησῖδα τῆς Ἁγίας Ἑλένης, τὸ Εὐαγγέλιο εἶχε παρηγορία του καὶ μὲ στρατιωτικὴ γλῶσσα ἔλεγε· «Ὅσες φορὲς τὸ μελετῶ μοῦ φαίνεται ὅτι μπροστά μου παρελαύνει στρατιὰ οὐρανίων ἰδεῶν ποὺ μὲ καταπλήσσουν».
Ἀπὸ τὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων θὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχή σας σὲ μία μόνο λέξι τοῦ ἱεροῦ κειμένου, τὴν ὁποία χρησιμοποίησε ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος γιὰ νὰ χαρακτηρίσῃ τὴν πρᾶξι τοῦ ἀπὸ Ἀριμαθαίας Ἰωσήφ. «Τολμήσας», γράφει, ὁ Ἰωσὴφ «εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ» (Μᾶρκ. 15,43).
Ὥστε χρειαζόταν τόλμη ὁ «εὐσχήμων βουλευτὴς» γιὰ ν᾿ ἀνέβῃ στὸ πραιτώριο καὶ νὰ ζητήσῃ τὸ σῶμα τοῦ Νεκροῦ; Ἂς πλησιάσουμε ὅμως προηγουμένως τὸν φρικτὸ Γολγοθᾶ, καὶ θὰ ἐκτιμήσουμε καλύτερα τὴ χειρονομία του, ὡς ἕνα καρπὸ τόλμης, χριστιανικῆς ἀνδρείας, ποὺ βλάστησε ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ σταυροῦ.
* * *
Νοερῶς βρισκόμαστε στὸ Γολγοθᾶ. Εἶνε ἡ ὥρα 3 μ.μ. τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Ὁ Ἐσταυρωμένος, ἀφοῦ ἤπιε ὅλο τὸ πικρὸ ποτήριο, ἔκλινε τὴν κεφαλὴ καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα στὸν οὐράνιο Πατέρα. Στιγμὴ συγκλονιστική! Καὶ ἐνῷ τὸ πνεῦμα του κατεβαίνει στὸν ᾅδη γιὰ νὰ κηρύξῃ κ᾽ ἐκεῖ τὴ λύτρωσι, στὸ σῶμα του ἁπλώνεται ἡ ὠχρότης τοῦ θανάτου. Τὰ χέρια ἐκεῖνα, ποὺ θεράπευαν καὶ σκόρπιζαν εὐλογίες, καὶ τὰ πόδια ἐκεῖνα ποὺ ἔτρεχαν καὶ στὰ πιὸ ἀπόμακρα μέρη γιὰ νὰ βροῦν τὸ ἀπολωλός, εἶναι τώρα ἀκίνητα, νεκρά, μαρμαρωμένα. Τὸ στόμα ἐκεῖνο, ἀπ᾽ τὸ ὁποῖο βγῆκαν ποταμοὶ θείας διδασκαλίας, κλείνει. Τὰ μάτια ἐκεῖνα, ποὺ κοίταξαν τὸν Πέτρο καὶ τὸν ἔκαναν ν᾿ ἀναλυθῇ σὲ δάκρυα, σβήνουν. Καὶ ἡ καρδιά, ποὺ ἔκλεινε ὠκεανὸ ἀγάπης, παύει νὰ πάλλῃ. Ὁ Ἰησοῦς νεκρός. Οὐρανὲ καὶ γῆ, πενθῆστε!
Σύμφωνα μὲ τὸ σκληρὸ νόμο τῆς ῾Ρώμης, οἱ κατάδικοι δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ ταφοῦν. Τὰ σώματα ἔμεναν στὸ σταυρό. Κανείς δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ πλησιάσῃ. Κ᾽ ἔβλεπες τότε θέαμα ἀπαίσιο· σκυλιὰ πεινασμένα καὶ ὄρνεα σαρκοφάγα ἔρχονταν καὶ καταβρόχθιζαν τὶς σάρκες καὶ μόνο οἱ σκελετοὶ ἔμεναν νὰ κρέμωνται. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ κατὰ τὰ ἰουδαϊκὰ ἔθιμα δὲν ἐπιτρέπεται κανείς νὰ παραμένῃ ἄταφος, ἡ ῾Ρώμη, ὑποχωρώντας σὲ ζητήματα θρησκείας τῶν ὑποδούλων της, ἐπέτρεπε τὴν ταφὴ Ἰουδαίων ποὺ καταδικάζονταν σὲ σταύρωσι.
Καὶ τώρα εἶνε νεκρὸς πάνω στὸ σταυρό του ὁ Ἰησοῦς. Ποιά σπλαχνικὰ χέρια θὰ τὸν ἀποκαθηλώσουν καὶ θὰ τὸν ἐνταφιάσουν; Τὸ βλέμμα στρέφεται ἕνα γῦρο στὸ Γολγοθᾶ καὶ ζητάει νὰ δῇ ποιοί θ᾿ ἀποδώσουν τὶς τελευταῖες τιμὲς στὸ Νεκρό. Ὦ σεῖς τυφλοὶ ποὺ εἴδατε τὸ φῶς, ἐλᾶτε νὰ τοῦ κλείσετε τὰ μάτια. Ἐσεῖς λεπροί, ποὺ καθαριστήκατε, ἐλᾶτε νὰ τοῦ καθαρίσετε τὰ χέρια ἀπ᾽ τὰ αἵματα. Κ᾽ ἐσεῖς, παράλυτοι, ποὺ περπατήσατε, τρέξτε νὰ τοῦ πλύνετε τὰ πόδια. Οἱ ὧρες ὅμως περνοῦν καὶ κανείς δὲ φαίνεται· οὔτε ὁ τολμηρὸς Πέτρος, ποὺ εἶχε πεῖ «Τὴν ψυχήν μου ὑπὲρ σοῦ θήσω» (Ἰω. 13,37).
Ἀλλὰ δόξα τῷ Θεῷ! Πρὸς τὸ Γολγοθᾶ ἀνεβαίνει μία συνοδεία ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Ἰωσὴφ ἀπὸ Ἀριμαθαίας. Ἦταν κι αὐτὸς μέλος τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου, ποὺ τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης καταδίκασε τὸν Ἰησοῦ. Αὐτὸς δὲν συγκατετίθετο «τῇ βουλῇ καὶ τῇ πράξει αὐτῶν» (Λουκ. 23,50), δὲν εἶχε ὅμως τὸ θάρρος καὶ νὰ ἐλέγξῃ τοὺς δολοφόνους ἐκείνους δικαστάς. Γι᾽ αὐτὸ θὰ αἰσθάνθηκε λύπη. Ὁ σταυρός, ποὺ ὑψώθηκε, ἐλέγχει τὴν ψυχή του. «Ἰωσήφ», ἀκούει, «γιατί δειλιάζεις;…».
Δὲν ὑποφέρει τὸν ἔλεγχο τοῦ σταυροῦ! Ἡ ψυχή του φονεύει τὴ δειλία, λυτρώνεται ἀπὸ τὸ φόβο τῶν ἀνθρώπων, περιφρονεῖ τὶς τιμές, ὑψώνεται στὴ σφαῖρα τῶν ἡρωικῶν ἀποφάσεων καὶ ἀποφασίζει ν᾽ ἀποδώσῃ τιμὲς στὸ μεγάλο Νεκρό! Δὲ χάνει καιρό. Ἀνεβαίνει στὸ πραιτώριο, ἐμφανίζεται ἐμπρὸς στὸν Πιλᾶτο, ζητάει τὸ σῶμα, παίρνει τὴν ἄδεια, ἀγοράζει σεντόνι καθαρὸ καὶ ἀρώματα πολύτιμα, καὶ μαζὶ μὲ τὸ Νικόδημο καὶ τὶς μυροφόρες γυναῖκες τρέχει στὸ Γολγοθᾶ καὶ ἐκτελεῖ τὴν ἱερὰ πρᾶξι τῆς ἀποκαθηλώσεως. Σὲ λίγο ὁ ἥλιος ἔδυε.
Ἔτσι, χάρις στὴν τόλμη τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, ἐκεῖνος ποὺ θανατώθηκε ὡς κακοῦργος ἐτάφη ὡς Βασιλεύς.
* * *
Ἡ τόλμη, ποὺ ἔδειξαν ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος μὲ τὶς μυροφόρες γυναῖκες, ἂς εἶνε καὶ γιὰ μᾶς παράδειγμα ἄξιο μιμήσεως. Ἡ ἀνδρεία εἶνε γνώρισμα τοῦ γνησίου Χριστιανοῦ. Χριστιανὸς καὶ δειλὸς εἶνε ἔννοιες ἀσυμβίβαστες. Ὁ Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψι εἶδε μία λίμνη καιομένη καὶ στὰ παφλάζοντα κύματά της πρώτους τοὺς δειλούς. «Τοῖς δειλοῖς καὶ ἀπίστοις καὶ ἐβδελυγμένοις καὶ φονεῦσι καὶ πόρνοις καὶ φαρμακοῖς καὶ εἰδωλολάτραις καὶ πᾶσι τοῖς ψευδέσι τὸ μέρος αὐτῶν ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ ἐν πυρὶ καὶ θείῳ» (Ἀπ. 21,8).
Ἐμεῖς οἱ λεγόμενοι Χριστιανοὶ τοῦ αἰῶνος μας ἔχουμε τὴν ἀρετὴ αὐτή; Ἡ ἀνδρεία ἔχει διαβαθμίσεις· ἀρχίζει ἀπὸ τὰ μικρὰ καὶ φθάνει σὲ ὕψιστες βαθμῖδες αὐτοθυσίας. Πρὶν φθάσουμε ὅμως ἐκεῖ, ἂς γυμνασθοῦμε σὲ χαμηλὰ ἐπίπεδα ποὺ δὲν ἀπαιτοῦν τόση τόλμη.
⃝ Ταξιδεύεις π.χ., εἶνε μεσημέρι καὶ μπαίνεις σ᾽ ἕνα ἑστιατόριο. Στὰ τραπέζια κάθονται πολλοί, ἀλλὰ κανείς, οὔτε στὴν ἀρχὴ οὔτε στὸ τέλος τοῦ φαγητοῦ, δὲν κάνει σταυρό. Τρῶνε χωρὶς νὰ θυμηθοῦν τὸ Θεό. Ἐσὺ τόλμησε νὰ κάνῃς τὸ σταυρό σου. Μὴ φοβηθῇς τὶς εἰρωνεῖες. Ἡ ἰδέα ὅτι ὁ κόσμος θὰ σὲ σχολιάσῃ σὲ τρομοκρατεῖ καὶ παραλύει τὸ χέρι σου. Θὰ χρειασθῇ τόλμη γιὰ νὰ φέρῃς τὰ δάχτυλά σου στὸ μέτωπο καὶ νὰ κάνῃς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
⃝ Ἄλλη περίπτωσι. Βρίσκεσαι κάπου καὶ ξαφνικὰ τ᾽ αὐτιά σου πᾶνε νὰ σπάσουν ἀπὸ μιὰ αἰσχρὴ βλασφημία ποὺ ἐκσφενδόνισε δημοσίως κάποιος. Τὸν ἀκοῦς καὶ τὸν βλέπεις, εἶνε μπροστά σου. Τί κάθεσαι; Τόλμησε νὰ τὸν πλησιάσῃς καὶ μὲ σοβαρότητα διαμαρτυρήσου. Πές του ὅτι, Χριστιανὸς αὐτὸς βαπτισμένος, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ γίνεται χειρότερος ἀπ᾽ τοὺς Ἑβραίους καὶ μὲ τὶς βλαστήμιες του νὰ σταυρώνῃ δημοσίως τὸν Κύριο τῆς δόξης. Καὶ ἂν σὲ μιμηθοῦν ἄλλοι 10 – 20 Χριστιανοί, νά ᾽σαι βέβαιος ὅτι εἶστε ἀρκετοὶ γιὰ νὰ ἐξαλείψετε τὴ βλασφημία ἀπὸ ὅλη τὴν πόλι σας.
⃝ Τρίτη περίπτωσι. Βρίσκεσαι σὲ κύκλο διανοουμένων καὶ κάποιος, γιὰ νὰ φανῇ ὡς πνεῦμα ἀνώτερο, ἀρχίζει νὰ εἰρωνεύεται αὐτὰ ποὺ ἐσὺ λατρεύεις. Οἱ ἄλλοι ἀκοῦνε, ἴσως δὲν συμφωνοῦν, ἐν τούτοις σιωποῦν ἀπὸ φόβο μήπως χαρακτηρισθοῦν ἀπηρχαιωμένων ἀντιλήψεων. Θὰ σιωπήσῃς λοιπὸν κ᾽ ἐσύ; θὰ κλειστῇς στὸ καβούκι τῆς δειλίας; Ὄχι. Πιστέ, τόλμησε! Ὅπως ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος βγὲς ἀπὸ τὴν κρύπτη σου καὶ πάρε θέσι· μὴν ἀφήνεις τὸν ἄπιστο νὰ βρίζῃ τὴν πίστι σου καὶ νὰ παρασύρῃ ἀφελεῖς. Ἀντιτάξου, πολέμησε τὴν ἀπιστία.
Ἂν γυμνασθοῦμε σὲ περιστάσεις σὰν αὐτὲς ἢ καὶ ἄλλες παρόμοιες καὶ ἀποκτήσουμε θάρρος, τότε θὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς νὰ περιφρονήσουμε καὶ μεγαλυτέρους κινδύνους καὶ νὰ τὸν κηρύξουμε καὶ ὑπὸ δυσκολώτερες συνθῆκες. Ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστιανοῦ εἶνε τολμηρή, γενναία, ἀτρόμητη. Ὅταν ἔρθῃ ἡ ὥρα νὰ ἐκτελέσῃ τὸ καθῆκον του πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, μὲ τὸ ξίφος τῆς αὐταπαρνήσεως, ποὺ φέρει πάντα μαζί του, κόβει κάθε δεσμὸ καὶ λέει· Θέσεις, ἀξιώματα, περιουσία, εὐμάρεια, ὑποσχέσεις καὶ ἀπειλὲς ἀνθρώπων, φύγετε μακριά. Ἡ ὥρα μου, ἡ κρίσιμη ὥρα τῆς ζωῆς μου, ἔφθασε. Ἐκλέγω τὸ θάνατο. Τίποτα δὲν ὑπολογίζω τὴν ὥρα αὐτὴ ἐμπρὸς στὸ δίκαιο καὶ τὴν ἀρετή· γι᾽ αὐτὰ μαρτύρησε ὁ Θεάνθρωπος Ἀρχηγός μου καὶ γι᾽ αὐτὰ θέλω κ᾽ ἐγὼ ν᾿ ἀγωνισθῶ καὶ νὰ πεθάνω. Κύριε, βοήθει μοι.
Αὐτὴ εἶνε ἡ γλῶσσα τοῦ Χριστιανοῦ, τοῦ ἀτρομήτου Χριστιανοῦ.
* * *
Ἀδελφοί! Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο νὰ μᾶς δώσῃ τόλμη. Αὐτὸς εἶνε ὁ χορηγὸς τοῦ ἡρωισμοῦ καὶ τῆς ἀνδρείας. Καὶ οἱ ἡμέρες ποὺ περνᾶμε εἶνε κρίσιμες, ἱστορικές. Τὸ Εὐαγγέλιο, πηγὴ ἀληθινοῦ ἡρωισμοῦ, ἂς εἶνε ἡ ὑψίστη παρηγορία μας. Ὁ καθένας μας ἂς φανῇ ἀντάξιος τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς πατρίδος.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
※ ραδιοφωνικὴ ὁμιλία ποὺ ἐξεφωνήθη τὴν 23-4-1950 ἀπὸ τὸν Ρ.Σ.Λ.
※ περιελήφθη στὸ βιβλίο Ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός, Βόλος 1950, σσ. 210-215.