ΘΑ ῥίψω, ἀγαπητοί μου, ἕνα λακωνικὸ σύνθημα. Καὶ θὰ παρακαλέσω ὅλοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες, νὰ τὸ προσέξετε καὶ ν’ ἀνταποκριθῆτε σ’ αὐτό. Τὸ σύνθημα εἶνε· Φανῆτε ἥρωες! Διότι ζοῦμε σὲ χαλεποὺς καιρούς. Φανῆτε ἥρωες! Κι ὅταν λέγω ἥρωες τί ἐννοῶ;
Ἄλλη γλῶσσα ἔχει ὁ κόσμος, ἄλλη ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί· ἄλλο τὸ λεξιλόγιο τοῦ κόσμου, ἄλλο τὸ λεξιλόγιο τοῦ Θεοῦ. Ἥρωας στὴ γλῶσσα τοῦ κόσμου εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ὡπλισμένος ἀγωνίζεται μὲ γενναιότητα, ὑπερασπίζει τὴν πατρίδα, νικᾷ καὶ θριαμβεύει, καὶ ἡ πατρὶς εὐγνωμονοῦσα τοῦ στήνει ἡρῷο καὶ ἄγαλμα. Στὴ γλῶσσα τοῦ Θεοῦ, στὴ γλῶσσα τῆς πίστεως, ὁ ἥρωας παίρνει ἄλλη ἔννοια· προσλαμβάνει βάθος καὶ ἔκτασι, ἀνάγεται σὲ ἐπίπεδο ὑψηλότερο καὶ πνευματικώτερο. Ἥρωας ἐδῶ εἶνε ὄχι ἐκεῖνος ποὺ νικᾷ ἁπλῶς ἐξωτερικοὺς ἐχθρούς, ἀλλ’ ἐκεῖνος ποὺ νικᾷ τοὺς τρεῖς μεγάλους ἐχθροὺς τοῦ ἀνθρώπου· τὴν σάρκα, τὸν κόσμο, καὶ τὸν διάβολο. Ἡ μεγαλυτέρα νίκη εἶνε νὰ νικήσῃ κανεὶς τὰ πάθη του. Ὅπως ἔλεγαν καὶ οἱ πρόγονοί μας, ὑψίστη νίκη εἶνε «τὸ νικᾶν ἑαυτόν», νὰ νικᾷ κανεὶς τὸν κακὸ ἑαυτό του.
Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ ἥρωας εἶνε ὁ Χριστιανὸς μαχητής. Κι ὅπως ὁ στρατιώτης εἶνε ὡπλισμένος μὲ ὅπλα, ἀμυντικὰ καὶ ἐπιθετικά, ἔτσι καὶ ὁ Χριστιανὸς ποὺ ἑλκύεται ἀπὸ τὸν ἡρωισμὸ τῆς ἁγιότητος· διότι ἥρωας ἴσον ἅγιος καὶ ἅγιος ἴσον ἥρωας, τὸ ὑψηλότερο εἶδος ἡρωισμοῦ εἶνε ἡ ἁγιότης. Ὅποιος λοιπὸν θέλει νὰ γίνῃ ἥρωας τῆς ἁγιότητος, πρέπει νὰ εἶνε ὡπλισμένος μὲ ἱερὰ ὅπλα.
Ἕνα δὲ ἀπὸ τὰ ὅπλα αὐτὰ ποὺ πρέπει νὰ ἔχῃ ὁ Χριστιανός -ὅπλο δυστυχῶς σήμερα σκουριασμένο, μὲ τὸ ὁποῖο ὅμως οἱ Χριστιανοὶ τῶν πρώτων αἰώνων νικοῦσαν-, εἶνε ἡ ὑπομονή!
Ὅταν οἱ κουλτουριάρηδες, οἱ ἄθεοι καὶ ἄπιστοι ἀκοῦνε τώρα τὴ λέξι αὐτή, χλευάζουν καὶ μυκτηρίζουν τὸν χριστιανισμό, διότι στὸ λεξιλόγιό του περιέλαβε τὴν ὑπομονή. Ἀλλ’ ἂς μὴ μᾶς ἐπηρεάζῃ ἡ γνώμη τους. Τὸ Εὐαγγέλιο κατατάσσει τὴν ὑπομονὴ μεταξὺ τῶν πρώτων ἀρετῶν· τὴν θεωρεῖ θεμελιώδη. Οἱ κατήγοροι λένε· Ὄχι ὑπομονή· ἐμεῖς ἀντιθέτως, ἐπανάστασι, ἐπίθεσι, γροθιά, φωτιά!… Κατηγοροῦν τὴν πίστι μας, ὅτι ἀνέχεται τὴν κακομοιριά, τὴ δουλεία, τὴν ἐκμετάλλευσι, τὴ φτώχεια, τὴν ἀδικία. Ἐμεῖς, λένε, δὲν θέλουμε ὑπομονὴ καὶ πραότητα· κηρύττουμε ἐξέγερσι, διεκδίκησι, σύγκρουσι, βία· μόνο ἔτσι θὰ πάῃ μπροστὰ ὁ κόσμος…
Τί ἔχουμε ν’ ἀπαντήσουμε, ἀγαπητοί μου; Ἀπαντοῦμε, ὅτι ἡ ὑπομονὴ δὲν εἶνε ἀδυναμία τῶν δούλων, ὅπως λένε αὐτοί. Εἶνε δύναμις τῶν ἐλευθέρων καὶ ἀληθινὰ ἡρωικῶν ψυχῶν. Εἶνε ἡ καρτερία, ποὺ ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας. Εἶνε ἡ ἀντοχὴ τῆς ψυχῆς στὶς ἀντιξοότητες, ποὺ τὴν κάνει νὰ μὴ πτοῆται ἐμπρὸς σὲ δοκιμασίες καὶ ἐμπόδια, ἀλλὰ νὰ τὰ ὑπερπηδᾷ ὅλα καὶ νὰ βγαίνῃ νικήτρια. Ἡ ὑπομονή, ἐν συνδυασμῷ μὲ τὴν ἐπιμονή, ὁδηγεῖ στὴν ἐπιτυχία. Ἡ ὑπομονὴ εἶνε ἡ ἀρετὴ ποὺ συνέστησε ὁ Κύριος ὅταν εἶπε· «Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται» (Ματθ. 10,22· 24,13).
Λοιπόν, φανῆτε ἥρωες μὲ ὅπλο τὴν ὑπομονή. Χωρὶς ὑπομονὴ δὲν ἐπιτυγχάνεται τίποτα. Τὸ μήνυμα αὐτὸ ἀκούγεται τώρα καὶ ἀπὸ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.
* * *
Ἡ Κυριακὴ αὐτή, ἀγαπητοί μου, προβάλλει ἐμπρός μας ἕνα τέτοιον ἥρωα. Ποιός εἶνε αὐτός; Εἶνε ἕνας ἀσθενής. Στὴν ἀρχὴ βεβαίως εἶχε κι αὐτὸς τὴν ὑγεία του. Ἀλλὰ -πῶς μεταβάλλονται τὰ ἀνθρώπινα!- κάποια στιγμὴ ἔπεσε στὸ κρεβάτι παράλυτος· εἶχε προσβληθῆ ἀπὸ γενικὴ παράλυσι. Πόδια εἶχε καὶ πόδια δὲν εἶχε, χέρια εἶχε καὶ χέρια δὲν εἶχε. Ἦταν ἕνας ἄταφος νεκρός. Καὶ πόσον καιρὸ ἔζησε ἔτσι; Ὄχι ἕνα καὶ δύο, ἀλλὰ τριανταοχτὼ ὁλόκληρα χρόνια, ἦταν κατάκοιτος ἐπάνω στὸ κρεβάτι. Ὁποιοσδήποτε ἄλλος στὴ θέσι του θὰ γόγγυζε, θὰ βλασφημοῦσε, θὰ καταριόταν, δὲν ἀποκλείεται καὶ ν’ αὐτοκτονοῦσε. Αὐτὸς δὲν παραπονέθηκε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ· ὑπέμενε καρτερικῶς καὶ ἀνδρείως ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα. Καὶ ἐνῷ ἔβλεπε ἄλλους νὰ θεραπεύωνται, διότι προλάβαιναν κ’ ἔπεφταν πρῶτοι στὴν κολυμβήθρα, αὐτὸς παρέμενε ἔτσι. Μέσ᾽ στὴν καρδιά του ὑπῆρχε ἐλπίδα καὶ πίστι στὸ Θεό.
Ὁ παράλυτος αὐτὸς ἦταν ἕνας νέος Ἰώβ -ἔτσι τὸν ὀνομάζω-, ὅπως ὁ Ἰὼβ τῆς παλαιᾶς διαθήκης. Ἐκεῖνος ὑπέμεινε ὅλα τὰ βάσανα καὶ τὶς θλίψεις ἀγόγγυστα, καὶ μάλιστα εἶπε ἐκεῖνο τὸ μεγάλο λόγο ποὺ ἀκοῦμε στὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας, «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος» (Ἰὼβ 1,21 καὶ Θ. Λειτ.)· δόξασε δηλαδὴ τὸ Θεό. Ἔτσι καὶ ὁ νέος αὐτὸς Ἰὼβ ὑπέμεινε τὸ μαρτύριό του.
Γι’ αὐτό, μετὰ ἀπὸ τὴ μακρὰ δοκιμασία, ἔλαβε βραβεῖο· πῆρε στεφάνι, ὅπως οἱ νικηταὶ σὲ πολέμους ἢ ἀθλητικοὺς ἀγῶνες. Στεφάνι ὄχι φθαρτό, ἀλλὰ ἀμάραντο, αἰώνιο· καὶ ὄχι ἀπὸ χέρια ἀνθρώπων, ἀλλ’ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Χριστό μας. Ἐκεῖνος τὸν εἶδε, τὸν εὐσπλαγχνίσθη, καὶ τοῦ ἔδωσε βραβεῖο διπλό· ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὸν ἔκανε ψυχικῶς καλά, ἀφ’ ἑτέρου τοῦ ἔδωσε τὴ σωματικὴ ὑγεία.
* * *
Ὁ ἥρωας λοιπὸν τῆς Βηθεσδὰ φωνάζει σὲ ὅλους ἐμᾶς· Φανῆτε ἥρωες! Καὶ πρέπει νὰ τὸν ἀκούσουμε. Διότι, ἐὰν συγκρίνουμε τὸν ἑαυτό μας στὴν ὑπομονὴ μὲ τὸν πολύαθλο Ἰὼβ ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νέο Ἰώβ, τὸν παράλυτο τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, θὰ δοῦμε, ἀγαπητοί μου, ὅτι εἴμεθα γενεὰ ἀνυπόμονος.
Οἱ νέοι τὰ θέλουν ὅλα ἕτοιμα καὶ χωρὶς ἀναβολή. Δὲν ἔχουν καθόλου ὑπομονή. Μικρὰ παιδιά, κακομαθημένα, χτυποῦν τὸ χέρι πάνω στὸ τραπέζι καὶ ἀπαιτοῦν ὅ,τι τοὺς ἀρέσει. Καὶ ἡ μάνα, κακὴ παιδαγωγός, τοὺς δίνει ὅ,τι ζητήσουν. Ἀντὶ νὰ τ᾽ ἀφήσῃ ἐκεῖ νηστικά, νὰ τοὺς κόψῃ τὸ θέλημα, νὰ τὰ μάθῃ νὰ περιορίζουν τὶς ἀπαιτήσεις τους. Καὶ φθάσαμε νὰ παρατηροῦνται, γιὰ πρώτη φορά, αὐτοκτονίες παιδιῶν καὶ νέων. Γιατί; Διότι δὲν συνήθισαν ἀπὸ μικρὰ στὴν ἄσκησι τῆς ὑπομονῆς.
Ἀκριβῶς διότι λείπει ἡ ὑπομονή, κλονίζεται καὶ ἡ οἰκογένεια. Παλαιότερα ὑπῆρχαν γυναῖκες ἡρωΐδες. Ὑπέμεναν τὸν ἄντρα τους. Τέτοια ἦταν ἡ ἁγία Μόνικα, ἡ μητέρα τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, τοῦ ὁποίου φέρω ἀναξίως τὸ ὄνομα. Ἦταν σπουδαία γυναίκα. Ὁ σύζυγός της ἦταν βάναυσος· ἀλλ’ ἐκείνη τὸν ὑπέμενε καὶ τέλος τὸν κέρδισε. Διότι γυναίκα στολισμένη μὲ ὑπομονὴ κερδίζει τὸν ἄντρα· ἐνῷ μὲ τὴν ἀνυπομονησία, τοὺς θυμοὺς καὶ τὶς ἔριδες διαλύει τὸ σπίτι. Μία σοβαρὰ αἰτία τῶν διαζυγίων σήμερα εἶνε ἡ ἔλλειψις ὑπομονῆς, τὴν ὁποία βέβαια πρέπει νὰ ἔχῃ καὶ ὁ ἄντρας.
Ἰδού, ἀγαπητοί μου, γιατί ἔρριξα τὸ σύνθημα «Φανῆτε ἥρωες!…», τὸ ὁποῖο ἰσχύει καὶ ἐπὶ εὐρυτέρας βάσεως. Εὑρισκόμεθα, ὅπως εἶπα, σὲ χαλεποὺς καιρούς. Τὸ ἔθνος μας ἀπειλεῖται ἀπὸ ἄγρια θηρία τοῦ δρυμοῦ, ἕτοιμα νὰ ἐπιπέσουν ἐναντίον του· καὶ εἴμεθα ἐγκαταλελειμμένοι ἀπὸ ὅλους· διότι στὸν κόσμο βασιλεύουν ὁ μαμωνᾶς, τὰ τριάκοντα ἀργύρια, τὰ ἰδιοτελῆ συμφέροντα. Ἀπειλεῖται ἐπίσης ἡ Ἐκκλησία μας, ἡ Ὀρθοδοξία μας, ποὺ ἔθρεψε τὸ γένος στὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς. Ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ Ἐκκλησία, δὲν θὰ ὑπῆρχε Ἑλληνισμός· θὰ ἤμεθα ὅλοι ἢ Φράγκοι ἢ Τοῦρκοι. Μᾶς ἔσωσε ἡ Ἐκκλησία. Γι’ αὐτὸ ἕνας ποιητής μας, ὁ Κώστας Κρυστάλλης, ἔγραψε·
«………………Θρησκεία! γλυκειὰ μάνα,
τί ὄμορφη δίνεις ἐσὺ λαλιὰ καὶ στὴν καμπάνα,
καὶ πόσο ἐκείνη ἡ λαλιὰ σαλεύει τὴν καρδιά μας!
Πόσες, ἐκεῖνος ὁ σταυρὸς ἀπ’ τὰ καμπαναριά μας
στὴν ἀντηλιάδα χύνοντας, τόσες χρυσὲς ἀχτίδες,
χύνει βαθειά μας, στὴν ψυχή, γλυκὲς χρυσὲς ἐλπίδες!».
Ἡ Ἐκκλησία λοιπὸν ἡ ὀρθόδοξος βάλλεται. Βάλλεται ἀπ’ ἔξω καὶ ἀπὸ μέσα. Ἐξωτερικῶς μὲν ἀπὸ ἀθέους καὶ ἀπίστους, ἀπὸ ἐκπαιδευτικοὺς ποὺ διδάσκουν ὑλισμό, ἀπὸ ῥαδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις ποὺ διακωμῳδοῦν τὴν εὐσέβεια, ἀπὸ ἐφημερίδες καὶ περιοδικὰ ποὺ ὑποσκάπτουν τὴν πίστι. Ἐσωτερικῶς δὲ ὑπονομεύεται ἀπὸ ἀναξίους κληρικοὺς καὶ ἀρχιερεῖς ποὺ προδίδουν τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια.
Ἀλλὰ τὴν περίοδο αὐτή, σεῖς παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας, φανῆτε ἥρωες! Αὐτὸ ἐπιτάσσει τὸ χρέος. Ὄχι ἁπλῶς νὰ πηγαίνουμε στὴν ἐκκλησία, ὄχι ἁπλῶς νὰ διαβάζουμε τὴ Γραφή, ὄχι ἁπλῶς νὰ κοινωνοῦμε τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ὄχι ἁπλῶς νὰ πηγαίνουμε σὲ προσκυνήματα, ἀλλὰ καὶ νὰ ἔχουμε μέσα μας τὴν ἀπόφασι «Πεθαίνω γιὰ τὴν πατρίδα, πεθαίνω γιὰ τὴν πίστι!». Ὅλοι ἂς ἔχουμε τὴν ἡρωϊκὴ ἀπόφασι. «Ὧδε ἡ ὑπομονὴ τῶν ἁγίων» (Ἀπ. 14,12).
Ἐὰν ὑπάρχουν τέτοιοι μαχηταί, νὰ εἶστε βέβαιοι, δὲ θὰ νικήσουν οἱ ἄπιστοι καὶ οἱ ἄθεοι· θὰ νικήσῃ ἡ Ἐκκλησία, θὰ νικήσῃ ὁ Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης 29-5-1983)