Την περίοδο της κατοχής περιέθαλψε στο Άγιο Όρος φυγάδες από το καθεστώς των ναζί, φυλακίστηκε σε κολαστήριο στη Θεσσαλονίκη και καταδικάστηκε σε θάνατο από τους Γερμανούς.
Στην κατοχή ο πατέρας Γεώργιος, που είχε γίνει μοναχός το 1937, είχε το διακόνημα του κηπουρού στο μοναστήρι τού Αγίου Παύλου στον Άθωνα.
Ασπάσθηκε τον αγώνα της αντίστασης αυθόρμητα όταν έβλεπε κι άλλους Αγιορείτες μοναχούς να πρωτοστατούν στη φυγάδευση Ελλήνων και Νεοζηλανδών που είχαν βρει καταφύγιο στον Άθω.
Προδόθηκε όμως από έναν ρουμάνο λαϊκό, ο οποίος εργαζόταν στο Άγιο Όρος. Τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στο στρατόπεδο τού Παύλου Μελά όπου πέρασε Στρατοδικείο.
Εκεί τον ρώτησε ο Γερμανός Δικαστής:
-Γιατί παίρνετε τους εχθρούς μας και τους στέλνετε στη Σμύρνη και στην Αίγυπτο και δεν μας τους παραδίδετε;
-Αφού έχουν ανάγκη οι άνθρωποι, απάντησε. Αν σου χτυπήσει την πόρτα ο άλλος, τι θα του πεις; Ο Χριστός στο Ευαγγέλιο λέει, όποιος θέλει βοήθεια να του την προσφέρουμε, απάντησε ο θαρραλέος μοναχός, με αφοπλιστική ειλικρίνεια.
-Δηλαδή, αν ένας Γερμανός έρθει και σου ζητήσει βοήθεια θα τον βοηθήσεις; Ρώτησε ο Δικαστής.
-Αν έχει ανάγκη από πραγματική βοήθεια, φυσικά. Αλλά εσείς δεν έχετε καμία ανάγκη, έχετε καταπνίξει τον κόσμο στο αίμα και αιματοκυλήσατε όλη την ανθρωπότητα.
Αυτό ήταν. Ο Δικαστής τον καταδίκασε σε θάνατο με συνοπτικές διαδικασίες. Τον πήγαν στις φυλακές του Επταπυργίου και μετά από δύο μέρες αρρώστησε βαριά από ελονοσία.
Τον μετέφεραν στο αναρρωτήριο και τον παράτησαν χωρίς καμία περίθαλψη σε ένα δωμάτιο όπου βρίσκονταν και τρεις άλλοι μοναχοί που είχαν επίσης συλληφθεί από τους Γερμανούς, για τον ίδιο λόγο.