Ο Γέροντας Δανιήλ ο Κατουνακιώτης ο Σμυρναίος (+1929) αγαπητούς του οσίους είχε τον Ιωάννη της Κλίμακος και τον Ισαάκ των Ασκητικών, ως και τους Κολλυβάδες. Μετά τον μονασμό του στις μονές Αγίου Παντελεήμονος και Βατοπεδίου πήγε στα πάντερπνα Κατουνάκια, όπου επεδόθη στην άσκηση, στη μελέτη και την προσευχή. Η πενία του έγινε πλούτος και η ησυχία φίλη κι αφορμή πνευματικής αγαλλιάσεως. Η εξωτερική ησυχία του έγινε και εσωτερική και καλλιεργούσε τον κήπο της αγαθής καρδιάς του με την ευχή του Ιησού, πού τον γέμιζε ευφροσύνη. Η αλληλογραφία του με άγιες μορφές και οι συγγραφές του φανερώνουν περίτρανα τον θείο φωτισμό και τη χάρη του, τη διάκριση του και τη σοφία του, όπως για παράδειγμα η επιστολή του προς μοναχό περί νοεράς προσευχής, πού αποδεικνύει την πατερική του γνώση, την κατάκτηση της ευχής, τη διάκριση και διόραση.
Ο Αθηναίος Καλλίνικος ο ησυχαστής ο Κατουνακιώτης (+1930) αγαπούσε ιδιαίτερα τη Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών πατέρων.
Αγαπούσε επίσης πολύ την ησυχία, τη μόνωση, την άσκηση, τη σιωπή και την ευχή, όπως όλοι άλλωστε οι ησυχαστές. Η νηστεία, η εγκράτεια, η αγρυπνία, ο κόπος, τα δάκρυα δεν ήταν λόγια και ιδέες, αλλά πράξεις και βιώματα, ως λέγει ο αββάς Θαλλάσιος· «νους εγκρατούς, ναός του Αγίου Πνεύματος». Η απλότητα, η ταπεινότητα κι η αγαθότητα τον στόλιζαν. Η εκούσια και μεγάλη του άσκηση κορυφώθηκε με τον τέλειο εγκλεισμό του στο κελλί του επί τέσσερις και πλέον δεκαετίες. Η αυτοφυλάκισή του δεν είχε άλλο λόγο παρά την καλύτερη καλλιέργεια της ευχής του Ιησού. Η αμεριμνησία, το απερίεργο, το ευκατάνυκτο, τ΄ ολιγόλογο η σιωπηλό, συνόδευαν τη διάπυρη ευχή του. Θεοφώτιστος, διακριτικώτατος, φιλάδελφος, χαριτωμένος ο Γέροντας Καλλίνικος, αξιώθηκε της θέας του Θαβωρείου φωτός, κι οι υποτακτικοί του τον έβλεπαν μερικές φορές να λάμπει. Πολέμησε τους αιρετικούς ονοματολάτρες κι έγινε ακραιφνής διδάσκαλος της νοεράς αθλήσεως. Η τελευταία επίγεια ήμερα του ήταν η 6η Αυγούστου, η λαμπρή εορτή της Μεταμορφώσεως, το Πάσχα των ησυχαστών.
Ο Γέροντας Γαβριήλ Διονυσιάτης (+1983) έλεγε περί του μοναχού Ισαάκ (+1932) της μονής του: «Ήτο τύπος απλότητος, ακριβείας και ευλάβειας, σιωπηλός και απερίσπαστος εν παντί … υπόδειγμα εις όλους τους πατέρας». Ο ευλαβέστατος μοναχός Λάζαρος (+1974), της αυτής μονής, έγραφε περί αυτού, όταν ήταν μαζί στο Κάθισμα των Αγίων Αποστόλων: «Όταν ετελούσαμεν την ακολουθίαν του όρθρου οι δύο μας επί δυόμισυ ώρας με κομβοσχοίνι, μόλις ένα η δύο κομβοσχοίνια έλεγε με σιγανήν φωνήν την ευχήν εις κάθε κόμπον: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υϊέ του Θεού, ελέησον ημάς». Εις το τρίτον κομβοσχοίνιον εθερμαίνετο η καρδιά του από θείον έρωτα και ζήλον και δεν μπορούσε να κράτηση τον εαυτόν του για να ομιλή σιγά. Εφώναζε, λοιπόν, την κάθε λέξιν με διάπυρον ζήλον και αγάπην, ως να είχεν ενώπιον του τον Χριστόν και τον παρακαλούσε, ως κυλιόμενος εις τους πόδας του…». Τις νύχτες περνούσε κλαίγοντας για τις αμαρτίες του και για όλο τον κόσμο. Πρόθυμος πάντοτε στο διακόνημά του, στην ακολουθία, στον κανόνα του, για ν΄ αποδεικνύει ότι οι ησυχαστές υπάρχουν και στα κοινόβια, αγωνιζόμενοι μυστικά και γενναία.
Ο Γέροντας Γαβριήλ Καρουλιώτης (+1968) υπήρξε αυστηρός ασκητής τών Καρουλίων, άνθρωπος βαθειάς μετάνοιας, βίας κι αγωνιστικότητος. Φίλος θερμός τής μελέτης τών ασκητικών πατέρων, εχθρός τής οκνηρίας, αετός υψιπέτης, κατά τον άγιο Εφραίμ τον Σύρο, ως ακτήμων, εραστής τής ησυχίας, ευφρόσυνος ησυχαστής, ένδοξος άδοξος, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο. Σκληρός στον εαυτό του, νηστευτής, φυγόκοσμος, ως στρουθίον. Δεν περπατούσε, όταν περπατούσε, στα κακοτράχαλα μονοπάτια, αλλ’ ήταν σαν να πετούσε, λιπόσαρκος, προσευχόμενος, σκυμμένος πάντα στον εαυτό του, απερίεργος, προσέχοντας την εσωτερική νηνεμία και καθαρότητα στην ωραία ησυχία τής αγιότεκνης κι αγιότροφης ερήμου. Ερημίτης τών βράχων, μεταξύ ουρανού και γης, καθώς έλεγε. Στους επισκέπτες του αντί να τους μιλά, τους διάβαζε κάτι από τή Φιλοκαλία. Τον θάνατο περίμενε με χαρά. Μετάλαβε και ανεπαύθη ειρηνικά. Επρόκειτο περί ηρωικού μοναχού.
Λίγο πιο κάτω από την ασκητική παλαίστρα τού Γερο Γαβριήλ έμενε ένας άλλος γενναίος αθλητής τού Χριστού, ο Κωνσταντινουπολίτης και πρώην Σταυρονικητιανός προϊστάμενος Γέροντας Φιλάρετος (+1962), ο οποίος προσεποιείτο και τον διά Χριστον σαλό για να ταπεινώνεται. Το άσημο και φτωχό ασκητήριό του θεωρούσε ανάκτορο. Το κελλί του θύμιζε πιο πολύ μνήμα. Είχε αφεθεί πλήρως στα χέρια τού Θεού, μη φροντίζοντας για τα γήινα. Την περιφρόνηση θεωρούσε έπαινο. Για την καθαρότητα τού νου του μόνο νοιαζόταν. Ήταν, κατά τ΄ όνομα του, αληθινός φίλος τής αρετής. Αγαπούσε κι αυτός τή Θεοτόκο πολύ. Δάκρυζε στίς ψαλμωδίες και τους ψάλτες θεωρούσε αγγέλους. Όλη του η ζωή ήταν μια δέηση. Η ευχή είχε γίνει ένα με την αναπνοή του. Εκοιμήθη χαρούμενος, αφού άκουσε από τους Δανιηλαίους το Άξιον Έστι.
Ο Γέροντας Παΐσιος (+1994) στό ωραίο βιβλίο του «Αγιορείτες πατέρες και αγιορείτικα» αναφέρει αρκετές μορφές ησυχαστών, όπως τον παπα Τύχωνα (+1968), πού για «εργόχειρο» του είχε τις μετάνοιες και την ευχή, συγκάτοικους αγγέλους και αγίους και τή δοξολογία αέναη, έως τή μακαρία τελευτή του- τον Γέροντα Ευλόγιο (+1948), μαθητή τού Χατζηγιώργη, πού τηρούσε το αυστηρό τυπικό τής συνεχούς νηστείας και τής αέναης προσευχής κι είχε συχνές δαιμονικές επιθέσεις· τον Γέροντα Κοσμά τον Παντοκρατορινό (+1970), πού συνδύαζε πάντοτε την εργασία με την ευχή, με δάκρυα πότιζε τον κήπο τής μονής και τής ψυχής του· τον Γέροντα Πέτρο (+1958), πού διακρινόταν για την απλότητα και την ευλάβεια του, την αδιάλειπτη προσευχή, πού τού ήταν αυτενέργητη, και πού συχνά άκουγε γλυκιές ψαλμωδίες αγγέλων και τον έλουζε το άκτιστο φως· τον Γέροντα Αυγουστίνο (+1965), πού στα τέλη του η ζωή του ήταν πλημμυρισμένη θεία οράματα, προσευχές κι αέναα δάκρυα και κατά την εκδημία του έλαμψε το πρόσωπο του· και αρκετούς άλλους.
Ο ίδιος ο Γέροντας Παΐσιος ζούσε και χαιρόταν τή συνεχή ευλογία τής προσευχής, ασκούμενος ταπεινά και προσευχόμενος πολύωρα και καθημερινά για τις ανάγκες του πονεμένου κόσμου με μεγάλη αγάπη. Έλεγε: «Όταν ο άνθρωπος έχει την πνευματική του υγεία και απομακρύνεται άπό τους ανθρώπους, για να βοηθήσει περισσότερο και τους ανθρώπους με την προσευχή του, τότε όλους τους ανθρώπους τους θεωρεί αγίους και μόνο τον εαυτό του θεωρεί αμαρτωλό». Άλλοτε πάλι έλεγε: «Αν θέλεις να πιάσεις τον Θεό, για να σε ακούσει όταν προσευχηθείς, γύρισε το κουμπί στην ταπείνωσι, γιατί σ’ αυτή τή συχνότητα πάντα εργάζεται ο Θεός και ζήτησε ταπεινά το έλεός του».
Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (+1959) αγωνίσθηκε κι έφθασε σε υψηλά μέτρα θεωρίας, μετά μακρά και πολύμοχθη άσκηση. Οι πολύτιμες επιστολές του διασώζουν εύγεστο μέλι τής πνευματικής του κυψέλης: «Αρχή τής πορείας πρός την καθαρά προσευχή, είναι η μάχη πρός τα πάθη. Είναι αδύνατο να γίνει πρόοδος στην ευχή Οσο ενεργούν τα πάθη. Παρ’ όλα αυτά δεν εμποδίζεται η παρουσία τής χάρης τής προσευχής, αρκεί να μήν υπάρχει αμέλεια και κενοδοξία». Άλλου έγραφε: «Όλη τή νύχτα προσεύχομαι και φωνάζω: Κύριε, η σώσε όλους τους αδελφούς, η σβήσε και εμένα. Δέν θέλω τον παράδεισο μόνος»! Αυτή είναι η αληθινή αγάπη τών μοναχών και η μεγαλύτερη ιεραποστολή, κοινωνική προσφορά και φιλανθρωπία.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος (+1993) είναι ο θεολόγος τής προσευχής και ο προσευχόμενος θεολόγος, νηπτικός πατήρ, εξαίσιος άνθρωπος. Μας λέγει· η προσευχή είναι κοινωνία Θεού, διάλογος με τον Θεό, ομολογία τής αδυναμίας μας, επίσκεψη Θεού· η θεοεγκατάλειψη μας ωριμάζει· η σιωπή του Θεού μας φρονηματίζει
και μας κάνει να υπομένουμε και να επιμένουμε, μας μαθαίνει να προσευχόμαστε- συνάντηση Θεού, γνώση Θεού, η αληθινή μετάνοια. Στο περίφημο βιβλίο του «Περί προσευχής» γράφει: «Κατά την επίκλησιν του Ονόματος του Ιησού Χριστού. Κατ΄ εκείνην την ώραν ηναγκάσθην να διακόψω την επίκλησιν του Ονόματος: Η ενέργεια αυτού ήτο καθ’ υπερβολήν ισχυρά. Η ψυχή άνευ λόγων, άνευ σκέψεων, εν τέλει εν τρόμω εκ τής εγγύτητος του Θεού. Τότε διηνοίχθη εις εμέ εν μέρει το μυστήριον τής ιερουργίας».
Ο Γέροντας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης (+1991) παντού όπου κι αν πήγε ήταν με το κομποσχοίνι. Οι πολλοί του λόγοι ήταν μέσα άπό την προσευχή και για την προσευχή: «Όταν είμαστε στη Χάρη τού Θεού, τότε η προσευχή μας γίνεται καθαρή». Άλλοτε έλεγε σ΄ ένα πνευματικοπαίδι του: «Ξέρεις πόσο μεγάλη δωρεά είναι το ότι μας έδωσε ο Θεός το δικαίωμα να του μιλάμε κάθε ώρα και στιγμή και σε οποιαδήποτε θέση κι αν βρισκόμαστε; Εκείνος μας ακούει πάντα. Αυτή είναι η μεγαλύτερη τιμή πού έχουμε». Να, πού μερικές φορές ησυχαστές συναντούμε και στην Αθήνα. Αλλά αυτό είναι το εξαιρετικά σπάνιο.
Ο Γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης (+1998) είναι ο τελευταίος τών γνωστών κοιμηθέντων νεοησυχαστών Αγιορειτών πατέρων. Ασφαλώς και δεν εξαντλήσαμε διόλου τον ιερό αυτό κατάλογο με το παρόν άρθρο. Ο Θεός να βοηθήσει να επανέλθουμε. Ο παπα Εφραίμ με τή βιβλική μορφή του δίδασκε και δίχως να θέλει φανέρωνε τή μυστική του εργασία, τή μεγάλη του αγάπη στον αενάως επικαλούμενο Ιησού. Τα προσφιλή του θέματα ήταν κυρίως περί υπακοής και περί προσευχής. Η μεγαλύτερη μορφή αγάπης πρός τον Θεό και πρός τον πλησίον είναι διά τής προσευχής, έλεγε. Αγωνίσθηκε πολύ κι αξιώθηκε μεγάλων χαρισμάτων. Η ευχή του ας μας συνοδεύει, ως και όλων τών μνημονευθέντων παραπάνω.
Ο ησυχασμός είναι ανάγκη να μελετηθεί βαθειά σήμερα, πού τάσεις εκκοσμικεύσεως και κοινωνικής υπερδραστηριότητος, άκρατου και απροετοίμαστου ιεραποστολισμού και πληθώρας πρόχειρων παρεμβάσεων στον κόσμο, επηρεάζουν όχι μόνο το σώμα τής αγίας μητέρας μας Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά και τον Ανατολικό Ορθόδοξο Μοναχισμό και μάλιστα τον αγιορείτικο. Η παράδοση τών σπλάχνων τού Αγίου Όρους πάντως παραμένει πιστεύουμε, ελπίζουμε και προσευχόμαστε, ανέπαφη και στα κοινόβια και στην έρημο. Καλούμεθα με κάθε κόστος και πολλές θυσίες να διατηρήσουμε τον ησυχαστικό χαρακτήρα τού Αγίου “Ορους, τον οποίο κυρίως έχει ανάγκη ο σύγχρονος κόσμος, παρά άπό οτιδήποτε άλλο, και πού θα τον έχει, θεωρούμε, μεγάλη ανάγκη και τον επόμενο αιώνα πού ανατέλει σε λίγο…
πηγή: Περιοδικόν «Ο Όσιος Γρηγόριος», περίοδος β΄, Τεύχος 24ο, σελ. 57-71, Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Άγιον Όρος 1999