Λόγος εις το Άχραντον και θείον Γενέθλιον του Μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και εις το «ότι παιδίον εγεννήθη ημίν».
Γνωρίζουμε βεβαίως όλοι, γνωρίζουμε ότι αυτός ο αισθητός ήλιος φωτίζει όλη την υφήλιο, και «δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να κρυφτεί από τη θερμότητα» και την διαυγέστατη λαμπρότητά του. Αλλά πολλές φορές οι ολόλαμπρες ακτίνες του καλύπτονται από σύννεφα και ομίχλη ή από το φύλλωμα των δένδρων, αλλά και πάλι, η πνοή κάποιου ανέμου διαλύει εύκολα το κάλλυμα των συννέφων και την ομίχλη και επιτρέπει στις γεμάτες φως ακτίνες να ξαπλωθούν παντού. Τον νοητό δε «ήλιον της δικαιοσύνης», που προυπήρξε του φυσικού ήλιου, που γεννήθηκε σήμερα με παράδοξο τρόπο από την ανάλαφρη νεφέλη, από την φωτοφόρο και ηλιακή και πάναγνη κοιλιά, καλύπτει ως σύννεφο η «μορφή του δούλου»,… τα βρεφικά σπάργανα και το φτωχικό σπήλαιο, καί ωρισμένα άλλα σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού, σύμβολα της φτώχειας και της ταπεινότητας.
Όπως είπαμε προηγουμένως, το φύσημα και η δύναμη του ανέμου διασκορπίζει το κάλλυμμα της ομίχλης και του σύννεφου και φανερώνει καθαρά τις ηλιακές ακτίνες· το ίδιο συμβαίνει και με τον «ήλιον της δικαιοσύνης», τον Θεό και Δεσπότη, που καλύπτεται με σπάργανα και κρύβεται σε σπήλαιο και φάτνη αλόγων ζώων για την πολλή συγκατάβαση και για την υπερβολική αγαθότητα του· το Πανάγιο Πνεύμα που συνεργάστηκε για την πραγματοποίση του μυστηρίου και η ευδοκία (αυτό που αρέσει) του Πατρός παρουσιάζει καθαρά, τον ήλιο και Θεό που κρύβεται στη φάτνη και σπρώχνει όλη την κτίση, ορατή και αόρατη, να τρέξει γρήγορα και να κηρύξει τον «βασιλέα της δόξης» και Δημιουργό των όλων, που κρύβεται σε σπήλαιο και φάτνη περιτυλιγμένος με τα σπάργανα.
Εκεί ήλθαν χωρίς δισταγμό και οι μάγοι από την ανατολή προσφέροντας πολυτελή δώρα προσκυνώντας τον με πίστη. Και όχι μόνον αυτοί, αλλά και άγγελοι κατέβηκαν από τον ουρανό και έψαλλαν μελωδικά πρός τον « εν υψίστοις Θεόν και επί γης ειρηνάρχην» για τη συμφιλίωση του Θεού με τους ανθρώπους, που πραγματοποίησε το θέλημα του Πατρός· του απένειμαν ως Βασιλέα τους την οφειλόμενη επευφημία και απεκάλυψαν πλήρως τον κρυπτόμενο ακόμη Βασιλέα και τον ανάγγειλαν ως «ποιμένα των προβάτων τον μέγαν» στους βοσκούς που ήταν εκεί κοντά. « Γιατί γεννήθηκε» λέει, « για χάρη σας σήμερα Σωτήρας, και αυτός είναι ο Χριστός, ο Κύριος στη πόλη του Δαβίδ. Και για να τον αναγνωρίσετε, τούτο είναι το σημάδι· θα βρείτε ένα βρέφος σπαργανωμένο και ξαπλωμένο μέσα σ’ ένα παχνί (φάτνη)». Όταν τα άκουσαν αυτά «οι βοσκοί είπαν μεταξύ τους: Ας πάμε λοιπόν ως τη Βηθλεέμ και ας δούμε αυτά που έγιναν και που μας έκανε γνωστά ο Κύριος. Τρέχοντας ήρθαν και βρήκαν τη Μαριάμ και τον Ιωσήφ και το βρέφος ξαπλωμένο στη φάτνη. Και όταν τους είδαν, διηγήθηκαν» στο λαό «και γύρισαν πίσω δοξάζοντας και υμνώντας το Θεό για όλα όσα άκουσαν και είδαν όπως τους είχαν ειπωθεί» ( Λουκ. 2, 15-17, 20).
Για ποιον λόγο διαφημίζεται και μεγαλύνεται από τον ουρανό και τη γη αυτός που κρύβεται ως νήπιο σε σπήλαιο και φάτνη; Είναι φανερό ότι αυτό γίνεται για να γίνει γνωστό «σ’ όλη τη κτίση» ότι το βρέφος αυτό εξουσιάζει όλα τα αόρατα και τα όρατα και ότι είναι ο βασιλιάς της δόξας…
«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν», (γιατί γεννήθηκε για χάρη σας ένα παιδί) σήμερα και σπαργανώθηκε, αυτός που σπαργάνωσε παλιά με ομίχλη τη θάλασσα. «Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν», του οποίου η αρχή είναι άναρχος και δεν έχει τέλος.
«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν» το οποίο συγκρατεί, σάν δούλους του τα σύμπαντα· γι’ αυτό και σάν δούλοι το υπηρετούν και το επευφημούν και του προσφέρουν δώρα οι μάγοι και το άστρο, οι άγγελοι και οι βοσκοί, το σπήλαιο και η φάτνη, η Παρθένος μητέρα υπερφυώς ( με τρόπο θαυμαστό) και ο μνήστορας Ιωσήφ ο τεχνίτης, που φαινόταν ως πατέρας του δημιουργού των πάντων. Λείπει όμως η παρουσία των μαιών από τον τίμιο εκείνο και παράδοξο και παρθενικό τόκο· γιατί εκεί που υπάρχει μητέρα Παρθένος με την Δύναμη του Υψίστου, δε χρειάζονται μαίες. Αυτά λοιπόν και τα ισότιμα με αυτά φανέρωναν με σαφήνεια την θεαρχία και παντοκρατορία του νεογέννητου παιδιού.
«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν» από την αγία Παρθένο χωρίς πατέρα, αυτό που γεννήθηκε «εκ γαστρός πρό εωσφόρου», προαιωνίως, από τον Πατέρα χωρίς μητέρα.
«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν», κριτής ζώντων και νεκρών.
«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν» και φανέρωσε σήμερα το προαιώνιο μυστήριο, και έτσι ετελείωσε με τον καλλίτερο τρόπο εκείνο που «πολλές φορές και με ποικίλους τρόπους» (πολυμερώς και πολυτρόπως) διέδιδαν από παλιά οι Προφήτες· προέλεγαν δηλαδή ότι «εκ Σιών εξελεύσεται νόμος και λόγος Κυρίου εξ Ιερουσαλήμ» και ότι « ο Θεός από Θαιμάν ήξει» και ότι «εκ Σιών η ευπρέπεια της ωραιότητος αυτού (η ανθρώπινη φύση του)» και ότι «εξελεύσεται ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί» και τα λοιπά.
«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν», που μυήθηκαν οι μάγοι για τη γέννηση του, οι βασιλείς των Περσών και ήλθαν με δώρα να το προσκυνήσουν με οδηγό το άστρο, αυτούς τους οποίους η Γραφή ονόμασε παλιότερα Σαβαΐτες, λέγοντας· «ότι άνδρες υψηλοί Σαβαΐται διαβήσονται προς σε και προσκυνήσουσι λέγοντες ότι εν σοί ο Θεός εστι και ουκ έστι Θεός πλήν σου». Αυτοί λοιπόν οι άνδρες ήλθαν και τον προσκύνησαν και θεολογώντας του πρόσφεραν δώρα· χρυσάφι επειδή είναι Βασιλιάς, λιβάνι επειδή είναι Θεός και σμύρνα για το άχραντο Πάθος…
«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν» και είναι τώρα ξαπλωμένο στη φάτνη, αυτό που κρατεί στο χέρι του τη σφαίρα της γής και συγκρατεί θεοπρεπώς και με άνεση όλη τη κτίση.
Και για να πώ συγκεφαλαιώνοντας το σπουδαιότερο παραλείποντας τα περισσότερα, «ότι παιδίον εγεννήθη ημίν», που είναι η σωτηρία του κόσμου, η ίαση των νοσημάτων, η εξαφάνιση των δαιμόνων, το καταλυτήριο των ειδωλικών ξοάνων και βωμών, η εξάλειψη των διαβολικών θυσιών και των ακαθάρτων κνισσών, το αιώνιο αλυσοδετήριο της διαβολικής αποστασίας και η αρχή της καθολικής αναστάσεως των νεκρών.
Ποιός είδε ή άκουσε ποτέ παρόμοιο παιδί…
Πώς ο απερίγραπτος Λόγος και Υιός του Θεού Πατρός περιορίστηκε εκούσια μέσα στη μορφή του δούλου; Πώς ο κατά φύση ασώματος ντύθηκε σώμα; Πώς φανερώθηκε αυτός που είναι αθέατος και στούς αγγέλους; Πώς ο δημιουργός των αθανάτων δυνάμεων καταδέχτηκε να φορέσει σάρκα θνητή; Πώς αυτός που έχει τον ασύγκριτο πλούτο της θεότητας και χαρίζει τα πλούσια δώρα έφθασε στην έσχατη φτώχεια; Πράγματι, τι φτωχότερο μπορεί να υπάρξει από τον σταύλο των βοδιών και τη φάτνη και το σπήλαιο; Πώς με παράδοξο τρόπο είδαν τα μάτια μας τον αόρατο; Πώς κατέβηκε στη γή ο Ύψιστος; Πώς αυτός που βρίσκεται πάνω από τους ουρανούς θέλησε να ζήσει μαζί με εμας που βρισκόμαστε κάτω στη γή; Πώς αυτός που περικυκλώνεται από στρατιές λαμπρότατων αγγέλων ήλθε να συναναστραφεί με τους ανθρώπους; Πώς αυτός που φορά σαν ένδυμα το φώς σπαργανώνεται με κουρέλια; Πώς ο υπέρκαθαρος κατέβηκε σε μας που βρισκόμαστε στο λάκκο και τη βρωμιά των καταστροφικών παθών;
Για ποιό λόγο, γιατί έγινε αυτή η ασύλληπτη και μεγάλη συγκατάβαση; Είναι βέβαια φανερό σε όσους θέλουν να ερευνήσουν τη δύναμη του μυστηρίου αλλά και εγώ θα το κάνω σαφές χρησιμοποιώντας μία εικόνα. Όπως κάποιος που έχει πέσει σε πολύ βαθύ και γεμάτο βόρβορο λάκκο δεν μπορεί να βγεί μόνος του από εκεί, αλλά χρειάζεται κάποιο χέρι από πάνω να τόν τραβήξει, κάτι παρόμοιο έπαθε και η φύση μας. Έγινε μεγάλο πτώμα από την πτώση στο βόρβορο της παραβάσεως και της αμαρτίας. Πεσμένη στο λάκκο του Άδη είχε ανάγκη από κάποιο χέρι παντοδύναμο για να την ανασύρει. Και επειδή κανενός συνανθρώπου χέρι δεν μπορούσε να το κάνει αυτό, απλώνεται από πάνω, από τα θεία υψώματα η παντοδύναμη δεσποτική δεξιά πρός τα κάτω, και όχι μόνο τράβηξε από το λάκκο εκείνο αυτούς που είχαν πέσει, αλλά και με τη μεγάλη δόξα και τη δύναμη της συνέτριψε τους αντιπάλους, όπως έχει γραφτεί, και μετέχοντας στη πεσμένη φύση μας θαυματουργικά, την οδήγησε ψηλά στους ουρανούς· και αφού την εκάθισε στο θρόνο εκ δεξιών του Πατρός την αξίωσε να προσκυνείται από όλη την κτίση, και προσκαλώντας εμάς εκεί έλεγε « ει τις εμοί διακονεί, εμοί ακολουθείτω, ίνα όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται» ( όποιος θέλει να με υπηρετεί ας ακολουθεί το δικό μου δρόμο, κι όπου είμαι εγώ, εκεί θα είναι κι ο δικός μου υπηρέτης). Το ίδιο συνιστά και ο μακάριος Παύλος: «τα άνω ζητείν, τα άνω φρονείν, ένθα κάθηται Χριστός εκ δεξιών του Θεού Πατρός»…
( Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου, ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ, τ. Γ΄, Εκδ. Ι.Β.Σ Μ. Αγίου Νεοφύτου, Πάφος 1999, σ. 499 αποσπάσματα).