Εμφανίστηκε τότε μια Χαναναία γυναίκα, που βγήκε από την περιοχή εκείνη, και είπε κραυγάζοντας: «Ελέησέ με, Κύριε, Γιε του Δαβίδ. Η θυγατέρα μου δαιμονίζεται άσχημα». Εκείνος όμως δεν της αποκρίθηκε ούτε λέξη. Τον πλησίασαν τότε οι μαθητές του και τον παρακαλούσαν λέγοντας: «Απομάκρυνέ την, γιατί μας ακολουθεί φωνάζοντας». Κι εκείνος αποκρίθηκε: «Δε στάλθηκα, παρά μονάχα για τα χαμένα πρόβατα του λαού Ισραήλ». Εκείνη όμως ήρθε και τον προσκυνούσε λέγοντας: «Κύριε, βοήθα με». Αλλ’ εκείνος της αποκρίθηκε: «Δεν είναι σωστό να πάρει κανείς το ψωμί των παιδιών του και να το πετάξει στα σκυλιά». Τότε εκείνη του είπε: «Ναι, Κύριε, αλλά και τα σκυλιά θρέφονται από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των αφεντικών τους». Τότε ο Ιησούς της αποκρίθηκε: «Γυναίκα, μεγάλη είναι η πίστη σου! Να γίνει αυτό που θέλεις». Και γιατρεύτηκε η κόρη της την ώρα εκείνη.
Η Χαναναία είναι το μοντέλο του πονεμένου, ταπεινού και άγιου ανθρώπου. Το κίνητρό της για να προσεγγίσει και να παρακαλέσει τον Κύριο είναι πολύ ισχυρό. Είναι η αγάπη για το παιδί της. Δεν ξεκινάει από ένα εγωκεντρικό κίνητρο να βοηθήσει τον εαυτό της -που είναι και αυτό δικαιολογημένο και κατανοητό από τον Κύριο- αλλά από την βαθιά αγάπη της μάνας που θέλει να βοηθήσει το άρρωστο παιδί της.
Δεν κάμπτεται από την φαινιμενική αδιαφορία που δείχνουν οι μαθητές και ο Ιησούς απέναντί της. Φλεγόμενη από την επιθυμία της ίασης επιμένει. Αδιαφορώντας για την αξιοπρέπειά της και για τον εαυτό της τρέχει ξοπίσω και επίμονα παρακαλεί.
Ονομάζει τον Ιησού «Υιέ Δαβίδ». Μπορούμε να υποθέσουμε από αυτή την επίκληση ότι τον αναγνωρίζει ως τον αναμενόμενο Μεσσία της Εβραϊκής θρησκευτικής παράδοσης. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η πίστη της την οποία θαυμάζει ο ίδιος ο Κύριος είναι η βεβαιότητα ότι ο Ιησούς από την Ναζαρέτ είναι ο Μεσσίας τον οποίο προσδοκούν οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης.
Νομίζω όμως ότι πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο. Η Χαναναία δεν γνωρίζει ότι ο Χριστός είναι ο Μεσσίας αλλά αναγνωρίζει την αγιότητα και τη Χάρη στο πρόσωπο Του. Συναισθάνεται το φως της παρουσίας Του. Ενθουσιάζεται, θαυμάζει, γοητεύεται, ερωτεύεται και αγαπά τον Κύριο. Ελπίζει σε Αυτόν. Τον πλησιάζει με πάθος, εσωτερική φλόγα και ανάγκη. Δεν προβληματίζεται, δεν αναλύει, δεν θεολογεί, δεν αμφισβητεί αλλά παραδίδεται σε Αυτόν ολοκληρωτικά. Δεν τον πλησιάζει επειδή συμπεραίνει λογικά ότι αυτός ο άνθρωπος είναι σε θέση να την βοηθήσει αλλά επειδή αισθάνεται την βαθειά υπαρξιακή παρόρμηση να κρεμάσει πάνω Του όλες τις ελπίδες της. Γι αυτό και όταν ο Ιησούς αρνείται να την βοηθήσει, εκείνη επιμένει. Ακούει τους λόγους του Ιησού, καταλαβαίνει ότι ο Ιησούς αρνείται να την βοηθήσει επειδή δεν είναι Ισραηλίτισσα Του αλλά τα λόγια Του δεν αρκούν για να αλλάξουν τη διάθεσή της. Δεν ενδιαφέρεται για τα λόγια, δεν έχει την πολυτέλεια να επεξεργαστεί με βάση τη λογική τα λεκτικά μηνύματα που δέχεται. Η Χαναναία δεν διαλέγεται. Εκλιπαρεί. Δεν σκέπτεται νηφάλια όπως ένας διανοούμενος. Αρπάζεται από τον Κύριο σαν ένας ναυαγός. Η Χαναναία δεν σκέπτεται, πάσχει. Δεν θεωρεί, ερωτεύεται. Δεν συμπεριφέρεται καθώς πρέπει αλλά καθώς η αγάπη την αναγκάζει. Ο Κύριος θαυμάζει την πίστη της. Αλλά η πίστη της Χαναναίας δεν είναι γνωστική βεβαιότητα, είναι πάθος, έκσταση, μέθη, δάκρυα, έρωτας, προσευχή. Η πίστη της Χαναναίας είναι άκρα ταπείνωση. Με αυτή την μεγάλη πίστη κερδίζει όχι μόνο την θεραπεία της κόρης της αλλά και τον Θαυμασμό του Κυρίου. Θα τολμούσαμε να πούμε ότι η Χαναναία «νίκησε» τον Κύριο με την ταπείνωση, τον λύγισε με την φωτιά της εκστατικής αγάπης που έβραζε μέσα της.
Η Χαναναία χωρίς να το επιδιώκει θεολογεί. Δείχνει το δρόμο της θεογνωσίας. Τον τρόπο της εκστατικής Αγάπης.
Η ζωή θα μας οδηγήσει αναπόφευκτα κάποιες φορές σε αδιέξοδο. Ο πόνος θα μας βοηθήσει να χάσουμε τον έλεγχο. Τότε ελεύθεροι από λογική και αξιοπρέπεια μπορούμε να παρακαλέσουμε και εμείς δυνατά και επίμονα τον Κύριο να μας ελεήσει. Και όσο μεγαλύτερη είναι η κραυγή της απόγνωσης τόσο πλουσιότερο δωρίζεται το έλεος. Διότι ο Κύριος ακούει πεντακάθαρα τα λόγια της καρδιάς μας. Ο λόγος της καρδιάς είναι η μητρική Του γλώσσα. Με τα λόγια του νου, «δυσκολεύεται», επειδή εκπέμπονται σε μια ξένη γι Αυτόν συχνότητα. Ο πόνος, μάς βοηθά να εκφραζόμαστε καρδιακά. Και δεν χρειάζεται να προσπαθήσουμε γι αυτό. Η κραυγή αναδύεται μόνη της στη δύσκολη ώρα. Τότε η ανάγκη για προσευχή ξεπερνά τις άμυνες του νου.
Βέβαια είναι ωφέλιμο είναι καλλιεργούμε ήσυχα και αβίαστα τη σχέση μας με τον Χριστό και την Εκκλησία. Καλή είναι και η τυπική συμμετοχή στις Ακολουθίες, οι νηστείες, η αγιογραφική μελέτη και η «πνευματική» αναζήτηση. Αλλά για να πλησιάσουμε τον Κύριο θα χρειαστούμε την αναστάτωση, την έκσταση (έξω-ίσταμαι) και το καλό αδιέξοδο της αυτοσυντριβής. Ώστε να πάμε κοντά του γυμνοί από τις άμυνες του εαυτού μας και ταπεινωμένοι.
Άδειοι από τον εαυτό μας αν Τον ποθήσουμε θα μας γεμίσει με τον δικό Του εαυτό. Διότι ο ίδιος ο Κύριος λαχταρά να ενωθεί μαζί μας. Και όταν βρει άδειο από εγωισμό το χώρο της ψυχής μας έρχεται και μας γεμίζει με την Αγάπη της Παρουσίας Του.
Στην Ευαγγελική αφήγηση της Χαναναίας το σημαντικό δεν είναι η θεραπεία της κόρης αλλά η ταπείνωση και η αγάπη της μητέρας. Το θαύμα δεν είναι η θεραπεία αλλά η ένταση της σχέσης με τον Χριστό. Εύχομαι να συμβεί και στη δική μας ζωή αυτό το θαύμα. Ώστε να μένουμε πάντοτε ενωμένοι μαζί Του με τα δεσμά της ταπείνωσης ζώντας αδιαλείπτως το θαύμα της εκστατικής αγάπης και του Θείου έρωτα.