π. Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος«Ο Χριστός είναι τρέλα»,

Δεν έχει λόγο ο λόγος να αρθρώνεται, ούτε ο λογισμός να ορθώνεται. Μπροστά στην
αγιότητα είναι πιο ταιριαστή η σιωπή και η θύμηση της εμπειρίας πρέπει να γίνει
προσευχή. Μα καθώς απόψε μαζεύτηκαν οι αγαπημένοι σου για να σε ξενυχτήσουν
χύθηκαν οι αναμνήσεις και επίμονα επιδίωξαν να μπούνε στο χαρτί.
Στην Παναγίτσα όλοι μας είχαμε πατέρα, και σε περιτριγυρίζαμε όπως οι μέλισσες το
λουλούδι, εκείνο το μέλι κυνηγώντας που είχε ο λόγος σου. Στην αυλή σου ανασάναμε
Χριστό αχόρταγα, και σε είδαμε να θυσιάζεσαι για εμάς μέρα τη μέρα –τίποτα δεν είπες με
λόγια που δεν μας το έδειξες με το παράδειγμα σου. Κουβάλαγε ο καθένας στην αυλή σου
την τρέλα του, μα εσύ έλεγες «Ο Χριστός είναι τρέλα», «Ο Χριστός είναι γλέντι», κι είχες
σηκώσει μπαϊράκι αντάρτικο με ότι σε έδενε στη γη. Στην αυλή της Παναγίτσας μας όλοι
απολαύαμε «το συμποσίου τ ς πίστεως.»ῦ ῆ
Μου έλεγες πάντα να μην αμαρτάνω. «Ποιο είναι, πατέρα», σε ρώταγα, «το τάλαντό μου;»,
«Το τάλαντό μου είναι να γίνείς αγία» μου έλεγες. Κι έκλαιγα μ’ αναφιλητά κάτω από το
πετραχήλι σου που πάλι απέτυχα τούτο το τάλαντο μου να το πολλαπλασιάσω. Και πάντα
σε κυνήγαγα να πάρω την ευχή σου, μα δεν τις χόρτασα, πατέρα, ποτέ τις ευχές σου.
Θυμάμαι το ξεκαρδιστό σου γέλιο, βούταγε, λες, το κεφάλι σου ανάμεσα στους ώμους σου,
φώτιζε το πρόσωπο σου σαν μικρού παιδιού κι αχ πόσο μου άρεσε να σε βλέπω να γελάς
με την καρδία σου.
Σε θυμάμαι τα απογεύματα, μεταξύ εσπερινού και αποδείπνου να βγαίνεις από το πίσω το
πορτάκι να χτυπάς το τάλαντο, κι όταν μαζευόταν η πιτσιρικαρία τους μοίραζες
γλειφιτζούρια.
Τα αγαπούσες τα παιδιά…από μικρά μας έδωσες τα πάντα. Έκανες την αυλή της
Παναγίτσας τον παράδεισο του μανιασμένου παιχνιδιού μας. Ποτέ δεν μας μάλωσες, ποτέ
δεν απαίτησες να κάνουμε ησυχία ή να μην κόβουμε τα λουλούδια…Σαν να έβαλες, μου
φαίνεται, τα λουλούδια στην αυλή για να τα κόβουμε και να τα κάνουμε μπουκέτα στις
μαμάδες. Έρχόμασταν από τα μικρά διαμερίσματα της Αθήνας, με τα ασφυκτικά
μπαλκονάκια να παίξουμε στην αυλή της Παναγίτσας, και λίγο πριν κοινωνήσει μπαίναμε
μέσα με φόρα, σπρώχναμε τις γριές και φτιάχναμε σειρά μπροστά. Τα πιο ξέφρενα
παιχνίδια της ζωής μου τα θυμάμαι στην αυλή σου.
Και τις Μεγάλες Πέμπτες έβγαινες με το σταυρό στα χέρια «Σήμερον κρεμάται επι
ξύλου»…κι εγώ δεν ήξερα αν έβλεπα μπροστά μου το Χριστό ή εσένα να σταυρώνεσαι, έτσι
εξαντλημένο απ’ την αγρύπνια και την νηστεία της μεγάλης εβδομάδας. Και στην περιφορά
του επιταφίου γυρνούσαμε με όλη την ενορία, κι εσύ κρατούσες το Έυαγγέλιο και πήγαινες
κουτσαίνοντας μιας ώρα δρόμο.
Αγαπούσες πολύ τις ετυμολογίες των ελληνικών λέξεων και συχνά παρασερνόσουν να μας
μιλάς γι αυτές ή για τους αρχαίους φιλοσόφους. Και τη γνώση αγαπούσες και σ’αρεσε να
λες πως η μάθηση είναι γλέντι. Ένα Σάββατο, μικρή όταν ήμουν, κατάφερα να τρυπώσω στο
κατηχητικό του γυμνασίου και άκουσα τι όμορφα μιλούσες «στα μεγάλα παιδιά», κι από
τότε κάθε Σάββατο προσπαθούσα πάλι να μπω κρυφά να ακούσω την ομιλία του
γυμνασίου, μα πάντα κάποιος κατηχητής με έβλεπε και μου λέγε πως είμαι μικρή, και πως
δεν μπορώ να μπω.
Απόψε, τούτο το ξενύχτι γύρω από το σώμα σου, έχει κάτι από θρίαμβο κι από δοξολογία,
Τούτο το αποψινό είναι, το δίχως άλλο ένα πανηγύρι, γιατί μας έδωσε ο Θεός έναν άγιο, να
ζήσουμε κοντά του, να δούμε τη θυσία μέχρι το τέλος. Απόψε πιο πολύ παρά ποτέ είσαι
πατέρας μας γιατί τώρα είσαι όλος μια αγκαλιά κι η αγιότητα σου είναι η μεγαλύτερη κρίση
για τον καθένα μας. Καλή Ανάσταση αγαπημένε μας, είθε κι εκεί μαζί όπως κι εδώ
π. Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος

Share Button