Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ούρανόν και την γην (Γέν. 1, 1)
Αδελφοί μου, αυτή είναι η διά στόματος του προφήτου απάντηση του Θεού στο ερώτημα που όλοι διψάμε να μάθουμε την απάντησή του: «Από που προέρχεται αυτός ο κόσμος;»,
Ο Θεός εισακούει το ερώτημά μας, άρρητο η ομολογημένο·
Εκείνος ενωτίζεται και απαντά. Όπως στέλνει τη βροχή στη χερσωμένη γη. Όπως δίνει υγεία στον ασθενή, όπως δίνει ψωμί και ένδυμα στο σώμα του ανθρώπου, έτσι και απαντά στο πνεύμα του ανθρώπου. Εκείνος δίνει απάντηση στο ερώτημα του πού του έχει προκαλέσει πείνα και δίψα, πόνο και απογύμνωση· μέχρις ότου αυτό (το πνεύμα) τραφεί, κορεστεί, αποκατασταθεί στην υγεία του και ενδυθεί με την αληθινή απάντηση. Το ερώτημα λοιπόν είναι: «Από πού προέρχεται αυτός ο κόσμος;» και η απάντηση: «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην».
Ο κόσμος δεν υπάρχει αφ’ εαυτού· τίποτα σ’ αυτό τον κόσμο δεν είναι αυθύπαρκτο· ούτε αυτός ο κόσμος είναι προϊόν κάποιας κακής δύναμης, ούτε είναι προϊόν πολλών δημιουργών, καλών τε και κακών, αλλά είναι δημιούργημα του Ενός Φιλάνθρωπου Θεού!
Η απάντηση αυτή κάνει την καρδιά κάθε ανθρώπου να σκιρτά από χαρά, παρακινώντας τον προς καλά και θεάρεστα έργα. Έτσι πληροφορείται, μεταξύ άλλων, ότι αυτή είναι η μόνη ορθή και αληθινή απάντηση. Οποιαδήποτε άλλη απάντηση, αντίθετη προς αυτήν, προξενεί ταραχή, φόβο και λύπη μέσα μας και μας ωθεί προς έργα πονηρίας· έτσι λοιπόν γνωρίζουμε ότι οι άλλες απαντήσεις είναι ψευδείς.
Αδελφοί, αυτός ο κόσμος είναι εκ του Θεού· χαίρετε και αγαλλιάσθε! Ο κόσμος προέρχεται από τον Θεό και, συνεπώς, αφού η αρχή του είναι στο Θεό, είναι και το τέλος του στο Θεό! Ο κόσμος αυτός είναι από καλή ρίζα και γι’ αυτό θα δώσει καλό καρπό! Προήλθε εκ της πηγής του Φωτός και στο Φως θα καταλήξει. Όταν γνωρίζουμε ότι η αρχή είναι καλή, τότε γνωρίζουμε ότι τείνει προς το καλό και ότι το τέλος θα είναι καλό.
Δείτε, αδελφοί, στα πρώτα λόγια της Γενέσεως, για την αρχή του κόσμου, ενυπάρχει συγκαλυμμένη και η προφητεία για το τέλος του. Όπως ήταν η αρχή, έτσι θα είναι και το τέλος. Εκ Θεού η αρχή, εν Αυτώ και το τέλος. «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην». Ας κρατήσουμε ζωντανή μέσα μας αυτή τη σωτήρια αλήθεια, για να έχουμε ολοζώντανη ελπίδα και να δυναμώνει η αγάπη μας προς τον Ένα Θεό, ο οποίος με αγάπη μας έπλασε, διότι Αυτός είναι η Αγάπη.
Πόσο πυκνός και μεστός είναι ο κάθε λόγος του Θεού! Μοιάζει με το διπλωμένο ύφασμα, το οποίο μπορεί να μεταφερθεί παραμάσχαλα και να απλωθεί επάνω στο χορτάρι καλύπτοντας μια μεγάλη έκταση. Πόσο πολλά, πόσα ανεκτίμητα καλά πράγματα μας αποκαλύπτει αυτός ο λόγος του Θεού!
«Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην». Πρωτίστως, αυτός ο λόγος μας δείχνει ότι ο Θεός είναι ο μόνος αιώνιος, ο μόνος άναρχος. Αυτή η πρώτη αποκάλυψη μας προξενεί μια πρώτη, άρρητη ευφροσύνη. Μέσα στη δίνη της μεταβολής και της προσωρινότητας του κόσμου, χαίρουμε με χαρά ανεκλάλητη, διότι ο Πλάστης μας είναι υπεράνω της αέναης μεταβολής του φθαρτού και προσωρινού. Επιπλέον, μας λέει ότι ο ένας και μόνος αγαθός Θεός είναι ο Δημιουργός του κόσμου και, ως Δημιουργός, είναι επίσης ο Παντοδύναμος και Χορηγός των πάντων. Η δεύτερη αυτή αποκάλυψη μας προξενεί μια δεύτερη, ανεκλάλητη ευφροσύνη: ο κόσμος δεν προήλθε απ’ το χάος, τυχαία, χωρίς σχέδιο ή σκοπό· προήλθε από τον Πανοικτίρμονα Θεό, ο οποίος διακρατεί τον κόσμο και τον κατευθύνει προς τον προορισμένο σκοπό του.
Επίσης μας αποκαλύπτει ότι αυτός ο (επίγειος) κόσμος είχε μια αρχή και κατά συνέπεια θα έχει και ένα τέλος. Η τρίτη αυτή αποκάλυψη μας φέρνει επίσης άρρητη ευφροσύνη. Διότι θα ήταν λυπηρό, εάν αυτός ο κόσμος ήταν αιώνιος και αν όλοι οι στόχοι του, άμεσοι και απώτατοι, εξαντλούνταν μόνον σε αυτό. Κάτι τέτοιο θα προξενούσε ζαλάδα στα διάνοια των στοχαστών και λύπη στη καρδιά των δικαίων!
Τέλος, η αρχή της Βίβλου δηλώνει σαφώς ότι ο Θεός δημιούργησε δύο κόσμους, τον ουράνιο και τον επίγειο, ή τον ασώματο και τον σωματικό, υλικό. Η τέταρτη αυτή αποκάλυψη μας προσφέρει μια τέταρτη ανείπωτη αγαλλίαση. Και καθώς τώρα υψώνουμε το βλέμμα μας στον ουρανό κι ευφραινόμαστε με τον ήλιο, το φεγγάρι και τα άστρα πάνω απ’ τα κεφάλια μας, έτσι υψώνουμε το πνεύμα μας προς τον κόσμο τον αγγελικό, που είναι συγγενής σ’ εμάς αλλά πιο αγνός και πιο φωτεινός από τον δικό μας. Αγαλλόμεθα, διότι τώρα γνωρίζουμε ότι υπάρχει ένας κόσμος καλύτερος απ’ τον δικό μας, στον οποίο και εμείς θα εισέλθουμε· σαν τους κατάκοπους ταξιδιώτες θα επιστρέψουμε στο σπίτι μας και θα βρούμε ανάπαυση. Ω! πόσο λυπημένο θα περιφερόταν το βλέμμα των ανθρώπων τριγύρω στον κόσμο, εάν αυτός ήταν ο μόνος κόσμος κι αν δεν υπήρχε κατάστερο ουράνιο στερέωμα! Επιπλέον, πόσο λυπημένο θα περιφερόταν στον υλικό κόσμο το πνεύμα του ανθρώπου, εάν δεν υπήρχε πνευματικός κόσμος, ο παραδεισένιος ουράνιος κόσμος! Αδελφοί, ό,τι ο Θεός επιθυμεί να αποκαλύψει σε ανθρώπους, το αποκαλύπτει και ό,τι δεν επιθυμεί ν’ αποκαλύψει, παραμένει κρυμμένο. Ο θεόπτης Μωυσής, ο άνθρωπος που είδε το Θεό, δεν μπορούσε να πει τίποτε περισσότερο για τον ουρανό παρά ότι τον δημιούργησε εν αρχή ο Θεός! Αφού είπε αυτό, συνέχισε για να περιγράψει λεπτομερώς τη δημιουργία της γης.
Γιατί ο Μωυσης δεν ομιλεί αναλυτικά για τη δημιουργία του ουρανού; Διότι ο Θεός δεν ήθελε να του αποκαλύψει κάτι περισσότερο, στον βαθμό που οι άνθρωποι της εποχής του Μωυσή δεν ήταν αρκετά ώριμοι, ούτε και ικανοί να κατανοήσουν τα, «επέκεινα» των αισθήσεών τους, ουράνια ζητήματα. Μόνον αφού πέρασαν πολλοί αιώνες και δόθηκε στους ανθρώπους η Καινή Διαθήκη του Θεού, μόνον τότε ο Θεός αποκάλυψε πολλά περισσότερα για τον ουράνιο κόσμο στους πιστούς και εκλεκτούς Του. Μόνον χριστιανοί άρχισαν να βλέπουν «τους ουρανούς ανεωγμένους». Το επιμαρτυρεί ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος: «Μετά ταύτα είδον, και ιδού θύρα ηνεωγμένη εν τω ουρανώ…». (Αποκάλ. 4, 1). Το επιμαρτυρεί ο άγιος Στέφανος ο Πρωτομάρτυς: «ιδού θεωρώ τους ουρανούς ανεωγμένους» (Πράξεις 7, 56). Το επιμαρτυρεί ο Απόστολος Παύλος: «αρπαγέντα τον τοιούτον έως τρίτου ουρανού… και ήκουσεν άρρητα ρήματα» (Β΄ Κορ. 12, 2-4)· ομιλεί για τους χορούς των Αγγέλων, για τους Θρόνους, τις Κυριότητες, τις Αρχές και Εξουσίες και λέει ότι «εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα, τα εν τοις ονρανοίς και τα έπη της γης… τα πάντα δι’ αυτού και εις αυτόν έκτισται». (Κολοσσαείς 1, 16).
Ο μαθητής του άγιος Διονύσιος περιγράφει την ουράνια ιεραρχία λεπτομερώς, ενδελεχώς, όπως και ο Μωυσής περιγράφει τον επίγειο κόσμο κατά τη γένεσή του. Έτσι το θέλησε η απερινόητη σοφία του Θεού. Εκείνα που ο Θεός δεν θέλησε να αποκαλύψει στον Μωυσή, τα αποκάλυψε στους Αποστόλους και τους πιστούς που τους ακολουθούσαν. Εκείνο που δεν μπορούσε να ειπωθεί σε παιδιά, λέγεται σε ώριμους ανθρώπους. Η αποκάλυψη των μυστηρίων ήλθε διά της πνευματικής ωριμότητας.
Αυτό είναι θαυμάσιο μάθημα για όλους εμάς! Ας είμαστε επιμελείς στην αναζήτηση της αλήθειας και ακόμη πιο ενδελεχείς στην κάθαρση της καρδίας μας, υπομονετικοί και προσκαρτερούντες και ασάλευτοι στην πεποίθηση ότι ο Θεός θα μας δώσει τα πάντα εν καιρώ, με τον τρόπο και στο μέτρο που Εκείνος γνωρίζει ότι είναι κατάλληλα και αναγκαία για τη σωτηρία μας.
Ω Κύριε, πάνσοφε και φιλάνθρωπε, Συ που μας διδάσκεις και μας οδηγείς στη σωτηρία χωρίς βία, αλλά και χωρίς καθυστέρηση, Σοι πολυεύσπλαχνε, πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Ο Πρόλογος της Αχρίδος» – Δεκέμβριος, εκδ. Άθως)