Το Σπήλαιο του Άγιου Ιωάννη του Ερημίτη στην Κρήτη
Ο μοναχισμός αποτέλεσε ένα είδος κινήματος εναντίον της εκκοσμίκευσης της Εκκλησίας. Οι οπαδοί του μοναχισμού, επιθυμούσαν την επιστροφή στην κατά γράμμα διδασκαλία του Χριστού για αποταγή του κόσμου και περιορισμό στα απολύτως απαραίτητα καθώς και στον τρόπο ζωής των πρώτων χριστιανών. Ωστόσο ο μοναχισμός ξεκίνησε στις αρχές του 4ου αι. πριν ακόμα επέλθουν οι μεγάλες αλλαγές της Εκκλησίας. Οι μοναχοί ήδη ήταν αναγνωρισμένοι στην Αίγυπτο, ως άνθρωποι που περιφρονούν τον πολιτισμό και τις κοινωνικές συναναστροφές. Υπήρξαν αρκετοί που είχαν εγκαταλείψει τις εύφορες περιοχές πλάι στο Νείλο, και επέλεξαν να κατοικήσουν στην έρημο. Ορισμένων το κίνητρο της απομάκρυνσης από τα εγκόσμια, ήταν απλά μια προσπάθεια απαλλαγής από τη φορολογία και τις υποχρεώσεις της δημόσιας ζωής. Κυρίως όμως αυτή η επιλογή, γίνονταν από ανθρώπους με βαθιές μεταφυσικές αγωνίες και αγάπη προς το χριστιανισμό. Ασχέτως κινήτρου πάντως, η καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων υπήρξε από ιδιαίτερη έως ακραία.
Έως και το 640 μ.Χ η χώρα με τους περισσότερους μοναχούς ήταν η Αίγυπτος. Αυτό κυρίως οφείλεται στην ιδιαιτερότητα της γης και του λαού της που είχε από πάντα ανεπτυγμένη θρησκευτικότητα, αλλά και εξαιτίας της ανθεκτικότητας του πληθυσμού της λόγω των αντίξοων κλιματολογικών συνθηκών. Στην ψυχή του Βυζαντινού ανθρώπου, η απόσταση μεταξύ κοινωνικού και μοναστικού βίου δεν ήταν μεγάλη, ακριβώς όπως στην Αίγυπτο κοντινή ήταν η απόσταση ανάμεσα στις πολύβουες πόλεις και στην απόλυτη ερημιά. Άνθρωποι ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης, φύλου και ηλικίας, ένιωσαν την ανάγκη να απομονωθούν και να ζήσουν σε τόπους που ο πολιτισμός δεν έχει φθείρει.
Στην Ελλάδα έχουμε τις πρώτες μαρτυρίες για ασκητές προς το τέλος του 8ου αιώνα. Οι πρώτοι ερημίτες εγκαθίστανται σε διάφορες περιοχές με γνωστότερες, το Άγιον Όρος και τα Μετέωρα και στην πορεία στις ίδιες περιοχές οργανώνονται και τα κοινόβια. Ο τρόπος ζωής τους βέβαια καμία σχέση δεν είχε με αυτόν των άλλων ανθρώπων, και η ζωή του ασκητή συνεπάγονταν την εγκατάλειψη όλων των ανέσεων του πολιτισμένου κόσμου.
Καταλύματα
Ένα από τα βασικά προβλήματα ήταν βέβαια η προστασία από τις κλιματολογικές συνθήκες. Στην νότια Αίγυπτο αρκούσε μια απλή καλύβα για να αντιμετωπιστεί η μεγάλη αυξομείωση της θερμοκρασίας ανάμεσα στην ημέρα και στη νύχτα. Στη βόρεια Αίγυπτο όμως εξαιτίας των ανέμων και των βροχών, χρειάζονταν κάποια στερεότερη κατοικία. Την προτίμηση των περισσότερων ασκητών κέρδιζαν οι πάμπολλες σπηλιές που υπάρχουν στις περιοχές αυτές και που τους έφερναν πιο κοντά στην πρωτόγονη ζωή που επιζητούσαν. Ανεξαρτήτως του είδους του καταλύματος το απολύτως απαραίτητο ήταν αυτό να βρίσκεται αρκετά μακριά από τα εγκόσμια έτσι ώστε να επιτευχθεί η απομόνωση και η ησυχία. Φρόντιζαν δε, το κελί τους να βρίσκεται μακριά από πηγάδι ή έλος.
Ενδυμασία
Η αναχώρηση από την κοινωνικότητα και η έναρξη της νέας ζωής, ήταν απόρροια της περιφρόνησης προς τα εγκόσμια. Έτσι η επιζήτηση της ησυχίας της ερήμου συνοδεύονταν και από την απόρριψη του κοσμικού τρόπου ενδυμασίας, ορισμένες φορές δε, και οποιασδήποτε ενδυμασίας. Παρότι σπανιότατα αυτό γίνονταν αντιληπτό από τον οποιοδήποτε, υπάρχουν αρκετές αναφορές σε ασκητές που το μόνο τους ένδυμα αποτελούσε το γυμνό τους σώμα ου σκεπάζονταν από τα μακριά μαλλιά τους. Οι περισσότεροι βέβαια ερημίτες, δεν ακολουθούσαν την τακτική της απόλυτης γυμνότητας αλλά σίγουρα απέρριπταν την κοσμική και υιοθετούσαν την μοναστική ενδυμασία, ή αλλιώς το αγγελικό σχήμα που είχε ήδη διαμορφωθεί πριν το τέλος του 4ου αιώνα. Βασικά του στοιχεία ήταν το δέρμα προβάτου (μηλωτή), η ζώνη, η επωμίδα (ανάλαβος) και το κουκούλιον. Το έθιμο απαιτούσε από τον νέο μοναχό, να δεχτεί την ενδυμασία αυτή από κάποιον γέροντα. Η μοναστική ενδυμασία έλαβε σύντομα συμβολική σημασία, ενώ η αδράνεια ως προς την καθαριότητά της (ρερυπωμένη έσθητα), εγκωμιάζονταν από τους ίδιους τους γέροντες της ερήμου. Τα Σαββατοκύριακα βέβαια επικρατούσε η συνήθεια, οι μοναχοί να φορούν άλλο χιτώνα προκειμένου να λειτουργηθούν στην εκκλησία. Αυτός ο μοναδικός δεύτερος χιτώνας τις περισσότερες φορές τους συνόδευε ως το τέλος του βίου τους, στην τελευταία τους κατοικία.
Διατροφή
Ως γνωστόν οι ερημίτες ασκούσαν αυστηρή νηστεία και λάμβαναν ελάχιστη τροφή, ίσα ίσα για να κρατηθούν στη ζωή. Παρότι οι διατροφικές ανάγκες που έχει κανείς στην έρημο είναι μικρότερες απ’ ό,τι οπουδήποτε αλλού, ο περιορισμός της τροφής γίνονταν εις ανάμνησιν του Θείου Πάθους, αλλά και για την υπέρβαση της ανθρώπινης αδυναμίας. Πολλοί από τους ερημίτες εφάρμοζαν πλήρη ασιτία καθ’ όλη τη διάρκεια της Μ. Σαρακοστής ή και σε περιόδους όπου προσπαθούσαν να απαλλαγούν από επίμονους πειρασμούς της σάρκας. Συχνά αντέγραφαν και εξέλισσαν ακρότητες που άκουγαν πως έγιναν από άλλους ερημίτες, όπως στην περίπτωση του Μακαρίου του Αλεξανδρινού ο οποίος απείχε από οποιαδήποτε μαγειρεμένη τροφή για 7 έτη, από τη στιγμή που άκουσε πως αυτό κάνουν οι μοναχοί της Ταβεννήσου, την Σαρακοστή.
aoratoi-erimites.jpg
Συνηθισμένη τακτική των ασκητών ήταν η αποχή από το φαγητό έως τη δύση του ηλίου, πρακτική που εδραιώθηκε αργότερα στη νηστεία του μουσουλμανικού ραμαζανιού. Στο διαιτολόγιό τους συνήθως περιλαμβάνονταν καρποί των δέντρων, χόρτα, και μικρά καρβέλια ψωμιού (με αλάτι ή χωρίς), που αποθηκεύονταν για καιρό, και καταναλώνονταν μουσκεμένα με νερό. Επίσης ¨. Δύο τέτοια καρβέλια ήταν η καθημερινή τροφή για πολλούς ασκητές. Σπανιότερα αναφέρεται η κατανάλωση λαδιού και οσπρίων. Εξαιρέσεις γίνονταν σε περιπτώσεις ασθενών και οδοιπόρων, καθώς και σε πολύ ηλικιωμένους ασκητές που υπέφεραν από στομαχικά και άλλα προβλήματα υγείας. Όταν όμως δέχονταν επισκέπτες, τους φίλευαν με ό,τι καλύτερο μπορούσε να βρεθεί δεδομένης της κατάστασης, και συχνά διέκοπταν και τη δική τους νηστεία για χάρη των φιλοξενούμενων.
Καθημερινότητα
Η τυπική μέρα ενός ασκητή κυλούσε με κέντρο το κελί του στο οποίο προσεύχονταν ή διάβαζε. Οι ασκητές συνήθως κάθονταν στο έδαφος με διπλωμένα πόδια και γερμένο κεφάλι μπροστά, ενώ δεν στήριζαν την πλάτη τους πουθενά. Ο καθημερινός τους αγώνας ήταν η απομάκρυνση του πειρασμού και η αφοσίωση ψυχή τε και σώματι στον Θεό. Ένας απ’ τους βασικούς πειρασμούς ήταν η “ακηδία” που σήμαινε την αφόρητη πλήξη και απογοήτευση εξαιτίας της απόσπασης της προσοχής από τον στόχο. Την ακηδία οι μοναχοί καταπολεμούσαν με απασχόληση των χεριών, πλέκοντας καλάθια, ή δίχτυα ή αντιγράφοντας χειρόγραφα απαγγέλοντας τους Ψαλμούς του Δαυίδ.
Ξεκούραση και όνειρα
meteora_askitiria_2.jpg
Ασκηταριά στα Μετέωρα
Ο ύπνος των ασκητών γίνονταν σε μία ψάθα απλωμένη στο έδαφος (ψιάθιον), στο κέντρο του κελιού, χωρίς στήριγμα του κεφαλιού στον τοίχο (χαμευνία) με σκοπό την σκληραγώγηση και την εγρήγορση για την ανά πάσα στιγμή προσευχή. Πολλοί ερημίτες έμεναν άυπνοι προσευχόμενοι επί σειρά ημερών. Οι ασκητές δε, που πολιορκούνταν από αισχρούς λογισμούς, αρνούνταν να ξαπλώσουν το κορμί τους, και δεν κοιμόταν ποτέ οικειοθελώς.
Συχνά η κοσμική ζωή και ο πειρασμός που απέφευγε ο ασκητής, πολύ συχνά τον επισκέπτονταν μέσα από τα όνειρα υπό μορφήν ερωτικής επιθυμίας, νοσταλγίας αγαπημένων προσώπων, ή φόβου για την επιβίωση στην ερημιά. Ο στόχος κάθε ασκητή ήταν να απαλείψει κάθε τέτοιο όνειρο με αδιάκοπη προσευχή και να επιβληθεί έως και στο ασυνείδητό του προκειμένου να αγγίξει την αγιότητα.
Πηγές:
Σ. Ευθυμιάδης, Ο βίος των ασκητών στην έρημο, στο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στον βυζαντινό και μεταβυζαντινό κόσμο, ΕΑΠ, Πάτρα 2001.
Βήμα Ορθοδοξίας
Κιβωτός της ορθοδοξίας
Πενταπόσταγμα