Μέ πολύ προσευχή πριν τη Θεία Κοινωνία…
«….Εν τω μεταξύ ( διηγείται ο π. Ραφαήλ ) περιπλανήθηκα και σε άλλες αιρέσεις, επειδή δεν είχα συνείδηση τότε σ’ αυτό που είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία και δεν καταλάβαινα γιατί υπάρχουν περισσότερες Εκκλησίες.
Πίστευα ότι λίγο πολύ όλες συμφωνούν μέχρις ενός σημείου και αυτό είναι αλήθεια.
Αλλά αυτό που συγκεκριμένα δεν μπορούσα να καταλάβω ήταν η Θεία Κοινωνία μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Πίστευα ότι είναι ένα σύμβολο, (θαυμάσιο έτσι; το ψωμί σαν σώμα και το κόκκινο κρασί σαν αίμα). Ήμουν έτοιμος (ίσως έχω μεταλάβει σε άλλες εκκλησίες, αλλά δεν το θυμόμουν), να πάω. Αν ο Κύριος μας είπε να κάνουμε έτσι, έτσι πρέπει να κάνουμε, αλλά δεν καταλάβαινα γιατί;
Με πέρασε λοιπόν ο Κύριος, από τον προτεσταντισμό και σαν καλός προτεστάντης άρχισα να διαβάζω την Αγία Γραφή.
Και στην Αγία Γραφή σκόνταψα ιδιαίτερα στο κεφάλαιο (VI), στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, εκεί που ο Κύριος Ιησούς μιλάει τόσο καθαρά και τόσο ανοικτά για την Θεια Μετάληψη, αλλά όχι σαν ένα σύμβολο. Εκεί μιλάει για το Σώμα και το Αίμα Του και λέει: «όποιος δεν φάει από το Σώμα μου και δεν πιει το Αίμα Μου δεν έχει ζωή μέσα του».
Κι εγώ προσπάθησα να καταλάβω την σημασία του, και γιατί είναι τόσο απόλυτος ο Κύριος στό θέμα αυτό….
Παρηγορήθηκα λίγο όταν είδα ότι και οι Απόστολοι σκόνταψαν σ’ αυτά τα «λόγια» που δύσκολα τα καταλαβαίνει κανείς και για τα οποία μερικοί Τον άφησαν λέγοντας Του ότι «αυτά» είναι δύσκολα να τα καταλάβεις και ποιος άλλωστε μπορεί ;
Και ο Κύριος γύρισε προς τους δώδεκα Απόστολους και τους ρώτησε: «Κι εσείς θα με αφήσετε; Ο απόστολος Πέτρος του απάντησε: «Σε ποιόν να πάμε Θεέ μου; Ποίος άλλος είναι ο Λόγος της Ζωής»;
Εγώ κρατήθηκα με τα δόντια και τα νύχια από τα λόγια του Απόστολου Πέτρου και έμεινα σαν αναίσθητος, δηλαδή περίμενα μέχρι ο Κύριος, να μου δείξει το μονοπάτι.
Μετά από πολλές ιστορίες, τις οποίες βλέπω τώρα με πολύ ενδιαφέρον (τότε βέβαια τις βίωνα με πολύ πόνο και βάρος, με ανησυχία και ταραχή,) στο τέλος, μου έδειξε ο Κύριος τι θα πει Θεία μετάληψη. Και ιδού πως:
Όταν ήμουν ακόμα Προτεστάντης, προκάλεσα έναν Ορθόδοξο, να μου πει, «γιατί οι Ορθόδοξοι δείχνουν τόση ευλάβεια στους ιερείς τους, ώστε να τους φιλούν το χέρι»; Κι εκείνος, πολύ ταπεινός, απάντησε:
«Δεν ξέρω». Εγώ προσωπικά φιλώ το χέρι που μπορεί να μου δώσει εκείνο, που δεν μπορώ να το έχω χωρίς ιερέα.
Και τον ρώτησα:
«Τι είναι αυτό; Τι μπορεί ένας άνθρωπος να σου δώσει, που εσύ σαν άνθρωπος όπως αυτός, δεν μπορείς να το έχεις;» και μου απάντησε με την ίδια ταπείνωση, «την καλοσύνη, το τίμιο Σώμα και Αίμα του Κυρίου και Σωτήρος μας».
Και τότε κατάλαβα αμέσως ότι μιλάμε γι’ αυτό που λέμε εμείς στην Εκκλησία «Μυστήριο». Και για πρώτη φορά κατάλαβα σαφέστερα και πιο συνειδητά τι θα πει «Μυστήριο».
—-Ἐρώτηση: Πάτερ Ραφαήλ Νόικα μερικοί ἱερεῖς λένε ὅτι δέν εἶναι σωστό νά κοινωνοῦμε συχνά. Τί ἔχετε νά μᾶς συμβουλέψετε σχετικά μέ τή θεία Κοινωνία;
Απάντηση: Σας συμβουλεύω να κοινωνάτε όσο συχνότερα γίνεται, όσο πιο συχνά σας επιτρέπουν οι πνευματικοί σας.
Και το λέω αυτό όχι για να έρθω σε αντιπαράθεση με τη γραμμή των πνευματικών σας, αλλά -και αυτό είναι το σημαντικό- διότι οι άνθρωποι δεν είναι άψυχα αντικείμενα για να υπόκεινται στον ίδιο νόμο ο κάθε άνθρωπος είναι μια εξαίρεση. Η κάθε ψυχή που έζησε και ζει πάνω στη γη είναι μία ατελεύτητη πορεία από την ανυπαρξία προς την αιώνια θέωση.
Και αυτή η πορεία είναι μοναδική για τον καθένα. Γι’ αυτό και συνιστώ θεία Κοινωνία όσο πιο συχνά γίνεται -όχι, λοιπόν, συχνή θεία Κοινωνία, αλλά θεία Κοινωνία συχνά.
Το πόσο συχνά όμως είναι καλό για τον έναν ή για τον άλλο, αυτό το αφήνω να το αποφασίσει ο πνευματικός του καθενός.
Προσεύχομαι στον Κύριο να εμπνέει κάθε πνευματικό πόσο συχνά είναι καλό να μεταλαμβάνει το κάθε πνευματικό του τέκνο. Για τον έναν κάθε δύο χρόνια, για τον άλλον κάθε Κυριακή, για τον τρίτο τις Κυριακές και τις ενδιάμεσες μεγάλες γιορτές, για κάποιον άλλον κάθε δύο εβδομάδες κτλ.
—Σύμφωνα μέ τίς σημερινές πραγματικότητες, πῶς βλέπετε τό θέμα τῆς σωτηρίας μας; Δύσκολο ἤ εὔκολο;
— Πάρα πολύ δύσκολο, ἄν ἐνθυμηθῶ καί τόν λόγο τοῦ πατρός Σωφρονίου, πού γράφει σέ κάποιο βιβλίο του: «Εἶναι ἕνα φοβερό προνόμιο», δεδομένου ὅτι, πιστεύουμε ὅτι ζοῦμε στίς τελευταῖες στιγμές τῆς ἱστορίας, πού εἶναι ἀνάλογες μ᾿ ἐκεῖνες τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ ἐπί τοῦ Σταυροῦ.
Ἡ σωτηρία εἶναι ἕνα ἔργο ἀδύνατο γιά τόν ἄνθρωπο καί συνεπῶς, ἐάν εἶναι ἀδύνατο, ὁ Ἴδιος ὁ Θεός τό κάνει ἔτσι καί γι᾿ αὐτό πρέπει νά προσκολληθοῦμε στήν προσευχή καί στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ἰδιαίτερα στήν Θεία Κοινωνία. Καί ἔτσι αὐτό τό ὁποῖον εἶναι ἀδύνατο στόν ἄνθρωπο, εἶναι δυνατόν στόν Θεό (Ματ. 19,26).
—Πάτερ Ραφαήλ, γνωρίζω ὅτι θά σωθοῦμε σάν Έθνος. Πῶς βλέπετε εσείς, ἕνας Ορθόδοξος Ρουμᾶνος, ὁ ὁποῖος ζῆ σ᾿ ἕνα μοναστήρι τῆς Ἀγγλίας τήν σωτηρία σάν Έθνος;
—Ἐγώ δέν γνωρίζω ὅτι θά σωθοῦμε σάν ἔθνος. Ὅταν λέγω αὐτό, δέν σημαίνει ὅτι περιφρονῶ τήν καταγωγή μας ἤ τά πραγματικά στοιχεῖα τῆς ἐθνικῆς μας ζωῆς, ἀλλά δέν ἠμποροῦμε νά δεθοῦμε ἐξ ὁλοκλήρου μέ τά παρόντα στοιχεῖα, ἐπειδή σέ μιά δεδομένη στιγμή, ἀποχωριζόμεθα ἀπ᾿ αὐτά.
Σωζόμεθα σάν ἔθνος; Τί σημαίνει σωζόμεθα σάν ἔθνος; Ὁ Θεός εἶναι πρόσωπο καί ὁμιλεῖ ὡς πρόσωπο μέ ἐμᾶς. Ἐσύ, Ψυχή, πού ἔκανες αὐτή τήν ἐρωτησι, ἠμπορεῖς νά σωθῆς.
Ἴσως νά εἶσαι Τάταρος, δέν γνωρίζω· ξέρω ὅτι εἶσαι Ρουμᾶνος, ἀφοῦ μέ ἐρώτησες στήν γλῶσσα μας, ἀλλά ἀπ᾿ ὅπου καί νά εἶσαι, ἐσύ εἶσαι αὐτός πού σώζεσαι.
Πρέπει νά ἰδοῦμε στό παρελθόν μέ τί ἐμεῖς συνδεόμεθα καί ἀπό τί χωριζόμεθα. Τό Ἔθνος μας καλεῖται Χριστός. Ἤ, ἐάν θέλης, τό ἔθνος μας καλεῖται Ἰσραήλ, δηλαδή λαός τοῦ Θεοῦ.
Ἐμεῖς εἴμεθα ὁ νέος Ἰσραήλ, ὁ πνευματικός Ἰσραήλ. Καί ἰδού ἐπιστρέφουμε στό θέμα τοῦ πνεύματος καί τῆς ἀληθείας.
Πατρίδα μας δέν εἶναι ἡ Ρωσία, ἡ Ρουμανία ἤ ἡ Ἀγγλία, ἀλλά ἡ Ἄνω Ἱερουσαλήμ· πατρίδα μας εἶναι αὐτή πού ἔρχεται καί ὄχι αὐτή, ὅπου γεννηθήκαμε.
Γεννηθήκαμε σέ μιά «φωλιά», ὅπως τά πουλιά καί ζοῦμε σ᾿ αὐτήν μέχρις ὅτου μεγαλώσουν τά φτερά μας γιά νά πετάξουμε καί ἐμεῖς, μ᾿ ἕνα πέταγμα πρός τήν αἰωνιότητα. Καί πάλι, λέγω, δέν περιφρονοῦμε τό ἔθνος μας. Γιά μένα ἰδιαίτερα, πού γεννήθηκα ρουμᾶνος ἐσήμαινε ὅτι βαπτίσθηκα ὀρθόδοξος Χριστιανός καί γι᾿ αὐτό εἶμαι περισσότερο ἀπό κάθε τι ἄλλο εὐγνώμων ἀπέναντι στόν Θεό
Ἀλλά ἄς ἐπανέλθουμε στήν ἐρώτησι. Ἐκεῖ ὅπου ὁ Κύριος μᾶς τοποθετεῖ γιά τούς λόγους τούς ὁποίους Ἐκεῖνος γνωρίζει, ἐκεῖ γίνεται καί ἡ σωτηρία μας. Καί ἡ σωτηρία εἶναι-ἐπανέρχομαι στόν προηγούμενο λόγο μας, τόν ὁποῖον γνωρίζεις-ἡ ἐπιστροφή μας στήν φύσι μας.
Μένουμε ἕνα σύντομο χρονικό διάστημα ἐδῶ στήν γῆ, ὅπως σύντομο ἦτο καί τό διάστημα στήν κοιλία τῆς μητέρας μας.
Ἀποθάναμε ὡς πρός τήν ζωή μέσα στήν κοιλία τῆς μητέρας μας γιά νά γεννηθοῦμε σ᾿ αὐτή τήν ζωή, πού εἶναι ὑπαρκτή, ἀλλά ἀκόμη δέν εἶναι ὕπαρξις.
Πῶς; Πεθαίνοντας σιγά-σιγά ὡς πρός τήν ἁμαρτία. Σκεφθῆτε ἀκόμη ὅτι τό Βάπτισμα εἶναι ἕνας θάνατος, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, διότι πεθαίνουμε ὡς πρός τόν παλαιό ἄνθρωπο γιά νά γεννηθοῦμε κατά τόν νέο ἄνθρωπο, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ (Ρωμ.6,3-6).
Συνεπῶς, ἀπό τήν ἀρχή τῆς ζωῆς μας ἡ ἐπιστροφή μας στήν ἀληθινή ὕπαρξι εἶναι ὁ θάνατος.
Ἔχω νά σᾶς εἰπῶ τώρα ἕνα ἀπροσδόκητο γεγονός. Στά τελευταῖα δύο χρόνια συμμετεῖχα σ᾿ ἕνα συνέδριο τῆς Ορθοδόξου Νεολαίας τῆς Δύσεως. Κουρασμένος πάρα πολύ (τόσο ὥστε δέν ἔβλεπα καλά ἀπό τή ν κούρασι), ἀναζητοῦσα στό σταθμό τῶν τραίνων τοῦ Παρισιοῦ μία ἀποβάθρα, ἀπό ὅπου θά ἔπαιρνα τό τραῖνο νά ἐπιστρέψω στήν Ἀγγλία.
Πηγαίνοντας ἐκεῖ, συνήντησα μία ὁμάδα 15 περίπου νεαρῶν ἀγοριῶν, πού ἐστέκοντο γύρω ἀπό μία κολόνα.
Ὅταν ἐπέρασα δίπλα τους, ἄκουσα στό μέσον τῆς ὁμάδος κάποιον πού ἔλεγε: «Κύριε, ἐλέησον». Σέ μιά στιγμή σκέφθηκα: «Τί νά κάνω, νά τούς ὁμιλήσω ἤ ὄχι; Ἔκανα ἕνα βῆμα πρός τά ἐμπρός, ἐσταμάτησα, ἐπέστρεψα καί τούς εἶπα: «Ἡ στάσις εἶναι ἀκόμη πιό πέρα».
Ἐπῆγα, ἔμαθα γιά τήν σειρά καί τήν ὥρα πού ἔρχεται τό τραῖνο καί, ὅταν ἐπέστρεψα, μέ περιεκύκλωσαν ὅλοι, ὅπως φαντάζεσθε, καί τούς εἶπα: «Σᾶς ἔπιασα. Ἐσεῖς εἶσθε μόνον ἐραστές· ἐμεῖς εἴμεθα ἐπαγγελματίες, ἀλλά ὅλοι μας τό ἐπάθαμε ὅπως τώρα ἐσεῖς.
Ὅλοι ἐνομίζαμε ὅτι εἴμασταν οἱ μοναδικοί Ρουμᾶνοι ἤ Ρῶσοι καί ἡ Δύσις ἦτο γεμάτη ἀπ᾿ αὐτούς.
Κατόπιν μ᾿ ἐρώτησαν ποιός εἶμαι, ἀπό ποῦ εἶμαι καί τότε τούς εἶπα ὅτι ὀνομάζομαι Ραφαήλ, ὅτι ἔρχομαι ἀπό τό Λονδίνο, ἐνῶ αὐτοί μοῦ εἶπαν ὅτι ἔρχονται ἀπό τήν Ρουμανία γιά νά εὕρουν μιά καλλίτερη ζωή στήν Δύσι.
Ἐγώ τούς ἀπογοήτευσα λιγάκι, δηλαδή τούς ἐξήγησα συγκεκριμένα πράγματα γιά τήν Δύσι, τά ὁποῖα ἐμεῖς οἱ «ἐπαγγελματίες» τά ἐγνωρίζαμε, ἐνῶ αὐτοί ὄχι.
Ἀνάμεσα στά ἄλλα τούς εἶπα: «Προσέχετε πολύ: εἴτε ἐδῶ, εἴτε στήν Ρουμανία ἀναζητεῖστε μία μοναδική ἐργασία, διότι λίγα χρόνια ζοῦμε ἐπί τῆς γῆς. Τό μοναδικό καί σπουδαιότερο ἔργο εἶναι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ: «Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ» (Ματ.6,33).
Καί ἀκόμη τούς εἶπα: «Ἐάν καταλάβετε τήν συμβουλή μου, θά εὑρῆτε αὐτό πού ζητεῖτε τό ἴδιο καί ἐδῶ στήν Δύσι, ὅπως καί στήν Ρουμανία».
Απόσπασμα από το βιβλίο: Ομιλίες με τον π.Ραφαήλ Νόικα και π.Συμεών, εκδόσεις ΣΠΗΛΙΩΤΗ
Ἡ ἐπιστροφή μου στήν Ὀρθοδοξία καί ἡ εἴσοδός μου στόν μοναχισμό