Οἱ ἀρχαιολάτρες τῆς ἐποχῆς μας καὶ ταυτόχρονα, συνεχιστὲς τοῦ τεμαχισμοῦ τῆς ἱστορικῆς μας σάρκας – καὶ γι᾿ αὐτὸ (ἀκούσιοι ἴσως) ὑπονομευτὲς τῆς ἑλληνικῆς συνοχῆς καὶ συνέχειας – καὶ ὅταν δὲν ἀπορρίπτουν τὸ Χριστιανισμὸ (Ὀρθοδοξία), πολεμοῦν ἀδυσώπητα τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Κατεχόμενοι ἀπὸ ἕνα ἄκρατο ἀντισημιτισμό, βλέπουν τὴν Π.Δ. ὡς Ἰουδαϊκὸ στοιχεῖο καὶ τὸ ἀπορρίπτουν «ἄνευ ἐτέρου». Πρέπει δὲ νὰ λεχθεῖ ὅτι ὁ Ὀρθόδοξος Ἕλληνας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀντισημίτης, ὅπως δὲν εἶναι ἀντιβρεττανός, ἀντιαμερικανός, ἀντιρῶσσος, κ.ο.κ. τὰ κριτήρια τοῦ Ὀρθόδοξου Ἕλληνος εἶναι πνευματικὰ καὶ ὄχι φυλετικὰ ἢ πολιτικά. Ἔτσι, ὅταν ὁ Ἱ. Χρυσόστομος γράφει τοὺς «κατὰ Ἰουδαίων» Λόγους του, δὲν ἐνεργεῖ ὡς ἀντισημίτης, ἀλλὰ ἐλέγχει τὰ ἀτοπήματα τοῦ Ἑβραϊσμοῦ καὶ τὴν συνήθως ἐπιθετική του στάση ἔναντι τοῦ Χριστιανισμοῦ. Αὐτὴ τὴν στάσῃ ἐνσαρκώνει μέχρι σήμερα τὸ πνεῦμα τοῦ (συνεχιζόμενου) φαρισαϊσμοῦ, ποὺ ἐδίωξε – καὶ διώκει – τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς Ἁγίους του ὡς Διεθνὴς Σιωνισμός.
Ἤδη δὲ στὴν Καινὴ Διαθήκη εἶναι φανερὴ ἡ ὁριστικὴ διαφοροποίηση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ τὸν φαρισαϊκὸ Ἰουδαϊσμὸ (Σιωνισμό), ὁ ὁποῖος παρερμηνεύοντας τὸ περὶ Μεσσίου παλαιοδιαθηκικὸ κήρυγμα, ἀπέρριψε – καὶ ἀπορρίπτει – τὸν ἀληθινὸ Μεσσία – Χριστό, μέσα στὶς καθαρὰ φυλετικές, ἐθνικιστικὲς καὶ κοσμοκρατορικὲς πεποιθήσεις τῶν φορέων του. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο, ὅτι ἤδη ὁ Χριστὸς διαφοροποιεῖ – διακρίνει τὸ Μεσσιανικὸ κήρυγμα τῶν Ἁγίων τῆς πρὸ τῆς Σαρκώσεώς Του ἐποχῆς ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του Ἰουδαίους καὶ τὶς πεποιθήσεις τους. π.χ. στὸ Ἰω. 5, 45-46, ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς Ἰουδαίους – ὄργανα τοῦ Φαρισαϊσμοῦ – λέγει: «Μὴ δοκεῖτε, ὅτι ἐγὼ κατηγορήσω ὑμῶν πρὸς τὸν Πατέρα. Ἔστιν ὁ κατηγορῶν ὑμῶν Μωϋσῆς, εἰς ὃν ὑμεῖς ἠλπίκατε. Εἰ γὰρ ἐπιστεύετε Μωϋσεῖ, ἐπιστεύετε ἂν ἐμοί· περὶ γὰρ ἐμοῦ ἐκεῖνος ἔγραψεν». Ἀπορρίπτοντας τὸν Χριστὸ οἱ Ἑβραῖοι ἀπορρίπτουν τὸ Μωϋσῇ, μὴ ἔχοντες πλέον πνευματικὴ σχέση μαζί του. Στὸ Ἰω. 8, 39 ε. Λέγει ὁ Χριστὸς πάλι: «Εἰ τέκνα τοῦ Ἀβραὰμ ἐστὲ τὰ ἔργα τοῦ Ἀβραὰμ ποιεῖτε· ὑμεῖς ποιεῖτε τὰ ἔργα τοῦ πατρὸς ὑμῶν . . . ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρὸς τοῦ διαβόλου ἐστὲ καὶ τὰς ἐπιθυμίας τοῦ πατρὸς ὑμῶν θέλετε ποιεῖν». Ὁ Χριστός, δηλαδή, ἀρνεῖται στοὺς διῶκτες Του Ἰουδαίους κάθε σχέση μὲ τὸν Ἀβραάμ, τὸν Μωϋσῆ καὶ τοὺς λοιποὺς ἁγίους προπάτορές τους. Καὶ αὐτὸ ἦταν κάτι, ποὺ δὲν τοῦ συγχώρησαν ποτὲ οἱ φαρισαΐζοντες Ἑβραῖοι.
Ἐξ ἴσου ὅμως, διαφοροποιοῦνται ἀπὸ τὸν κατὰ σάρκα συγγενῆ τους Ἰουδαϊσμό, οἱ Ἀπόστολοι (Ἰωάννης, Παῦλος κ.λ.π.). Ὁ διάκονος Στέφανος, μάλιστα, εἶναι καταπέλτης στὴν ἀπολογία του πρὸ τοῦ ἑβραϊκοῦ Συνεδρίου (Πράξ. 7, 51 ε.) «Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι ταῖς καρδίαις καὶ τοῖς ὠσίν, ὑμεῖς ἀεὶ τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἀντιπίπτετε, ὡς οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ὑμεῖς. Τίνα τῶν προφητῶν οὐκ ἐδίωξαν οἱ πατέρες ὑμῶν». Ὁ λόγος αὐτὸς εἶναι ἐκπληκτικός. Ὁ Στέφανος διακρίνει τοὺς προφῆτες ἀπὸ τοὺς (Ἑβραίους ἐπίσης) φονευτές τους! Οἱ μὲν Προφῆτες εἶναι οἱ ἐν Χριστῷ προπάτορες ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν (πνευματικοὶ δηλαδὴ – καὶ ὄχι φυλετικοὶ – πρόγονοι), οἱ δὲ φονευταὶ τῶν προφητῶν εἶναι προπάτορες (φυλετικοὶ καὶ πνευματικοί) τῶν φαρισαϊζόντων – σιωνιστῶν. Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Στεφάνου εἶναι τὸ ἑρμηνευτικὸ κλειδὶ κατανοήσεως τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη δὲν εἶναι ἑβραϊκὴ ὑπόθεση, ὅπως θὰ δοῦμε ἀναλυτικότερα στὴ συνέχεια. Ἡ Π.Δ. περιέχει τὴν πορεία τῆς φανερώσεως τῆς «Θείας Οἰκονομίας», τοῦ ἐκτυλισσόμενου σχεδίου τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κτίσεως. Ὅ, τι ἀναφέρεται σὲ αὐτὸ τὸ θέμα στὴν Π.Δ. εἶναι δεκτὸ ἀπὸ τοὺς χριστιανούς, ὡς χριστιανικὸ καὶ σωτήριο. Αὐτὸ εἶναι τὸ κήρυγμα τῶν Προφητῶν, τῶν Πατριαρχῶν, τῶν Δικαίων (Ἁγίων) τῆς πρὸ τῆς σαρκώσεως ἐποχῆς. Οἱ Δίκαιοι τῆς Π.Δ. διασῴζουν τὴν μέθοδο σωτηρίας, τὸν τρόπο δηλαδὴ ζητήσεως καὶ μετοχῆς στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τιμῶνται ὡς χριστιανοὶ πρὸ Χριστοῦ, ποὺ ἔφθασαν στὴ θέωση, ὅπως οἱ Ἅγιοί της Καινῆς Διαθήκης (βλ. Ἡσ. 6, 1 ε.). Μόνο ποὺ ἡ θέωσή τους ἦταν προσωρινή, διότι ἔλειπε ὁ «τόπος» συνάξεως ὅλων. Καὶ ὁ «τόπος» αὐτὸς εἶναι ἡ ἀνθρωπότητα (ἀνθρώπινη φύση) τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὴν σάρκωσῃ τοῦ Χριστοῦ εἰσέρχεται ὁ «τόπος» αὐτὸς στὴν ἱστορία. Γι᾿ αὐτὸ ἦταν ἀναγκαία ἡ Σάρκωση. Ὁ «ἀσάρκως» παρὼν στὸν κόσμο Χριστὸς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἱστορίας – δημιουργίας, προσλαμβάνει ἀνθρώπινη σάρκα «δι᾿ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν». Ἡ σχέση μὲ τὸ Χριστὸ πρὸ καὶ μετὰ τὴν Σάρκωση δὲν εἶναι διανοητικὴ (ἐπιστημονική), ὅπως πιστεύουν οἱ νεοειδωλολάτρες, ἀλλὰ ἐμπειρική, ὑπαρξιακή. Τὰ ἐπιστημονικὰ καὶ φιλοσοφικὰ ἐπιτεύγματα εἶναι ἐδῶ ἀδιάφορα.
Στὴν Π.Δ., ἄλλωστε, δὲν ἀνήκουν μόνον Ἑβραῖοι, ἀλλὰ καὶ μὴ Ἑβραῖοι, ὅπως ὁ Ἰώβ, ἢ ἡ «ἀλλόφυλος» Ῥούθ, ἡ Μωαβίτισσα. Ὁ πρώην Πλατωνικὸς φιλόσοφος καὶ μετὰ χριστιανὸς μάρτυς Ἰουστίνος (β´ αἰ. μ.Χ.) θὰ διακηρύξει: «Οἱ μετὰ Λόγου βιώσαντες Χριστιανοὶ εἰσὶ κἂν ἄθεοι ἐνομίσθησαν, οἶον ἐν Ἕλλησι μὲν Σωκράτης καὶ Ἡράκλειτος καὶ οἱ ὅμοιοι αὐτοῖς, ἐν βαρβάροις δὲ Ἀβραὰμ καὶ Ἀνανίας καὶ Ἀζαρίας καὶ Μισαὴλ καὶ Ἠλίας καὶ ἄλλοι πολλοί». (Ἀπολογία Α´ 46, 2). Στὸ θέμα τῆς σωτηρίας, ὡς χριστιανούς, μᾶς ἐνδιαφέρουν οἱ Ἅγιοι καὶ ἡ ἐν Χριστῷ ἐμπειρία τους καὶ ὄχι οἱ ἐπιστήμονες, διανοούμενοι ἢ σοφοὶ τοῦ κόσμου. Αὐτὸ τὸ πρόβλημα λύνει ὁ Ἀπ. Παῦλος, δεινὸς ἑλληνιστὴς καὶ διανοούμενος καὶ αὐτός, στὴν Α´ πρὸς Κορινθίους, ἀποτεινόμενος πρὸς Ἕλληνες, στὴν πρωτεύουσα τοῦ τότε Ἑλληνισμοῦ, τὴν Κόρινθο: «ὁ λόγος ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστὶ τοῖς δὲ σωζομένοις ἡμῖν (= τοῖς χριστιανοίς) δύναμις Θεοῦ ἐστὶν . . . Ἐπειδὴ γὰρ […] οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σώσαι τοὺς πιστεύοντας» (Α´ Κορ. 1, 18-21).
Ἡ Π.Δ. ὡς βιβλίο ποὺ περιέχει τὴν προσδοκία τοῦ Λυτρωτοῦ καὶ ὅλη τὴν σχετικὴ προετοιμασία, εἶναι βιβλίο τῶν χριστιανῶν καὶ ὄχι τῶν ἀπορριψάντων τὸν Μεσσία – Χριστὸν Ἑβραίων. Ὁ Ἀπ. Παῦλος, Ἑβραῖος κατὰ σάρκα, ἀλλὰ ὄχι κατὰ πνεῦμα, δηλώνει ὅτι οἱ «ἄρχοντες» τῶν Ἑβραίων (γιὰ «ἐπισήμους Ἐβραίους» θὰ ὁμιλεῖ τὸν 19ο αἰ. καὶ ὁ Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος, ὁμολογητὴς τῆς Ὀρθοδοξίας στὸ Ἑλληνικὸ κράτος) δὲν παραδέχθηκαν (ἀποδέχθηκαν) τὴν σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ. Διότι, ἂν τὴν εἶχαν ἀποδεχθεῖ, «οὐκ ἂν τὸν Κύριόν της δόξης ἐσταύρωσαν» (Α´ Κορ. 2, 7-9) «Κύριος τῆς δόξης» (τοῦ ἀκτίστου φωτός) στὴν Π.Δ. εἶναι ὁ Μεσσίας Χριστός.
Ἡ Π.Δ. στὴν οὐσία εἶναι ἡ σωτηριολογικὴ (λυτρωτική) ἐμπειρία τῶν Δικαίων τῆς πρὸ τῆς Σαρκώσεως περιόδου τῆς ἀνθρωπότητος. Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως – σωτηρίας, ὅμως, λαμβάνει, σὲ κάθε ἐποχή, χώρα μέσα σὲ κάποιο ἱστορικὸ καὶ πολιτισμικὸ πλαίσιο. Ἐπειδὴ οἱ σημαντικότεροι καὶ περισσότεροι ἐνσαρκωτὲς αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας ὑπῆρξαν Ἑβραῖοι, γι᾿ αὐτὸ τὸ ἱστορικοπολιτισμικὸ πλαίσιο τῆς Π.Δ. εἶναι τὸ ἑβραϊκό.
Τὸ ἱστορικοπολιτισμικὸ πλαίσιο εἶναι ὅλως δευτερεῦον καὶ εὔκολα ἀποσυνδέεται ἀπὸ τὴν πίστη. Αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ ἑλληνιστικὸ – ρωμαϊκὸ ἱστορικὸ πλαίσιο τῆς Κ. Διαθήκης. Τὰ δυὸ αὐτὰ πλαίσια τεκμηριώνουν τὴν ἱστορικότητα τῶν περιγραφομένων στὴν Ἁγία Γραφή. Μπορεῖ, συνεπῶς, οἱ Ἑβραῖοι νὰ καυχῶνται γιὰ τὸ γεγονός, ὅτι στὸ χῶρο τους, ἱστορικά, πραγματοποιήθησαν τὰ θαυμάσια του Θεοῦ στὴν Π.Δ. αὐτοὶ ὅμως εἶναι τελείως ξένοι πρὸς αὐτά, ἀφοῦ τὰ ἀπέρριψαν. Τὸ πλαίσιο εἶναι δικό τους, ἀλλὰ τὰ πράγματα ξένα πρὸς αὐτοὺς καὶ ἡμῶν τῶν χριστιανῶν. Τὸ ἴδιο θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς καὶ γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες, σχετικά με τὴν στάσῃ μας ἔναντι τοῦ Χριστοῦ. Τὸ πλαίσιο τῆς Κ.Δ. μᾶς ἀνήκει. Ἂν ἀπορρίπτουμε, ὅμως τὸν Χριστό, τότε εἴμαστε ξένοι πρὸς τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία. «Περιούσιος λαός» τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι τώρα ΟΛΟΙ οἱ Ἑβραῖοι, ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ δέχθηκαν τὸ περὶ Μεσσίου κήρυγμα τῶν Δικαίων τῆς Π.Δ., ποῦ ὁδηγεῖ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Σὲ αὐτὸν τὸν «περιούσιο λαὸ» ἀνήκουν ὅλοι οἱ π. Χ. ἄνθρωποι, ποὺ ἔζησαν μὲ τὴν προσδοκία τοῦ Λυτρωτοῦ (πρβλ. Γεν. 49, 10: «καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν»), ὅπως εἶπε παραπάνω ὁ Ἰουστίνος. «Ἐν Χριστῷ», στὴ σχέση, δηλαδὴ ἑνότητα, μὲ τὸ Χριστό, διαμορφώθηκε ἱστορικὰ τὸ «ἔθνος ἅγιον», ποὺ δὲν ἀποτελεῖται ἀπὸ Ἕλληνες μόνον ἢ Ἰουδαίους, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς, ἀνεξαρτήτως φυλῆς, καταγωγῆς, αἵματος κλπ.
Ἄρα ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς Π.Δ., σχέση μὲ τὴν σωτηρίᾳ μας ἔχει τὸ κήρυγμα τῶν προφητῶν (μὲ πολὺ ἀντιιουδαϊκὸ μάλιστα πνεῦμα…) καὶ γενικὰ τῶν Δικαίων. Τὰ κριτήρια εἶναι πνευματικὰ καὶ ὄχι φυλετικά. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἅγιοί της πίστεώς μας οἱ 7 Μακκαβαῖοι παῖδες, ἡ μητέρα τους Ἁγία Σολωμονή) καὶ ὁ πνευματικός τους πατέρας Ἐλεάζαρος καὶ τοὺς τιμοῦμε τὴν 1η Αὐγούστου, διότι ὁμολόγησαν τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ μας καὶ ὄχι ὅτι ἦσαν Ἑβραῖοι. Ὅπως ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, μολονότι Ῥῶσος, ὡς ἅγιος τιμᾶται ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, ἢ ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος κλπ. Αὐτὰ εἶναι τὰ κριτήριά μας. Ἄλλη ἡ τιμή, ποὺ ἀποδίδουμε στοὺς ἐνδόξους κατὰ σάρκα προγόνους μας ἢ τοὺς σοφούς μας καὶ ἄλλη ἡ τιμὴ πρὸς τοὺς «ἡγουμένους» τῆς Πίστεώς μας, πνευματικοὺς ὁδηγούς μας καὶ «προπάτορές» μας στὴν Πίστη.
Μὴν ξεχνᾶμε ὅμως καὶ κάτι ἄλλο, ἐξίσου σημαντικό. Μὲ τὴν Μετάφραση τῶν Ο´ (Ἀλεξάνδρεια, 3ος – 2ος π.Χ. αἰ.) ἡ Π.Δ. «ἑλληνοποιεῖται». Ὑπάρχουν δὲ καὶ βιβλία παλαιοδιαθηκικὰ ἢ τμήματα βιβλίων γραμμένα πρωτοτύπως ἑλληνιστί, ὅπως π.χ. ἡ «Σοφία Σολομῶντος», μὲ σαφεῖς ἐπιρροὲς πλατωνικές, ὅπως ἀπέδειξε ὁ σοφὸς ἑβραιολόγος δάσκαλός μου, ἀείμνηστος Βασ. Βέλλας (+1970). Οἱ συγγραφεῖς τῆς Κ.Δ. ἐξ ἄλλου, παραπέμπουν στὴ μετάφραση τῶν Ο´ καὶ ὄχι στὴν ἑβραϊκὴ Π. Διαθήκη.
Ἡ Π.Δ. τῶν Ο´ περιέχει 49 βιβλία – κείμενα, ἐνῷ ἡ ἑβραϊκὴ 36. Ἡ μετάφραση τῶν Ο´ μπορεῖ νὰ ἔγινε γιὰ χάρη τῶν Ἰουδαίων τῆς διασπορᾶς ποὺ ἀπέμαθαν τὰ ἑβραϊκὰ – ἀραμαϊκά, μὲ τὴν χρήσῃ της, ὅμως, στὴν Κ.Δ. καὶ τὴν πατερική μας παράδοση εἶναι πλέον «ἑλληνικὴ» ὑπόθεση καὶ θὰ πρέπει νὰ εἴμεθᾳ ὑπερήφανοι γι᾿ αὐτό. Καὶ ἀπὸ πλευρᾶς γλώσσης, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πλευρᾶς ἑρμηνευτικῆς, δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τοὺς Ἰουδαίους – Ἰσραηλῖτες, ἀλλὰ μὲ μᾶς τοὺς χριστιανούς.
Ἂς μὴν ἐρεθίζονται λοιπόν, οἱ φανατικοὶ ἀρχαιολάτρες. Βέβαια ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι ἀναφερόμεθα σὲ πνευματικοὺς προπάτοράς μας, ποὺ εἶναι κυρίως, Ἑβραῖοι (κατὰ σάρκα, ὄχι κατὰ πνεῦμα ὅμως). Ἡ θεολογία μας ὅμως, ὡς ὑπόθεση σωτηρίας, θεώσεως καὶ ὄχι διανοητικῆς ἀναπτύξεως καὶ καλλιέργειας, δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐμπειρία τῶν Δικαίων, ποῦ προετοίμασαν τὴν ἀνθρωπότητα νὰ δεχθεῖ τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία; Γι᾿ αὐτὸ εἶναι προπάτορές μας, «παιδαγωγοὶ εἰς Χριστόν» καὶ πνευματικοὶ πατέρες μας. Εἶναι λάθος ἐξ ἄλλου, νὰ νομίζει κάποιος, λόγω λόγω παχυλῆς ἄγνοιας (ἢ κακίας), ὅτι ἡ Π.Δ. πρέπει νὰ κριθεῖ ἠθικολογικά. Ἠθικὰ καὶ ἀνήθικα βρίσκονται παντοῦ… Τὸ πνεῦμα τῆς Π.Δ. χριστιανικὰ εἶναι ὅτι μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν δυσοσμία ἀναδύεται τὸ «ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας», ὁ Σωτῆρας – Χριστὸς (βλ. τὸν γενεαλογικὸ κατάλογο τοῦ Ματθαίου, (κεφ.1). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ θαῦμα αὐτὸ εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι δικό μας. Ἀλλὰ ποῦ νὰ τὰ καταλάβουν αὐτὰ προκατειλημμένοι καὶ ἀγράμματοι ὡς πρὸς αὐτά, νεοειδωλολάτρες… Σ᾿ ἕνα, ὅμως, μᾶς βοηθοῦν. Πρέπει νὰ καταλάβουμε ἐπιτέλους, ὅτι δὲν πρέπει – σήμερα – ν᾿ ἀφιερώνουμε τόσες σελίδες στὰ σχολικά μας βιβλία γιὰ τὴν ἑβραϊκὴ ἱστορία, νὰ μένουμε στὸ μεσσιανικὸ κήρυγμά της καὶ στὴν πνευματικὴ παράδοση τῶν προφητῶν, ποὺ ὅπως ἐλέχθη, εἶναι σαφῶς ἀντιεβραϊκῆ καὶ ἀντιφαρισαϊκή. Ἀκούγοντας πάντως ζωντανὰ τὸν συνθέτη κ. Μαρκόπουλο, διαπίστωσα ὅτι ἔπεσε θῦμα τῶν ἀντισημιτῶν, πού, ὅπως μέσα ἀπὸ τὴν μασονία καταξιώνουν τὸν σιωνισμὸ πανηγυρικώτατα. Ἀλλὰ γι᾿ αὐτό, ἄλλη φορά…