Η πρώτη κοινοβιακή κοινότητα οργανώθηκε στις όχθες του Νείλου από τον Παχώμιο.Όλες οι προηγούμενες δεν απέβλεπαν σε οργανωμένο κοινόβιο αλλά σε συγκέντρωση μαθητών γύρο από έναν ασκητή-δάσκαλο με σκοπό να τον προφυλάξουν από τις συχνές επισκέψεις κοσμικών.
Αρχικά μάλιστα, η λέξη μονή σήμαινε τον τόπο διαμονής (το κελί) του ασκητή και η έδρα τους ήταν σε άγονες περιοχές. Το μοναστήρι του Παχώμιου είχε την έδρα του κοντά σε καλλιεργήσιμη γη και είχε τη μορφή στρατοπέδου με εξωτερικό τείχος προστασίας.
Μέσα υπήρχαν διάφοροι οίκοι, στους οποίους οι μοναχοί δούλευαν, έτρωγαν και προσεύχονταν από κοινού. Γινόταν δε, καταμερισμός εργασίας στους μοναχούς που ο καθένας είχε ένα όνομα αναλόγως της δουλειάς που αναλάμβανε. Έτσι σε κάθε μοναστήρι υπήρχε ο αριστητήριος (ή μάγκιψ) υπεύθυνος για το αρτοκοπείον, ο κτηνίτης (ή βορδονάριος) για τα ζώα, ο τραπεζάριος για την τράπεζα (χώρος εστίασης), ο κελαρίτης (ή ορειάριος) για τις προμήθειες, ο σκευοφύλαξ, ο εκκλησιάρχης,ο χαρτοφύλαξ κλπ. Πολλά κοινόβια διέθεταν νοσοκόμο ή και γιατρό, ενώ υπήρχε και ξενοδόχος, υπεύθυνος για την φροντίδα των επισκεπτών.
Η ημέρα χωρίζονταν σε τρία κομμάτια. Το ένα περιελάμβανε την προσευχή και την ανάγνωση, το άλλο την εργασία και το τρίτο την ξεκούραση και την τροφή. Στο πλαίσιο της προσευχής, προβλέπονταν καθημερινώς ακολουθίες, όρθροι, αγρυπνίες εσπερινοί, και απόδειπνα. Η σύναξη των μοναχών στο καθολικό ή στην τράπεζα, γίνονταν κατόπιν κρούσης του ξύλινου σήμαντρου.
Για αρκετούς από τους μοναχούς, το κοινόβιο του μοναστηριού αποτελούσε απλά ένα στάδιο πριν την ασκητική πορεία που θεωρούνταν το αποκορύφωμα της πνευματικής ζωής. Με το πέρασμα των χρόνων, το κοινοβιακό ιδεώδες περιελάμβανε τρία στάδια για κάθε μοναχό: Κοινοβίτης-αναχωρητής-ιδρυτής κοινοβίου. Μεταγενέστερα προέκυψαν πολλές διαφοροποιήσεις.
Η ίδρυση ενός μοναστηριού, συνεπάγονταν την αφιέρωση του κεντρικού ναού του σε κάποιον άγιο. Η κεντρική εκκλησία, ονομάζονταν καθολικό ή κυριακός ναός. Από τη μεσοβυζαντινή περίοδο πολλοί πλούσιοι γαιοκτήμονες ίδρυσαν μοναστήρια μέσα στα κτήματά τους ενώ δεν έλειψαν κι οι περιπτώσεις μοναστηριών με αποκλειστική στελέχωση τα μέλη μιας μεγάλης και εύπορης οικογένειας.
Το πλαίσιο της λειτουργίας των μοναστηριών βασίζονταν στην ιεραρχία και στην υπακοή στον ηγούμενο (ή αβά) ο οποίος θεωρούνταν ο πνευματικός πατέρας όλων των μοναχών του μοναστηριού του. Δεύτερος στην ιεραρχία ήταν ο δευτεράριος που ήταν διοικητικός και οικονομικός βοηθός. Σημαντική θέση στα μοναστήρια κατείχαν και οι γέροντες μοναχοί.
Συναντάμε δύο τύπους κοινοβιακής ζωής στο Βυζαντιο: Τα κοινόβια και τις λαύρες.
Στα κοινόβια οι μοναχοί ζουν από κοινού μέσα σε προστατευμένα από τείχη οικήματα. Κάνουν μαζί διακονήματα (εργασίες), και τρώνε μαζί σιωπηλοί γύρω από ένα λίθινο τραπέζι και ένας μοναχός διαβάζει δυνατά διάφορα ιερά κείμενα. Προβλέπονταν δε, εκτός από τις υποχρεώσεις του καθενός, και διάφορες επιβραβεύσεις αν η συμπεριφορά κάποιου ήταν θαυμαστή.
Στις λαύρες υπάρχει σχετική αυτονομία. Οι μοναχοί ζουν σε κελιά ή σπηλιές είτε μόνοι, είτε με ένα-δυο μαθητές τους, και η συγκέντρωση με τους άλλους γίνεται μία φορά την εβδομάδα στη Θεία Ευχαριστία που ακολουθούνταν από κοινό γεύμα.
Κατόπιν της εδραίωσης των οργανωμένων κοινοβίων, προέκυψε μία άλλη μορφή μοναστηριού, το λεγόμενο ιδιόρρυθμο. Εκεί οι κανόνες ήταν λιγότερο αυστηροί, αφού ο κάθε μοναχός μπορούσε να έχει το δικό του πρόγραμμα. Έπρεπε να φροντίζει μόνος του για την κάλυψη των εξόδων του, μπορούσε να εργάζεται εκτός μοναστηριού, να διατηρεί κάποια δική του μικρή περιουσία. Στην κοινή τραπεζαρία είχε υποχρέωση να συμμετέχει μονάχα στις μεγάλες γιορτές και η θητεία των ηγουμένων, ήταν χρονικά περιορισμένη.
Αυτού του είδους οι μονές κατά τη βυζαντινή περίοδο καθώς θεωρούνταν πως παρέκκλιναν από τις παραδοσιακές αξίες του θεσμού, και αντιμετωπίζονταν με δυσπιστία. Γνώρισαν όμως άνθιση από την υστεροβυζαντινή περίοδο κι έπειτα, σε διάφορα μέρη, όπως στο Άγιο Όρος με την έλευση του κινήματος του ησυχασμού.
Πηγές
Διαδραστικά σχολικά βιβλία, ebooks.edu
Σ. Ευθυμιάδης, Ο βίος των ασκητών στην έρημο, στο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στον βυζαντινό και μεταβυζαντινό κόσμο, ΕΑΠ, Πάτρα 2001.
Διακόνημα.gr
Πεμπτουσία.gr