Πηγή: “Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη” Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου.
Εικόνα: “Και έδειξέ μοι ποταμόν ύδατος ζωής λαμπρόν ως κρύσταλλον, εκπορευόμενον εκ του θρόνου του Θεού και του Αρνίου. Εν μέσω της πλατείας αυτής και του ποταμού εντεύθεν και εκείθεν (δηλαδή οι δύο πλευρές τού ποταμού, η προ και μετά Χριστόν εποχή), ξύλον ζωής, (δηλαδή ο Χριστός) ποιούν καρπούς δώδεκα, (12 φυλές και 12 απόστολοι), κατά μήνα έκαστον αποδιδούν τον καρπόν αυτού, και τα φύλλα του ξύλου εις θεραπείαν των εθνών” (Αποκάλυψις 22/κβ: 2).
Θέωση υπάρχει και στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά υπάρχει διαφορά μεταξύ Θεώσεως στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη.
«Έχουμε στην Παλαιά Διαθήκη και την θέωση, τον δοξασμό, γιατί πώς κανείς να αποκρύψει ότι πρόκειται περί δοξασμού, όταν ο Προφήτης βρίσκεται μέσα στην δόξα του Θεού, βλέπει την δόξα του Θεού;».
Υπάρχει όμως διαφορά, γιατί στην Παλαιά Διαθήκη οι θεόπτες οδηγούνταν στον Άδη, αφού δεν είχε ακόμη καταργηθεί ο θάνατος.
Επίσης, η μεγάλη διαφορά μεταξύ Θεώσεως στην Παλαιά Διαθήκη και Θεώσεως στην Καινή Διαθήκη βρίσκεται στο θέμα της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού.
«Όταν ο άνθρωπος στην Παλαιά Διαθήκη φθάνει στην θέωση, έχει θεοπτία, αλλά δεν βλέπει τον Χριστό εν σαρκί, διότι δεν έχει ενσαρκωθεί. Βλέπει τον Χριστό άσαρκο, φέροντα εν Πνεύματι Αγίω τον Πατέρα. Οπότε, η εμπειρία της Θεώσεως σημαίνει αποκάλυψη της Αγίας Τριάδος στην Παλαιά Διαθήκη. Εφ’ όσον στην Παλαιά Διαθήκη έχουμε αποκάλυψη της Αγίας Τριάδος στην εμπειρία της Θεώσεως, το βασικό ερώτημα είναι: Τι είναι η διαφορά μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης;
Βέβαια, η πιο βασική διαφορά είναι ότι, οσάκις ο Λόγος εμφανίζεται στην Παλαιά Διαθήκη, είναι άσαρκος, ενώ στην Καινή Διαθήκη είναι εν σαρκί, μεσολαβεί η ενσάρκωση. Οπότε, η πιο βασική διαφορά είναι η ενσάρκωση. Μετά την ενσάρκωση αποκλείεται να φθάσει κανείς στην θέωση, στην θεοπτία χωρίς την ανθρώπινη φύση του Χριστού».
«Στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχει θέωση, χωρίς την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Ο κάθε Προφήτης έφθασε στην θέωση, χωρίς να αντικρύσει την ανθρώπινη φύση του Χριστού, εφ’ όσον ο Λόγος δεν ήταν σαρξ. Αλλά όμως, ο κάθε Προφήτης εγνώριζε τον ίδιο τον Χριστό. Και μίλησε με τον ίδιο τον Χριστό, ως φίλος που μιλάει σε φίλο. Οπότε, ο Χριστός εμφανίζεται στους φίλους Του, όχι μετά την ενσάρκωση, αλλά προ της ενσαρκώσεώς Του, ο Χριστός ήδη βρίσκεται σε κοινωνία με τους φίλους Του στην Παλαιά Διαθήκη».
Θεωρία του Θεού υπήρχε και στην Παλαιά Διαθήκη και προ της Πεντηκοστής, αλλά υπάρχει σαφής διαφορά με την θεωρία του Θεού μετά την Πεντηκοστή.
«Κατά τους Πατέρες που ερμηνεύουν την Αγία Γραφή, η εμπειρία της Πεντηκοστής είναι η ανωτάτη εμπειρία της Θεώσεως, προ της Δευτέρας Παρουσίας. Δεν υπάρχει τίποτα ανώτερο από την Πεντηκοστή. Τίποτα ανώτερο από την Πεντηκοστή. Γιατί; Διότι είναι η θέωση που υπάρχει στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά με προσθήκη την ενσάρκωση. Διότι στην Παλαιά Διαθήκη η θέωση δεν έχει ενσάρκωση ούτε έχει σωτηρία. Είναι η θέωση χωρίς σωτηρία, γι’ αυτόν τον λόγο και οι Θεούμενοι απεθνησκαν. Κυριαρχούνταν από τον θάνατο. Σωτηρία δεν υπήρχε, ενσάρκωση δεν υπήρχε στην Παλαιά Διαθήκη. Τώρα όμως έχουμε ενσάρκωση στην Πεντηκοστή».
Πάντως, ο σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπου είναι να φθάσει στην θεοπτία, την θεωρία της δόξης του Θεού, την θέωση.
«Ο άνθρωπος έχει πλασθεί για να βρίσκεται σε κατάσταση φωτισμού ή Θεώσεως».
«Ο σκοπός της Αγίας Γραφής είναι να οδηγήσει τον άνθρωπο στην θεοπτία, στην θέωση, δηλαδή να δει τον Χριστό εν δόξη».
Ο κάθε άνθρωπος μπορεί να φθάσει σε αυτήν την κατάσταση της Θεώσεως.
«Να σας πω κάτι: Έτσι που έχουν εξελιχθεί τα πράγματα, μπορεί κανείς να υποψιάζεται τουλάχιστον ότι είναι πιο εύκολο σήμερα στον κόσμο να φθάσει κανείς στην θέωση, παρά στο Μοναστήρι. Διότι υπάρχουν Μοναστήρια και Μοναστήρια, καλόγεροι και καλόγεροι, δηλαδή. Αυτό είναι το πρόβλημα».