Η αλληλογραφία μεταξύ του π. Ιωάννου Ρωμανίδου και του Καθηγητού Παναγιώτου Τρεμπέλα,

 

Απόσπασμα Α: Γενική Εισαγωγή Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου

Η αλληλογραφία μεταξύ του π. Ιωάννου Ρωμανίδου και του Καθηγητού Παναγιώτου Τρεμπέλα, την οποία δημοσιεύει ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, με ειδική εισαγωγή και επιμέλεια, είναι ενδιαφέρουσα από κάθε πλευρά και νομίζω ότι θα πλουτήση την θεολογική επιστήμη. Πρόκειται για την αλληλογραφία που διεξήχθη μεταξύ των δύο μεγάλων ακαδημαϊκών θεολόγων, όταν ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης κατέθεσε την διδακτορική του διατριβή στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, νέος σχετικά στην ηλικία και μεγαλωμένος στην Αμερική, και ο Παναγιώτης Τρεμπέλας μεσουρανούσε ως διακεκριμένος Καθηγητής της Πρακτικής Θεολογίας, στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, και ήταν ένας από τους κριτές της διδακτορικής αυτής διατριβής.

Όμως, για να κατανοηθή καλύτερα από τον αναγνώστη αυτός ο θεολογικός διάλογος, θα πρέπη να μελετηθή αφ’ ενός μεν μέσα στα πλαίσια, στα οποία διεξήχθηκε, αφ’ ετέρου δε μέσα στις μετέπειτα εξελίξεις. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θα καταθέσω την άποψη μου, βασιζόμενος σε διάφορα στοιχεία που έχω εντοπίσει, όπως το έχει κάνει κυρίως ο π. Γεώργιος Μεταλληνός με εύστοχες επισημάνσεις.

1. Στα χέρια μου έφθασαν τρία ενδιαφέροντα αποκτήματα, ήτοι δύο ιδιόχειρα τετράδια του π. Ιωάννου Ρωμανίδου και ένα δακτυλογραφημένο αντίτυπο της διδακτορικής του διατριβής με τίτλο «Το Προπατορικόν αμάρτημα», τα οποία θεωρώ σημαντικά, γιατί φωτίζουν την όλη προσπάθεια που κατέβαλε κατά την σύνταξη της διδακτορικής του διατριβής και δείχνουν τον τρόπο, με τον οποίο εργάσθηκε.

Το πρώτον είναι ένα τετράδιο, στο οποίο έγραψε ο ίδιος ιδιοχείρως διάφορα χωρία από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, αλλά και από Πατέρας της Εκκλησίας, τα οποία συνέλεξε και χρησιμοποίησε κατά την διατριβή του. Προφανώς πρόκειται για τον πρώτο σχεδιασμό της μετέπειτα διατριβής του. Μου δίνει την εντύπωση ότι διάβασε ολόκληρη την Αγία Γραφή και σημείωνε τα αγιογραφικά χωρία που θα τον βοηθούσαν στην σύνταξη του θέματός του.

Στο εσωτερικό εσώφυλλο του εξωφύλλου αναφέρει τον τίτλο της μελέτης «Το Προπατορικόν αμάρτημα» και στην συνέχεια καταγράφει την επεξήγηση, που δείχνει τα πλαίσια, μέσα στα οποία θα εκινείτο: «ήτοι αι κοσμολογικαί και ανθρωπολογικαί προϋποθέσεις αυτού εν τη αρχαία Εκκλησία συγκρινόμεναι προς προϋποθέσεις τινάς μεταγενεστέρας Ελληνικής Πατερικής Θεολογίας και της Δυτικής σχολαστικής θεολογίας, κυρίως του Αυγουστίνου, Ανσέλμου και Ακινάτου». Σαφέστατα με την επεξήγηση αυτή ήθελε να μελετήση το προπατορικό αμάρτημα μέσα από τις κοσμολογικές και ανθρωπολογικές προϋποθέσεις που παρατηρεί κανείς κυρίως στην αρχαία Εκκλησία και στην μεταγενέστερη πατερική θεολογία, συγκρινόμενες με την σχολαστική θεολογία του Αυγουστίνου, Ανσέλμου Καντερβουρίας και του Θωμά Ακινάτου. Ο τελικός τίτλος της διατριβής διαμορφώθηκε από τον ίδιο ως εξής: «Το Προπατορικόν αμάρτημα, ήτοι Συμβολαί εις την έρευναν των προϋποθέσεων της διδασκαλίας περί του Προπατορικού Αμαρτήματος εν τη μέχρι του Αγ. Ειρηναίου Αρχαία Εκκλησία εν αντιβολή προς την καθόλου κατεύθυνσιν της Ορθοδόξου και της Δυτικής μέχρι Θωμά του Ακινάτου Θεολογίας».

Έπειτα, παρατηρούμε τα περιεχόμενα του αρχικού σταδίου της διατριβής, όπως «1.Satan 2.Human creating and love of neighbor 3. Δικαιοσύνη 4. Σωτηρία εκ θανάτου και φθοράς 5. Ένστικτον της αυτοσυντηρήσεως. Index».

Στην συνέχεια παρατίθενται πολλά χωρία από την Αγία Γραφή, τα οποία συνελέγησαν και κατεγράφησαν κατά τα κεφάλαια και τις υποδιαιρέσεις της σχεδιαζόμενης διατριβής, που διαρθρώνουν όλο το αρχικό σχεδίασμά της, ακόμη δε και διάφορα πατερικά χωρία, κυρίως από τους Αποστολικούς Πατέρας της Εκκλησίας.

Στο τέλος του τετραδίου παρατίθενται ονόματα των Καθηγητών της Θεολογικής Σχολής, όπως του Κονιδάρη, του Μπόνη, του Φιλιππίδη και του Αλιβιζάτου, με τις διευθύνσεις των οικιών τους, τους αριθμούς τηλεφώνων τους και μερικές προσδιοριστικές ημέρες και ώρες που προφανώς προγραμμάτιζε να τους επισκεφθή.

Το δεύτερο είναι πάλι τετράδιο που και αυτό είναι γραμμένο ιδιοχείρως. Μέσα σε αυτό διαβάζουμε διάφορα χωρία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, κατά θέματα, που αναφέρονται σε κεφάλαια του βιβλίου. Επίσης, συναντούμε χωρία από τις Λειτουργίες του Μ. Βασιλείου και του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, χωρία από τους ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας, και από Αποστολικούς Πατέρας της Εκκλησίας, καθώς και από τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο και τον Άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας. Ακόμη, βρίσκουμε καταγεγραμμένα χωρία από διάφορα βιβλία Καθηγητών, όπως του Παναγιώτου Μπρατσιώτου, του Χρήστου Ανδρούτσου, του Ν. Δαμαλά και διάφορες σημειώσεις του στην αγγλική γλώσσα.

Σε ένα σημείο του τετραδίου αυτού βλέπουμε μια ιδιόχειρη σημείωση του που εκτείνεται σε τρισήμισι σελίδες και είναι κριτικές παρατηρήσεις του σε μια άποψη του Καθηγητού Γερομιχαλού και σε αυτήν την σημείωση φαίνεται η θεολογική ωριμότητα του Ρωμανίδη. Στην αρχή γράφει:

«Ανέγνωσα μετά μεγάλου ενδιαφέροντος το άρθρον του κου Γερομιχαλού «Η περί Θεού Γνώσις» και θα ήθελα, εάν μου επιτρέπεται, να εγείρω ορισμένας αμφιβολίας όσον αφορά ορισμένα συμπεράσματα του συγγραφέως». Από ό,τι φαίνεται, κυρίως από την φράση «εάν μου επιτρέπεται», πρέπει να είναι επιστολή που απεστάλη σε κάποιον από τους επιβλέποντας την διατριβή του Καθηγητάς και αναφέρεται στην διάκριση ουσίας και ενεργείας στον Θεό, η οποία διάκριση δεν γίνεται στην σχολαστική θεολογία. Το συμπέρασμα του σχολίου αυτού έχει ως εξής:

«Από Ορθοδόξου αποφεως η μεθοδολογία των σχολαστικών χωλαίνει σοβαρά, διότι βασίζεται σχεδόν αποκλειστικώς εις την λογικήν τον ανθρώπου. Η περί Αγίας Τριάδος θεία αποκάλυψις δεν έρχεται καθ’ όλου εις συμπλήρωσιν τής δια λόγου εμφύτου άλλης τινός ιδέας περί Θεού. Μάλλον εκτοπίζει… ». Έχει εξαιρετική σημασία το σημείο εκείνο που περιγράφει το πώς «οι Δυτικοί φιλοσοφοθεολόγοι» έφθασαν στο να ταυτίσουν την ουσία του Θεού με την ύπαρξή Του και έτσι κατέληξαν στην αίρεση του filioque. Μετά από αυτήν την παρατήρηση υπάρχει μια παράγραφος, η οποία τελικώς είναι διαγεγραμμένη και φαίνεται ότι δεν συμπεριελήφθηκε στο τελικό κείμενο της επιστολής του, προφανώς για να μη προκαλέση περισσότερο. Σε αυτήν γράφει: «Δυστυχώςεπειδή ώρισμενοι θεολόγοι εν Ορθοδόξοις κύκλοις, αγνοούντες την πραγματικήν αιτίαν της καταδίκης του filioque και ανοήτως νομίζοντες ότι πραγματικά δεν αποτελεί αίρεσιν άλλα μάλλον μόνον αφορμή σχίσματος, χωρίς καμμίαν (κανένα) θυσιαστικόν περιεχόμενον, είναι τελείως αμαθείς ως προς την Ορθόδοξον εκδοχήν περί γνώσεως ουσίας. . ».

Στην παρατήρηση αυτή φαίνεται ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, καίτοι νέος στην ηλικία, είχε φθάσει σε μια θεολογική ωριμότητα και ήταν έτοιμος να αντιπαρατεθή με μεγάλους Καθηγητάς που διέπρεπαν στον Πανεπιστημιακό χώρο της Ελλάδος και οι οποίοι είχαν επηρεασθή, κατά διαφόρους βαθμούς, από την δυτική θεολογία.

Το τρίτο είναι η δακτυλογραφημένη διατριβή του και προφανώς πρόκειται για ένα από τα τελικά στάδια της. Ο τίτλος της μελέτης είναι: «Το προπατορικόν Αμάρτημα ήτοι αι κοσμολογικαί και ανθρωπολογικαί προϋποθέσεις αυτού από των χρόνων της Καινής Διαθήκης μέχρι τον Αγίου Ειρηναίου» και στο εσώφυλλο του εξωφύλλου γράφεται: «Συμβολαί εις την διδασκαλίαν περί προπατορικού Αμαρτήματος, ήτοι αι προϋποθέσεις αυτής εν τη μέχρι του Αγίου Ειρηναίου Αρχαία Εκκλησία εν αντιβολή προς την Ορθόδοξον και την Δυτικήν μέχρι Θωμά του Ακινάτου θεολογίαν». Επίσης, κάτω από τον τίτλον καταγράφεται η φράση: «Αίνέσιμος επί διδακτορία διατριβή υποβληθείσα εις την Θεολογικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών».

Το σημαντικό στο δακτυλογραφημένο αυτό κείμενο είναι ότι παρατηρούνται ιδιόχειρες προσθήκες, διορθώσεις και διαγραφές. Ασφαλώς πρέπει να γίνη αντιπαραβολή με το τελικό κείμενο της διατριβής, που εκδόθηκε αργότερα, για να διαπιστωθή σε ποιο στάδιο της διατριβής ανήκει το αντίτυπο αυτό.

Και τα τρία αυτά κείμενα είναι σημαντικά και μια ενδελεχής έρευνα μπορεί να κατάληξη σε σημαντικά συμπεράσματα, για την κατανόηση όχι μόνον της εξέλιξης της θεολογικής σκέψεως του συγγραφέως, άλλα και της νοοτροπίας που επικρατούσε στην Ελληνική θεολογική σκέψη την εποχή εκείνη, γύρω από τα θέματα αυτά. Στο μέλλον, όταν μου δοθή επαρκής χρόνος, θα ασχοληθώ εκτενέστερα με τα τρία αυτά κείμενα, για να μελετηθή ο τρόπος με τον οποίο συνέταξε την διατριβή του ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, αλλά και η στροφή της Ορθοδόξου θεολογίας στην Ελλάδα, ύστερα από την παρουσία και την εκρηκτική θεολογική παρέμβαση του π. Ιωάννου Ρωμανίδου.

2. Όταν ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ασχολήθηκε με το θέμα αυτό και κατέθεσε την διατριβή του στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, συγκρούσθηκαν δύο διαφορετικοί θεολογικοί κόσμοι και δύο διαφορετικές νοοτροπίες.

Όλα σχεδόν τα δογματικά εγχειρίδια που εκδόθηκαν στην Ελλάδα, αλλά και οι θεολογικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, είχαν επηρεασθή αφ’ ενός μεν από την δυτική λατινική σχολαστική θεολογία, που ήλθε στην Ελλάδα κυρίως δια της ρωσικής θεολογίας, αφ’ ετέρου δε από την λογική-ήθικιστική προτεσταντική θεολογία, που πέρασε στην Ελλάδα μέσα από την Γερμανική-Βαυαρική θεολογία. Είναι χαρακτηριστικό ότι και ο τότε Καθηγητής της Δογματικής και της Χριστιανικής Ηθικής Ιωάννης Καρμίρης είχε επηρεασθή στην αρχή της θεολογικής του εξέλιξης από την σχολαστική θεολογία, γι’ αυτό στην εισαγωγή της ελληνικής μεταφράσεως του έργου του Θωμά του Ακινάτη «Σούμμα θεολογική», που έγινε από τον ίδιο, συναντούμε απόψεις που δεν είναι Ορθόδοξες και δεν υποστηρίζονται στις μετέπειτα μελέτες του. Διατηρώ μια σοβαρή υποψία ότι ο Ιωάννης Καρμίρης επηρεάσθηκε από τις θεολογικές απόψεις του νεαρού τότε π. Ιωάννου Ρωμανίδου, υποψηφίου διδάκτορος.

Ο Παναγιώτης Τρεμπέλας μεγάλωσε σε όλο αυτό το σχολαστικό κλίμα και έκανε μεγάλο αγώνα και αξιόλογη προσπάθεια, για να μετακινηθή προς την πατερική θεολογία. Αυτό ήταν ένα δύσκολο έργο στην εποχή του, διότι αυτό δεν γίνεται με συλλογή πατερικών κειμένων, αλλά με γνώση της όλης πατερικής σκέψεως και εμπειρίας. Όμως ασφαλώς ο ίδιος ήταν από τους πρωτοπόρους στην μεγάλη στροφή της νεοελληνικής θεολογίας προς την διδασκαλία των Πατέρων. Είναι εκείνος που μελέτησε Πατέρας της Εκκλησίας και επί τη βάσει αυτών έγραψε την Δογματική του και ερμήνευσε την Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Δεν ήταν εύκολο έργο την εποχή εκείνη να απομακρυνθή κανείς τελείως από τα πλαίσια και τις προϋποθέσεις της δυτικής θεολογίας. Αυτό το παρατηρούμε και σε άλλους Καθηγητές της περιόδου εκείνης. Ο Παναγιώτης Τρεμπέλας απετέλεσε μια δυναμική προσωπικότητα, που έκανε την μεγάλη στροφή στην Ελλάδα προς τους Πατέρας της Εκκλησίας.

Αντίθετα, ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης είχε μέσα του την μικρασιατική υποδομή, ως γόνος καππαδοκικής οικογένειας, και έζησε σε ένα περιβάλλον με την παράδοση που ζούσαν οι γονείς του που ήλθαν από την Καππαδοκία του Πόντου. Συγχρόνως, στην Αμερική μελέτησε την σχολαστική θεολογία από τις κολλεγιακές του σπουδές, αντέδρασε από έφηβος στις αρχές της θεολογίας του Αυγουστίνου και του Θωμά του Ακινάτη και στην συνέχεια, αντί να στραφή προς τον αθεϊσμό, εστράφη στην θεολογία των Αποστολικών Πατέρων, βοηθούμενος από το οικογενειακό του περιβάλλον, στο οποίο ζούσε, από τις δυνατές καταβολές της προσωπικότητάς του, την οξύνοια και αποφασιστικότητα του, αλλά και την βοήθεια του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ. Επειδή οι σχολαστικοί θεολόγοι φιλοσοφούσαν γύρω από τα θέματα της πίστεως και οι Προτεστάντες απέρριψαν την πατερική παράδοση, ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης στράφηκε στην μελέτη των λεγομένων Αποστολικών Πατέρων, δηλαδή των Πατέρων αυτής της κρίσιμης περιόδου που παρενεβλήθη μεταξύ των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας του Γ’ και Α΄ αιώνος. Οπότε, η μελέτη των Αποστολικών Πατέρων, που αποτελεί τον θεολογικό κρίκο μεταξύ της Αποστολικής και της πατερικής περιόδου, τον βοήθησε να δη τις βασικές θεολογικές αρχές περί της δημιουργίας του ανθρώπου και της πτώσεώς του, οι οποίες, βέβαια, αναπτύχθηκαν εκτενέστερα από μεταγενεστέρους Πατέρας.

3. Η διατριβή περί του προπατορικού αμαρτήματος εκπονείτο από τον π. Ιωάννη μέσα στην ατμόσφαιρα της πατερικής θεολογίας, αλλά και της λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας.

Στις επιστολές του προς τους Κατίγκω και Πανάγο Πατέρα, κυρίως μεταξύ Αυγούστου του 1956 και Ιουνίου του 1957, μπορεί κανείς να βρη διάφορες πληροφορίες σχετικά με την συγγραφή της διατριβής του, αλλά και τις αντιρρήσεις που διετύπωνε ζωηρώς ο Παναγιώτης Τρεμπέλας, αλλά και διάφορες σκέψεις του πάνω στο θέμα αυτό. Τις επιστολές αυτές δημοσίευσε ο Καθηγητής π. Γεώργιος Μεταλληνός παλαιότερα 1

Ο π. Ιωάννης είχε σαφή γνώση ότι η μελέτη του αυτή περί του προπατορικού αμαρτήματος αποβλέπει «εις την επαναφοράν της συγχρόνου Ορθοδόξου σκέψεως και πράξεως εις την αγνήν παράδοσιν των αγίων Μαρτύρων και Πατέρων της Μόνης αληθινής Ορθοδόξου πίστεώς μας»2. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίον αισθάνθηκε έκπληξη που συνάντησε αντιδράσεις από Ορθοδόξους Καθηγητές της Θεολογικής Σχολής Αθηνών. Τελικά, η διατριβή του εγκρίθηκε τον Ιούνιο του 19573.

Το σημαντικό, όμως, είναι ότι ο π. Ιωάννης το χρονικό διάστημα που είχε το θεολογικό πρόβλημα με τον Παναγιώτη Τρεμπέλα, και μάλιστα το Πάσχα του έτους 1957, επισκέφθηκε το άγιον Όρος, για να περάση εκεί τις εορτές και να συζήτηση το θέμα με τον π. Θεόκλητο Διονυσιάτη. Ο π. Θεόκλητος αισθάνθηκε βαθειά έκπληξη από την αντίδραση του Τρεμπέλα, δικαίωσε τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη και του υπέδειξε πώς θα έπρεπε να χειρισθή το θέμα, για να υπερπήδηση αυτήν την δυσκολία.

Σε κείμενο του π. Θεοκλήτου, που γράφηκε και δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο του 1958, έναν σχεδόν χρόνο μετά την έγκριση της διατριβής, παρατίθεται η πρόσφατη τότε επιστολή του π. Ιωάννου προς αυτόν (π. Θεόκλητο) και τα σχετικά σχόλια του τελευταίου πάνω σε αυτήν. Από την επιστολή του π. Ιωάννου μαθαίνουμε ότι το Πάσχα του έτους 1957, κατά την μεγάλη κρίση με την διατριβή του, ευρισκόταν στο άγιον Όρος. Ήδη, όμως, και από άλλη επιστολή του πληροφορούμαστε ότι έκανε μερικές διορθώσεις στην διατριβή του και την κατέθεσε για την τελική κρίση τον Ιούνιο του 1957, δηλαδή μετά την επιστροφή του από το άγιον Όρος 4. Γράφει στην επιστολή του προς τον π. Θεόκλητο:

«Εύχομαι το γράμμα μου να εύρει Σας και τον αγαπητόν μας Γέροντα Γαβριήλ υγιαίνοντα σωματικώς και πνευματικώς και τα του Μοναστηρίου πλήρως εν τάξει. Λυπούμαι πολύ που δεν θα εορτάσωμεν εφέτος το Πάσχα μαζί. Ο νους μου ευρίσκεται πάντοτε εις το άγιον Όρος και με κάθε ευκαιρίαν προσπαθώ να διαφωτίσω τους γνωστούς μου περί αυτού». Στην συνέχεια, κάνει εύστοχες παρατηρήσεις για την κατάσταση που επικρατούσε στην Αμερική και για την αξία του Ορθοδόξου Μοναχισμού5.

Ο π. Θεόκλητος στο άρθρο του, σχολιάζοντας την επιστολή αυτή, μεταξύ των άλλων, γράφει:

«Ο καλός μου φίλος και ευλαβέστατος Πρεσβύτερος Ι.Ρωμανίδης δεν είναι θεολόγος της σειράς. Την Ορθοδοξίαν την έμαθε σε δύο-τρία Πανεπιστήμια και με την βοήθειαν της ασκήσεως που φωτίζει την ψυχή. Κάτοχος 4 γλωσσών με βαθυτάτην επιστημονικήν αρτίωσιν έδωκεν αληθινήν μάχην τελευταίως με Καθηγητάς του Πανεπιστημίου Αθηνών, επί του πεδίου της Ορθοδόξου θεολογίας, δια να λάβη την διδακτορίαν του με το περισπούδαστον θεολογικόν του σύγγραμμα υπό τον τίτλον «Το Προπατορικόν αμάρτημα»6. Σε άλλο σημείο γράφει για τον π. Ιωάννη: «Είναι κυριολεκτικώς καλόγηρος, τρεφόμενος από τους Αγίους Πατέρας και με την αγίαν λειτουργικήν ζωήν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υμνών τον Θεόν επτάκις της ημέρας»7. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ετοίμαζε την διατριβή του διαβάζοντας τα κείμενα των Αγίων Πατέρων, συναναστρεφόμενος με ασκητές-ήσυχαστές, είχε επικοινωνία με το άγιον Όρος και προσευχόταν στον Θεό.

4. Καίτοι η διατριβή του π. Ιωάννη Ρωμανίδη για το «Προπατορικο αμάρτημα» απετέλεσε στροφή στις θεολογικές σπουδές στην Ελλάδα, με την πρόσληψη των Ορθοδόξων προϋποθέσεων για την μελέτη της πατερικής διδασκαλίας περί της γνώσεως του Θεού και της πτώσεως του ανθρώπου, εν τούτοις άφησε μερικά κενά, τα οποία συμπλήρωσε ο ίδιος αργότερα. Κάθε ανθρώπινο έργο, όταν μάλιστα γίνεται σε δύσκολο περιβάλλον, δεν είναι ολοκληρωμένο.

Πολλές φορές, κατά τις συνομιλίες που είχαμε, μου έλεγε ότι το βιβλίο «Το Προπατορικόν Αμάρτημα» έχει δυο-τρία «λάθη», τα οποία δεν είχαν εντοπίσει οι κριτές του, αλλά ο ίδιος τα διέγνωσε αργότερα και τα διόρθωσε σε άλλες μελέτες του.

Σε μια προφορική του ομιλία, όπως την διατηρώ απομαγνητοφωνημένη, έλεγε:

«Έχω γράψει ολόκληρο βιβλίο που λέγεται Προπατορικόν αμάρτημα, και όταν το έγραφα, ιδέαν δεν είχα το πώς κανείς φάνει σ’ αυτήν την ανιδιοτελή αγάπη. Είχα την περιγραφή, ας πούμε αναλυτικά, την βρήκα, ας πούμε την περιγραφή, αλλά η μέθοδος για να φθάσουμε στην ανιδιοτελή αγάπη, ποια είναι; Καθόμαστε και μιλάμε για ανιδιοτελή αγάπη. Και ποιος ημπορεί να γίνη ανιδιοτελής, ποιος έχει φθάσει στην ανιδιοτέλεια, ποιος έχει φθάσει στην αγάπη; Και όταν καθόμαστε και λέμε ότι έχουμε αγάπη, τι είμαστε; Έχουμε πραγματικά την αγάπη, ή υποκρινόμεθα ότι έχουμε την αγάπη; Αυτό είναι το πρόβλημα. Καταλάβατε;

Ωραία είναι τα κηρύγματα, γεμίζουν τον άμβωνα. Ωραία πράγματα. Οι Χριστιανοί κάθονται και ενθουσιάζονται με αυτά τα κηρύγματα. Ακούμε τα κηρύγματα. Εγώ τουλάχιστον δεν έχω ακούσει το πώς, το τι. Ναι, το ποώ και το πώς».

Ο ίδιος, όπως το συναντούμε στο βιβλίο «Πατερική θεολογία», έλεγε ότι όταν οι Πατέρες έκαναν την διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, δεν το έκαναν στηριζόμενοι στην φιλοσοφία, αλλά στην εμπειρία τους, αφού όταν φθάνη κανείς στην θεοπτία, βλέπει την άκτιστη ενέργεια της θεότητός Του. Λέγει χαρακτηριστικά: «Έτσι η δύναμις αυτής της διακρίσεως (εννοεί μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό) ήταν μεγάλη, και εξακολουθεί να είναι μεγάλη. Διότι και εγώ χρησιμοποιούσα αυτήν την διάκριση για χρόνια. Το «Προπατορικό Αμάρτημα» στην πρώτη του έκδοση ήταν βασισμένο σ’ αυτήν την φιλοσοφική διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, από την αρχή μέχρι του τέλους του, αλλά στην νέα έκδοση θα τακτοποιηθή το βιβλίο ως προς το σημείο αυτό. Αλλά και πολλούς ετεροδόξους, που δεν μπορούσαν να καταλάβουν την εμπειρική διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, έπεισα για την ανάγκη να γίνεται αυτή η διάκρισις, χρησιμοποιώντας την φιλοσοφική διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Βέβαια, ναι μεν τους επεισα, αλλά τους έπεισα στραβά επάνω στο θέμα αυτό. Διότι μετά ανεκάλυψα ότι οι Πατέρες δεν κάνουν φιλοσοφική διάκριση μεταξύ της ουσίας και ενεργείας στον Θεό, αλλά κάνουν εμπειρική διάκριση. Δηλαδή Βιβλική διάκριση, που βασίζεται στην εμπειρία της Θεώσεως και όχι στην φιλοσοφία»8.

Νομίζω ότι τα «λάθη» αυτά «ουσιαστικά παραλείψεις» συνίστανται σε μερικά βασικά σημεία, τα οποία αργότερα εντόπισε ο ίδιος, και τα οποία ερμηνεύουν κατά τον καλύτερο τρόπο την διατριβή του, και χωρίς αυτά δεν μπορεί κανείς να κατανόηση τις βασικές θεολογικές θέσεις της διατριβής. Έτσι, συναντούμε τις σημαντικές αυτές διορθώσεις ή μάλλον ερμηνείες στον Πρόλογο της δευτέρας εκδόσεως (εκδόσεις Δόμος) της διατριβής του. Στην αρχή επισημαίνει:

«Η παρούσα μελέτη ανήκει εις την εποχήν, καθ’ ην κατεβάλλοντο προσπάθειαι εξακριβώσεως ετεροδόξων επιδράσεων επί της Ορθοδόξου θεολογίας, ήτο δε αρκούντως αισθητή η παρέκκλισις εκ της πατερικής παραδόσεως. Σήμερον δυνάμεθα να περιγράφωμεν τα πλαίσια, εντός των οποίων εσχεδιάσθησαν και επεχειρήθηκαν αι επεμβάσεις των ετεροδόξων, πλαίσια πολιτικά και θεολογικά, δια την κατάργησιν της Ρωμαιοσύνης και την δυτικοποίησιν της Ορθοδοξίας»9.

Περιγράφοντας τα πολιτικά πλαίσια γράφει: «Ότε εγράφετο η παρούσα μελέτη, δεν ήτο εισέτι αισθητόν ότι εις ξένα κέντρα αποφάσεων εσχεδιάσθη ουχί μόνον η κατάργησις της Ρωμαιοσυνης, αλλά και η αλλοίωσις της Ορθοδοξίας κατά τα πρότυπα των Δυτικών»10. Και αναφέρεται διεξοδικά στον Ναπολέοντα και το επιτελείο του, σε αναφορά με την πλαστογράφηση της Ιστορίας από τους Φραγκολατίνους.

Στα θεολογικά πλαίσια κατεγράφησαν διεξοδικώς διάφορα σημαντικά σημεία, όπως το σχέδιο δυτικοποιήσεως της Ορθοδοξίας από τους Φράγκους, τα θεμέλια της εμπειρικής θεολογίας, με σχετική ερμηνεία χωρίων της Α’ προς Κορινθίους επιστολής του Αποστόλου Παύλου, η άκτιστη αλήθεια και η έξωθεν παιδεία, η διάκριση ουσίας και ενεργείας στον Θεό, η αλλαγή θρησκείας με τα αυτά δόγματα, όπου εκτίθεται το γεγονός ότι η νεοελληνική πραγματικότητα, παρά την διατήρηση των δογμάτων, αντικατέστησε την κάθαρση της καρδίας με την χρεωκοπημένη φιλοσοφική ηθική, τον φωτισμό της καρδίας με τον ετοιμοθάνατο μεταφυσικό φωτισμό της διανοίας, καθώς επίσης κατήργησε την θεολογία της Θεώσεως11.

Μελετώντας τον Πρόλογο αυτόν μπορούμε να εντοπίσουμε, μεταξύ των άλλων, τρία νέα σημεία που «ανεκάλυψε» μετά την εκπόνηση της διατριβής του και τα οποία βλέπουμε ανεπτυγμένα σε μεταγενέστερα κείμενά του, αλλά και στις προφορικές του παραδόσεις.

Το πρώτον είναι ότι, καίτοι στην διατριβή του ανέλυσε Ορθόδοξα τα περί διακρίσεως ουσίας και ενεργείας στον Θεό, εν τούτοις δεν είχε ακόμη αναπτύξει τα περί Ορθοδόξου ησυχασμού, με τον οποίο μετέχει κανείς των ακτίστων ενεργειών του Θεού. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο διάλογος μεταξύ του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του Βαρλαάμ άρχισε από την διδασκαλία περί του Αγίου Πνεύματος, συνεχίσθηκε στο περί της διακρίσεως Ακτίστου ουσίας και Ακτίστου ενεργείας στον Θεό και προχώρησε στην νοερά προσευχή και την θέα του Ακτίστου Φωτός. Από αυτό φαίνεται ότι με την μέθεξη της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, βιώνονται οι άκτιστες ενέργειες του Θεού, αλλιώς η θεολογική ανάλυση των ακτίστων ενεργειών του Θεού είναι λογική-φιλοσοφική. Όταν κανείς έχει πρόβλημα με τον ησυχασμό, τον οποίο μπορεί να θεωρή ως «νεοευσεβισμό», δεν μπορεί να έχη ορθή διδασκαλία στο θέμα της γνώσεως του Θεού, έστω και αν ομιλή για διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Ο ησυχασμός είναι το «πώς», δηλαδή ο τρόπος για την μέθεξη της Ακτίστου Χάριτος του Θεού, την βίωση της ανιδιοτελούς αγάπης.

Το δεύτερον είναι ότι η ουσία του προπατορικού αμαρτήματος των Πρωτοπλάστων είναι ο σκοτασμός του νοός του ανθρώπου και η ταύτισή του με την λογική. Αυτό στην πραγματικότητα συνιστά την πτώση του ανθρώπου. Η ανάλυση που κάνει ο π. Ιωάννης της Α’ προς Κορινθίους επιστολής και τα όσα γράφει περί νοερας προσευχής και προφητείας είναι μια έκφραση του Ορθοδόξου ησυχασμού, που είναι η βάση της Ορθοδόξου θεολογίας. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο σε όλες τις ομιλίες του επέμενε πολύ στα περί της νοεράς προσευχής, στην κάθαρση της καρδίας από τα πάθη, τον φωτισμό του νοός, την κάθοδο του νου στην καρδιά και την θεωρία του Ακτίστου Φωτός. Αυτή η διδασκαλία αποτελεί τον πυρήνα της Ορθοδόξου θεολογίας, όπως φαίνεται στους Πατέρες του Α΄ αιώνος, ιδίως στον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, στον Άγιο Μάξιμο τον ομολογητή και την γνωστή Φιλοκαλία.

Το τρίτο σημείο είναι η διαφορά μεταξύ των Ρωμαίων Πατέρων της Εκκλησίας και των Φραγκολατίνων, όπως το βλέπουμε σε μεταγενέστερα κείμενά του. Και εδώ δεν πρόκειται για έναν εθνικισμό, αλλά για μια θεολογική διαφοροποίηση, αφού οι Φραγκολατίνοι εγκολπώθηκαν τον σχολαστικισμό και πολέμησαν τον ησυχασμό, ενώ οι Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας ομίλησαν Ορθοδόξως, επειδή ζούσαν μέσα στο κλίμα του Ορθοδόξου ησυχασμού.

Αυτό σημαίνει ότι και αυτός ο ίδιος ο Ρωμανίδης συμπλήρωσε τις θεολογικές του θέσεις. Η Ελληνική θεολογία, ύστερα από τον επηρεασμό της από τον δυτικό σχολαστικισμό και ηθικισμό, έπρεπε να κάνη μεγάλη πορεία, για να φθάση στις πηγές της και στο απαραίτητο ησυχαστικό υπόβαθρό της. Και, φυσικά, ακόμη και τώρα πρέπει να προσεχθή, ώστε αυτή η ησυχαστική παράδοση να μη εκληφθή ως ευσεβισμός.

5. Οι δύο θεολόγοι Καθηγητές, Παναγιώτης Τρεμπέλας και π. Ιωάννης Ρωμανίδης, αποκατέστησαν τις σχέσεις τους στην συνέχεια και ο καθένας εκτιμούσε την θεολογική προσφορά του άλλου. Αυτό είναι δείγμα μεγάλων θεολόγων και μεγάλων ανδρών.

Ο Παναγιώτης Τρεμπέλας υποστήριξε τον Ρωμανίδη σε μια δύσκολη θεολογική φάση της ζωής του, όταν πλέον ήταν Καθηγητής της Δογματικής στην Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης και εκπροσωπούσε την Εκκλησία της Ελλάδος στον διάλογο με τους Αγγλικανούς. Έχω στο αρχείο μου τον φάκελο ενός Διορθοδόξου Διαλόγου που έγινε στο Σαμπεζύ της Γενεύης την 8-11 Σεπτεμβρίου του έτους 1972 σχετικά με το θέμα «Το λυτρωτικόν έργον του Χριστού εν τω σταυρώ και τη αναστάσει», προκειμένου να ετοιμασθούν τα κείμενα για τον διάλογο με τους Αγγλικανούς. Κατά την διάρκεια των συνεδριάσεων αυτών έγιναν και εγράφησαν πολλά, αλλά εκείνο που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ότι αμφισβητήθηκαν από μερικά μέλη της Διορθοδόξου Επιτροπής οι απόψεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδου, και μάλιστα εθεωρήθησαν ως αιρετικές.

Μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης αναφέρθηκε στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, της οποίας ήταν εκπρόσωπος, και ζήτησε την γνώμη της για τις απόψεις που κατέθεσε στην Διορθόδοξη Επιτροπή. Η Ιερά Σύνοδος απέστειλε το σχετικό υλικό σε τρεις ειδικούς Καθηγητές, τον Παναγιώτη Τρεμπέλα, τον Ιωάννη Καρμίρη και τον Ιωάννη Καλογήρου, για να διατυπώσουν τις απόψεις τους, πράγμα που έπραξαν.

Ο Παναγιώτης Τρεμπέλας στην από 18ης Ιανουαρίου 1973 έκθεσή του προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος αναλύει το θέμα και γράφει περί του π. Ιωάννου Ρωμανίδου:

«Τον π. Ρωμανίδην θα ηδύνατό τις να καταλέξει μεταξύ των ιδιαιτέρων θαυμαστών τού Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και να παρακολουθήση ως εντρυφώντα εις τα συγγράμματα αυτού, εντόνως δε προσελκυσθέντα από τας θαυμαστάς επιδόσεις των ησυχαστών εν τη πνευματική ζωή».

Σε άλλο σημείο γράφει:

«Ταύτα προς διαλεύκανσιν τού ότι ο π. Ρωμανίδης εις ουδέν το σοβαρόν παρεξέκλινε κακόδοξον κατά την από των σημειώσεών του προφορικήν έκθεσιν εν τη διασκέψει του Ελσίνσκι. Ενδέχεται μεν εις τινας των συνέδρων να παρουσιάσθησαν τα εκτεθέντα δύσληπτα και εις τους αγεύστους της διδασκαλίας του Αγίου Παλαμά σύγχυσιν προκαλούντα ή και μη σχετιζόμενα αμέσως προς το θέμα τής ανατεθειμένης εις τον π. Ρωμανίδην υπό της Θεολογικής Επιτροπής Εκθέσεως, ως ύποπτα όμως κακοδοξίας και οπωσδήποτε απόβλητα δεν δύνανται βασίμως να χαρακτηρισθούν»12.

Και αλλού γράφει:

«Ο π. Ρωμανίδης είναι θιασώτης τής αποφατικής θελογίας, έχει δε υποστή βαθείαν την επίδρασιν από την διδασκαλίαν του Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά και της ασκήσεως και ορολογίας των Νηπτικών Πατέρων και μάλιστα των υπό του Αγίου Παλαμά προασπισθέντων ησυχαστών»13.

Αλλά και ο π. Ιωάννης ο Ρωμανίδης έγραψε επαινετικά για τον Παναγιώτη Τρεμπέλα στην εισαγωγή τής Δογματικής του, όταν δίδασκε ως Καθηγητής της Δογματικής στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στην εισαγωγή του βιβλίου του με τίτλο «Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», που εξεδόθη το έτος 1973, μόλις δακαπέντε χρόνια μετά την αλληλογραφία μεταξύ τους, για μερικές θέσεις της διατριβής του, ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης γράφει:

«Επίσης, ο μελετητής των εν προκειμένω θεμάτων οφείλει να έχη υπ’ όψιν και να μελετήση επισταμένως τα περί Δογματικής και Συμβολικής έργα των νεωτέρων κορυφαίων Ορθοδόξων Θεολόγων, των Ελλήνων και μη Ελλήνων, ως και την προσπάθειαν αυτών να επανέλθουν εις τας πατερικάς πηγάς. Μεταξύ των Ελλήνων ηγετών εις την προσπάθειαν αυτήν είναι κατά πρώτον λόγον ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ιωάννης Καρμίρης, όστις παρήγαγε κολοσσιαίον έργον εις την αναδημιουργίαν των ιδικών πλαισίων της Ορθοδόξου Δογματικής και Συμβολικής θεολογίας… .

Εξίσου απαραίτητος είναι η μελέτη της Δογματικής του κορυφαίου Δογματικού και Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών Π. Τρεμπέλα, όστις επίσης ηκολούθησε γραμμήν επανόδου της νεωτέρας Ορθοδόξου Θεολογίας εις την Πατερικήν παράδοσιν. Παραλλήλως πρέπει κανείς να κάμνη χρήσιν των ερμηνευτικών Πατερικών κειμένων, τα οποία συνέλεξεν ο κ. Τρεμπέλας εις τα ερμηνευτικά του σχόλια εις την αγίαν Γραφήν και να χρησιμοποιήση ταύτα ως γέφυραν προς τα ερμηνευτικά μνημεία των Πατέρων»14.

6. Και οι δύο μεγάλοι θεολόγοι και πνευματικοί άνδρες έζησαν μέσα στην Εκκλησία με σεβασμό στην παράδοσή της και τους θεσμούς της, αλλά και εκοιμήθηκαν Ορθοδόξως μέσα στα σπλάχνα της.

Ο Παναγιώτης Τρεμπέλας προσέφερε πολλά στην Ορθόδοξη Εκκλησία, με τα κείμενα και τις ομιλίες του, μέχρι το βαθύτατο γήρας του. Είναι χαρακτηριστικός ο πρόλογος της εκθέσεώς του προς την Ιερά Σύνοδο, αποσπάσματα της οποίας παρετέθησαν προηγουμένως.

Γράφει ότι διαβάζοντας το έγγραφο της Ιεράς Συνόδου, με το οποίο του ζητούσε να εκφράση την άποψή του για τα όσα έγιναν στο Σαμπεζύ της Γενεύης, αισθάνθηκε τιμή προς το πρόσωπό του, αλλά διατυπώνει και τους δισταγμούς του να αναλάβη το έργο αυτό. Οι δισταγμοί του προέρχονται αφ’ ενός μεν από το γεγονός ότι προσεγγίζει «την ενάτην δεκαετηρίδα της ανθρώπινης ζωής» και διαθέτει «ήδη σφόδρα τα περιωρισμένα όρια της διανοητικής και της άλλης αντοχής», αφ’ ετέρου δε δεν θέλει να προκαλέση κάποια δυσαρέσκεια με τα όσα θα υποστηρίξη στην έκθεσή του. Είναι σημαντικό να δούμε την σκέψη του ως προς το τελευταίο αυτό σημείο:

«Καθ’ ον χρόνον ούτος (ο ίδιος δηλαδή) αναμένει από στιγμής εις στιγμήν τον θάνατον, καλείται, ίνα επιληφθή ζητήματος, εις το οποίον ανάμιξις και η επ’ αυτού κρίσις κατ’ ανάγκην θα προκαλέση δυσαρεσκείας, αίτινες βαρύ μετά των άλλων αυτού αμαρτημάτων θα καταστήσωσι το χώμα του τάφου, του ετοίμου να δεχθή το οσονούπω άψυχον μετά την απότισιν του κοινού χρέους αποβησόμενον σαρκίον αυτού»15.

Όμως, δεν μπορεί και να αρνηθή την Συνοδική «επιταγήν», πράγμα που θα το θεωρούσε ως «φυγομαχίαν» και «προδοσίαν». Ακριβώς για τον λόγο αυτόν προχωρεί στην διατύπωση των σκέψεών του, αφού προηγουμένως ζητά τις ευχές των αρχιερέων που συγκροτούν την Ιερά Σύνοδο. Γράφει:

«Αλλά και η άρνησις εις την επιταγήν της Ανωτάτης εκκλησιαστικής αρχής εξ άλλου παρεστάθη εις αυτόν ως δημιουργούσα ανεπίτρεπτον φυγομαχίαν, αν μη και προδοσίαν, εν ώρα, καθ’ ην ούτος ως μέλος και στρατιώτης της εις ην ανήκει Εκκλησίας, καλείται υπ’ Αυτής εις ομολογίαν πίστεως. Διό κύπτων την κεφαλήν ανεξαρτήτως τού αν θα προφθάση να αποπερατώση την εκζητουμένην έκθεσιν, πείθεται τω εκκλησιαστικώ κελεύσματι εξαιτούμενος τας ευχάς μεν των συγκροτούντων την παρακελεύουσαν και επιτάσσουσαν Ι. Σύνοδον Αγίων Αρχιερέων, όπως αύται και εν φρουρίω απορθήτω κατασφαλίσωσι τούτον από πάσης μεροληπτικής και αδίκου κρίσεως, την συγγνώμην δε προκαταβολικώς δια παν παράπονον, όπερ τυχόν θα προεκαλείτο εις θιγησόμενα άλλως σεβαστά και έντιμα πρόσωπα εξ αίτιας του έργου, εις το οποίον καθ’ υπακοήν εις το υπερκείμενον αυτού Σεπτόν Συνοδικόν πρόσταγμα καλείται»16.

Οι εισαγωγικές αυτές σκέψεις του Παναγιώτου Τρεμπέλα στην έκθεση προς την Ιερά Σύνοδο δείχνουν, με καθαρό τρόπο, το εκκλησιαστικό του φρόνημα, που τον διακατείχε μέχρι την κοίμησή του. Έχω δε υπ’ όψη μου ιδιόχειρο σημείωμα του Παναγιώτη Τρεμπέλα, που έγραψε λίγο πριν την κοίμησή του και είναι δείγμα του εκκλησιαστικού φρονήματός του:

«1). Η επισημοτέρα ώρα του Χριστιανού είναι η ώρα του Βαπτίσματος (καθ’ ην γίνεται υιοθεσία υπό του Θεού). 2). Η ιερωτέρα στιγμή της ζωής του είναι η της θείας Κοινωνίας. 3). Η ευτυχεστέρα ώρα του πιστού αγωνιστού είναι η τού θανάτου, καθ’ ην απολαμβάνει την μακαρίαν αιωνιότητα εν Χριστώ Ιησού»17.

Μάλιστα ο Τρεμπέλας έδειξε ιδιαίτερη αγάπη στον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, όταν ο τελευταίος τον επισκέφθηκε κατά την διάρκεια της ασθενείας του, και, κατά την μαρτυρία του, την οποία διασώζει ο Αθανάσιος Σακαρέλλος, δικηγόρος του π. Ιωάννου Ρωμανίδου, ο Παναγιώτης Τρεμπέλας αναθεώρησε την στάση του στην παλαιά επιθετική ενέργειά του προς τον υποψήφιο διδάκτορα π. Ιωάννη Ρωμανίδη.

Και ο π. Γεώργιος Μεταλληνός γράφει σε παλαιότερο βιβλίο του, που μνημονεύσαμε πιο πάνω: «Σε προσωπικό επίπεδο δεν μειώθηκε ποτέ ο σεβασμός του π. Ιωάννη προς τον Π. Τρεμπέλα. Αυξήθηκε μάλλον, όταν περί το τέλος της ζωής του ο υπέργηρος καθηγητής κάλεσε και τον π. Ιωάννη στο Νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν, για να τον ασπασθεί, να του φιλήσει το χέρι και να ειρηνεύσουν. Μεγάλη στιγμή, πραγματικά, για δυο μεγάλους θεολόγους και Ακαδημαϊκούς Διδασκάλους!». Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο ο π. Ιωάννης, καίτοι είχε ετοιμάσει για έκδοση την αλληλογραφία αυτήν, ανέστειλε την έκδοσή της18.

Αλλά και ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης έζησε προς το τέλος της ζωής του ταπεινά και ησυχαστικά, αποσυρμένος ουσιαστικά από όλην την θεολογική και άλλη δραστηριότητα, προσευχόμενος με το κομποσχοίνι, και με τις καθημερινές ακολουθίες, ανάβοντας κεριά στο μικρό μανουάλι που υπήρχε στο δωμάτιό του, όπως μου δόθηκε η ευκαιρία να δω προσωπικά στο δωμάτιό του, λίγες μόλις ημέρες πριν την κοίμησή του. Ζούσε με ταπεινό και προσευχητικό τρόπο, χωρίς να έρχεται σε αντιπαράθεση με όσους τον αδικούσαν και τον συκοφαντούσαν. Χαρακτηριστικά ενθυμούμαι, ότι όταν τον Ιούνιο του 1995 βρεθήκαμε μαζί στο Βαγκούβερ του Καναδά να δίδουμε μια σειρά μαθημάτων σε ένα Ορθόδοξο Σεμινάριο -εκείνος δίδασκε τα ιστορικά πλαίσια της Ορθοδόξου Παραδόσεως και εγώ το ησυχαστικό-νηπτικό περιεχόμενό της- στενοχωρήθηκε πολύ από μια άδικη επίθεση που τού έγινε, αλλά και πάλιν δεν απήντησε προσωπικά στο άδικο και συκοφαντικό εκείνο δημοσίευμα, χάρηκε όμως που το έργο αυτό έκανε ο π. Γεώργιος Μεταλληνός.

Με την ευκαιρία αυτή θα ήθελα να δώσω την μαρτυρία μου για το πόσο αγαπούσε και εκτιμούσε τον π. Γεώργιο Μεταλληνό και μάλιστα μια φορά σε συζήτησή μας τον απεκάλεσε «ογκόλιθο» Καθηγητή της Ορθοδόξου Θεολογίας, «φοβερόν», αλλά και «πραγματικό λιοντάρι» στους διάλογους με τους ετεροδόξους.

Μέσα από τα πλαίσια αυτά πρέπει να δούμε την αλληλογραφία μεταξύ των δύο αυτών μεγάλων θεολογικών αναστημάτων. Και τελικά, σύμφωνα με την έκδοση και με το σκεπτικό του π. Γεωργίου Μεταλληνού, δημοσιεύεται εδώ, για να δούμε το κλίμα που επικρατούσε την εποχή εκείνη.

Τα κείμενα της αλληλογραφίας θα πρέπη να μελετηθούν χωρίς να κρίνουμε τα πρόσωπα, αλλά να δούμε την προσπάθεια που έκαναν για την επαναφορά της Ορθοδόξου θεολογίας στις πηγές της. Και κυρίως να δούμε την Ορθόδοξη θεολογία του π. Ιωάννου Ρωμανίδου, όπως φάνηκε στην διατριβή του, που αργότερα συμπλήρωσε με νεώτερες παρατηρήσεις, όπως και την μαχητικότητα του νέου αυτού θεολόγου που δεν γνώριζε την Ελληνική πραγματικότητα και εξεπλάγη που την συνάντησε, και δεν υπεχώρησε από τις απόψεις του, αλλά συγχρόνως να δούμε και την μαχητικότητα του Παναγιώτη Τρεμπέλα, σε μια, νομιζόμενη από αυτόν, διαφοροποίηση διαφόρων θεολογικών θέσεων. Και τελικά πρέπει να εκτιμήσουμε πως και οι δύο συναντήθηκαν ακριβώς γιατί είχαν αγαθή πρόθεση.

Οι λόγοι της δημοσιεύσεως της αλληλογραφίας αυτής είναι θεολογικοί, ιστορικοί και επιστημονικοί και όχι προσωπικοί, όπως σημειώνει ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, και φανερώνουν την προσπάθεια επαναφοράς της Ελληνικής θεολογικής σκέψης στις πατερικές πηγές, μετά την περιπλάνησή της στην δυτική σχολαστική θεολογία, αλλά και την κάθαρση της από ξένες προσμίξεις. Σε αυτό το έργο έπαιξε πρώτο και σημαντικό ρόλο η διατριβή του π. Ιωάννου Ρωμανίδου με τίτλο «Το Προπατορικό Αμάρτημα». Έτσι, η παρούσα έκδοση δεν αφορά τον Καθηγητή Παναγιώτη Τρεμπέλα, αλλά όλη την θεολογική ατμόσφαιρα που επικρατούσε τότε στην Ελλάδα, από την οποία είχε αρχίσει να διαφοροποιήται ο Παναγιώτης Τρεμπέλας, οπότε και η προσφορά του υπήρξε σημαντική.

Γι’ αυτό και συγχαίρω τον π. Γεώργιο Μεταλληνό, διακεκριμένο ομότιμο Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, γιατί ανέλαβε, με το κύρος και την προσωπικότητά του, την έκδοση αυτής της σπουδαίας από πάσης πλευράς αλληλογραφίας, που, επαναλαμβάνω και πάλι, δεν είναι προσωπική, αλλά αναφέρεται σε όλον τον εκκλησιαστικό και θεολογικό κόσμο της εποχής εκείνης.
Μάιος 2008.

 

Σημειώσεις:

1. Βλέπε Π. Γεωργίου Μεταλληνού, Πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Ρωμανίδης, ο «προφήτης της Ρωμηοσύνης» Προσωπογραφούμενος μέσα από άγνωστα και λίγο γνωστά κείμενα, Αρμός, Αθήνα 2003, σελ. 90 και εξής.

2. Ένθ. Ανωτ., σελ. 94.

3. Ένθ. Ανωτ., σελ. 104.

4. Ένθ. Ανωτ., σελ. 100.

5. Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Αθωνικά Άνθη, τόμ. Α’, Β΄ εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα, σελ. 118.

6. Ένθ. Ανωτ., σελ. 119-120.

7. Ένθ. Ανωτ., σελ. 120.

8. Πρωτοπρ. Ιωάννου Ρωμανίδου, Πατερική Θεολογία, εκδ. Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 261.

9. Ιωάννου Ρωμανίδου, Το προπατορικόν Αμάρτημα, Δεύτερη έκδοση, εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1989, σελ. ιε΄.

10. Ένθ. Ανωτ.

11. Ένθ. Ανωτ., κδ’ και εξής.

12. Σελ. 19.

13. Σελ. 25.

14. Πρωτοπρ. Ιωάννου Ρωμανίδου, Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμος Α’, εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 3-4.

15. Σελ. 1.

16. Σελ. 1-2.

17. Περιοδικό Τόλμη, Νοέμβριος 2007, σελ. 23.

18. π. Γεωργίου Μεταλληνού, Πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Ρωμανίδης, ένθ. ανωτ. σελ. 102, σημ.

Share Button