Π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ Η ΚΤΙΣΗ ΕΚ ΤΟΥ ΜΗ ΟΝΤΟΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΑΚΤΙΣΤΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΑΥΤΟ

 

Η κτίση εκ του μη όντος

Η διαφορά της από τα άκτιστα ως προς αυτό

 

Κλασσική είναι η διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, όπως διατυπώθηκε από τον Μ. Αθανάσιο, ότι «ο Πατήρ δι’ Υιού εν Πνεύματι Αγίω ποιεί τα πάντα». Η δημιουργία της κτίσεως είναι κοινή ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Η κτίση δεν είναι αυθύπαρκτη ούτε προϊόν της τύχης, αλλά δημιούργημα του Τριαδικού Θεού.

Στην κτίση υπάγονται οι άγγελοι, οι δαίμονες, ο υλικός κόσμος και ο άνθρωπος. Όλα αυτά, με διαφορετικούς τρόπους, δημιουργήθηκαν από τον Θεό, ο Θεός τα έφερε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, από το μη είναι στο είναι.

Στην συνέχεια, θα δούμε μερικά σημεία αυτής της αλήθειας από την εμπειρία των Αγίων της Εκκλησίας.

Ο Θεός δημιούργησε κατ’ αρχάς τον νοητό κόσμο, τα νοερά πνεύματα, ήτοι τους αγγέλους, στην συνέχεια δημιούργησε τον αισθητό κόσμο, όλη την υλική κτίση και, τέλος, τον άνθρωπο, ως αποκορύφωμα, που αποτελείται από νοερό και αισθητό στοιχείο. Έτσι, ο άνθρωπος είναι η περίληψη όλης της δημιουργίας.

 

 

Ο δημιουργός Θεός

 

Στο προηγούμενο κεφάλαιο έγινε η διάκριση μεταξύ ουσίας και ενέργειας του Θεού και μεταξύ άκτιστου και κτιστού. Αυτές οι δύο θεολογικές διακρίσεις έχουν μεγάλη σπουδαιότητα ως προς το θέμα της δημιουργίας της κτίσεως. Η διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, δηλώνει ότι τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, έχουν ενότητα μεταξύ τους κατ’ ουσία, ενώ η κτίση ολόκληρη μετέχει ποικιλοτρόπως στην ενέργεια του Θεού.

Συνέπεια αυτής της διδασκαλίας είναι ότι ο Θεός δεν είναι κατ’ ουσία δημιουργός, αλλά κατ’ ενέργεια και κατά βούληση. Αυτό σημαίνει ότι «ο Θεός θα μπορούσε να μην είχε δημιουργήσει τον κόσμο, διότι ο κόσμος δεν προσθέτει τίποτε στον Θεό και γι’ αυτό ο Θεός είναι ελεύθερος, δεν ενεργεί αναγκαστικά».

 

Επομένως, τόσο η ουσία, όσο και η ενέργεια του Θεού είναι άκτιστες και διαφέρουν από την ουσία και ενέργεια των κτισμάτων, που είναι κτιστές. Και τις δύο αυτές πραγματικότητες (ουσία ενέργεια, άκτιστο κτιστό), στην σχέση του Θεού με τον κόσμο, οι θεόπτες γνωρίζουν εμπειρικώς και όχι φιλοσοφικώς και στοχαστικώς. Κατά την διάρκεια της εμπειρίας τους, όπως προαναφέρθηκε, οι θεόπτες γνώρισαν ότι μετέχουν της ενεργείας του Θεού και όχι της ουσίας Του, οπότε και κήρυτταν ότι ο Θεός είναι κατ’ ενέργεια και βούληση δημιουργός, και είναι προνοητής του κόσμου και επικοινωνεί με τον κόσμο με τις άκτιστες ενέργειές Του.

Επίσης, οι θεόπτες γνώρισαν εκ πείρας ότι «όλα τα κτιστά όντα προέρχονται εκ του μη όντος».

 

«Το κτιστό προέρχεται από το μη ον, ενώ το άκτιστο δεν είναι κτίσμα και πάντοτε υπήρχε και πάντοτε θα υπάρχει».

 

Ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε κατά αντιγραφή των αρχετύπων ιδεών που υπήρχαν στον Θεό, όπως θεωρούσε η πλατωνική διδασκαλία, αλλά δημιουργήθηκε από τον Θεό, άνευ κτιστών μέσων. Και αυτό είναι θέμα θεοπτικής εμπειρίας των Αγίων.

 

«Από την εμπειρία της θέωσης ή θέας του Θεού, οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι Άγιοι γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε ομοιότητα μεταξύ του άκτιστου και του κτιστού. Αυτό σημαίνει ότι τα κτιστά όντα δεν είναι αντίγραφα των άκτιστων αρχετύπων και τύπων. Η κτίση είναι μοναδική, ως δημιουργία καθ’ εαυτή, όπως και το άκτιστο είναι μοναδικό καθ’ εαυτό. Αυτό σημαίνει ότι, αν οι καθολικές έννοιες υπάρχουν, δεν ανήκουν εν πάση περιπτώσει στην άκτιστη διάσταση της ύπαρξης».

 

Έτσι, ο Θεός δημιούργησε ολόκληρη την κτίση «κατά βούλησιν», δηλαδή με την θέλησή Του. Τίποτε δεν γίνεται στον (και από τον) Θεό αναγκαστικά, που να αναιρεί την ελευθερία Του. Στον Θεό δεν ισχύει η αριστοτελική αρχή της «εντελέχειας», η οποία συνίσταται στην πορεία από το «δυνάμει» στο «ενεργεία», σύμφωνα με την οποία ο Θεός είχε ανάγκη να δημιουργήσει τον κόσμο, για να τελειοποιηθεί το μεταβλητό, μεταβαίνοντας από το «δυνάμει» στο «ενεργεία». Σύμφωνα με την λανθασμένη αυτή αντίληψη, ο Θεός «ήταν ατελής, διότι για να γίνει τέλειος δημιουργεί τον κόσμο, επειδή χρειαζόταν τον κόσμο για να τελειοποιηθεί».

Έπειτα, ο κόσμος δημιουργήθηκε από τον Θεό «εκ μη υπαρχούσης ύλης», δηλαδή «εκ του μη όντος». Με αυτήν την διδασκαλία ανατρέπεται η πλατωνική αντίληψη ότι ο κόσμος είναι αντιγραφή των ιδεών.

 

«Όλα τα κτίσματα είναι εκ του μηδενός».

 

Αυτό το «εκ του μηδενός», που συναντάμε στα κείμενα του Αγίου Μαξίμου του ομολογητού, αποδίδεται με την φράση «εκ τού μη όντος». Επειδή όμως από την σύγχρονη υπαρξιστική φιλοσοφία το «μηδέν» θεωρείται ως οντολογική αρχή, γι’ αυτό το «εκ του μηδενός» ερμηνεύεται καλύτερα και εννοείται μέσα από την φράση «εκ του μη όντος». Και αυτό λέγεται για να διακριθεί η δημιουργία του κόσμου από την γέννηση του Λόγου και την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός.

 

«Τα άκτιστα πάντα υπάρχουν και δεν έχουν αρχή και τέλος κλπ. Και όλα τα κτίσματα είναι κατά βούλησιν Θεού εκ του μηδενός. Κανένα κτίσμα δεν είναι από τον Θεό. Εκ του Θεού είναι μόνον ο Υιός, το Πνεύμα, οι ενέργειες κ.ο.κ. Παν εκ του Θεού είναι άκτιστο. Τα κτίσματα είναι εκ του μηδενός. Αυτό το κατηγόρημα της πατερικής σκέψεως έχει μεγάλη σημασία».

 

Η συζήτηση για το ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε «εκ του μη όντος», έχει σχέση και με την αντιμετώπιση της αρειανικής αιρέσεως, αφού ο Άρειος υποστήριζε ότι ο Λόγος είναι το πρώτο κτίσμα, το πρώτο δημιούργημα του Θεού. Τότε, έπρεπε να απαντηθεί το ερώτημα, ποια είναι η διαφορά μεταξύ της γεννήσεως του Λόγου από τον Πατέρα και της δημιουργίας του κόσμου από τον Θεό.

 

«Το θέμα για τον Αθανάσιο τι ήταν; Ο Υιός εκ τίνος είναι; Είναι εκ του Πατρός, εκ της ουσίας του Πατρός, εκ της υποστάσεως του Πατρός η εκ του μη όντος; Το ένα κριτήριο της Ορθοδοξίας.

Μετά, αν είναι ο Υιός από το μη αν, αυτό είναι η αίρεση του Αρείου. Αν είναι εκ του Πατρός, δεν είναι κτίσμα, διότι τα κτίσματα είναι μόνο εκ του μη όντος. Ό,τι δεν είναι εκ του μη όντος, είναι άκτιστο. Δεν μπορεί να είναι κτίσμα αυτό το οποίο δεν είναι εκ του μη όντος. Διότι ο Θεός τα πάντα εποίησε εκ του μη όντος. Τα δημιουργήματα είναι από το μη αν και ό,τι είναι από τον Θεό είναι άκτιστο».

 

Αυτή είναι μια γενική διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας.

 

«Για τους Πατέρες, ό,τι είναι εκ του μηδενός είναι κτίσμα και όλα τα άκτιστα είναι εκ του Πατρός. Γι’ αυτό ο Λόγος είναι εκ του Πατρός άκτιστος, το Πνεύμα είναι εκ του Πατρός άκτιστο, ενώ ό,τι είναι εκ του μηδενός είναι κτίσματα».

Επομένως, αυτή η διδασκαλία των Αγίων Πατέρων δεν είναι θεωρητική στοχαστική φιλοσοφική, άλλα καθαρά εμπειρική. Τα δόγματα αυτά «περί της δημιουργίας του κόσμου εκ του μηδενός, περί κτιστού, άκτιστου» οι Άγιοι Πατέρες τα γνωρίζουν από την εμπειρία τους, γιατί, όταν έφθαναν στην αποκάλυψη, έβλεπαν την διαφορά μεταξύ Λόγου και κτίσεως, μεταξύ άκτιστου δόξης και ενεργείας των κτισμάτων. Αυτήν την εμπειρία την είχαν και πριν καταγραφή αυτή η διδασκαλία στην Αγία Γραφή, αφού «οι Πατριάρχες υπήρχαν πριν από τα γραπτά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης».

«Τα περί δημιουργίας του κόσμου ξέρει οποίος έχει φθάσει στην θέωση, διότι τότε βλέπει τα εκ του Πατρός και τα εκ μη όντος. Δηλαδή, βλέπει τα πρόσωπα του Λόγου και του Αγίου Πνεύματος, που προέρχονται από τον Πατέρα, δια της γεννήσεως και της εκπορεύσεως, και βλέπει εκείνα που είναι από το μη ον, αλλά εξαρτώνται από την βούληση του Θεού. Ό,τι προέρχεται και υπάρχει από τον Πατέρα και όχι από το μη αν, είναι άκτιστο, ενώ ό,τι προέρχεται από το μη αν είναι κτιστό».

Share Button