Πηγή: Από το βιβλίο “Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία” του Σεβ. Ι. Βλάχου. Κεφάλαιο Γ’
Η λέξη ψυχή «είναι από τις πιο δύσκολες και στη Βίβλο και στη χριστιανική γραμματεία»[1]. Η ψυχή είναι πολυσήμαντη μέσα στην Αγία Γραφή και την πατερική γραμματεία. Φανερώνει πολλά πράγματα. Όπως σημειώνει ο καθηγητής Χρηστός Γιανναράς, «οι Εβδομήκοντα μεταφραστές της Π.Δ. μετέφεραν στα ελληνικά με την λέξη ψυχή το εβραϊκό nephesch που είναι ένας πολυσήμαντος όρος. Ψυχή ονομάζεται κάθε τι έμβιο, κάθε ζώο, συνηθέστατα όμως μέσα στην Γραφή πρόκειται για τον άνθρωπο. Δηλώνει τον τρόπο με τον οποίο η ζωή εκδηλώνεται στον άνθρωπο. Δεν αναφέρεται σε ένα μόνο τμήμα της ανθρώπινης ύπαρξης – το πνευματικό, σε αντίθεση προς το υλικό – αλλά σημαίνει τον ολόκληρο άνθρωπο, ως ενιαία ζωντανή υπόσταση. Η ψυχή δεν κατοικεί απλώς στο σώμα, αλλά εκφράζεται με το σώμα, που κι αυτό, όπως και η σάρκα ή η καρδία αντιστοιχεί στο εγώ μας, στον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιούμε την ζωή. Ψυχή είναι ένας άνθρωπος, είναι κάποιος…»[2]. Η ψυχή δεν είναι η αιτία της ζωής, αλλά είναι κυρίως ο φορέας της ζωής[3].
Ψυχή είναι η ζωή που υπάρχει σε κάθε κτίσμα, όπως στα φυτά και τα ζώα, ψυχή είναι και η ζωή που υπάρχει μέσα στον άνθρωπο, είναι και ο κάθε άνθρωπος που έχει ζωή, ψυχή είναι και η ζωή που εκφράζεται μέσα από το πνευματικό στοιχείο της υπάρξεώς μας, είναι αυτό το πνευματικό στοιχείο της υπάρξεώς μας. Επειδή είναι πολυσήμαντος ο όρος ψυχή, γι’ αυτό και σε πολλά σημεία δεν είναι ξεκαθαρισμένα τα πράγματα.
Στα επόμενα θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μερικές προεκτάσεις του όρου ψυχή από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης και τα κείμενα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας.
Η ψυχή ως ζωή χρησιμοποιείται από τον Κύριο και τους αγίους Αποστόλους. Ο άγγελος Κυρίου είπε στον Ιωσήφ, τον μνήστορα της Υπεραγίας Θεοτόκου: «εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και πορεύου εις γην Ισραήλ∙ τεθνήκασι γαρ οι ζητούντες την ψυχήν του παιδίου» (Ματθ. β’, 20). Ο Κύριος, περιγράφοντας τον Εαυτό Του ως καλόν ποιμένα, λέγει: «εγώ ειμί ο ποιμήν ο καλός, ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων…» (Ιω. ι’, 11). Επίσης, ο Απόστολος Παύλος γράφοντας για την Πρίσκιλλα και τον Ακύλα λέγει: «οίτινες υπέρ της ψυχής μου τον εαυτόν τράχηλον υπέθηκαν» (Ρωμ. Ιστ’, 4). Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις ο όρος ψυχή σημαίνει την ζωή.
Η ψυχή χρησιμοποιείται ακόμη, όπως προαναφέραμε, για την δήλωση του πνευματικού στοιχείου της υπάρξεώς μας. Θα αναφέρουμε μερικά αγιογραφικά χωρία για να υποστηρίξουμε αυτήν την άποψη. Ο Κύριος είπε στους Μαθητές Του: «μη φοβηθήτε από των αποκτενόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι∙ φοβηθήτε δε μάλλον τον δυνάμενον και ψυχήν και σώμα απολέσαι εν γεένη» (Ματθ. ι’, 28). Οι άνθρωποι δεν μπορούν να φονεύουν την ψυχή, ενώ ο διάβολος μπορεί να το κάνη, με την έννοια ότι η ψυχή, εάν δεν έχη το Πνεύμα το Άγιο, είναι νεκρά. Ο διάβολος είναι νεκρό πνεύμα, γιατί δεν μετέχει του Θεού και μεταδίδει την νέκρωση και σ’ αυτούς που συνδέονται μαζί του. Είναι ζωντανή οντότης, αλλά δεν υπάρχει κατά Θεόν. Ο Κύριος στην παραβολή του άφρονος πλουσίου παρουσιάζει τον Θεό να λέγη στον άφρονα πλούσιο: «άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου∙ α δε ητοίμασας τίνι έσται;» (Λουκ. ιβ’, 20).
Η διαφορά μεταξύ της ψυχής, ως του πνευματικού στοιχείου της υπάρξεως του ανθρώπου, που είναι φύσει θνητή αλλά Χάριτι αθάνατη, και της ζωής φαίνεται και από μια άλλη διδασκαλία του Χριστού: «ος γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν∙ ος δ’ αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ευρήσει αυτήν» (Ματθ. ιστ’, 25). Στην μία περίπτωση με τον όρο ψυχή εννοεί ο Κύριος το πνευματικό στοιχείο της υπάρξεώς μας και στην άλλη περίπτωση εννοεί την ζωή. Ο Απόστολος Παύλος εύχεται στους Θεσσαλονικείς: «Αυτός δε ο Θεός της ειρήνης αγιάσαι υμάς ολοτελείς, και ολόκληρον υμών το πνεύμα και η ψυχή και το σώμα αμέμπτως εν τη παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού τηρηθείη» (Α’ Θεσ. Ε’, 23). Δεν πρόκειται εδώ για το λεγόμενο τρισύνθετο του ανθρώπου, αλλά με τον όρο πνεύμα εννοεί την Χάρη του Θεού που δέχεται η ψυχή, το χάρισμα. Πάντως εκείνο που θέλουμε εδώ να εντοπίσουμε είναι ότι υπάρχει διάκριση μεταξύ ψυχής και σώματος. Και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει στην Αποκάλυψή του: «…είδον υποκάτω του θυσιαστηρίου τας ψυχάς των εσφαγμένων δια τον λόγον του Θεού και δια την μαρτυρίαν του αρνίου» (Αποκ. στ’, 9). Το σώμα εσφάγη, αλλά η ψυχή βρίσκεται πλησίον του Θεού και μάλιστα συνομιλεί με τον Θεό, όπως αναφέρει στην συνέχεια ο Ευαγγελιστής.
Ακόμη η λέξη ψυχή χρησιμοποιείται για να δηλώση τον όλο άνθρωπο. Ο Απόστολος Παύλος συνιστά: «Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω…» (Ρωμ. ιγ’, 1).
Με αυτήν την μικρή ανάλυση πιστεύω γίνεται φανερό ότι πολυσήμαντος είναι ο όρος ψυχή μέσα στην Αγία Γραφή. Με αυτόν τον όρο εννοείται και ολόκληρος ο άνθρωπος και το πνευματικό στοιχείο της υπάρξεώς του και η ζωή που υπάρχει στον άνθρωπο, στα φυτά και στα ζώα, σ’ όλα εκείνα που μετέχουν της ζωοποιού ενεργείας του Θεού. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μιλώντας για το άκτιστο Φως, το οποίο εγγίνεται στην θεοφόρο ψυχή «υπό του ενοικούντος Θεού», λέγει ότι αυτό είναι η ενέργεια του Θεού και όχι η ουσία του Θεού και όπως λέγεται Φως η ουσία, έτσι λέγεται Φως και η ενέργεια. Το ίδιο γίνεται και με την ψυχή. Ψυχή λέγεται και η πνευματική και η βιολογική (ζωή), αλλά γνωρίζουμε καλά ότι άλλο η πνευματική και άλλο η βιολογική (ζωή): «ώσπερ υπό της ψυχής η ζωή εγγίνεται τω εμψύχω σώματι, λέγομεν δε και την ζωήν αυτήν ψυχήν, αλλ’ ίσμεν άλλο τι παρά ταύτην ούσαν την εν ημίν ούσαν και παρεκτικήν ζωής ψυχήν, ούτω και τη θεοφόρω ψυχή υπό του ενοικούντος Θεού εγγίνεται το φως»[4].
Εντοπίσαμε αυτό το χωρίο του αγίου για να φανεί ότι οι Πατέρες γνωρίζουν καλά ότι ο όρος ψυχή αποδίδεται και στο πνευματικό στοιχείο της υπάρξεώς μας, αλλά και σ’ αυτήν την ίδια την ζωή και ακόμη ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ της πρώτης και της δευτέρας. Αυτό θα το δούμε καλύτερα πιο κάτω, όταν θα εξετάσουμε την διαφορά μεταξύ της ψυχής των ζώων και του ανθρώπου.
Προσπαθώντας να δώσουμε έναν ορισμό της ψυχής με την πνευματική της έννοια, ως του πνευματικού στοιχείου της υπάρξεώς μας, αναφερόμαστε στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, ο οποίος λέγει ότι η ψυχή είναι ζώσα, απλή, ασώματη, αόρατη στους σωματικούς οφθαλμούς, λογική και νοερά, ασχημάτιστη, ενώ χρησιμοποιεί ως όργανο το σώμα και του δίδει ζωή, αυτεξούσια, θελητική και ενεργητική, τρεπτή δηλαδή εθελότρεπτη, κτιστή: «Ψυχή τοίνυν εστίν ουσία ζώσα, απλή, ασώματος, σωματικοίς οφθαλμοίς κατ’ οικείαν φύσιν αόρατος, λογική τε και νοερά, ασχημάτιστος, οργανικώ κεχρημένη σώματι και τούτω ζωής αυξήσεώς τε και αισθήσεως και γεννήσεως παρεκτική… αυτεξούσιος, θελητική τε και ενεργητική, τρεπτή ήτοι εθελότρεπτος, ότι και κτιστή, πάντα ταύτα κατά φύσιν εκ της του δημιουργήσαντος αυτήν χάριτος ειληφυία, εξ ης και το είναι και το φύσει ούτως είναι είληφεν»[5].
Η ψυχή είναι απλή και αγαθή «υπό του Δεσπότου αυτής κτισθείσα»[6].
Τον ίδιο σχεδόν ορισμό με τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό δίδει και ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, ο οποίος βεβαίως προηγήθηκε του πρώτου: «ψυχή εστιν ουσία γεννητή, ουσία ζώσα, νοερά, σώματι οργανικώ και αισθητικώ δύναμιν ζωτικήν και των αισθητών αντιληπτικήν δι’ εαυτής ενιούσα, έως αν η δεκτική τούτων συνέστηκε φύσις»[7].
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ερμηνεύοντας το του Αποστόλου Παύλου «εγένετο ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ εις ψυχήν ζώσαν» (Α’ Κορ. ιε’, 45), λέγει ότι ψυχή ζώσα σημαίνει «αείζωον, αθάνατον, ταυτόν δ’ ειπείν λογικήν∙ η γαρ αθάνατος λογική∙ και ου τούτο μόνον, αλλά και κεχαριτωμένην θείως. Τοιαύτην γαρ η όντως ζώσα ψυχήν»[8].
Λέγεται ότι η ψυχή είναι αθάνατη. Γνωρίζουμε καλά ότι αυτή η έννοια της αθανασίας της ψυχής δεν είναι χριστιανικής προελεύσεως, αλλά οι Χριστιανοί την δέχθηκαν με μερικούς όρους και μερικές απαραίτητες προϋποθέσεις. Ο καθηγητής Ιωάννης Ζηζιούλας γράφει χαρακτηριστικά: «Η ιδέα της αθανασίας της ψυχής, αν και δεν είναι χριστιανικής προελεύσεως, πέρασε μέσα στην παράδοση της Εκκλησίας μας, διαποτίζοντας και αυτήν την υμνογραφία μας. Κανείς δεν μπορεί να την αρνηθεί, χωρίς να βρεθεί έξω από το κλίμα της ίδιας της λατρείας της Εκκλησίας… Η Εκκλησία δεν δέχθηκε την πλατωνική αυτή ιδέα χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Οι προϋποθέσεις αυτές περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τρία βασικά πράγματα. Το ένα είναι ότι οι ψυχές δεν είναι αιώνιες, αλλά κτιστές. Το άλλο ότι η ψυχή επ’ ουδενί λόγω πρέπει να ταυτισθεί με τον άνθρωπο (η ψυχή του ανθρώπου δεν είναι ο άνθρωπος). Άλλο ψυχή και άλλο άνθρωπος, ο οποίος είναι ψυχοσωματική οντότητα). Και το τρίτο (το σπουδαιότατο) είναι ότι η αθανασία του ανθρώπου δεν στηρίζεται στην αθανασία της ψυχής, αλλά στην Ανάσταση του Χριστού και στην μελλοντική ανάσταση των σωμάτων»[9].
Τονίσαμε προηγουμένως ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι αθάνατη κατά Χάριν και όχι κατά φύσιν και ακόμη πρέπει να υπογραμμισθή ότι στην Ορθόδοξη Πατερική Παράδοση αθανασία του ανθρώπου δεν είναι η ζωή της ψυχής πέραν του τάφου, αλλά η υπέρβαση του θανάτου με την Χάρη του Χριστού. Η ζωή εν Χριστώ είναι εκείνο που κάνει τον άνθρωπο αθάνατο, γιατί χωρίς την εν Χριστώ ζωή υπάρχει νέκρωση, αφού η Χάρη του Θεού δίδει ζωή στην ψυχή.
Αφού δώσαμε μερικά στοιχεία συνιστώντα τον ορισμό της ψυχής πρέπει να προχωρήσουμε λίγο στο θέμα της δημιουργίας της ψυχής. Η ψυχή είναι κτιστή, αφού δημιουργήθηκε από τον Θεό. Βασική πηγή μας είναι η αποκάλυψη που δόθηκε στον Μωϋσή: «και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χουν από της γης, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γεν. Β’, 7). Αυτό το χωρίο μας περιγράφει την δημιουργία της ψυχής του ανθρώπου. Ερμηνεύοντας το ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι είναι απαραίτητο να δη κανείς τα λεγόμενα με τους οφθαλμούς της πίστεως, και ότι λέγονται «μετά πολλής της συγκαταβάσεως και δια την ασθένειαν την ημετέραν». Το «έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον και ενεφύσησεν» είναι «ανάξιον Θεού∙ αλλά δι’ ημάς και το ασθενές το ημέτερον ούτω ταύτα διηγείται η θεία Γραφή, ημίν συγκαταβαίνουσα, ίνα ταύτης αξιωθέντες της συγκαταβάσεως, ανελθείν προς το ύψος εκείνο ισχύσωμεν»[10]. Ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός έπλασε το σώμα του ανθρώπου και το έκανε εις ψυχήν ζώσαν, που περιγράφει η θεία Γραφή, είναι συγκαταβατικός. Περιγράφεται έτσι για την δική μας ασθένεια.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει ότι όσα λέγονται περί του Θεού ανθρωποπαθώς «συμβολικώς εστι λελεγμένα», έχουν δε υψηλότερο νόημα, αφού «απλούν το θείον και ασχημάτιστον». Και επειδή η Γραφή λέγει ότι ενεφύσησεν ο Θεός στο πρόσωπο του ανθρώπου, ας δούμε την ερμηνεία περί του στόματος του Θεού, που κάνει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Στόμα δε και λαλιάν το ενδεικτικόν της βουλήσεως αυτού εκ του παρ’ ημίν δια στόματος και λαλιάς σημαίνεσθαι τα εγκάρδια νοήματα»[11]. Βέβαια άλλο είναι το στόμα και άλλο το εμφύσημα, αλλά το αναφέρω σαν ενδεικτικό, αφού υπάρχει μια σχέση και συνάφεια. Γενικά, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, όλα όσα σωματικώς έχουν διατυπωθή για τον Θεό, εκτός από αυτά που έχουν λεχθεί για την σωματική επιδημία του Λόγου, «κεκρυμμένην έχει τινά έννοιαν εκ των καθ’ ημάς τα υπέρ ημάς εκδιδάσκουσαν»[12].
Επομένως η ψυχή, όπως και το σώμα, είναι κτίσμα Θεού[13].
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας το εμφύσημα αυτού του Θεού, λέγει ότι είναι «ου μόνον ανοίας αλλά και ατοπίας μεστός ο λόγος» ότι το εμφύσημα στον Αδάμ ήταν η ψυχή και ότι μεταδόθηκε η ψυχή στο σώμα από την ουσία του Θεού. Αν αυτό ήταν αληθινό τότε δεν θα ήταν σε άλλον σοφή και σε άλλον μωρά και ασύνετη, ούτε στον έναν θα ήταν ψυχή δικαία και στον άλλον ψυχή άδικη. Η ουσία του Θεού «ου μερίζεται ουδέ αλλοιούται, αλλ’ εστιν αναλλοίωτος». Το εμφύσημα λοιπόν του Θεού ήταν η «του αγίου Πνεύματος ενέργεια». Όπως ο Χριστός είπε «λάβετε Πνεύμα άγιον», έτσι και το θείο εμφύσημα «ανθρωπίνως ακουόμενον, Πνεύμά εστι το προσκυνητόν και άγιον». Κατά τον άγιον, δεν είναι ψυχή ένα κομμάτι του Θεού, αλλά η ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος, που έκτισε και δημιούργησε ψυχή, χωρίς να γίνει αυτό ψυχή. «Τούτο το Πνεύμα προελθόν, ουκ αυτό γέγονε ψυχή, αλλά ψυχήν έκτισεν∙ ουκ αυτό εις ψυχήν μετεβλήθη, αλλά ψυχήν εδημιούργησε∙ δημιουργόν γαρ το Πνεύμα το Άγιον, κοινωνεί τη δημιουργία του σώματος και τη δημιουργία της ψυχής. Πατήρ γαρ και Υιός και Πνεύμα Άγιον τη θεία δυνάμει δημιουργεί το πλάσμα»[14].
Ένα άλλο σημαντικό σημείο, που τονίζουν οι άγιοι Πατέρες, είναι ότι δεν έχουμε ύπαρξη του σώματος άνευ ψυχής ούτε και ύπαρξη ψυχής άνευ του σώματος. Αμέσως μόλις δημιουργεί το σώμα ο Θεός, κτίζει και την ψυχή. Ο άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης γράφει: «Ούτε γαρ σώμα προ της ψυχής υφίστατο, ούτε ψυχή προ του σώματος»[15]. Ο δε άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός επιγραμματικά τονίζει, αντικρούοντας την άποψη του Ωριγένη, ότι «άμα δε το σώμα και η ψυχή πέπλασται, ου το μεν πρώτον, το δε ύστερον»[16]. Η ψυχή και το σώμα δημιουργούνται ταυτόχρονα.
Η ψυχή δεν υφίσταται προ της δημιουργίας του σώματος, αλλά κτίζεται μαζί με αυτό: «Την ψυχήν ούτε γαρ προϋφίσταται του σώματος∙ ούτε μεθυφίσταται∙ αλλ’ άμα τη τούτου γενέσει κτίζεται και αυτή»[17].