Πηγή: “Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη” Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου.
Μετά την κάθαρση της καρδιάς και τον φωτισμό του νου ακολουθεί η θέωση του ανθρώπου, που είναι το τρίτο στάδιο στην πορεία του προς την τελείωση.
Η θέωση συνδέεται με την θεωρία, ήτοι την θέα της δόξης του Θεού. Επομένως, όταν κάνουμε λόγο για θέωση, εννοούμε την θέα-θεωρία τής ακτίστου ενεργείας του Θεού, που θεάται ως δόξα, ως Φως. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να προηγηθεί η κάθαρση, ήτοι η αποβολή όλων των λογισμών από την καρδιά και η μεταμόρφωση του παθητικού μέρους της ψυχής (επιθυμία-θυμός), αλλά και ο φωτισμός του νου, ήτοι η νοερά προσευχή.
Κατ’ αρχάς πρέπει να τονισθεί ότι η θέωση είναι μια εμπειρία και δεν είναι στοχασμός ή φιλοσοφία.
«Η θέωση είναι εμπειρική κατάσταση, καμία σχέση δεν έχει με την μεταφυσική».
Ο άνθρωπος δεν έχει από μόνος του την ικανότητα να φθάσει σε αυτήν την κατάσταση, αλλά ενδυναμώνεται από τον Θεό και γι’ αυτό η θέωση είναι δώρο του Θεού στον άνθρωπο που αγωνίσθηκε να τηρήσει τις εντολές Του. Ο ψαλμωδός γράφει: «εν τω φωτί σου οψόμεθα φως» (Ψαλμ. λε: 10).
«Ο άνθρωπος δεν έχει καμία ικανότητα να γνωρίσει τον Θεό, δηλαδή, αυτό αποκλείεται, δεν μπορεί να γίνει αυτό το πράγμα, μόνον ο άνθρωπος ο οποίος βρίσκεται μέσα στο άκτιστο Φως βλέπει το άκτιστο Φως. Πρέπει, δηλαδή, κανείς να είναι εν Θεώ για να δει τον Θεό. Δια του Θεού ο άνθρωπος βλέπει τον Θεό».
Αυτή η δυνατότητα να δει κανείς τον Θεό, στην πατερική παράδοση λέγεται «Άκτιστον αυτοπτικόν όμμα». Υπάρχουν πολλές λέξεις που δηλώνουν τι είναι η θέωση. Ο θεούμενος, στην πνευματική αυτή κατάσταση, βλέπει το άκτιστο Φως του Θεού, μετέχει του Φωτός, και αυτό λέγεται δοξασμός. Τότε ο άνθρωπος μετέχει στην δόξα του Θεού. Η θέωση είναι μετοχή στην δόξα του Θεού, στο άκτιστο Φως, γι’ αυτό και λέγεται ένωση του ανθρώπου με τον Θεό.
«Ένωση σημαίνει εδώ θέωση, θεοπτία».
Όταν ο άνθρωπος μετέχει του Φωτός, της δόξης του Θεού, τότε αποκτά την ένωση με τον Θεό και αυτό προσφέρει γνώση, υπέρ την ανθρώπινη γνώση.
«Η ίδια η ένωση, αυτό λέγεται στην παράδοση ο δοξασμός του ανθρώπου, η θέωση του ανθρώπου κ,ο.κ. Ο άνθρωπος γίνεται κατά χάριν Θεός, δηλαδή, κατά την θεοπτία, εάν φθάσει ποτέ σε αυτό το σημείο».
«Αυτό λέγεται “δοξασμός”. Όταν ο άνθρωπος δοξάζεται, σημαίνει ότι βλέπει την δόξα μέσα στην οποία βρίσκεται. Τώρα, αυτή η εμπειρία του δοξασμού γεμίζει τις σελίδες της Παλαιάς Διαθήκης και της Καινής Διαθήκης. Μερικές φορές κάποιος έξυπνος καθηγητής εδώ στην Αθήνα μου έλεγε: “πού βρίσκεις θέωση στην Παλαιά Διαθήκη; Δεν υπάρχει πουθενά· η λέξη θέωση δεν υπάρχει”. Δεν υπάρχει θέωση, υπάρχει όμως δοξασμός. “Εδοξάσθη”, λέγει ο Απόστολος Παύλος. Όταν δοξασθεί κανείς, πρέπει να συγχαίρουμε, λέει, με εκείνον που δοξάζεται (Α Κορινθίους ιβ: 26). Ποιος είναι αυτός που δοξάζεται;».
Είναι αυτός που θεούται, γιατί τότε ο άνθρωπος άγιάζεται από την Χάρη του Θεού.
«Αγιασμός του ανθρώπου σημαίνει θέωση, μέθεξη στην δόξα». Επίσης, η θέωση χαρακτηρίζεται και θεοπτία ή θέα του Θεού.
«Για τους Πατέρες της Εκκλησίας η θέωση είναι θεοπτία, τίποτε άλλο. Όταν λένε οι Πατέρες θέωση ή δοξασμός είναι η θεοπτία, δηλαδή η δράση της δόξας του Θεού. Όταν κανείς βλέπει την δόξα του Θεού, αυτό σημαίνει θέωση. Λοιπόν, εφ’ όσον οι Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη βλέπουν την δόξα του Χριστού, αυτό σημαίνει ότι φθάνουν στην θέωση. Και εφ’ όσον υπάρχει και στην Παλαιά Διαθήκη θέωση, υπάρχει και στην Καινή Διαθήκη θέωση».
«Θεοπτία είναι η θέωση, η θεωρία. Θέωση είναι η θεοπτία. Γιατί ο άνθρωπος χωρίς να φθάσει στην θεοπτία, στην θέωση, δεν μπορεί να δει τον Θεό. Δια του Θεού βλέπει τον Θεό».
«Η πιο σίγουρη γνώση περί Θεού είναι η θέωση. Δηλαδή, η θέωση υπερβαίνει την νόηση, γι’ αυτό λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: “Θεόν νοήσαι αδύνατον”. Και εκείνος που φθάνει στην θέωση πάλι δεν νοεί τον Θεό, γι’ αυτό δεν λέει “Θεόν νοήσαι αδύνατον” στους άπιστους, στους μη φιλοσόφους μόνον. “Θεόν νοήσαι αδύνατον” για όλους τους ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων και των θεουμένων.
Γι’ αυτό και εκείνος που φθάνει στην θέωση δεν νοεί τον Θεό και νοεί ότι δεν νοεί. Γι’ αυτό και γνωρίζει αγνώστως, νοεί ανοήτως, ακούει ανηκούστως, βλέπει αοράτως κλπ. Όλη αυτή η ορολογία η πατερική, όταν μιλάνε για θέωση δηλαδή, είναι η ορολογία που βασίζεται στην πραγματικότητα».