Πηγή: “Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη” Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου.
Ο Χριστός μετά την Βάπτισή Του στον Ιορδάνη ποταμό άρχισε επισήμως το έργο Του. Στην πραγματικότητα, ο Χριστός φανέρωσε την θεότητά Του, τις άκτιστες ενέργειες Του, δια της ανθρώπινης φύσεώς Του. Δηλαδή, μετά την ενανθρώπιση του Χριστού, η αποκάλυψη συνδέεται με τον Θεάνθρωπο Χριστό.
Οι Απόστολοι έβλεπαν την ενέργεια τής ακτίστου φύσεως στον Χριστό με τα θαύματά Του, την διδασκαλία Του. Αργότερα δε τρεις από αυτούς είδαν το Φως της θεότητός Του στο Θαβώρ. Το Σώμα του Χριστού είναι πηγή τών ακτίστων ενεργειών του Θεού.
«Πρέπει να τονισθεί ότι και στην επίγεια ζωή του Χριστού, ο Χριστός δεν απεκάλυψε την ανθρώπινη φύση Του, διότι την βλέπαμε την ανθρώπινη φύση. Εκείνο που χρειαζόταν αποκάλυψη ήταν η άκτιστη φύση του Χριστού, οπότε βλέποντας τον Χριστό, ξέρανε όλοι ότι ήταν άνθρωπος. Εκείνο που χρειαζότανε αποκάλυψη είναι η άκτιστη φύση του Χριστού, ότι είναι της ιδίας ουσίας με τον Πατέρα και με το Πνεύμα το Άγιον και ότι είναι των ιδίων ενεργειών και ότι είναι ο ίδιος κατά την υπόσταση άκτιστος και κατά την ουσία άκτιστος και κατά την ενέργεια άκτιστος.
Αυτή η αποκάλυψη των ενεργειών του Χριστού γίνεται κατά δύο τρόπους. Ο ένας τρόπος είναι με τα θαύματα. Δηλαδή, κάνει θαύματα και από τα θαύματα φαίνεται σαφώς ότι ο ίδιος είναι πηγή όχι μόνο κτιστών ενεργειών, αλλά και ακτίστων τοιούτων, εφ’ όσον ο ίδιος ποιεί θαύματα τα οποία μόνον η άκτιστη ενέργεια μπορεί να επιτελέσει. Δηλαδή, το αποτέλεσμα είναι ακτίστων ενεργειών, δεν είναι κτιστών ενεργειών. Θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι ο Χριστός είναι το μέσο ή το όργανο, δια του οποίου αποκαλύπτεται το άκτιστο, χωρίς ο ίδιος να είναι πηγή τών ακτίστων ενεργειών. Μπορεί, δηλαδή, να θεωρηθεί, ότι ο Θεός ενεργεί δια του Χριστού ως ανθρώπου και ο Χριστός φαίνεται ότι κάνει θαύματα, άλλα είναι ο ίδιος ο Θεός, που κάνει τα θαύματα μέσω του Χριστού. Οπότε, θα μπορούσαμε με μια αρειανική Χριστολογία να έχουμε πάλι θαύματα, όπως έχουμε θαύματα και δια μέσου των Προφητών, δηλαδή κ.ο.κ.
Αλλά, η ουσία της Ορθοδόξου διδασκαλίας περί Χριστού είναι ότι ο ίδιος ο Χριστός, ο Λόγος του Θεού, και ο Χριστός, ως Λόγος του Θεού, δεν είναι απλώς ένα μέσον θαυμάτων, αλλά είναι η πηγή θαυματουργικών ενεργειών. Διότι ο ίδιος είναι ο Λόγος, ο οποίος ενσαρκώθηκε και υπάρχει η αντίδοση των ιδιωμάτων, οπότε και ως άνθρωπος ενεργεί ο Λόγος, αλλά ενεργεί και ως Θεός. Οπότε, ο Χριστός δεν είναι ένα μέσον τών ακτίστων ενεργειών, αλλά και πηγή ακτίστων ενεργειών κ.ο.κ. Αυτή η αποκάλυψη τής ακτίστου φύσεως του Χριστού γίνεται, κατά πρώτον λόγον, με θαύματα. Ποιεί θαύματα, τα οποία μόνον ο Θεός μπορεί να κάνει.
Ο άλλος τρόπος είναι η διδασκαλία Του. Διδάσκει πράγματα με αυθεντία και εξουσία του ίδιου του Θεού. Ο Ίδιος, δηλαδή, διδάσκει ως Θεός. Έχουμε τα θαύματα, έχουμε την διδασκαλία. Τα θαύματα είναι ορατά αποτελέσματα ακτίστων ενεργειών. Οπότε, ο άνθρωπος, βλέποντας τα έργα, μπορεί να πεισθεί σε αυτό που λέει ο Χριστός: “καν εμοί μη πιστεύητε, τοις έργοις πιστεύσατε” Ιω. ι, 38), δηλαδή στο ότι τα αποτελέσματα που επιφέρουν, είναι αποτελέσματα ακτίστων ενεργειών. Αυτό να πιστεύσετε, εφ’ όσον δεν πιστεύετε σ’ έμένα, επειδή με βλέπετε άνθρωπο, δηλαδή».
Εκτός από τα θαύματα και την διδασκαλία Του, υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες ο Χριστός φανέρωσε την δόξα της θεότητός Του ως Φως.
«Εάν δούμε προσεκτικά την Αγία Γραφή, θα δούμε ότι υπάρχουν τρία στάδια διδασκαλίας. Ο ίδιος ο Χριστός λέγει ότι “εκείνοις δε τοις έξω εν παραβολαίς τα πάντα γίνεται”. “Τοις έξω”. Αυτοί, που είναι απ’ έξω, τους διδάσκει με παραβολές. “Υμίν δέδοται γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού” (Μάρκος δ’, 11). Οπότε, οι εσωτερικοί, που είναι οι Απόστολοι, μαθαίνουν αυτοί κατ’ ευθείαν τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού, χωρίς παραβολές.
Οπότε, έχουμε διδασκαλία εν παραβολαίς, έχουμε διδασκαλία των μυστηρίων, ότι τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού είναι τα μυστήρια της Εκκλησίας, και μετά, εκτός από αυτό, έχουμε και ένα άλλο επίπεδο εκμαθήσεως της αληθείας, που είναι αυτό που λένε οι Πατέρες: η θέωση, ο δοξασμός ή αποκάλυψη της βασιλείας ή της δόξης του Θεού».
Μια πρώιμη μεταμόρφωση του Χριστού, δηλαδή φανέρωση της δόξης της θεότητος του Χριστού, έγινε στην περίπτωση των δύο μαθητών του Ιωάννου του Βαπτιστού. Διηγείται ο ευαγγελιστής Ιωάννης:
«Τη επαύριον πάλιν ειστήκει ο Ιωάννης και εκ των μαθητών αυτού δύο, και εμβλέψας τω Ιησού περιπατούντι λέγει: Ίδε ο αμνός του Θεού. Και ήκουσαν αυτού οι δυο μαθηταί λαλούντος, και ηκολούθησαν τω Ιησού. Στραφείς δε ο Ιησούς και θεασάμενος αυτούς ακολουθούντας λέγει αυτοίς: Τι ζητείτε; Οι δε είπον αυτώ: Ραββί, (ό λέγεται ερμηνευόμενον διδάσκαλε) πού μένεις; Λέγει αυτοίς: Έρχεσθε και ίδετε. Ήλθον ουν και είδον πού μένει, και παρ’ αυτώ έμειναν την ημέραν εκείνην. Ώρα ην ως δεκάτη» (Ιωάννης Α’, 35-40).
«Οι δύο μαθητές του Προδρόμου, όταν έγιναν Μαθητές του Χριστού, Τον ρώτησαν: “πού μένεις”; (Ιωάννης Α’, 39); Αυτό σημαίνει ότι παρεκάλεσαν τον Χριστό να δείξει το διαμέρισμά Του; Όχι. Αλλά να δείξει πού μένει. Σημαίνει ότι παρεκάλεσαν οι Απόστολοι τον Χριστό να αποκαλύψει την μονή Του, που είναι η άκτιστη δόξα του Θεού. Και επί μία ολόκληρη ημέρα συμμετείχαν αυτοί οι Απόστολοι στην εμπειρία της Θεώσεως. Οπότε, έχουμε δηλαδή την πρώτη εμπειρία της Θεώσεως, μετά τον Πρόδρομο. Όπως ο Πρόδρομος είχε την εμπειρία αυτή από τον Χριστό, έτσι και οι Μαθητές Του έχουν την εμπειρία».
Η μεγαλύτερη αποκάλυψη της δόξης τού Χριστού έγινε στο όρος Θαβώρ ενώπιον των τριών Μαθητών Του, Πέτρου, Ιωάννου και Ιακώβου. Εδώ φαίνεται ότι το Σώμα του Χριστού είναι η κτιστή σκηνή που κάλυπτε την θεότητα και έτσι ερμηνεύεται το χωρίο «και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιωάννης Α’, 14).
«Παίρνει ο Χριστός τους τρεις προκρίτους Αποστόλους και μεταμορφώνεται έμπροσθεν αυτών. Και αποκαλύπτει την βασιλεία Του και την δόξα Του στους τρεις Αποστόλους, παρουσία του Ηλία και του Μωυσή. Και μετά κάνει το λάθος εκείνο ο Πέτρος και λέει: “καλόν εστίν ημάς ώδε είναι· και ποιήσωμεν σκηνάς τρεις” (Μάρκος Θ’, 5). Δεν κατάλαβε, δηλαδή, τι σκηνή είχαν. Είχαν την ίδια την σκηνή πλέον, την κτιστή (την ανθρώπινη φύση), που αντικαθιστά την άλλη σκηνή, που έκανε ο Μωυσής. Λοιπόν, έχουμε εδώ πάλιν εμπειρία της Θεώσεως, διότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού είναι πηγή τής ακτίστου δόξης» .
Η εμφάνιση του Μωυσή και του Ηλία, κατά την Μεταμόρφωση του Χριστού στο Θαβώρ, δείχνει ότι Αυτός ο ίδιος ήταν που εμφανιζόταν ασάρκως στην Παλαιά Διαθήκη και αυτόν είδαν ο εκπρόσωπος του Νόμου (Μωυσής) και ο εκπρόσωπος των Προφητών (Ηλίας).
«Έχουμε την Μεταμόρφωση. Εκεί είναι η ουσία της Ορθοδόξου διδασκαλίας. Οι Απόστολοι είδαν τον Χριστό να αποκαλύπτει την άκτιστη θεότητα στους Αποστόλους, και να αποκαλύπτει ότι είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο οποίος είχε εμφανισθεί στον Μωυσέα και τον Ηλία, γι’ αυτό και είναι παρόντες. Αυτή είναι η αποκάλυψη. Αυτό είναι το δόγμα της Αγίας Τριάδος, ότι ο Χριστός είναι ο Γιαχβέ, ο Κύριος της δόξης, ο οποίος εμφανίζεται στην Παλαιά Διαθήκη και αποκαλύπτει, μέσα στον εαυτό Του τον Πατέρα. Αυτή είναι η Αγία Τριάδα»,
«Την ίδια αποκάλυψη έχουμε και στην Καινή Διαθήκη, αλλά τώρα προστίθεται η ανθρώπινη φύση του Χριστού. Στην Μεταμόρφωση έχουμε αποκάλυψη της δόξης του Χριστού, μέσω της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού, αλλά και εν νεφέλη που επεσκίασε τους Αποστόλους».
Στο όρος Θαβώρ φανερώνεται το μυστήριο της ενσαρκώσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, αφού η ανθρώπινη φύση είναι πηγή τής ακτίστου δόξης του Θεού. Και αυτού του μυστηρίου της ενσαρκώσεως ήταν μέτοχοι οι τρεις Απόστολοι,
«Στην Μεταμόρφωση είναι ενσαρκωμένος Χριστός, που οράται εν δόξη. Οπότε, ενώ στην Παλαιά Διαθήκη η δόξα εξεπήγαζε από τον Άγγελο του Κυρίου, από τον Κύριο της δόξης, από τον Μεγάλης Βουλής Άγγελο, εν Αγίω Πνεύματι, και ο θεούμενος είχε αυτή την άμεση επαφή με τον Κύριο της δόξης, με τον Γιαχβέ, ακριβώς το ίδιο τώρα έχει στην Καινή Διαθήκη στην Μεταμόρφωση, αλλά παρεμβάλλεται η ανθρώπινη φύση, τώρα, του Γιαχβέ ή του Αγγέλου του Κυρίου, του Μεγάλης Βουλής Αγγέλου.
Το άκτιστο Φως, όμως, εκπηγάζει από την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Και φαίνεται από την αποκάλυψη αυτήν ότι η ανθρώπινη φύση δεν είναι απλώς φορέας της δόξης του Θεού, αλλά και πηγή της δόξης του Θεού, αυτή η ανθρώπινη φύση του Χριστού, διότι η υποστατική ένωση είναι φυσική και όχι κατά χάρη, όπως σε έναν Απόστολο. Διότι μπορούμε να δούμε τον Μωυσέα εν δόξη, αλλά ο Μωυσής δεν είναι πηγή τής ακτίστου δόξης του Θεού, είναι φορέας τής ακτίστου δόξης του Θεού, ενώ στην Μεταμόρφωση, η ανθρώπινη φύση είναι η πηγή δόξης, γί αυτό και αποκαλύπτεται ο Χριστός, σαφώς, ως το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Όσο είναι πηγή ο Πατήρ της δόξης, ο Χριστός είναι πηγή εκ της πηγής. Οπότε, πηγή ο Πατήρ, πηγή ο Λόγος, πηγή και το Άγιον Πνεύμα.
Αυτά τα ξέρουμε από την εμπειρία της Θεώσεως, όχι διαβάζοντας απλώς την Αγία Γραφή, Μπορεί κανείς να τα ανιχνεύσει διαβάζοντας την Αγία Γραφή, αλλά η επιστέγαση το τι διαβάζουν στην Αγία Γραφή, αν ερμηνεύονταν σωστά, είναι η ίδια η εμπειρία της Θεώσεως. Διότι εκείνος που έχει την εμπειρία, ξέρει και τι γράφει η Αγία Γ ραφή γι’ αυτό το θέμα. Ένας που δεν έχει την εμπειρία, μπορεί να ανιχνεύσει, εάν ακολουθεί την πατερική ερμηνεία. Εάν όμως ακολουθεί την ερμηνεία ενός Προτεστάντη ή ενός Παπικού, τίποτα δεν θα καταλάβει περί Μεταμορφώσεως του Χριστού.
Γι’ αυτό και η Παπική Εκκλησία την εορτή της Μεταμορφώσεως την υποβίβασε σε δευτερεύουσα εορτή πριν από μερικά χρόνια. Δεν είναι πλέον Δεσποτική εορτή, όπως ήταν παλιότερα, είναι μια δευτερεύουσα εορτή, τώρα, στην Παπική Εκκλησία. Και αν διαβάσεις ερμηνεία που κάνουν οι Παπικοί πάνω στο θέμα της Μεταμορφώσεως, πάρτε τον μεγάλο θεολόγο της πατερικής θεολογίας της Παπικής Εκκλησίας τον Danielu δηλαδή, να διαβάσεις τι γράφει για την Μεταμόρφωση, θα τραβήξεις τα μαλλιά σου. Βλακείες, δηλαδή, βλακείες ολόκληρες».
Οι τρεις Μαθητές επάνω στο όρος Θαβώρ «ενηλλάγησαν», δηλαδή άλλαξαν μεταμορφώθηκαν «και την εναλλαγήν είδον». Δεν μπορεί κανείς να δει το άκτιστο Φως, αν δεν βρίσκεται σε κατάσταση Θεώσεως, αν δεν μεταμορφωθούν και οι σωματικές του αισθήσεις. Έτσι το άκτιστο Φως θεάθηκε από τους Μαθητές δια της θεώσεώς τους, δηλαδή έσωθεν. Βρίσκονταν μέσα στο Φως και είδαν το Φως. «Εν τω φωτί σου οψόμεθα φως». Αλλά ενώ το Φως ενεργούσε έσωθεν, δια της Θεώσεως, το θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού, που ήταν πηγή του ακτίστου φωτός, ήταν έξω από τους Μαθητές.
«Τώρα, το να μπορούν να δουν οι Απόστολοι το άκτιστο Φως που εκπηγάζει από την ανθρώπινη φύση του Χριστού ως πηγή, το ίδιο το άκτιστο Φως πηγάζει και εκ της νεφέλης, δηλαδή είναι μέσα στο Φως και βλέπουν ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού είναι πηγή του Φωτός, στο οποίο είναι αυτοί μέσα. Όμως, το Σώμα του Χριστού δεν φωτίζει τους Αποστόλους έσωθεν, αλλά έξωθεν. Το σώμα φωτίζει έξωθεν, το Φως όμως φωτίζει έσωθεν. Δεν είναι το ίδιο πράγμα.
Κάποιος Ρώσος είχε γράψει ότι το Φως φωτίζει έξωθεν και το σώμα έξωθεν, αλλά οι Πατέρες λένε ότι φως που φωτίζει έξωθεν είναι δαιμονιώδες. Οπότε, έτσι που ερμηνεύει αυτός την Μεταμόρφωση, βγαίνει ότι οι Απόστολοι στην Μεταμόρφωση είχαν δαιμονική ενέργεια, εφ’ όσον έξωθεν εφωτίζοντο».
«Στην Μεταμόρφωση η δόξα του Θεού αποκαλύπτεται στους Αποστόλους κατά περίεργο τρόπο. Το Φως έχει πηγή την σάρκα του Χριστού, οπότε η σάρκα του Χριστού, η ανθρώπινη φύση του Χριστού, εκπέμπει το Φως, το οποίο Φως γίνεται ορατό στους προκρίτους Αποστόλους, που συνοδεύονται από τον Ηλία και τον Μωυσή.
Αλλά ξέρουμε το εξής: Ότι, όταν κανείς έχει την εμπειρία της αποκαλύψεως, ο άνθρωπος εν τω φωτί βλέπει Φως. “εν τω φωτί σου οψόμεθα φως” (Ψαλμοί λε: 10). Δηλαδή, για να βλέπει κανείς το Φως, πρέπει να είναι μέσα στο Φως. Οπότε, το άκτιστο Φως ποτέ δεν είναι έξωθεν».
«Στην περίπτωση της Μεταμορφώσεως, η δόξα του Χριστού αποκαλύπτεται από την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Οπότε, εδώ μερικοί δικοί μας θεολόγοι, ακολουθούντες έναν Ρώσο θεολόγο, έχουν κάνει ερμηνεία, ότι, κατά τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, το Φως που αποκαλύπτεται από την ανθρώπινη φύση του Χριστού ήταν έξωθεν των Αποστόλων στην Μεταμόρφωση, ενώ μετά την Πεντηκοστή είναι έσωθεν.
Αυτό είναι αίρεση. Διότι αν είναι έξωθεν, είναι δαιμονικό. Είναι δαιμονική η ενέργεια αυτή των Αποστόλων, αν είναι έτσι. Είναι έσωθεν, δεν είναι έξωθεν. Διότι ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τονίζει μετά, ότι η δόξα που αποκαλύπτεται από την σάρκα του Χριστού, αποκαλύπτεται και από την νεφέλη, διότι η ίδια η νεφέλη είναι η δόξα του Χριστού. Διότι στην Παλαιά Διαθήκη, όταν λέμε “στήλη πυρός” και “στήλη νεφέλης”, η λέξις “νεφέλη”, σημαίνει δόξα.
Οπότε, σημαίνει ότι οι Απόστολοι δεν είδαν την δόξα μόνο από την ανθρώπινη φύση του Χριστού, αλλά έβλεπαν την δόξα εκ της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού, διότι ήταν μέσα στην δόξα, σκεπασμένοι από την νεφέλη, που είναι η δόξα και η βασιλεία του Θεού. Οπότε, σημαίνει ότι το Φως ήταν έσωθεν, αλλά το Σώμα του Χριστού ήταν έξωθεν. Οπότε, είχαν την έσωθεν έλλαμψη, αλλά όπως είχαν αυτοί την έσωθεν έλλαμψη, έλαμπε και η σαρξ του Χριστού, αλλά με το ίδιο Φως, με το οποίο έλαμπαν και αυτοί έσωθεν και το Σώμα του Χριστού. Εκείνο το οποίο ήταν έξωθεν, δεν ήταν το Φως, αλλά μόνον το Σώμα του Χριστού, που είναι έξωθεν από τους Αποστόλους στην Μεταμόρφωση».
Το Φως που προχεόταν από την ανθρώπινη φύση του Λόγου ήταν το Φως της θεότητος και αυτό ήταν άκτιστο.
«Δεν έχει σχήμα ούτε μορφή ούτε είδος. Γι’ αυτό λέγεται άμορφο, ασχημάτιστο, ανείδεο».
Οι τρεις Μαθητές είδαν το Φως της θεότητος, έγιναν μέτοχοι αυτού του Φωτός, και επειδή αυτό το Φως είναι η Βασιλεία του Θεού, γι’ αυτό και οι τρεις Μαθητές απέκτησαν μέθεξη της Βασιλείας του Θεού.
Από την διήγηση των Ευαγγελιστών, αλλά και την μαρτυρία του Αποστόλου Πέτρου, οι τρεις Μαθητές στο όρος Θαβώρ είδαν την δόξα του Θεού να προχέεται από το Σώμα του Χριστού, άκουσαν την φωνή του Πατρός και είδαν το Άγιον Πνεύμα με την φωτεινή νεφέλη. Άλλωστε, ο Χριστός ποτέ δεν ήταν χωρισμένος από τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα.
Αυτό επαναλαμβάνεται σε κάθε θεοπτική εμπειρία. Οι Άγιοι κατά την θεοπτία δεν βλέπουν Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, αλλά βλέπουν «τρίφωτον θεότητα» που έχουν την ίδια δόξα, το ίδιο Φως, τα οποία έχουν και κάτι ιδιαίτερο, δηλαδή το ιδιαίτερο υποστατικό ιδίωμα, που είναι το αγέννητο του Πατρός, το γεννητό του Υιού και το εκπορευτό του Αγίου Πνεύματος. Και τα τρία Πρόσωπα έχουν κοινή ουσία και ενέργεια, η δε ενέργειά τους θεάται ως Φως.
Η φανέρωση της δόξης του Χριστού στο όρος Θαβώρ ήταν ένα σημαντικό γεγονός στην ζωή των Αποστόλων και κεντρικό γεγονός στην ζωή της Εκκλησίας, όπως θα δούμε στα επόμενα κεφάλαια.