Πηγή: “Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη”. Τόμος Α’
Όταν κάνουμε λόγο για πνευματική εμπειρία, εννοούμε την αποκάλυψη του Θεού στον άνθρωπο. Ο Θεός αποκαλύπτει τον εαυτό Του και ο άνθρωπος-θεούμενος αποκτά την γνώση του Θεού και γίνεται διδάσκαλος στην Εκκλησία.
«Η εμπειρία της Θεώσεως σημαίνει αποκάλυψη της Αγίας Τριάδος».
Κατά την αποκάλυψη ο άνθρωπος βλέπει την δόξα του Θεού και γνωρίζει, όπως είδαμε προηγουμένως, ότι δεν υπάρχει καμία ομοιότητα μεταξύ κτιστού και Ακτίστου.
«Η εμπειρία της Θεώσεως, αυτή είναι η αποκάλυψη. Διότι εκείνος που φθάνει στην θέωση, βλέπει την δόξα του Θεού και έχει πείρα της δόξας του Θεού. Γι’ αυτόν τον λόγο γνωρίζει από την πείρα του ότι μεταξύ του Ακτίστου και του κτιστού ουδεμία ομοιότης υπάρχει.
Πώς το ξέρει αυτό; Φιλοσοφών; Όχι, δεν το ξέρει από την φιλοσοφία αυτό το πράγμα. Το ξέρει από την εμπειρία του που λέγεται θέωση ή δοξασμός. Οπότε, γνωρίζει ότι αυτό που είδε, δεν το είδε αυτός, αλλά το βλέπει μέσω του Θεού».
Η εμπειρία της Θεώσεως είναι εμπειρία της Ακτίστου δόξης του Θεού.
«Στην αρχαία Εκκλησία οι Πατέρες δεν χρησιμοποιούσαν τον όρο ουσία· απέφευγαν. Στην εμπειρία της Θεώσεως δεν βλέπανε καμία ουσία· βλέπανε την δόξα, κάποια ενέργεια, δηλαδή. Επίσης είχαν γνώση και των τριών υποστάσεων».
Παρά την αποκάλυψη του Θεού, ο Θεός παραμένει μυστήριο, γιατί υπερβαίνει όλα τα κτιστά.
«Ο Θεός υπερβαίνει όλες τις δυνάμεις του ανθρώπου. Γι’ αυτό, στην ίδια την αποκάλυψη ο Θεός παραμένει μυστήριο».
«Ο άνθρωπος μετέχει και του Ακτίστου Φωτός και έχει εμπειρία, που υπερβαίνει πλέον τα ρήματα και τα νοήματα. Επειδή η εμπειρία αυτή υπερβαίνει τα ρήματα και τα νοήματα, γι’ αυτό λέει ο Χριστός ου δύνασθε βαστάζειν… (Ιωάννης Ιστ’, 12)».
Ενώ στην Αγία Γραφή ο ύψιστος βαθμός της εμπειρίας της αποκαλύψεως που δίνεται στον άνθρωπο λέγεται τελείωση, αγιότητα, δοξασμός, στην πατερική διδασκαλία χαρακτηρίζεται ως θέωση. Άλλο είναι να γνωρίζη κανείς κάτι για τον Θεό και άλλο να γνωρίζη τον Ίδιο τον Θεό. Η εμπειρία του Θεού δίνεται κατά την Πεντηκοστή. Η εμπειρία της Πεντηκοστής λέγεται εμπειρία Θεώσεως και ο άγιος που βίωσε αυτήν την εμπειρία χαρακτηρίζεται θεούμενος. Οι Άγιοι έχουν ταυτότητα εμπειριών και, επομένως, έχουν την ίδια γνώση. Αυτοί είναι η αυθεντία μέσα στην Εκκλησία.
«Αποκαλύπτεται ο Θεός στον άνθρωπο με την εμπειρία αυτή της αποκαλύψεως, που εμείς την λέμε θέωση στην Ορθόδοξη παράδοση».
«Η λεγομένη αποκάλυψη είναι η εμπειρία της Θεώσεως. Πέραν της εμπειρίας της Θεώσεως ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίση τον Θεό. Μπορεί να γνωρίση κάτι περί Θεού, αλλά δεν μπορεί να γνωρίση τον ίδιον τον Θεό.
Λοιπόν, εδώ έχουμε μια βασική διάκριση στην πατερική γνωσιολογία. Άλλο είναι να γνωρίση κανείς κάτι περί του Θεού και άλλο να γνωρίση τον ίδιο τον Θεό. Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Περί του Θεού μπορεί κανείς να γνωρίση και από την φαντασία του, μπορεί να φαντάζεται πράγματα περί Θεού, μπορεί να ακούη πράγματα περί του Θεού, μπορεί να διάβαση την Αγία Γραφή, μπορεί να λέη ό,τιδήποτε περί του Θεού. Αυτό το ακούω και πιστεύω περί Θεού μπορεί να έχη ακρίβεια, μπορεί να μην έχη ακρίβεια».
Όταν φθάνη κανείς στην εμπειρία της αποκαλύψεως, φθάνει στην θέωση και τότε υπερβαίνονται οι φυσικές λειτουργίες του σώματος, χωρίς να καταργούνται.
«Τονίζουν οι Πατέρες ότι στην εμπειρία της αποκαλύψεως, όταν ο Θεός φανερώνεται στον άνθρωπο, αυτή η εμπειρία υπερβαίνει και τις αισθήσεις του ανθρώπου και την λογική και τον νου. Υπερβαίνονται όλα τα φυσικά λειτουργήματα του ανθρώπου, αν και όλα τα φυσικά λειτουργήματα του ανθρώπου συμπεριλαμβάνονται στην εμπειρία. Δηλαδή, μετέχουν στην εμπειρία, αλλά η ίδια η εμπειρία υπερβαίνει τις φυσικές λειτουργίες του ανθρώπου. Αυτό σημαίνει ότι η εμπειρία της Θεώσεως υπερβαίνει τα νοήματα, αν και η εμπειρία φωτίζη τον άνθρωπο να έχη σωστά νοήματα, περί Θεού, του υπερβαίνοντος τα νοήματα».
Έτσι, οι Θεούμενοι είναι η γέφυρα μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Και οι Θεούμενοι μπορούν να φθάσουν σε αυτό το σημείο, γιατί υπάρχει ο Θεάνθρωπος Χριστός, στον οποίο ενώθηκε η θεία και η ανθρώπινη φύση υποστατικώς (στο Πρόσωπο Του) ατρέπτως, αχωρίστως, αδιαιρέτως, αναλλοιώτως. Οπότε, οι Θεούμενοι, που έλαβαν πείρα της αποκαλύψεως στο Πρόσωπο του Χριστού, είναι η αυθεντία στην Εκκλησία. Εμείς αποκτούμε γνώση του Θεού μέσω των εμπειριών των θεουμένων ή της δικής μας Θεώσεως εάν με την Χάρη του Θεού βιώσουμε.
«Για την Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχει μία γνωσιολογική γέφυρα, και αυτή η γέφυρα είναι οι Θεούμενοι. Δεν υπάρχει άλλη γέφυρα. Δηλαδή υπάρχει η λεγόμενη αποκάλυψη ή εμπειρία της Θεώσεως από τους θεουμένους. Πέραν της εμπειρίας της Θεώσεως ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίση τον Θεό. Μπορεί να γνωρίση περί του Θεού, αλλά δεν μπορεί να γνωρίση τον ίδιο τον Θεό».
Η βίωση της αποκαλύψεως προσφέρει στον άνθρωπο την θεολογική γνώση περί του Θεού, που διαφέρει από τις ανθρώπινες γνώσεις. Αυτή η γνώση είναι το θεμέλιο της Ορθόδοξης θεολογίας.
«Και αυτή η γνώση που έχουν οι Άγιοι του Θεού, από το ένα μέρος συμπεριλαμβάνει την λογική του ανθρώπου, διότι η λογική και το σώμα του ανθρώπου μένουν παρατηρηταί στην εμπειρία αυτή, δεν χάνονται οι αισθήσεις κλπ, μετέχουν στην εμπειρία της θεοπτίας, αλλά από το άλλο μέρος η ίδια η εμπειρία της θεοπτίας υπερβαίνει τις αισθήσεις και την δύναμη της λογικής, γι’ αυτό και είναι υπέρλογος η γνώση του Θεού.
Και οι Πατέρες την περιγράφουν ως αγνωσία, όχι διότι στερείται γνώσεως, αλλά διότι υπερβαίνει την γνώση. Δεν είναι ένα είδος γνώσεως. Εν συγκρίσει με τις γνώσεις τις φυσικές του ανθρώπου, που έχει δια της λογικής, είναι αγνωσία, αλλά δεν είναι όμως άγνοια, διότι είναι θεοπτία. Διότι ο άνθρωπος πραγματικά μετέχει στο άκτιστο που δεν έχει καμιά ομοιότητα με τα κτίσματα. Αυτή η εμπειρία που έχουν οι Προφήται, οι Απόστολοι και οι Άγιοι της Εκκλησίας είναι το θεμέλιο της θεολογίας και είναι η μόνη ασφαλής και πραγματική γέφυρα μεταξύ Θεού και ανθρώπου».
Ο θεούμενος αποκτά την γνώση του Θεού και τότε ο λόγος του είναι θεόπνευστος.
«Η εμπειρία αυτή δημιουργεί μια θεόπνευστη κατάσταση μέσα στον άνθρωπο, επειδή ο άνθρωπος έχει φθάσει στην θεοπτία και τα νοήματα που έχει ο άνθρωπος εξ αυτής της εμπειρίας, αυτά τα νοήματα, είναι θεόπνευστα, αν και η εμπειρία υπερβαίνη το νόημα, δηλαδή. Υπάρχει αυτή η σχέση μεταξύ της αποκαλύψεως και της θεοπνευστίας, που συγκεφαλαιώνεται για μάς όλη η έννοια της θεοπνευστίας της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης».
Αν κανείς δεν έχη δική του αποκαλυπτική εμπειρία, δέχεται την εμπειρία των θεουμένων, των φίλων του Θεού.
«Γι’ αυτό, λοιπόν, αν έχης εμπειρία, καλώς. Αν όχι, τουλάχιστον να έχης έναν φίλο, που έχει αυτός την εμπειρία του Ακτίστου Φωτός και αυτός ο φίλος σου να σε διαβεβαίωση ότι το είδε, και τότε να το δεχθής».
Οι Πατέρες δεν μιλούσαν στοχαστικά περί του Θεού, αλλά, έχοντες την εμπειρία, θεράπευαν τα πνευματικά τους παιδιά.
«Οι αρχαίοι Πατέρες, όταν μιλούσαν για τον Θεό, δεν μιλούσαν με σκοπό την νόηση περί Θεού, να εκφράσουν τον Θεό δηλαδή, αλλά μιλούσαν κατ’ άλλον τρόπο, όχι ως στοχαστικοί θεολόγοι, αλλά ως Πνευματικοί Πατέρες. Αυτό σημαίνει ότι η αλλαγή ορολογίας στα πατερικά πλαίσια δεν έχει μεγάλη σημασία, αρκεί να ξέρουμε τι λένε και η εμπειρία της Θεώσεως να είναι σωστή και η ίδια. Αυτό έχει σημασία.
Η Εκκλησία, αν αφεθή στον εαυτό της, κάνει το έργο της. Και ποιο είναι το έργο της; να θεραπεύη τους ανθρώπους, από την κατάσταση που βρίσκονται να τους περάση από την κάθαρση στο φωτισμό. Αυτό είναι το έργο της Εκκλησίας, να φωτίζη τον κόσμο».
Θεόπνευστο και αληθινό είναι ό,τι στηρίζεται στην αποκαλυπτική εμπειρία, ενώ ό,τι είναι στοχαστικό και μη εμπειρικό είναι ψευδές. Αυτή είναι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ αιρέσεως και αληθείας. Αίρεση είναι ό,τι βρίσκεται μακριά από την εμπειρία της Θεώσεως.
«Εξ επόψεως πατερικής παραδόσεως η διατύπωση δόγματος εναντίον αιρέσεως ήταν έκφραση του μυστηριακού βιώματος της Εκκλησίας. Διότι η αίρεση ήταν εναντίον της ζωής της Εκκλησίας, δηλαδή ήταν κάτι αντίθετο προς την εμπειρία της Εκκλησίας. Δηλαδή αυτή η εμπειρία τι είναι; Είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Ό,τι συμφωνεί με αυτήν την εμπειρία, είναι η Ορθοδοξία».
Η αίρεση είναι έλλειψη εμπειρίας, γιατί όσοι έχουν προσωπική εμπειρία δεν μπορούν να διαφοροποιούνται από την ζωή και την εμπειρία της Εκκλησίας.
«Αν υπάρχη η εμπειρία της Θεώσεως στην αίρεση, τότε δεν είναι αίρεση. Εάν υπάρχη φωτισμός στην αίρεση, τότε δεν μπορεί να είναι αίρεση. Αν δεν υπάρχη φωτισμός και θέωση, αυτό είναι η αίρεση».
Πάντως, ο θεούμενος που μετέχει στο μυστήριο της Πεντηκοστής μεταμορφώνεται, αλλοιώνεται. Έτσι λέγεται ότι η θεολογία γίνεται βίωμα. Δεν πρόκειται για μια εξωτερική επίπλαστη ηθική, αλλά για μεταμόρφωση όλης της υπάρξεως του ανθρώπου. Οπότε, ο θεούμενος έχει υπερβή την λεγομένη ηθική.
«Εκείνος που φθάνει στην θέωση, δεν είναι απλώς ηθικός άνθρωπος, αλλά έχει ξεπεράσει πλέον την ηθική και έχει φθάσει στην αγάπη, η οποία ου ζητεί τα εαυτής, και έχει εμπειρίες και θεοπτίες που δεν έχει ένας απλώς ηθικός άνθρωπος».
Η εμπειρία της Θεώσεως διατυπώνεται σε έναν δογματικό όρο για να διαφυλαχθή η αποκαλυπτική αλήθεια και να μην άλλοιωθή από την αίρεση.