Πηγή: “Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη” Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου.
Εφ’ όσον ο Θεός αποκαλύπτεται στον θεούμενο και εκείνος μετέχει στην δόξα Του, αυτό σημαίνει ότι η γνώση του Θεού είναι πνευματική, γνώση της καρδιάς και όχι γνώση της λογικής. Πρόκειται για γνώση που συνδέεται με την θέωση του ανθρώπου, και στην πραγματικότητα είναι γνώση υπέρ την ανθρώπινη γνώση. Η γνώση του Θεού αποκτάται με τον νου και την καρδιά. Η λογική είναι ανίκανη να αποκτήσει την θεογνωσία· απλώς την διατυπώνει, ανάλογα με την δυνατότητα που έχει.
Ο Θεός ανήκει στο αΐδιο, οι Άγιοι και οι άγγελοι στο αιώνιο και ο άνθρωπος στον χρόνο· έτσι, ο άνθρωπος που ζει στον κόσμο δεν μπορεί να συλλάβει όλα όσα γίνονται στον χρόνο. Κάτι ολίγα μπορεί να γνωρίσει από το αιώνιο, όπου κινούνται οι άγγελοι και οι Άγιοι, και μάλιστα ύστερα από αποκάλυψη. Στην περίπτωση αυτή μόνον ο Θεός αποκαλύπτει όσο μπορεί να ανθέξει ο άνθρωπος.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η γνώση του Θεού δεν είναι στοχαστική, δηλαδή σχολαστική, και η Εκκλησία προετοιμάζει κατάλληλα τον άνθρωπο, δια της καθάρσεως και του φωτισμού του νοός, για να αποκτήσει κάποια γνώση του Θεού.
«Εφ’ όσον όμως, η κατήχηση αυτή της Εκκλησίας δεν είναι στοχαστική, η Εκκλησία δεν φτιάχνει ανθρώπους να κάθονται να συλλάβουν τον Θεό, γιατί ο Θεός είναι ασύλληπτος. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία ετοιμάζει τον άνθρωπο, τον φθάνει στον φωτισμό και εκεί, στον φωτισμό, έχει τα νοήματα του φωτισμού. Ξέρει τι σημαίνουν αυτά τα νοήματα. Ο φωτισμένος ξέρει τι σχέση έχει το νόημα με την πραγματικότητα».
Οι Πατέρες γνωρίζουν ότι η χρησιμοποίηση της ορολογίας περί του Θεού δεν σημαίνει και γνώση του Θεού, αφού η πραγματική γνώση του Θεού αποκτάται στην εμπειρία της δόξης του Θεού και η αποφατική λεγομένη θεολογία χαρακτηρίζεται έτσι όχι επειδή δήθεν είναι αφηρημένη-φανταστική γνώση, αλλά επειδή υπερβαίνει την ανθρώπινη γνώση, που έχει κέντρο την λογική.
«Και γνώση υπάρχει. Εδώ γνώση είναι αυτό που λέμε σήμερα θεολογία. Αυτό σημαίνει, αυτό που λένε οι Πατέρες, ότι η θέωση είναι γνώση του Θεού που είναι υπέρ την γνώση, γι’ αυτό ο άνθρωπος αγνώστως γνωρίζει τον Θεό κλπ. Αυτά τα πράγματα δεν είναι ούτε του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου ούτε του Γρηγορίου του Θεολόγου ούτε της λεγομένης αποφατικής θεολογίας. Ορίστε η αποφατική θεολογία. Είναι σαφή τα θεμέλια της αποφατικής θεολογίας μέσα στην Αγία Γραφή».
Το ότι ο Θεός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο και το ότι, με την δική Του δύναμη, ο άνθρωπος αποκτά γνώση του Θεού, σημαίνει ότι ο άνθρωπος «δεν έχει την φυσική δύναμη να γνωρίσει το άκτιστο», τον Θεό, αλλά αυτή η γνώση είναι δωρεά του Θεού.
Η πατερική γνωσιολογία διαφέρει από κάθε άλλη ανθρωποκεντρική γνωσιολογία. Μάλιστα δε στην πατερική παράδοση γίνεται διάκριση μεταξύ γνώσεως του Θεού δια της αποκαλυπτικής εμπειρίας και γνώσεως περί του Θεού δια της πίστεως εξ ακοής.
«Γνώση του Θεού μπορεί να έχει μόνον ο θεούμενος, ο οποίος εμπειρικά γνωρίζει τον Θεό απ’ ευθείας και η εμπειρία αυτού του θεουμένου είναι το θεμέλιο της Ορθοδόξου πίστεως περί του Θεού. Δηλαδή, ο θεούμενος γνωρίζει τον Θεόν απ’ ευθείας, μετά αυτός ο θεούμενος μας μεταδίδει τα περί του Θεού και εμείς έχουμε γνώση περί του Θεού από τον θεούμενο. Οπότε, ο Προφήτης και ο Απόστολος και ο άγιος της Εκκλησίας είναι η αυθεντία η δική μας περί του Θεού και εμείς έχουμε πίστη στον Θεό μέσω αυτών των ανθρώπων. Δεν μπορούμε να έχουμε άμεση εμπειρία του Θεού, εκτός και αν έχουμε φθάσει στο στάδιο του φωτισμού και της Θεώσεως στην πνευματική μας ζωή».
Οι θεούμενοι-θεόπτες που αποκτούν την ακριβή γνώση του Θεού, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο, γίνονται οδηγοί των πιστών, ώστε να φθάσουν και αυτοί στην βίωση της ακτίστου πραγματικότητας, και αυτό γίνεται με τον νου και όχι με την λογική.
«Και το παράδοξο της εμπειρίας της Θεώσεως είναι ότι στην εμπειρία της Θεώσεως όλα τα νοήματα περί Θεού καταργούνται, όταν ο άνθρωπος αντικρύσει την πραγματικότητα, που είναι το άκτιστο, δηλαδή την άκτιστη πραγματικότητα. Δεν καταργούνται, βέβαια, τα νοήματα περί των κτισμάτων ούτε τα νοήματα περί της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού κ.ο.κ. Τα νοήματα που καταργούνται είναι τα περί ακτίστων».
Πάντως, ο θεούμενος αποκτά την αυθεντική γνώση του Θεού και αποτελεί την αυθεντία για μας. Αλλά αυτή η γνώση δεν είναι φυσική, είναι πνευματική, γιατί αποκτάται δια της Θεώσεως, δια της μεθέξεως της ακτίστου θεοποιού ενεργείας του Θεού. Στην κατάσταση αυτή, με την ενέργεια του Θεού και την συνέργεια του ανθρώπου, μεταμορφώνεται ο οφθαλμός για να δη τον Θεό, και λέγεται «αυτοπτικό όμμα».
«Για να γνωρίσει ο άνθρωπος τα άκτιστα, ο Θεός δίνει στον άνθρωπο την εμπειρία της Θεώσεως και δίνει στον άνθρωπο το αυτοπτικό όμμα, το άκτιστο, οπότε ο άνθρωπος μετέχει στο αυτοπτικό Φως του Θεού και δια του Θεού βλέπει τον Θεό. Γι’ αυτό, γνώση περί Θεού δεν υπάρχει εκτός της εμπειρίας της Θεώσεως, του δοξασμού. Υπάρχει πίστη στον Θεό, υπάρχει μια γενική πίστη στον Θεό που ανήκει σε όλες τις θρησκείες, άλλα είναι πάντοτε πλανεμένη. Και ο φιλόσοφος μπορεί να ασχολείται με τον Θεό, αλλά θα βρίσκεται πάντοτε εν πλάνη. Μόνον όταν δέχεται την αυθεντία των θεουμένων και ακολουθεί τους θεουμένους, τότε δεν βρίσκεται στην πλάνη, διότι βαδίζει επάνω στα ίχνη των θεουμένων.
Και ποιοι είναι αυτοί οι Θεούμενοι; Είναι οι Προφήτες στην Παλαιό Διαθήκη, οι Απόστολοι στην Καινή Διαθήκη και όσοι Πατέρες της Εκκλησίας έχουν φθάσει στην θέωση. Αυτή είναι και η αυθεντία της Εκκλησίας, αλλά και είναι και η θεολογική μέθοδος της Εκκλησίας».