ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν, ὅτι ἀγαπῶμεν τούς ἀδελφούς. ὁ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν μένει έν τῳ θανάτῳ (Ἰω. Α΄ἐπιστ. 3,14.)
Ἔξω ἀπό τήν ἀγάπη εἶναι ὁ θάνατος, ἡ νέκρωση, ἡ θνητότητα: «ὁ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν μένει ἐν τῷ θανάτῳ» (Ἁγ. Ἰω. Θεολόγου, ἐπ. Α΄, 3.14). Γιατί; Ἐπέιδή μόνο ἡ ἀγάπη τσακίζει τήν φυλακή τοῦ ἐγωϊσμοῦ, βγάζει τήν ψυχή ἀπό τήν οἴηση, ἀπό τόν αὐτοαποκλεισμό, ἀπό τήν αὐτοαπομόνωση καί τήν φέρνει σέ φιλική σχέση μέ τόν ἀδελφό, ὡς ζωντανό ὄν, ὡς φορέα τῆς ζωῆς.
Ὁ μή ἀγαπῶν μένει ἐν τῷ θανάτῳ, μέσα στά ἐγωϊστικά, κλειστά πρόσκαιρα αἰσθήματα, σκέψεις, διαθέσεις, πάντα κλειστός μέσα στόν ἑαυτό του, στήν φυλακή τοῦ ἐγωϊσμοῦ του, τῆς φιλαυτίας του, λόγω τῶν ὁποίων καί σαπίζει ἡ ψυχή μέσα του, σαπίζουν οἱ σκέψεις, σαπίζουν τά αἰσθήματα καί πεθαίνουν, πεθαίνουν, πεθαίνουν.Ἡ ψυχή πού μένει ἐν τῷ θανάτῳ ὄζει θάνατο καί ὅλες οἱ σκέψεις της, αἰσθήματα, οἱ ἐπιθυμίες καί οἱ διαθέσεις.
Ἀπό αὐτή τήν πανθανάτωση μόνο ἡ θεϊκή ἀγάπη ἀνασταίνει τήν ψυχή καί τήν ὁδηγεῖ στήν ζωή τήν αἰώνια. Τότε ὅλη ἡ ψυχή εὐωδιάζει ἀθανασία. Ἡ ἀγάπη εὐωδιάζει ἀθανασία, ἐπειδή εὐωδιάζει ἀπό τόν Θέο. Ζώντας μέ τήν εὐαγγελική ἀγάπη, οἱ χριστιανοί γίνονται «Χριστοῦ εὐωδία τῷ Θεῷ», ἐπειδή ὁ Κύριος Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶναι ὅλος ἀγάπη, ὅλος εὐωδιάζει ἀθανασία. Γι αὐτό ὁ ἅγιος Ἀπόστολος εὐαγγελίζεται ὅτι «Χριστοῦ εὐωδία ἐσμέν τῷ Θεῷ» (Β΄Κορ. β΄15).
Ἡ ἀγάπη, νικητής τοῦ θανάτου, ἡ ἀγάπη – σωτήρας ἀπό τόν θάνατο. Ἀγάπη, ποιό εἶναι τό ὄνομά σου, ἐάν ὄχι ὁ Χριστός; Ἐπειδή Αὐτός ὄντως εἶναι ὁ νικητής τοῦ θανάτου, μέ τήν ἀγάπη νικᾶ τόν θάνατο γιά τούς ἀνθρώπους. Ἡ ἀγάπη ἀθανατοποιεῖ τό ἀνθρώπινο ὄν, ἐπειδή τό γεμίζει μέ θεϊκή ζωή. Εἶναι θεοποιητική, θεοδημιουργική δύναμη. Θέλεις νά αἰσθανθεῖς ἀθάνατος σ’ αὐτόν τόν κόσμο; Ἀγάπα τούς ἀδελφούς, ἀγάπα τούς ἀνθρώπους ὡς ἀδελφούς. Σ’ αὐτό ἔγκειται ἡ ἀληθινή χαρά τῆς ζωῆς, χαρά πού κανείς δέν μπορεῖ νά πάρει ἀπό τόν ἄνθρωπο, οὔτε σ’αὐτόν, οὔτε στόν ἄλλο κόσμο: καί τήν χαράν οὐδείς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν (Ἰωαν. ιστ΄,22).
Μένει ἐν τῷ θανάτῳ: μένει σ’ἐκεῖνο πού προηγεῖται τοῦ θανάτου καί παράγει τόν θάνατο. Κι αὐτό εἶναι οἱ ἁμαρτίες, καί σ’αὐτές ἡ κόλαση, καί στήν κόλαση ὁ διάβολος. Ἐπειδή αὐτός ἐπίμονα καί ἀσταμάτητα ἰσχυρίζεται: ὁ θάνατος εἶναι κάτι φυσικό καί λογικό, κάτι μέ τό ὁποῖο πρέπει νά συμφιλιωθοῦμε, μέ τό ὁποῖο δέν πρέπει νά παλεύουμε, ἐφόσον ὁ θάνατος εἶναι φυσικός νόμος, ἀναγκαιότητα. Ἐνῶ ὁ Χριστιανός εἶναι ὅλος στήν ἀντίθετη πλευρά: αὐτός μέ τήν ἀγάπη νικᾶ τόν θάνατο κι ὅλους τούς προδρόμους, παραγωγούς καί ἀκολουθούς του: τίς ἁμαρτίες, τούς διαβόλους καί τήν κόλαση.
Ἐπειδή ἡ ἀγάπη εἶναι παναρετή, ὡς «ἡ πρώτη καί ἡ πιό μεγάλη» ἀρετή ζεῖ καί ὑπάρχει μέσα ἀπό τίς ὑπολοιπες ἅγιες ἀρετές: τήν προσευχή, τή νηστεία, τήν πραότητα, τήν ταπεινοφροσύνη, τήν μακροθυμία, τήν εὐσπλαγχνία κλπ.
Γι αὐτό ὅποιος ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του, αὐτός καί προσεύχεται γιά ἐκεῖνον καί νηστεύει γιά αὐτόν καί εἶναι ἐλεήμων πρός αὐτόν καί πρᾶος καί ταπεινόφρων καί μακρόθυμος. Ἔτσι ἡ ἀγάπη μέ τήν βοήθεια ὅλων αὐτῶν τῶν ἀρετῶν νικᾶ στόν ἄνθρωπο ὅ,τι εἶναι θνητό, δηλαδή ἁμαρτωλο, δαιμονικό κακό.
π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς ( 1894-1979), Ἐρμηνεῖα ἐπιστολῶν Ἁγ. Ἰωάννου Θεολόγου, ἐκδ. Ἐν πλῷ.
http://www.titomixelakis.com/2014/07/blog-post_20.html