1. Γράφεται στὸ προαναφερθὲν «χριστιανικὸ» βιβλίο (βλ. σχετ.: ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΝΑΡΚΟΠΕΔΙΟ, “ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ” ΠΡΟΓΕΦΥΡΩΜΑ ΣΤΟ ΑΦΥΣΙΚΟ, ΑΣΥΜΜΕΤΡΗ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ! ): «Ὅλα τὰ πάθη διακρίνονται ἀπὸ μικρὴ ἢ μεγάλη ἐγωκεντρικότητα, ἡ ὁποία ἐμποδίζει τὴν ἀγάπη. Πῶς μποροῦμε νὰ καταλογίσουμε ἐγωκεντρικότητα σὲ ἕναν ὁμοφυλόφιλο, ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ τὸν σύντροφό του μὲ πιστότητα καὶ ἀφοσίωση; Καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ ἐκκλησιαστικὰ στερεότυπα, αὐτοὶ ὑπάρχουν […] Ἡ πνευματικὴ ἔννοια τοῦ πάθους δὲν μπορεῖ νὰ χρησιμεύσει γιὰ νὰ ἀποδώσει τὴν ἀνθρωπολογικὴ πραγματικότητα τῆς ὁμοφυλοφιλίας. […]» (σελ. 158- 159)
. Ὁ ἅγ. Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἀπαντᾶ θεολογικῶς στὴν ἀνωτέρω ἀγαπολογικὴ φλυαρία καὶ δείχνει ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι ἀρρήκτως συνδεδεμένη μὲ τὴν Ἀλήθεια (δηλ. τὸν Χριστό) καὶ ὅτι συνεπῶς δὲν ὑπάρχει γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς καμιὰ ἄλλη ΑΓΑΠΗ ἀπὸ τὴν μόνη ἀληθινὴ ἐν Χριστῷ Ἀγάπη (βλ. σχετ.: «ΟΠΟΥ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΛΗΘΕΙΑ, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΓΑΠΗ (Ἅγ. Ἰουστῖνος Πόποβιτς).) Καὶ συνεπῶς εἶναι πολὺ παρακεκιδυνευμένο νὰ ἀναφέρεται ἕνας χριστιανὸς θεολόγος συγγραφέας στὴν ἀγάπη, μὲ τὴν ἀναλώσιμη, εὔκολη, διαδεδομένη καὶ «πιασάρικη» κοσμικὴ σημασία καὶ ἔννοια, γιὰ νὰ ἀναπτύξει μονόδρομα τὴν σκέψη του, χωρὶς νὰ λαμβάνει ὑπ᾽ ὄψιν του τὴν ἀποστολικὴ παράδοση καὶ πατερικὴ ἑρμηνεία (τὰ «ἐκκλησιαστικὰ στερεότυπα» ἆραγε? καὶ κατ᾽ αὐτὸ τὸν τρόπο νὰ ἀφήνει χῶρο γιὰ κακόδοξες παρερμηνεῖες μὲ ἀνυπολόγιστο πνευματικὸ κόστος.
. Ἰδοὺ τί γράφει ὁ ἅγ. Ἰουστίνος:
(Α´ Ἰω. γ´ 18-19)
Ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ζεῖ στὸν ἄνθρωπο καὶ δρᾶ μέσα του καὶ γύρω του ἀπ᾽ αὐτὸν διὰ τῶν ὑπολοίπων θεϊκῶν ἀρετῶν καὶ τῶν ἁγίων δυνάμεων. Μέσα ἀπ᾽ αὐτὲς ἐμφανίζεται, πραγματώνεται, συγκεκριμενοποιεῖται· εἶναι τὰ ἔργα της, οἱ μαρτυρίες της, ἡ ἀληθινότητά της. Ὡς πρὸς αὐτὴν τὴν θεανθρώπινη δραστηριότητά της καὶ ἀληθινότητά της ἐκείνη διακρίνεται ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες ἐπονομαζόμενες ἀγάπες, ψευδοαγάπες: τὶς ἀφηρημένες, τὶς πρόσκαιρες, τὶς φαντασμένες, τὶς οὑμανιστικές, τὶς ἀνθρωποειδεῖς. Ἡ Ἀγάπη εἶναι ἀληθινή, ὅταν πράττει γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς ὅλα τὰ εὐαγγελικὰ ἔργα: τὴν δικαιοσύνη, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν προσευχή κ.τ.ὅ. … Ἡ Θεία Ἀλήθεια εἶναι ψυχὴ τῆς Θείας Ἀγάπης.
(Β´ Ἰω. 1-3)
Ἡ Ἀγάπη καὶ ἡ Ἀλήθεια εἶναι ὁμοούσιες· ἐξ ὁλοκλήρου ἀλληλένδετες, συμπλέκονται ἀπεριόριστα καὶ ἀτελείωτα. Γι᾽ αὐτὲς μποροῦμε νὰ ποῦμε: ἡ Ἀγάπη ζεῖ μὲ τὴν Ἀλήθεια· ἡ Ἀλήθεια ζεῖ μὲ τὴν Ἀγάπη. Ἐὰν ἡ Ἀγάπη ἔχει γλῶσσα, τότε αὐτὴ εἶναι ἡ Ἀλήθεια καὶ ἀντιστρόφως: ἐὰν ἡ Ἀλήθεια ἔχει γλῶσσα, τότε αὐτὴ εἶναι ἡ Ἀγάπη. …Ὅπου δὲν ὑπάρχει Ἀλήθεια, δὲν ὑπάρχει Ἀγάπη. Παράδειγμα: ὁ διάβολος. Αὐτὸς εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια, ἐπειδὴ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀγάπη…Γι᾽ αὐτὸ ὁ διάβολος εἶναι προσωποποίηση τοῦ μίσους πρὸς τὴν Ἀλήθεια. Τὸ ψέμα καὶ τὸ μῖσος εἶναι ὁμοούσια, ὅπως εἶναι ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ἀγάπη.… Ὁ Κύριος Χριστὸς εἶναι ταυτόχρονα καὶ τέλεια Ἀλήθεια καὶ τέλεια Ἀγάπη· αὐτὲς εἶναι μέσα Του ἀδιαχώριστες ὅπως ἡ κόρη ἀπὸ τὸν ὀφθαλμό.
(Β´ Ἰω. 4-5)
Τί σημαίνει νὰ εἶσαι χριστιανός; «Περιπατῶν ἐν ἀληθείᾳ», νὰ εἶσαι ὅλος ἐν τῇ Ἀληθείᾳ καὶ ἐκ τῆς Ἀληθείας… Αὐτὸ ἐξασφαλίζει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἀθανασία καὶ τὴν αἰώνια ζωή, ἐπειδὴ τὸν σώζει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ βασικὸ καὶ κύριο ψέμα. Ἡ ἁμαρτία σ᾽ ὅλες τὶς ἀμέτρητες μορφές της μόνο ἕνα κάνει: ψεύδεται. Λέει στὸν ἄνθρωπο ὅτι μπορεῖ νὰ τοῦ δώσει ζωή, ἐνῶ τὸν καταποντίζει στὸν θάνατο.
2. Στὸ ἴδιο βιβλίο γράφεται πάλι: «Ὁ σημερινὸς ἐκκλησιαστικὸς λόγος περὶ ὁμοφυλοφιλίας πρέπει νὰ ἀντιληφθεῖ ὅτι αὐτὴ δὲν ἀποτελεῖ πάθος ἀλλὰ κατάσταση· ὅτι δὲν χωρᾶ στὶς παραδοσιακὲς φόρμες ποὺ διαθέτουμε μέχρι τώρα».
(Α´ Ἰω. δ´ 9)
Γράφει ὁ ἅγ. Ἰουστίνος: «Στὴν πραγματικότητα, ἡ θεοζωὴ καὶ ἡ διαβολοζωή, ἡ θεοφιλία καὶ ἡ διαβολοφιλία εἶναι οἱ μόνοι δύο τρόποι ἀνθρώπινης ζωῆς στὴν γῆ, ΟΙ ΜΟΝΕΣ ΔΥΟ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης σὲ ὁποιονδήποτε κόσμο».
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι μόνον ΔΥΟ «φόρμες» ὑπάρχουν: Χριστοφιλία ἢ διαβολοφιλία. Διαλέγεις καὶ παίρνεις!