Τους εγνώρισα και τους δύο καλώς και συνεδέθην μετ’ αυτών διά του συνδέσμου της κατά Χριστόν αγάπης. Τους εγνώρισα κατά τα έτη 1905 – 1907, υπηρετών εις τας τάξεις του στρατού. Εγνώρισα πρώτον τον αείμνηστον Αλέξανδρον Παπαδιαμάντην, τον οποίον παρηκολούθουν τακτικώς ψάλλοντα εις τον δεξιόν χορόν κατά τας ολονυκτίας, αι οποίαι εγίνοντο εις το εκκλησάκι του προφήτου Ελισαιέ πλησίον του Παλαιού Στρατώνος. Κατόπιν εκεί εγνώρισα και τον Αλέξανδρον Μωραϊτίδην, όστις έψαλλε αριστερά. Έψαλον δε και οι δύο μετά πολλής συνέσεως, προσοχής, φόβου και κατανύξεως, αποφεύγοντες τας ατάκτους, τας θεατρικάς και θυμελικάς φωνάς. Έψαλλον καθώς το Πνεύμα το Άγιον διά του Προφητάνακτος Δαυΐδ εν ψαλμοίς διδάσκει λέγον «Ψάλλατε τω Θεώ ημών, ψάλλατε… καλώς ψάλλατε… ψάλλατε συνετώς (Ψαλμ. 32, 36) και καθώς ορίζουν οι θεσπέσιοι της Αγίας ημών Εκκλησίας Άγιοι Πατέρες. «Τους επί το ψάλλειν εν ταις Εκκλησίαις παραγενομένους βουλόμεθα, μήτε βοαίς ατάκτοις κεχρήσθαι και την φύσιν προς κραυγήν εκβιάζεσθαι, μήτε τι επιλέγειν των μη Εκκλησία αρμοδίων τε και οικείων, αλλά μετά πολλής προσοχής και κατανύξεως τας τοιαύτας ψαλμωδίας προσάγειν τω των κρυπτών εφόρω Θεώ· ευλαβείς γαρ έσεσθαι τους υιούς Ισραήλ (Λευϊτικόν ΙΕ’, 31) το ιερόν εδίδαξε λόγιον» (Κανών της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου).
Μέχρι σήμερον που έχουν παρέλθη 45 έτη, οσάκις αναπολήσω εις την μνήμην μου τον Παπαδιαμάντην και τον Μωραϊτίδην και τας κατανυκτικάς εκείνας αγρυπνίας και ιεράς Άγιος Νικόλαος Πλανάςμυσταγωγίας, τας οποίας ετέλουν οι αείμνηστοι π. Αντώνιος και ο απλούς και άκακος, ο πράος, ο ακέραιος και ταπεινός τη καρδία παπά-Νικόλαος ο Πλανάς, μοι φαίνεται ωσάν να ακούω την ιεράν εκείνην υμνωδίαν, η οποία ωμοίαζε ωσάν υμνωδία αγγελική και προσευχή κατανυκτική, η οποία εξαϋλώνει τρόπον τινά τον άνθρωπον, τον αναβιβάζει νοερώς εις τα ουράνια και τον πλησιάζει και τον ενώνει με τον Θεόν. Εάν κατ’ αυτόν τον τρόπον, τον σεμνόν, τον εύσχημον ετελούντο εις όλας τας εκκλησίας αι ιεραί ακολουθίαι και θείαι μυσταγωγίαι, μεγίστην ωφέλειαν θα ελάμβανον όλοι οι χριστιανοί. Δυστυχώς, τας περισσοτέρας εκκλησίας οι ψάλλοντες και ιερουργούντες με τας ατάκτους, τας ασήμους και ανοικείους φωνάς, τας κινήσεις χειρών, ποδών κ.λ. μελών τας μετέβαλον εις θέατρα και ουδεμία ωφέλεια ψυχική προσγίνεται, διότι η Βυζαντινή Εκκλησ. μουσική, η κατανυκτική και εύσχημος, η ψυχωφελής και σωτήριος εφυγαδεύθη και αντικατεστάθη εις τους περισσοτέρους ναούς διά της ευρωπαϊκής θεατρικής μουσικής, ήτις ευχαριστεί και τέρπει όχι την ψυχήν, αλλά την ακοήν, ουχί των ευλαβών χριστιανών, των ταπεινών και φοβουμένων τον Θεόν, αλλά των εν τοις θεάτροις και κινηματογράφοις φοιτώντων.
Η δε λεγομένη τετραφωνία, ψαλλομένη παρά ψαλτών ενίων ανευλαβών, εχόντων τα οπίσθιά των εστραμμένα προς τας αγίας εικόνας και το άγιον θυσιαστήριον, οίτινες εν θεάτροις και εν καπηλείοις τραγωδούσιν, έχοντες τελείαν άγνοιαν των ιερών κανόνων των περί υμνωδίας και ψάλλουν μόνον τω στόματι και ουχί τω νοΐ και τη καρδία, είναι μία τερατοφωνία, είναι τραγέλαφος. Δε θα λησμονήσω την ευλάβειαν και προσοχήν με την οποίαν έψαλλον οι αείμνηστοι διδάσκαλοι Μωραϊτίδης και Παπαδιαμάντης, με την σιγανήν και ταπεινήν φωνήν των.
Εφαίνοντο όχι ότι έψαλλον αλλ’ ότι προσηύχοντο και συνωμίλουν με τον Θεόν. Ο δε Παπαδιαμάντης όταν έψαλλε τα τροπάρια της Δευτέρας Παρουσίας: «Όταν μέλλεις έρχεσθαι κρίσιν δικαίαν ποιήσαι, Κριτά δικαιότατε… όταν τίθενται θρόνοι και ανοίγονται βίβλοι και Θεός εις κρίσιν καθέζηται… Εννοώ την ημέραν εκείνην και την ώραν, όταν μέλλομεν πάντες γυμνοί και ως κατάκριτοι τω αδεκάστω Κριτή παρίστασθαι…» τα έψαλλε με τοιαύτην συναίσθησιν και φόβον, ώστε εφαίνετο ωσάν να ίστατο έμπροσθεν του φοβερού Κριτηρίου. Όταν δε έψαλλε τα του Παραδείσου τροπάρια, εφαίνετο ωσάν να εξίστατο και ηρπάζετο ως εις Παράδεισον. Ωσαύτως όταν έψαλλε τα Αναστάσιμα τροπάρια και κανόνας, εφαίνετο ως χαίρων και αλλόμενος, καθώς ο Θεοπάτωρ Δαυΐδ προ της σκιώδους Κιβωτού ήλατο σκιρτών.
Επειδή δε έψαλλον μετά συνέσεως και ευλαβείας, δεν επέτρεπον εις ψάλτας που ήρχοντο διά να ψάλωσι εις τας αγρυπνίας, εάν και εκείνοι δεν έψαλλον συνετώς και μεταχειρίζοντο όχι τας φυσικάς των φωνάς, αλλά θυμελικάς, προσποιητάς και ατάκτους φωνάς. Ο δε Παπαδιαμάντης όστις ήτο και ευέξαπτος τους εδίωκε.
-Φύγετε, τους έλεγε, εδώ είναι τόπος προσευχής. Πηγαίνετε να τραγουδήσετε εις τα θέατρα.
Πολλάκις και εμέ όστις ήμην βοηθός του και μαθητής, όταν έκανα καμμίαν παραφωνίαν ή παρατονίαν, με εδίωκεν.
-Φύγε, μοι έλεγε, παύσε, κλείσε το στόμα σου, απρόσεκτε.
Εγώ παραμέριζα, αλλά γρήγορα του περνούσε ο θυμός και πάλιν με εκάλει.
-Κώστα, έλα να ψάλης.
Εγώ επειδή είχον ζήλον να μάθω αμέσως, έτρεχον και έψαλλον. Ήτο δε τόσο ταπεινός, ώστε πολλάκις μετά το τέλος της αγρυπνίας έμπροσθεν πολλών μοι εζήτει συγχώρησιν.
-Κώστα, μοι έλεγεν (τούτο ήτο το κοσμικόν μου όνομα), να με συγχωρέσης διότι σε ελύπησα.
Και εγώ τω έλεγον:
-Εγώ πταίω, διδάσκαλε, διότι είμαι απρόσεκτος. Σε ευχαριστώ δε διότι με τας παρατηρήσεις που μου κάμνεις γίνομαι προσεκτικώτερος και με τας επιπλήξεις με διδάσκεις την υπομονήν της οποίας έχω ανάγκην.
Ομολογώ, ότι από την τάξιν εκείνην η οποία παρετηρείτο εις το εκκλησάκι εκείνο του προφήτου Ελισαιέ έλαβον μεγάλην ωφέλειαν. Εκείνοι που το κατεδάφισαν έδειξαν μεγάλην ασέβειαν και συνιστώ εις πάντας τους Έλληνας λογοτέχνας και λογογράφους ως πνευματικός πατήρ να απαιτήσουν παρά του Σου Υπουργείου της Παιδείας και παρά της Ιεράς Συνόδου και της Αρχαιολογικής Εταιρίας να ανοικοδομηθή νέον εκκλησίδιον εις τον ίδιον τόπον όπου υπήρχε το παλαιόν, διά να παραμείνη ως μνημείον διά τας μελλούσας γενεάς, να το βλέπωσιν οι νέοι λογοτέχναι και να το επιδεικνύωσι και εις τους ξένους λογοτέχνας, τους επισκεπτομένους την Ελλάδα, διά να πληροφορώνται ότι εις αυτόν τον ιερόν τόπον, εις αύτό το εκκλησίδιον, οι κορυφαίοι των λογογράφων της Ελλάδος ως ευσεβέστατοι ετέλουν αγρυπνίας προσευχόμενοι, άδοντες, ψάλλοντες, αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν.
Ου μόνον δε εγώ ωφελήθην, αλλά και άλλοι πολλοί φοιτώντες εις τας αγρυπνίας εκείνας, ακούοντες μετά κατανύξεως τας αναγνώσεις εις τους βίους των Αγίων, εις τους λόγους περί ψυχής, περί μελλούσης κρίσεως, περί Παραδείσου, περί κολάσεως, τους οποίους λόγους με απλήν φράσιν ηρμήνευεν ενίοτε ο Μωραϊτίδης.
Τινές εξ αυτών μισήσαντες τον μάταιον κόσμον και καταφρονήσαντες πάντα τα επίγεια ως φθαρτά και ρέοντα, αγαπήσαντες δε τον Θεόν και τα ουράνια και αεί διαμένοντα, εγκατέλειπον τον κόσμον και τα εν κόσμω και ηκολούθησαν διά της μοναχικής πολιτείας τον Χριστόν, εξ ων τινες διέπρεψαν επ’ αρετή, φιλομαθεία και οσιότητι βίου, πολλοί δε έγιναν ηγούμενοι μονών. Εις εκ των πρώτων όστις ησπάσθη τον μοναχικόν βίον και ήρεν τον Σταυρόν του Κυρίου επ’ ώμων και ηκολούθησεν Αυτόν, ήτο ο εξ Αιγίνης ιατρός Σπυρίδων Καμπανάος, ο διά του αγγελικού σχήματος επικληθείς Αθανάσιος Λαυριώτης ο μελετηρότατος και πολυγραφώτατος, ο ιδρυτής της Αγιορειτικής Βιβλιοθήκης.
Ούτος ότε έτι ήτο νέος και φοιτητής της Ιατρικής, ήτο και τακτικός θιασώτης των αγρυπνιών, αίτινες εγίνοντο εις τον προφήτην Ελισαιέ, ψάλλων μελωδικότατα. Ότε δε έλαβε το δίπλωμα της Ιατρικής, κατανοήσας ως φρόνιμος και νουνεχής την του Κυρίου φωνήν: «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον Σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι… και ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ, ουκ έστι μου άξιος…», αφήκε τον κόσμον και τα εν κόσμω, γονείς, αδελφούς, φίλους, τιμάς, δόξας και αναπαύσεις προσκαίρους και κατέφυγεν εις την εν τω Αγίω Όρει του Άθωνος Ιεράν Μονήν της Μεγίστης Λαύρας, ένθα επί πολλά έτη τον μοναχικόν ανύσας δίαυλον, εν αρεταίς, νηστείαις, αγρυπνίαις και προσευχαίς, εν συγγραφαίς και μεταφράσεσιν ωφελίμων βιβλίων, εδόξασε και ετίμησε τον Θεόν, το μοναχικόν πολίτευμα και το Αγιώνυμον Όρος του Άθωνος.
Τούτου το παράδειγμα ηκολούθησαν και άλλοι τινές και μεταξύ αυτών και ο υποφαινόμενος, μετά του πνευματικού αδελφού και φίλου μου Νικολάου Μητροπούλου, δικηγόρου, ανεψιού του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου Πατρών Ιεροθέου Μητροπούλου, γραμματέως τότε του μεγάλου καταστήματος του Δημ. Τερζοπούλου, με τον οποίον εγνωρίσθην εις τας αγρυπνίας και αφού εγνωρίσθημεν, εμείναμεν σύνοικοι επί 1 ½ έτος και ομού ανεχωρήσαμεν εξ Αθηνών δι’ Άγιον Όρος την 8ην Μαΐου, εορτήν του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.
Μετά την αγρυπνίαν και ιεράν μυσταγωγίαν, ην παρηκολουθήσαμεν εις το εκκλησάκι του Προφήτου Ελισαιέ, μας εφιλοξένησεν εις τον οίκον του μαζί με τον Παπαδιαμάντην ο φιλομόναχος και φιλόξενος Νικ. Μπούκης και αποχαιρετίσαντες τους Παπαδιαμάντην και Μωραϊτίδην, κατήλθομεν εις Πειραιά, όπου μας συνώδευσαν ο Νικόλαος Μπούκης, ο εκ του ηρωϊκού Σουλίου ταγματάρχης Κωνστ. Σμπόνιας, πνευματικόν τέκνον του εν Πάρω Οσίου Αρσενίου, και ο εκ Σίφνου γραμματεύς του Υπουργείου των Εσωτερικών Σταμ. Γαϊτάνος, οίτινες ήσαν τακτικώτατοι εις τας αγρυπνίας.
Φθάσαντες εις Θεσσαλονίκην, οι Τούρκοι μας εθεώρησαν ως κατασκόπους, και εμέ διασωθέντα ως εκ θαύματος τη μεσιτεία του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, με επέστρεψαν εις την Ελλάδα, τον δε φίλον μου Νικόλαον Μητρόπουλον τη μεσιτεία γνωστού του Τούρκου αξιωματικού τον απέστειλαν εις Άγιον Όρος. Μεταβάς εις την Ιεράν Μονήν Σίμωνος Πέτρας έλαβε το αγγελικόν σχήμα, κληθείς Νείλος και διορισθείς, ως εγγράμματος, γραμματεύς της Κοινότητας του Αγίου Όρους, ζήσας ολίγα έτη εν άκρα αρετή και οσιότητι, εν ταπεινώσει, εν φιλαδελφία και αγάπη ειλικρινεί προς τον Θεόν και τον πλησίον και ευάρεστος τω Θεώ γενόμενος, τελειωθείς εν ολίγω επλήρωσε χρόνους μακρούς.
Εγώ δε ο ευτελής και ελάχιστος, επιστρέψας εις Ελλάδα, ήλθον και εκοινοβίασα εις την Ιεράν Κοινοβιακήν Μονήν της Ζωοδόχου Πηγής, εις ην και ευρίσκομαι άρτι και αναμένω την εντεύθεν αναχώρησιν και μετάβασιν εις την αληθινήν πατρίδα, την ουράνιον Ιερουσαλήμ, την κραταιάν και ανόλεθρον.
Μετά από ημάς ηκολούθησε μετ’ ολίγον και ο ανωτέρω ρηθείς εκ Σίφνου Σταμάτιος Γαϊτάνος, ελθών κατ’ αρχάς εις την Ιεράν ημών Μονήν και κατόπιν μεταβάς εις την πατρίδα του Σίφνον, όπου καρείς μοναχός εχειροτονήθη Ιερεύς και Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Βρύσεως. Αποσυρθείς της Ιεράς Μονής, εφησυχάζει εν Φυρογείοις. Μετά ταύτα ήλθον εις την ενταύθα Ιεράν ημών Μονήν εκ των φοιτώντων εις τας αγρυπνίας του Προφήτου Ελισαιέ, άλλοι πέντε, ο εκ Νάξου Αντώνιος Κούρτης, όστις ήτο κανδηλανάπτης εις τον ναόν του Προφήτου Ελισαιέ, ο εκ Δεσφίνης της Παρνασσίδος Ιωάννης Σιδέρης, νυν ιερομόναχος Ηλίας, ο εκ Σμύρνης Εμμ. Φωτιάδης, ο εκ Κων/πόλεως Εμμ. Νιώτης, γενόμενος μοναχός, ο μεν πρώτος κληθείς Φιλόθεος, ο δε δεύτερος Μάξιμος, και ο εκ Κέας Θεόφιλος Ζάμαρος, ιερομόναχος πνευματικός, όστις ήδη ευρίσκεται εις την εν Αμαλιάδι Ιεράν Γυναικείαν Μονήν του Προφήτου Ηλιού. Εκτός τούτων ήσαν και άλλοι, οίτινες μετέβησαν εις Άγιον Όρος και άλλας μονάς.
Αλλά και γυναίκες φοιτώσαι εις τας αγρυπνίας εκείνας, ηκολούθησαν τον μονήρη βίον, αίτινες διέλαμψαν εν ταις αρεταίς και τη οσιότητι, εν αις η εκ Κρήτης Οσία Ξένη, η αόμματος και ποιήτρια κατανυκτικωτάτων ευχών και δεήσεων και ύμνων, η χρηματίσασα αρκετά έτη Ηγουμένη εις την εν Αιγίνη Ιεράν Μονήν της Αγίας Τριάδος, την ιδρυθείσαν υπό του Αγίου Νεκταρίου πρώην Πενταπόλεως, η μοναχή Κασσιανή υποτακτική της ανωτέρω Ξένης και διάδοχος της Ηγουμενείας, η Νεκταρία Γιαβοπούλου χρηματίσασα και αυτή Ηγουμένη εις την ιδίαν Μονήν, η Παρθενία Μάνδηλα, ήτις εχρημάτισε Ηγουμένη της εν Πάρω Γυναικείας Μονής Μεταμορφώσεως Χριστού και άλλαι πολλαί.
Εις τας αγρυπνίας του Προφήτου Ελισαιέ έψαλλεν ενίοτε και ο εκ Κων/πόλεως μουσικοδιδάσκαλος Τσώκλης, βραδύτερον δε οι εκ Βόλου Στέφανος Ζήτης, ο κατόπιν πρεσβύτερος χειροτονηθείς, ο Ηλίας Μάρος και ο Διευθυντής της «Αγιορειτικής Βιβλιοθήκης» Σωτ. Σχοινάς, ο Γεώργ. Τσαντίλης, ο Παν. Τομής, ο εκ Πάρου Γεωργ. Στέλλας, όστις και επίτροπος εχρημάτισε και δι’ ενεργειών του εκοσμήθη το εκκλησίδιον διά τοιχογραφιών.
Αμφότεροι, ο Παπαδιαμάντης και ο Μωραϊτίδης ως άνθρωποι και αυτοί είχον ανθρωπίνους αδυναμίας και ατελείας, επειδή κατά τον Μ. Γρηγόριον «και των αρίστων ο μώμος άπτεται, ως τελείου και αναμαρτήτου όντος μόνου του Θεού», αλλ’ εις την γενεάν την οποίαν έζησαν, καθ’ ην πάντες κατά τον Προφητάνακτα Δαυΐδ εξέκλιναν άμα ηχρειώθησαν, ούτοι οι μακάριοι δεν εξέκλιναν, αλλ’ εστάθησαν εδραίοι, στύλοι ακλόνητοι της ευσεβείας, και ακριβείς φύλακες των παραδόσεων.
Ενήστευον τας υπό των Αγίων Αποστόλων και της Εκκλησίας νενομοθετημένας νηστείας, ηγρύπνουν, προσηύχοντο και κατεγίνοντο εις την μελέτην των Αγίων Γραφών, των συγγραμμάτων των Αγίων Πατέρων και διδασκάλων της Αγίας ημών Εκκλησίας. Εις τα συγγράμματά των είναι καταφανής η ευλάβειά των και αφοσίωσις προς τον Θεόν, τους Αγίους Πατέρας και ιεράς παραδόσεις. Ήσαν ακτήμονες, έζων λιτότατα και ενεδύοντο ταπεινά και πενιχρά. Ο δε Παπαδιαμάντης ήτο πάντοτε πτωχός, διότι ό,τι είχε ή τω έδιδον, τα διένειμε τοις πτωχοίς. Πολλάκις οι φίλοι του βλέποντες ότι τα ενδύματά του ήσαν πεπαλαιωμένα, τω επρόσφερον καινουργή, αλλ’ εκείνος δεν εδέχετο, και όταν τα ενδύματά του και σανδάλια καθίσταντο άχρηστα, τότε τα αντικαθίστα. Εφρόντιζον και οι δύο να στολίζουν όχι το φθαρτόν και θνητόν σώμα των, αλλά την άφθαρτον και αθάνατον ψυχήν των με αρετάς, εμίσουν και απεστρέφοντο πάντα νεωτερισμόν και τον σημερινόν ψευδοπολιτισμόν και την ξενομανίαν, ήλεγχον δε και εκαυτηρίαζον τους χάσκοντας διά τα ξένα και οθνεία και εισάγοντας ξένα και καινά δαιμόνια, τους νεωτεριστάς και καινοτόμους, οίτινες απεμπόλησαν τα αρχαία και χριστιανικά ήθη και έθιμα, τινές δε και αυτόν τον θησαυρόν της ορθοδόξου ημών πίστεως και ενεδύσαντο ως ιμάτιον τον νεωτερισμόν και τα σαθρά και άσεμνα ήθη των Ευρωπαίων και λοιπών ξένων και κινδυνεύει η Ελλάς να εξευρωπαϊσθή και αμερικανοποιηθή. Μετέβησάν τινες Ελληνίδες εις Ευρώπην, είδον γυναίκας ασέμνως ενδεδυμένας, βαμμένας τα πρόσωπα, τα χείλη, τους όνυχας, είδον γυναίκας να καπνίζουν, να χαρτοπαίζουν, ν’ αποφεύγουν την τεκνογονίαν, να κάμνουν εκτρώσεις, να παίρνουν διαζύγια, να χωρίζωνται τους άνδρας των, να κουρεύωνται, να φορούν πανταλόνια, και ευθύς τας εμιμήθησαν και ωμοιώθησαν αυταίς. Και όχι μόνον τας εμιμήθησαν, αλλά και ερχόμεναι εις την Ελλάδα εφρόντισαν να μεταδώσουν τα τοιαύτα και εις άλλας γυναίκας, αι οποίαι μετά χαράς εδέχθησαν τα άσεμνα, τα σεσηπότα, τα σαθρά και οθνεία.
Πρέπει να ομολογήσωμεν την αλήθειαν, ότι εις διαφόρους χώρας της Ευρώπης, εις την Γαλλίαν, Ιταλίαν και Αγγλίαν, Ελβετίαν κ.ά., υπάρχουν και γυναίκες σεμναί, τίμιαι, ηθικαί, θεοφοβούμεναι, σεμνώς ενδεδυμέναι και γενικώς δε παρά τοις καθολικοίς απαγορεύεται η εν τοις ιεροίς ναοίς είσοδος γυναικών ασέμνως ενδεδυμένων. Αλλ’ αι ανωτέρω Ελληνίδες εμιμήθησαν τας επί των σκηνών των θεάτρων και κινηματογράφων.
Προ 60 ετών εις την Ελλάδα δεν υπήρχε γυνή ασέμνως ενδεδυμένη, ούτε πλουσία ούτε πτωχή, ούτε μεγάλη ούτε μικρή· εντρέπετο να ίδη τις γυμνόν όχι το χέρι, ή πόδι, ή τράχηλον αλλά και αυτό το πρόσωπόν των. Διά τούτο αι μεν των πόλεων, ιδίως αι των πλουσίων κυρίαι, όταν εξήρχοντο εις περίπατον, ή μετέβαινον εις επισκέψεις, είχον καλύπτρας εις το πρόσωπον, αι δε των επαρχιών, ιδίως των χωρίων, είχον μανδήλας, με τας οποίας εκάλυπτον όχι μόνον τας κεφαλάς, αλλά και τα πρόσωπα και μόνον γυμνόν μέρος έμενον οι οφθαλμοί διά να βλέπωσι και η ρις διά να αναπνέωσιν· πολλάκις εκάλυπτον και την ρίνα και όταν συνήντων ή ωμίλουν με άνδρας ένευον προς τα κάτω· σπάνιαι εβάφοντο· εβάφοντο ιδίως αι των θεάτρων και των οίκων ανοχής.
Εις τας περισσοτέρας εκκλησίας είχον τα λεγόμενα δικτυωτά, διά να μη βλέπουν οι άνδρες τας γυναίκας, δι’ αυτό αι πορνείαι, αι μοιχείαι, αι εκτρώσεις, τα διαζύγια εσπάνιζον, η δε αποφυγή της τεκνογονίας ήτις εγενικεύθη ακόμη και εις τα μικρότερα χωρία της Ελλάδος και εις τα αγροικίας, ήτο άγνωστος καθώς ήτο άγνωστον και το σιγάρο και η χαρτοπαιξία εις τας γυναίκας. Ομοίως πολλοί άνδρες μεταβαίνοντες εις Ευρώπην και μαθόντες ότι εκεί υπάρχουν μασόνοι έχοντες μασονικάς στοάς, εμιμήθησαν τούτους και επιστρέψαντες εις την Ελλάδα, μετελαμπάδευσαν και μετεφύτευσαν τον μασονισμόν, ιδρύσαντες στοάς, αγωνιζόμενοι όπως προσελκύσουν και προπαγανδίσουν, όσους δυνηθούν εις την μασονίαν· άλλοι εγένοντο χιλιασταί, κομμουνισταί, πνευματισταί, αιρετικοί, κακόδοξοι και αφού εγένοντο υιοί του σκότους οι πρώην υιοί του φωτός, προσπαθούν με φανατισμόν να σκοτίσουν και άλλους και ει δυνατόν να κάμουν πάντας ομοίους των.
Αλλά το πλέον λυπηρόν και άξιον θρήνων είναι ότι και κληρικοί μεταβαίνοντες εις Ευρώπην και Αμερικήν εκτός σπανίων εξαιρέσεων έπαθον τα όμοια· βλέποντες του ετεροδόξους κουρευμένους, ξυρισμένους χωρίς ράσα, ως λαϊκούς ενδεδυμένους, τους εμιμήθησαν δικαιολογούμενοι και προφασιζόμενοι προφάσεις εν αμαρτίαις, ότι δήθεν οι Ευρωπαίοι κληρικοί είναι καλλίτεροι από ημάς, είναι πολιτισμένοι, ενώ ημείς είμεθα απολίτιστοι, ασυγχρόνιστοι, με τα ράσα δε και με τα γένεια είμεθα άγριοι, και ότι τα ράσα δεν κάνουν τον παπά και ότι οι ξένοι όταν φορώμεν ράσα μας χλευάζουν. Ταλαίπωροι! Πόσον πλανάσθε!! Ώστε οι Άγιοι Προφήται, οι Άγιοι Απόστολοι, οι Άγιοι Πατέρες, ο Αγιώτερος πάντων των ανθρώπων Τίμιος Πρόδρομος, αυτός ο ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού Πατρός, ο διά την ημετέραν σωτηρίαν γενόμενος άνθρωπος που είχαν γένεια και μύστακα, ήσαν άγριοι απολίτιστοι!
Εντροπή σας! Λείπεται να μας είπητε ότι και ο Θεός ο Ουράνιος Πατήρ θα είναι απολίτιστος και ασυγχρόνιστος διότι παραγγέλλει εις το Λευϊτικόν (κεφ. ΙΘ’, 27) κοινώς εις πάντας, ιδιαιτέρως δε εις τους ιερείς να μη ξυρίζωσι το γένειον «Ου φθαρείτε την όψιν του πώγωνος υμών.» Συμφωνώ και εγώ ότι τα ράσα δεν κάμνουν τον παπά, τον κάμνουν τα καλά έργα, αλλά και παπάς χωρίς ράσα δεν μπορεί να είναι παπάς. Παπάς δε κουρεμένος, ξυρισμένος τελείως, παπάς με γυναικείαν όψιν, γυναικοπρόσωπος, δεν ειμπορεί να είναι παπάς.
Παπάς φοιτών εις θέατρα, παίζων, διασκεδάζων, χορεύων, πηδών και κατόπιν τελών τα φρικτά μυστήρια, δεν είναι παπάς, είναι θεομπαίκτης, είναι καραγκιόζης! Παπάς όστις φοβούμενος μήπως τον χλευάσουν οι αλλόθρησκοι βγάζει τα ράσα του, εάν του χλευάσουν και την πίστιν του επόμενον να την αρνηθή! Διότι «ο ευχερώς υπό των μικρών ηττώμενος, ευχερώς και υπό των μεγάλων ηττηθήσεται» λέγει ο σοφός Μάρκος ο Ασκητής.
Αλλά τι είπω και λαλήσω; Μακάριοι οι λέγοντες εις ώτα ακουόντων. Φοβούμαι μήπως ομιλώ και γράφω εις ώτα εχόντων ώτα αλλά μη ακουόντων, εχόντων οφθαλμούς αλλά μη βλεπόντων. Φοβούμαι μήπως έφθασαν αι ημέραι αι πονηραί εκείναι, διά τας οποίας είπεν ο Μέγας Αντώνιος μίαν προφητείαν εις τους εαυτού μαθητάς και εις ακροατάς του οίτινες πολλαχόθεν προσέτρεχον προς αυτόν διά να τον ίδωσι και ακούσωσι την γλυκυτάτην διδασκαλίαν του ονομάζοντες αυτόν άνθρωπον Θεού. «Ακούσατε, ω τέκνα μου, τοις είπεν, έρχεται καιρός καθ’ ον οι άνθρωποι θα μανώσι (θα τρελλαθώσι), επάν δε ίδωσι τινα μη μαινόμενον επαναστατήσοναι κατ’ αυτού λέγοντες· ημείς μαινόμεθα, ίνα τι συ ου μαίνει»; Η προφητεία αύτη του αγίου Αντωνίου ήρχισεν είς τινας άνδρας και γυναίκας να εκπληρούται εξ όσων ανωτέρω είπομεν, αλλά και εκ των λεγομένων καλλιστείων δηλ. των επιδείξεων γυμνών γυναικείων σωμάτων.
Από αρχαιοτάτων χρόνων και επί Χριστού ως αναφέρουν οι ιεροί ευαγγελισταί, αλλά και σήμερον μόνον οι τρελλοί και οι δαιμονισμένοι ξεσχίζουν τα ιμάτιά των και ελαυνόμενοι υπό της μανίας και των δαιμόνων περιφέρονται γυμνοί εις τας οδούς και ερήμους και τους οποίους οι συγγενείς των και οι λοιποί φρόνιμοι άνθρωποι τους δένουν με σίδηρα και αλύσεις και εφ’ όσον διαρκεί η τρέλλα, τους κλείουν εις φρενοκομεία. Όμοιόν τι με τα ανωτέρω πάσχουσι και αι γυναίκες εκείναι αι οποίαι σπεύδουν επιδείξαι γυμνάς τας σάρκας των. Ταύτας οφείλουν οι γονείς, οι αδελφοί, οι συγγενείς, οι φίλοι να τας περιορίζωσι και εάν επιμένουν τότε να μεταχειρισθώσιν αλύσεις και σίδηρα και ξύλο, διότι όταν τας αφίνουν ελευθέρας είναι φανερόν, ότι και αυτοί πάσχουν την ιδίαν ασθένειαν, καθώς και εκείνοι που τρέχουσι να τας ίδωσι και θαυμάσωσι, να τας τιμήσωσι και να τας δοξάσωσι και να ταις αποδώσωσι λατρείαν οίαν απέδιδον, οι άγνωστοι και ασελγείς αρχαίοι τη ψευδοθεά Αφροδίτη.
Άξιος επαίνου είναι ο Σος Μητροπολίτης Εδέσσης όστις δι’ επιτιμίου αφορισμού ημπόδισε την επίδειξιν καλλιστείων εις την επαρχίαν του και έπρεπε πάντες οι μητροπολίται να τον μιμηθώσι. Πού είσθε Παπαδιαμάντη και Μωραϊτίδη, πού είσθε των παρελθόντων αιώνων διδάσκαλοι και κήρυκες της ευσεβείας και της Εκκλησίας Άγιοι Αρχιερείς και κληρικοί Κοσμά Αιτωλέ, Μακάριε Νοταρά, Νικηφόρε Θεοτόκη, Ευγένιε Βούλγαρη, Αθανάσιε Πάριε, Νικόδημε Αγιορείτα, Χριστόφορε Παπουλάκε;
Πού είσθε Άγιοι Αρχιερείς και ιερείς της υποδούλου Ελλάδος, οίτινες επί πέντε αιώνας υπό κάτω του σκληροτάτου ζυγού της δουλείας εφυλάξατε ακριβή, ανόθευτον και ασάλευτον την ορθόδοξον πίστιν ημών, τας ιεράς παραδόσεις και όλα τα σεμνά και χριστιανικά ήθη και έθιμα, δια να ίδητε την κατάντια της σημερινής γενεάς και να κλαύσητε και θρηνήσετε την σημερινήν ελεεινήν και οικτράν μας κατάστασιν!
Πού είσαι Ηλία Μηνιάτη, διαπρύσιε κήρυξ της Εκκλησίας να κηρύξεις στεντορείως. Ω ήθη! Ω καιροί! Υιοί των Ελλήνων χριστιανών έως πότε βαρυκάρδιοι; Ίνα τι αγαπάτε ματαιότητα και ζητείτε ψεύδος; Ω Έλληνες και Ελληνίδες όσοι επλανήθητε από τον άρχοντα του σκότους, όσοι εσκοτίσθητε, αποδιώξατε το σκότος, προσέλθετε εις τον άρχοντα του Φωτός τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, όστις είναι το φως το αληθινόν το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον, προσέλθετε προς αυτόν και φωτίσθητε και τα πρόσωπά σας δεν θέλουν καταισχυνθή, προσέλθετε εν μετανοία ειλικρινεί, προσέλθετε χωρίς αναβολήν, ότι το τέλος ήγγικεν, ο θάνατος εστιν άδηλος και εν τω άδη ουκ έστι μετάνοια.
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός μεταξύ άλλων σημείων, όσα θα ακολουθήσουν ολίγον προ της συντελείας του κόσμου και περί ων αναφέρουσιν οι Ιεροί Ευαγγελισταί, τους είπε ακόμη και εν άλλο από εκείνα τα οποία δεν είναι γραμμένα αλλά διεσώθη εκ παραδόσεως και το οποίον ανέγνωσα εις αρχαίον βιβλίον. Όταν ίδητε τα ανωτέρω σημεία και όταν γίνωσιν αι γυναίκες άνδρες και οι άνδρες γυναίκες, τότε να γνωρίσητε ότι πλησιάζει το τέλος.
Το βλέπομεν και αυτό σήμερον. Πόσαι γυναίκες δεν περιπατούν με πανταλόνια και με σιγάρα στα χέρια και στα στόματα, οι δε άνδρες των και οι πατέρες των και αι μητέρες των τας καμαρώνουν!
Ο δε φωστήρ της Εκκλησίας μας Θείος Χρυσόστομος ερωτηθείς πότε έρχεται το τέλος, απήντησεν, όταν εκλείψη η αιδώς από τας γυναίκας. Η αιδώς ου μόνον εξέλιπεν από τας πλείστας των γυναικών, αλλά και ευρίσκεται εν διωγμώ ως έγραψεν ορθότατα και αληθέστατα ο φιλευσεβέστατος και ζηλωτής των πατρίων αγαπητός κ. Μ. Τριανταφύλλου εις φυλλάδιόν του δημοσιευθέν εν Θεσσαλονίκη το 1950 «Η αιδώ εν διωγμώ».
Το να εξετάζωμεν διά να μάθωμεν ακριβώς περί της ημέρας της συντελείας του κόσμου και της Δευτέρας Παρουσίας δεν μας ωφελεί τόσον, όσον μας ωφελεί να πιστεύσωμεν ότι το τέλος είναι εγγύς, ότι θα αποθάνωμεν, ότι μετά θάνατον υπάρχει ζωή αιώνιος, ότι θα δώσωμεν λόγον των πράξεών μας και έκαστος εκ των ιδίων έργων ή δοξασθήσεται ή αισχυνθήσεται και ότι η Παρουσία του Κυρίου θα έλθη αιφνιδίως και ως αστραπή, και ότι πρέπει να είμεθα πάντοτε έτοιμοι ως παραγγέλλει ημίν ο Κύριος «Προσέχετε εαυτοίς μήποτε βαρυνθώσιν υμών αι καρδίαι εν κραιπάλη και μέθη και μερίμναις βιωτικαίς και αιφνίδιος εφ’ υμάς επιστή η ημέρα εκείνη· ως παγίς γαρ επελεύσεται επί πάντας τους καθημένους επί πρόσωπον πάσης της γης· αγρυπνείτε ουν εν παντί καιρώ δεόμενοι, ίνα καταξιωθήτε εκφυγείν πάντα τα μέλλοντα γίνεσθαι και σταθήναι έμπροσθεν του υιού του ανθρώπου (Λουκ. ΚΒ’ 34,35).
Επανέλθομεν επί το προκείμενον. Ο Παπαδιαμάντης και ο Μωραϊτίδης ζήσαντες ευσεβώς, οσίως και δικαίως και φυλάξαντες τας εντολάς του Κυρίου, μετέβησαν προς τας αιωνίους μονάς, διά να αινώσι και δοξολογώσιν ακαταπαύστως μετά των Αγγελικών Ταγμάτων και των Αγίων Πάντων τον Ποιητήν και Δεσπότην και Βασιλέα του παντός. Και ο μεν Παπαδιαμάντης εκοιμήθη εν Σκιάθω κατά το έτος 1910. Ο δε Μωραϊτίδης, γενόμενος μοναχός και μετονομασθείς Ανδρόνικος, εκοιμήθη ωσαύτως εις Σκιάθον κατά το 1929. Και οι δύο είχον πόθον να ήρχοντο να εμόναζον ενταύθα εις την Ιεράν Μονήν της Λογγοβάρδας. Ο μεν Παπαδιαμάντης μόλις ήκουσεν ότι ήλθον εις την Μονήν και έγινα μοναχός και εχειροτονήθην διάκονος, μοι παρήγγειλεν να τον περιμένω επιστρέφοντα εκ Σκιάθου ένθα μετέβαινε, αλλ’ απελθών δεν επέστρεψε, απήλθε προς Κύριον. Ο δε Μωραϊτίδης επειδή είχεν έλθη μικρός εις την Μονήν διά να μονάση, μαθητής ων του Γυμνασίου εν Σύρω, πλησίον του θείου του Ιερομονάχου Διονυσίου διδασκάλου Πνευματικού και Ιεροκήρυκος, και μη δεχθείς παρά του τότε Ηγουμένου Ιεροθέου Βουτσινιώτου επειδή ήτο μικρός τη ηλικία, επέστρεψεν εις Σύρον και τελειώσας το Γυμνάσιον εισήχθη εις το Πανεπιστήμιον και εσπούδασε την φιλολογίαν και γενόμενος Καθηγητής εδίδαξεν ολίγα έτη, νυμφευθείς γυναίκα τιμίαν και σεμνήν ήτις εις το τέλος του βίου της εγένετο μοναχή Αθανασία ονομασθείσα.
Έζησε μετ’ αυτής εν παρθενία, αφοσιωμένος εις τον Θεόν και εις την συγγραφήν βιβλίων και μετάφρασιν των συγγραμμάτων των Αγίων Πατέρων Γρηγορίου και Μ. Βασιλείου. Είχε σκοπόν εάν έζη να μετέφραζε, ως μοι έγραφε, εις την καθομιλουμένην αμφοτέρων των διδασκάλων τα άπαντα· μοι έστειλε δε μερικά αποσπάσματα μεταφρασμένα· επειδή από το έτος 1909-1929 είχομεν τακτικήν αλληλογραφίαν και είχον πολλάς επιστολάς του και αποσπάσματα μεταφράσεων του Αγ. Γρηγορίου και Μ. Βασιλείου. Τα οποία ελθόντες οι Ιταλοί κατά τον καιρόν της κατοχής και ποιήσαντες έρευναν εις το κελλίον μου και γραφείον, αφήρεσαν αυτά όλα μετ’ άλλων επιστολών. Ο πόθος του ήτο να εγίνετο μοναχός εις την Λογγοβάρδαν εις την οποίαν ήλθε παις ων με σκοπόν να μονάση. Αλλά μεταβάς εις την πατρίδα του εκάρη εκεί μοναχός υπό του Σου Αγ. Χαλκίδος κυρού Γρηγορίου και εκεί παρέδωκε το μεν πνεύμα εις χείρας του Θεού, το δε σώμα εις την γενέτειραν αυτού. Έπρεπε η γεννήσασα και θρέψασα αυτούς ιδιαιτέρα πατρίς να δεχθή εν τοις κόλποις αυτής τα λείψανα αυτών. Ο Μωραϊτίδης εκτός της φιλολογίας, φιλοτεχνίας και θεολογίας εις ας ησχολείτο, ήτο και άριστος υμνογράφος και ασματογράφος και πολλούς Αγίους και Αγίας εστόλισε δι’ ασμάτων και εγκωμίων.
Δίκαιον και πρέπον να καυχάται ου μόνον η Σκιάθος, αλλά και σύμπασα η Ελλάς διά την ξυνωρίδα των δύο τούτων νεωτέρων διδασκάλων και λογογράφων, ότι εις τας πονηράς ταύτας ημέρας, εις την γενεάν την πονηράν μοιχαλίδα και αμαρτωλόν τοιούτοι ανεφάνησαν βλαστοί, τους οποίους οφείλουν να μιμηθώσι όλοι οι νεώτεροι ηθικολόγοι, λογογράφοι και λογοτέχναι· να μη γράφωσι και λέγωσι μόνον αλλά και να ποιώσιν. Επειδή ο ποιήσας πρώτον και δεύτερον διδάξας, μέγας κληθήσεται εν τη Βασιλεία των Ουρανών.
Αρχιμ. Φιλόθεος Ζερβάκος, Πάρος
ΚΙΒΩΤΟΣ
ΜΗΝΙΑΙΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
Τόμος Β’ Ιανουάριος 1953 Αριθμ. Φύλλου. 13
Σελ. 256-262